Ο Ξένος είναι ένα κλασικό έργο. Ας δούμε όμως λιγάκι την πορεία του Καμύ πριν γραφτεί: γεννήθηκε το 1913 στο Αλγέρι, ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν δύο χρονών στη μάχη του Μάρνη και τον ανάθρεψε η μητέρα του σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Πήγε στο κοινοτικό σχολείο, φοίτησε σαν υπότροφος στο γυμνάσιο Μουσταφά στο Αλγέρι όπου αντιμετώπισε την εχθρότητα των παιδιών των μεγαλοαστών (1918 - 1931).
Αρρώστησε από φυματίωση, συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο στο Αλγέρι. Σημαντικά γεγονότα εξακολουθούν να σημαδεύουν τη ζωή του, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η έκδοση του βιβλίου του Μαλρώ
« Η ανθρώπινη μοίρα».
Καθόλου παράξενο λοιπόν που ο Καμύ αποφάσισε να γίνει στρατευμένος συγγραφέας, έγινε μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος αν και διαφώνησε με τη γραμμή του κόμματος κι έκοψε κάθε δεσμό μετά από ένα σχεδόν χρόνο. Τον ίδιο χρόνο (1935) παίρνει το δίπλωμα της Φιλοσοφίας κι αρχίζει να γράφει «Τα τετράδια » που θα αποτελέσουν αργότερα το δοκίμιο «Από την καλή και την ανάποδη» (1937).
Πρωτοεμφανίζεται σαν δημοσιογράφος το 1938 κι εκδίδει το δοκίμιο «Γάμοι». Γνωρίζεται με τον Μαλρώ.
Το 1940 παντρεύεται για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν το 1934) στη Γαλλία και προσλαμβάνεται σαν γραμματέας σύνταξης στην εφημερίδα «Παρί - Σουάρ». Εργάζεται σαν καθηγητής στο ιδιωτικό κολέγιο του Οράν. Προσχωρεί στην γαλλική αντίσταση.Το 1942 παθαίνει δεύτερη κρίση φυματίωσης, εκδίδει το φιλοσοφικό του δοκίμιο « Ο μύθος του Σίσυφου» και το μυθιστόρημα «ο Ξένος».
Θα σταματήσω εδώ καθώς τα γεγονότα που ως τώρα αναφέρω μας δίνουν μια εικόνα της εξελικτικής πορείας του ως άνθρωπο και συγγραφέα μέχρι την δημιουργία του «Ξένου», βιβλίο το οποίο θα προσεγγίσω με τον δικό μου τρόπο.
Θα προσθέσω μόνο άλλα τρία σημαντικά γεγονότα που νομίζω πως τον χαρακτηρίζουν ως πνευματικό άνθρωπο χωρίς να αναφερθώ στα επόμενα δημιουργήματά του. Το 1949 δημοσίευσε έκκληση για την ζωή των καταδικασμένων σε θάνατο στην Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1952 παραιτήθηκε επιδεικτικά από την ΟΥΝΕΣΚΟ γιατί δέχτηκε σαν μέλος της την Ισπανία του φασίστα Φράνκο και τέλος, το 1957 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ.
Το τέλος της ζωής του ήρθε λίγο αργότερα το 1960 στις 4 Γενάρη, με την ανατροπή του αυτοκινήτου του εκδότη του στο οποίο επέβαινε και σκοτώθηκε. Ένα τέλος που τον κατατάσσει στις τραγικές φιγούρες της ζωής.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος: Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Μερσώ, ένας ασήμαντος γραφειοκράτης, χωρίς ιδεολογία, άθεος, ένας άβουλος άνθρωπος, αντικοινωνικός, χωρίς πάθη, φιλοδοξίες και φίλους, χωρίς όνειρα, χωρίς κανένα ουσιαστικό δεσμό με τους γύρω του, ζει μια αδιάφορη ζωή υποταγμένος στη μοίρα.
Αναπτύσσει σχέσεις επιφανειακές με τους γύρω του (ο δεσμός του με την Μαρί και η φιλία του με τον Ραϊμόν) αρνείται όμως να συμμετάσχει ενεργά στη ζωή προσπαθώντας να ελέγξει το πεπρωμένο όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι παλεύοντας, ελπίζοντας ή πιστεύοντας σε κάτι που θα την αλλάξει γιατί υπάρχει μέσα του μια ενστικτώδης άρνηση που εκφράζεται με αδιαφορία και απραξία σε όσα του συμβαίνουν. Ζει σε μια κοινωνία παράξενα αυταρχική και καταπιεστική.
Από τη μια λοιπόν ένας άνθρωπος ξένος προς την ζωή, ξένος με τους γύρω, απορεί με τον τρόπο που οι άλλοι λειτουργούν, αισθάνονται και σκέφτονται (η γυναικούλα νευρόσπαστο, ο γέρο Σαλαμανό, ο φύλακας, η Μαρί, ο εισαγγελέας, ο δικηγόρος κλπ) κι από την άλλη μια απολιθωμένη κοινωνία που καταδικάζει αυτούς που δεν ακολουθούν τις συναισθηματικές και ηθικές αξίες της και τις αμφισβητούν δηλ όσους δεν λειτουργούν σύμφωνα με τους «κοινά» αποδεχτούς της όρους.
Ανάμεσα σε μια τέτοια κοινωνία και τον «ξένο» εισβάλλει το τυχαίο με την μορφή αρχικά του θανάτου της μητέρας του, τον οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν αδιάφορα «δεν είχα τίποτα να περιμένω από αυτήν αλλά ούτε κι αυτή από εμένα», τον αδιάφορο έρωτά του για την Μαρί που δυστυχώς γεννήθηκε την επομένη της κηδείας (ενοχοποιητικό στοιχείο στη δίκη ) και με τη φιλία του με τον Ραϊμόν που ο Μερσώ δέχεται αλόγιστα.
Ακολουθεί το έγκλημα που κάνει σκοτώνοντας τον Άραβα που οφείλεται κι αυτό σε συμπτώσεις συνθηκών (ο εκτυφλωτικός ήλιος, η κούραση, η επιθετικότητα του Ραϊμόν και του Άραβα). Αφήνεται και πάλι έρμαιο των γεγονότων που ακολουθούν το φόνο, αφού στη δίκη τον υπερασπίζεται ένας δικηγόρος που ορίζεται αυτεπάγγελτα, δεν προσπαθεί καθόλου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρακολουθεί σχεδόν με απάθεια σαν τρίτος (παρακολουθεί την εξωτερική εμφάνιση ή τη συμπεριφορά των άλλων,) ξαφνιάζεται με το μίσος που του δείχνει ο εισαγγελέας (του φαίνεται τόσο ανεξήγητο όσο και η φιλία που του πρότεινε ο Ραϊμόν).
Ωστόσο για τη δικαιοσύνη δεν υπάρχει τύχη. Ο εισαγγελέας εξιστορεί με τη σειρά τα γεγονότα που οδήγησαν τον Μερσώ να σκοτώσει, ισχυριζόμενος πως είχε απόλυτη επίγνωση των πράξεών του. Μάλιστα την επίγνωση αυτή τη στηρίζει επικαλούμενος την εξυπνάδα του για να πείσει πως πρόκειται για πράξη απεχθή και προμελετημένη, στηρίζει δε το παράλογο της αγόρευσής του στο γεγονός πως δεν δήλωσε ποτέ μετάνοια «πώς να τόκανε άλλωστε αφού κήδεψε τη μητέρα του με την καρδιά ενός εγκληματία?». Όλα αυτά οδηγούν τον Μερσώ στην καταδίκη και προ της λαιμητόμου.
Στη φυλακή σκέφτεται τον τρόπο που έζησε, παρόλα αυτά δεν τον αναιρεί «είχα ζήσει κατά έναν ορισμένο τρόπο και θα μπορούσα να είχα ζήσει με κάποιον άλλο». Σκέφτεται τη μητέρα του και την κοινή τους μοίρα μπροστά στο θάνατο, για πρώτη φορά συναισθάνεται αφού καταλαβαίνει την επιθυμία και ανάγκη της να κάνει νέα αρχή μιας κι αυτός είναι και ο δικός του πόθος.
Έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του. Σαν κάθε άνθρωπο φοβάται τον θάνατο και τον τρόπο που αυτός θα επέλθει, η λαιμητόμος του στερεί την παραμικρή ελπίδα διαφυγής. Παρατηρεί την αδικία που διέπει το ποινικό σύστημα « είχα παρατηρήσει πως ήταν βασικό να δίνεται μια ευκαιρία στον κατάδικο. Μια μόνο στις χίλιες ήταν αρκετή για να διορθώσει πολλά πράγματα». Σκέφτεται την Μαρί. Παρόλα αυτά δεν απελπίζετα, όμως θυμώνει. Τον θυμό και τον αγνωστικισμό του ξεσπά στον κληρικό που τον επισκέπτεται αρνούμενος την κατήχηση και την παρηγοριά που του προσφέρει.
Αποδέχεται την ζωή όσο και τον θάνατο, η επίγνωση αυτή κι ο θυμός που ξεσπά τον ελευθερώνει «λες κι αυτός ο μεγάλος θυμός με είχε απαλλάξει από το κακό, μου είχε αφαιρέσει την ελπίδα και μπροστά σ' αυτή τη φορτωμένη σημάδια και άστρα νύχτα, ξανοιγόμουνα για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Διαπιστώνοντας πόσο όμοιος ήταν μ' εμένα, πόσο τέλος πάντων αδελφικός, ένοιωσα πως είχα γίνει ευτυχισμένος και πως ήμουνα ακόμα ευτυχισμένος». Ούτε μια στιγμή μετάνοιας, κι η ευτυχία που νοιώθει ένα ακόμη στοιχείο του παραλόγου.
Λυτρωμένος από τον φόβο του θανάτου και την κοινωνική του μάσκα τραγική φιγούρα πια διατυπώνει μιαν ευχή: «Για να γίνουν όλα στην εντέλεια, για να νοιώσω λιγότερο μόνος, μου απόμεινε να εύχομαι να υπάρχουν πολλοί θεατές την μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους».
Ο ήρωας του Καμύ μας ξαφνιάζει. Αναρωτιέται κανείς. Πως μπορεί να είναι τόσο αδιάφορος ένας άνθρωπος ώστε να μην δίνει καμία αξία και νόημα στη ζωή του;
Πως αφήνεται στη μοίρα που τον καθιστά τελικά παιχνιδάκι στα χέρια της;
Πως γίνεται τυχαία να αφαιρέσει μια ζωή;
Πως να παρακολουθεί την δίκη του σαν θεατής ενώ δικάζεται από μεροληπτικούς δικαστές, προκαλώντας έτσι την δυστυχία και το τέλος της ζωής του;
Πως γίνεται η Δικαιοσύνη να επιβάλλει μια ποινή βασιζόμενη σε μια σαθρή λογική που αντιστρατεύεται κάθε Δίκαιο; Στην πραγματικότητα δεν καταδικάζεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει αλλά γιατί είναι διαφορετικός από τους ομοίους του, ξένος ανάμεσα σ' αυτούς (δεν έκλαψε στην κηδεία της μάνας του). Δεν είναι παράλογο;
Μήπως ο Μερσώ αρχικά αν και με τον δικό του τρόπο ενσωματωμένος στην κοινωνία φορούσε μια μάσκα αδιαφορίας κι υποταγής για να έχει την ελευθερία να ζει τους στιγμιαίους πόθους και συναισθήματά του;
Μήπως στην πραγματικότητα η απάθεια ήταν το μόνο όπλο που διέθετε απέναντι στο φόβο, τη μοναξιά, τον θάνατο ζώντας σε μια κοινωνία παράλογη και ξένη; Μήπως μια μάσκα φορούμε όλοι και σωπαίνουμε για να είμαστε κοινωνικά αποδεκτοί ώστε να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα στη ζωή και μερίδιο της ευτυχίας που μας ανήκει;
Σε όλο το μυθιστόρημα το παράλογο είναι που κυριαρχεί. Γι αυτό θέλησε ο Καμύ να μιλήσει, για το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο, το παράλογο μιας απολιθωμένης κοινωνίας και το προϊόν της που είναι η παράλογη συμπεριφορά των ανθρώπων της, το παράλογο χρησιμοποιεί για να περιγράψει την αίσθηση της ανούσιας ύπαρξης.
Ίσως το μυθιστόρημα να χαρακτηρίζεται από μια έξαρση υπερβολής, όμως πάλι σκέφτομαι πόσες φορές οι άνθρωποι έχουν σταθεί αντιμέτωποι με την κοινωνία και τις δομές της, πόσες φορές έχασαν την ζωή τους μαχόμενοι, πόσες φορές διχάστηκαν με τον ίδιο τους τον εαυτό, κι άλλες πόσες στάθηκαν ανίκανοι να κυριαρχήσουν στη ζωή τους ή ν' αλλάξουν την ροή της ιστορίας και σωπαίνω…
Το έργο γράφτηκε από ένα μαχόμενο συγγραφέα - φιλόσοφο - υπαρξιστή, σε μια εποχή (1942) που οι συγγραφείς αισθάνονταν ανίσχυροι μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου και στις φρικαλεότητες που μπορεί να προξενήσει ο άνθρωπος.
Ας αναρωτηθούμε πια είναι η ουσία της δικής μας ζωής και πως αυτή την διαχειριζόμαστε, σε ποιες κοινωνίες ζούμε, βιώνοντας τη φρίκη του πολέμου και της εξαθλίωσης αναπαυτικά στους καναπέδες μας μέσω της τηλεόρασης (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ Παλαιστίνη κλπ) κι ας σκύψουμε μέσα μας να δούμε αν εγκλωβισμένοι σε μια ζωή φαινομενικά ασφαλή κρύβουμε σ' ένα βαθμό ένα Μερσώ που λειτουργεί τόσο παράλογα όσο παράλογος είναι και ο κόσμος του.
« Ο παράλογος άνθρωπος είναι ένα κλασικό έργο που γράφτηκε για το παράλογο και κόντρα στο παράλογο», «ο παράλογος άνθρωπος δεν έχει τίποτα να δικαιολογήσει » Σάρτρ.
Άλλα βιβλία του Καμύ είναι: τα θεατρικά έργα «Παρεξήγηση», «Καλιγούλας», «Κατάσταση πολιορκίας», «Οι δίκαιοι», τα δοκίμια «Γράμματα σ' ένα Γερμανό φίλο», «Καλοκαίρι», «Η κεφαλική ποινή», τα μυθιστορήματα «Η Πανούκλα», «Ο επαναστατημένος άνθρωπος», «Η Πτώση», η συλλογή διηγημάτων «Η εξορία και το βασίλειο», η έκδοση των «Επικαιροτήτων», μετέφρασε επίσης και διασκεύασε άλλων έργα στα Γαλλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου