Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Καβάφης και «Ο Δαρείος», ο Σικελιανός και η «Ιερά Οδός» και ο Καρυωτάκης και η «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»: συγκριτική μελέτη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ:
     Η μελέτη αυτή αφορά τρεις κορυφαίες ποιητικές φυσιογνωμίες της νεότερης ελληνικής ποίησης και ειδικότερα:  τον Κ. Π. Καβάφη και το ποίημά του «Ο Δαρείος», τον Α. Σικελιανό και το ποίημά του «Ιερά Οδός» και τον Κ. Γ. Καρυωτάκη και το ποίημά του «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων».
      Για το συγκριτικό σχολιασμό των ποιητών η μελέτη χωρίστηκε σε  τρεις ενότητες, κάθε μια αντιστοιχεί και σε έναν ποιητή. Ο εντοπισμός των ιδιαίτερων τεχνοτροπικών, μορφολογικών και γλωσσικών χαρακτηριστικών του κάθε ποιητή, όπως αυτά εμφανίζονται στα συγκεκριμένα ποιήματα, καθώς και οι απόψεις  που παρουσιάζονται στα κείμενα για την ποιητική τέχνη και τους ποιητές είναι τα ζητούμενα αυτής της μελέτης.

Α  ΕΝΟΤΗΤΑ : Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ «Ο ΔΑΡΕΙΟΣ» (1917)
     Το ποίημα ανήκει στην ώριμη φάση του έργου του, η οποία χαρακτηρίζεται ως περίοδος ρεαλισμού.1 Είναι ποίημα ποιητικής,  ιστορικοφανές και φιλοσοφικό. Ο χρόνος γραφής του είναι το 1917, δημοσίευσης το 1920,  εποχές ιδιαίτερα ταραγμένες σε ελληνική και παγκόσμια κλίμακα, με πολεμικά δρώμενα στο επίκεντρό τους. 2            .
     Με ρεαλιστικό τρόπο ο Καβάφης απεικονίζει έναν «ομότεχνό» του. Ο αυλικός ποιητής Φερνάζης γράφει ένα επικό ποίημα, αφιερωμένο στο μακρινό ένδοξο πρόγονο του Μιθριδάτη, το Δαρείο της Περσίας. Ξαφνικά ένας υπηρέτης ανακοινώνει την είδηση πως ξέσπασε ο πόλεμος. Το ποίημα έχει συντεθεί με τη συμπλοκή και τη σύγκρουση δύο βασικών θεμάτων: της προσωπογραφίας του ποιητή Φερνάζη και της ποιητικής διαδικασίας από τη μια, της αναγγελίας του αιφνίδιου πολέμου και του αντίκτυπού της σε αυτήν από την άλλη.3
     Ο ποιητής Φερνάζης και ο υπηρέτης του είναι ψευδοϊστορικά πρόσωπα επινοημένα από τον Καβάφη. Τα άλλα πρόσωπα και καταστάσεις του ποιήματος (ο Δαρείος ο Υστάσπου, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Μέγας, οι Ρωμαίοι, οι Καππαδόκες,  η Αμισός) είναι αυθεντικά ιστορικά στοιχεία. Η αναγόρευση του Δαρείου σε βασιλέα και η κήρυξη του τρίτου Μιθριδατικού πολέμου εναντίον των Ρωμαίων είναι διαφορετικές στο χρόνο, αλλά κρίσιμες ιστορικές στιγμές, τις οποίες χρησιμοποιεί ο Καβάφης για να καταδείξει τις συμπεριφορές των προσώπων του σε σχέση με τον ρου της ιστορίας.4
     Ο Φερνάζης καταρχάς παρουσιάζεται ως στοχαστικός ποιητής, επιδίωξή του είναι να αναλύσει στο ποίημα τα πιθανά αισθήματα που θα είχε ο Δαρείος, όταν παρέλαβε την βασιλεία των Περσών: «υπεροψίαν και μέθην»  ή «κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων»; (στ. 9-10). Η αναγγελία του πολέμου, όμως, διχάζει τον Φερνάζη ο οποίος ταλαντεύεται ανάμεσα στις δυο ιδιότητές του: του ποιητή και του πολίτη. Μέσα στην ταραχή του, αποκαλύπτει την ποιητική του φιλοδοξία αλλά και  την ποιητική του ανασφάλεια, ενώ παράλληλα ανησυχεί για την έκβαση του πολέμου, την Καππαδοκία και την Αμισό.
     Το ποίημα διακρίνεται για τη θεατρικότητά του. Ο ποιητής Φερνάζης και ο υπηρέτης του αποτελούν στοιχεία εξωτερικής δράσης. Η εσωτερική δράση εκφράζεται με τα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο ποιητής Φερνάζης, την αμηχανία του, τις ψυχικές μεταπτώσεις του. Στα διλήμματα αυτά του Φερνάζη συμπυκνώνεται ο προβληματισμός του Καβάφη για τη σχέση της τέχνης με τις επιταγές της ιστορικής πραγματικότητας. Η ποιητική ιδέα περνά μέσα από τις συμπληγάδες της πολεμικής ταραχής, αλλά στην έξοδο του ποιήματος σταθεροποιεί τη σχετική νίκη της με την ολοκλήρωσή της: «υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος» (στ. 37).5
     Το ποίημα οργανώνεται συντακτικά σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Η εναλλαγή της σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε κάποιους στίχους του ποιήματος  καθιστά δυσδιάκριτη τη διαφοροποίηση του αφηγητή από το φανταστικό ποιητή αλλά και από τον ίδιο τον ποιητή Καβάφη, ο οποίος ταυτόχρονα σχολιάζει, κριτικάρει και ειρωνεύεται τα δρώμενα.  Οι χαρακτήρες του ποιήματος, ο Δαρείος και ο Φερνάζης, βρίσκονται στο στόχαστρο της πολυδιάστατης καβαφικής ειρωνείας, η οποία συνδέεται με το γερμανικό ρομαντισμό.6
     Η λειτουργία των εκφραστικών μέσων υπηρετεί την θεατρική και ειρωνική τεχνική του Καβάφη. Στους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς «[…]το σπουδαίον μέρος/ του επικού ποιήματος […]» (στ. 1,2) εντοπίζουμε την καβαφική ειρωνεία, έχοντας υπόψη μας τον τρόπο ανόδου του Δαρείου στην εξουσία.7 Οι επαναλήψεις του ονόματος του Μιθριδάτη με μεγαλόπρεπους προσδιορισμούς «Διόνυσος κ'  Ευπάτωρ» (στ. 6, 18), εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό (ειρωνεία).
     Ο Καβάφης ειρωνεύεται τη στάση του Φερνάζη μπροστά στο πολεμικό γεγονός καταγράφοντας την ανησυχία του για την ματαίωση των προσδοκιών του: «που τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς…μ' ελληνικά ποιήματα ν' ασχοληθεί» (στ. 17-19) Πιθανολογούμε ότι τα λόγια του εμπεριέχουν κι έναν έμμεσο αυτοσαρκασμό γιατί και το ομότιτλο ποίημα του Καβάφη ολοκληρώνεται σε παρόμοιες συνθήκες.8
     Η εύνοια του Μιθριδάτη και η συνεπακόλουθη καταξίωση του ποιητή Φερνάζη απέναντι στους «φθονερούς» επικριτές του, αποκαλύπτονται ως οι ισχυροί στόχοι της ποιητικής του δημιουργίας, η πλήρωση των οποίων θα αναβληθεί  λόγω των ιδιόμορφων ιστορικών συγκυριών. Οι χρήσεις:  του β΄ ενικού προσώπου «φαντάσου» (στ. 20),  των επιφωνημάτων  «συμφορά!» (στ. 16), «ατυχία!» (στ. 21) καθώς και των επαναλήψεων «τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του» (στ. 25),  είναι τεχνικές οι οποίες υποβάλλουν την καβαφική ειρωνεία απέναντι στο πρόσωπο του ποιητή Φερνάζη. Η χρήση της παύλας υποδηλώνει την ολοκλήρωση των σκέψεων και των αμφιταλαντεύσεων του απέναντι στο υπαρξιακό και στο ποιητικό του δίλημμα (στ. 9, 20, 33 και 35). Η χρήση του κόμματος    αποδίδει εμφατικά το κύριο γνώρισμα των αντιπάλων του Φερνάζη που είναι ο φθόνος (στ. 23-24).
     Τα μέσα με τα οποία πραγματώνεται η δραματικότητα του Καβάφη είναι η διαφάνεια των περιγραφών, η ορθολογική αντίληψη, η απουσία παρομοιώσεων και μεταφορών. Στη λιτότητα, την ακρίβεια, στην ισορροπία της μορφής, αλλά και στην ψυχρότητα με την οποία αντιμετωπίζει πρόσωπα και καταστάσεις  του ποιήματος είναι εμφανής η μαθητεία του Καβάφη στο γαλλικό παρνασσισμό.9
     Γλώσσα του ποιήματος είναι η δημοτική αναμεμειγμένη με λέξεις της καθαρεύουσας (λ.χ. σπουδαίον, βαθέως, αγγέλλει, επικριτάς, προστάται) και της αρχαΐζουσας (λ.χ. ενεός, γένεται, ευπάτωρ, πλείστον).    
     Η οργάνωσή του ποιήματος σε στροφικές ενότητες είναι ελεύθερη και γίνεται με βάση τη λογική ολοκλήρωση του νοήματος και όχι τη στιχουργική συμμετρία. Γλώσσα και στιχουργική τίθενται στην υπηρεσία του φραστικού ρεαλισμού του Καβάφη.    
     Το μέτρο που χρησιμοποιεί είναι ο ίαμβος. Ο στίχος είναι ελευθερωμένος, με άνισο αριθμό συλλαβών. Ιδιαίτερα έντονος είναι ο ρυθμός του ποιήματος, με τη συνδρομή της στίξης και των λεκτικών επιλογών αποκτά έντονη μουσικότητα.

Β. ΕΝΟΤΗΤΑ: Ο ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η «ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ» (1935)
     Είναι ποίημα ποιητικής, ανήκει στα «Ορφικά» ποιήματα των Απάντων του, στην ποιητική ενότητα  «Λυρικά Β».10 Έχει δραματικό και φιλοσοφικό αφηγηματικό χαρακτήρα.  Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, ο ποιητής - αφηγητής  συμμετέχει στη δράση, η εστίαση είναι εσωτερική.
     Ο τίτλος του είναι ένας σαφής υπομνηματισμός του ιερού για το Σικελιανό αρχαίου παρελθόντος,  είναι τίτλος συμβολικός. Ο ποιητής εμφανίζεται ως περιπατητής της Ιεράς Οδού, κι οδεύει προς τον προσφιλή του τόπο των Ελευσίνιων Μυστηρίων.11  Στην διάρκεια της πλοκής μεταφέρεται έξω από το χρόνο της αφήγησης,  τεχνική που  ο Σικελιανός χρησιμοποιεί για να θίξει τη διαχρονικότητα των ιδεών που θα αναπτύξει (στ. 26-27 και 68-72).      
     Το ποίημα διακρίνεται για τον πυκνότατο συμβολισμό του. Το πρόσωπο του «Ατσίγγανου» ή «γύφτου», που κακομεταχειρίζεται τις αρκούδες, συμβολίζει το πρόσωπο του κάθε δυνάστη και καταπιεστή. Η αρκούδα εμφανίζεται αρχικά ως σύμβολο της μητρότητας, σύμβολο της μάνας - γης και ως αιώνιας μάνας  που υποφέρει για το μαρτύριο του παιδιού της. (στ. 45 και 61-65) Ύστερα γίνεται το διαχρονικό - μαρτυρικό σύμβολο όλου του σκλαβωμένου κόσμου που πονάει και υποφέρει ( στίχος 76-79).
     Στο βασανιστικό για τον ποιητή ερώτημα : αν κάποτε οι άνθρωποι θα ελευθερωθούν από τα δεσμά  τους, τίθεται ως απάντηση το θέμα της συμφιλίωσης και της ενότητας (στ. 93-96). Ο τρόπος που αυτή αναβλύζει από το βαθύτερο «εγώ» του ποιητή (σαν «μούρμουρο») (στ. 104,105) καθρεφτίζει τον χαμηλότονο λυρισμό του, ο οποίος είναι  χαρακτηριστικός στην περίοδο που έγραψε το ποίημα.12  Στο ποιητικό σύμπαν του Σικελιανού κυριαρχεί απόλυτη αρμονία και πρυτανεύει το στοιχείο της ενότητας. Το πρόβλημα του πόνου και της ανελευθερίας εκφρασμένο σε παγκόσμια διάσταση και η αισιόδοξη στο μέλλον λύση του συνάδουν με την κοσμοθεωρία του, για την οποία αγωνίστηκε με ολόκληρο το έργο του.13
     Η αισιοδοξία δεν εμφανίζεται στο ποίημα σαν μια δεδομένη εξαρχής ψυχική κατάσταση του ποιητή, αλλά ως αποτέλεσμα μιας επίπονης διαδικασίας μύησής του. Η κεντρική θέση που αυτός κατέχει στο ποίημα, ως ο εκλεκτός, εμπνευσμένος και μυημένος δημιουργός, απηχεί τις αρχές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, της αντιλογοκρατίας (ιρρασιοναλισμός),14 αλλά και εκείνες της αρχαϊκής περιόδου του ελληνισμού, με κύριο πρότυπο τον Πίνδαρο. Πρόκειται για μια βαθιά αριστοκρατική αντίληψη για την ποίηση και τον ποιητή, ο οποίος συνδυάζει στο πρόσωπό του τις ιδιότητες του οραματιστή, του προφήτη, του ιερέα και του μύστη, και  παίζει με το έργο του ζωτικό κοινωνικό ρόλο.15    
     Διακρίνουμε επίσης το χαρακτηριστικό στην ποίηση του Σικελιανού   θρησκευτικό συγκρητισμό: «ξάφνου τρανή […] Παναγία» (στ. 44-50). Το μαρτυρικό πανανθρώπινο σύμβολο της Μάνας εμφανίζεται τόσο στην αρχαιοελληνική του εκδοχή, με τις αναφορές στη Δήμητρα και στην Αλκμήνη, όσο και στη χριστιανική του εκδοχή, με την αναφορά στη μητέρα του θεανθρώπου Παναγία.16    
       Εντοπίζουμε την δεξιοτεχνική αφηγηματική οργάνωση του ποιήματος, την περίπλοκη και μακροπερίοδη συντακτική του ανάπτυξη, τον μεγάλο πλούτο των εκφραστικών μέσων: πολλές μεταφορές, μεγάλες παρομοιώσεις, πλούσιους επιθετικούς προσδιορισμούς, ζωντανές εικόνες, επαναλήψεις.
        Γλώσσα του ποιήματος είναι η δημοτική με πολλά παλαιοδημοτικά στοιχεία: λ.χ. αβασκαντήρα, κάματον, οκνούσε, πιδέξιο, ρείπια, αθεμωνιές, θρονί, αγνάντια, ακλούθααν, πλάγι, ανασκώθηκε, κοίτααν, μούχρωμα κλπ.
        Το μέτρο του είναι ο ανομοιοκάταληκτος ιαμβικός εντεκασύλλαβος, εκτός του πρώτου στίχου που είναι δεκατρισύλλαβος. Το ύφος του είναι λυρικό, έντονο, δραματικό, φιλοσοφικό17. Με το δρώμενο και τους συμβολισμούς του ο Σικελιανός αποκαλύπτει το κοινωνικό έργο της ποίησής του, της οποίας στόχος είναι να περάσει στον αναγνώστη ιδέες, συναισθήματα,  μηνύματα.

Γ. ΕΝΟΤΗΤΑ: Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Η «ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ» (1921)
    Η μπαλάντα αυτή ανήκει στην ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη Νηπενθή (1921). Ο τίτλος συνοψίζει το κύριο θέμα του ποιήματος. Τα σταθερά θεματικά σημεία αναφοράς του είναι η αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και αδιέξοδη σχέση της με την πραγματικότητα, η ειρωνική και σαρκαστική προβολή της συμβατικότητάς της, η υπαρξιακή αγωνία και ματαίωση του κοινωνικά περιθωριοποιημένου ποιητή.18
      Εντοπίζουμε στο ποίημα αντιθέσεις οι οποίες στηρίζουν τη θεματική του και ταυτόχρονα αισθητοποιούν την καρυωτακική ειρωνεία. Η βασική αντίθεση αφορά στην αντιπαράθεση των δυο  ποιητικών κόσμων του συνθέματος: ένδοξοι - άδοξοι ποιητές. Οι καταξιωμένοι στην ποιητική τέχνη ποιητές Verlaine, Hugo, Poe και  Baudelaire αντιπαραβάλλονται με τους ανώνυμους, δηλαδή μη αναγνωρισμένους  ποιητές. Με την επιλογή αυτή του Καρυωτάκη γίνεται σαφής αναφορά στη συνάρτηση Ζωή & Τέχνη.19
       Ο Καρυωτάκης  υπό την επήρεια του γαλλικού συμβολισμού επιλέγει τον τύπο του καταραμένου ποιητή,20 ο οποίος είναι σε διαρκή δυσαρμονία με την περιβάλλουσα
πραγματικότητα, κυριαρχείται από ολέθρια πάθη και συνθέτει το έργο του αναλώνοντας τον εαυτό του.  Είναι ποιητές οι οποίοι αρνήθηκαν να ενταχθούν στις κοινωνικές συμβάσεις «εξέπεσαν» (στ. 2) και «έζησαν […] δυστυχισμένοι» (στ. 9), «εζήσανε νεκροί» (στ. 10), σε καλλιτεχνικό όμως επίπεδο τους έχει χαριστεί η «η Αθανασία» (στ. 11), είτε για την πλούσια «ρίμα» τους (στ. 4)  είτε γιατί το έργο τους τελικά επιβιώνει και αναγνωρίζεται καλλιτεχνικά.21
      Άλλη ισχυρή αντίθεση την οποία εντοπίζουμε είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στον «κόσμο» (κοινωνία) και στους άδοξους ποιητές. Είναι χαρακτηριστική η έκφραση  που χρησιμοποιεί ο Καρυωτάκης: «η καταφρόνια τους βαραίνει» (στ 17)  κι υπονοεί πως η περιφρόνηση του κόσμου έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική τους κατάσταση και παρακάτω (στ. 22) η επίγνωση πως όλοι τους ξεχνούνε. 22
     Οι ποιητές αυτοί έχουν την «τραγικήν απάτη» (στ. 19) ότι η αναγνώριση («Δόξα», στ. 20), θα έλθει κάποτε. Την ιδιότυπη καρυωτακική ειρωνεία ενισχύει η  διαφοροποίηση ανάμεσα στην κατάσταση του τώρα, όπου οι ποιητές περνούν  «αλύγιστοι και ωχροί» (στ. 18) και του μετά όπου  «[…] η Δόξα καρτερεί, παρθένα βαθυστόχαστη ιλαρή» (στ. 20-21).
     Στον τελευταίο στίχο κάθε στροφής δραματοποιείται η συναισθηματική ένταση του ποιητή. Ενώ αρχικά θεωρούμε πως ο Καρυωτάκης διαφοροποιείται σε σχέση με τους άδοξους ποιητές, κατονομάζοντάς τους «στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε» (στ. 14) κι αλλού ειρωνεύεται τις απατηλές προσδοκίες τους (περί Δόξας), επιλέγει να αφιερώσει σε αυτούς κι όχι στους ένδοξους ποιητές τη μπαλάντα του. Η φωνή του τότε μοιάζει σαν φωνή διαμαρτυρίας που φτάνει στον αυτοσαρκασμό συμπάσχει και η μπαλάντα του γίνεται «λυπητερή» (στ. 7) και «θλιβερή» (στ. 23).
     Στο χαμηλόφωνο εξομολογητικό  του τόνο, στο τέλος του ποιήματος, διακρίνουμε την επιθυμία του να διασωθεί και να μνημονευτεί κάποτε το έργο του (στ. 25-26). Στην αυτοσαρκαστική του διάθεση, η οποία εκφράζεται με τον χαρακτηρισμό της μπαλάντας  «πενιχρή» (στ. 27), διακρίνουμε την απαισιόδοξη και αρνητική του διάθεση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα και το έργο του, η οποία υποβάλλεται στο μεγαλύτερο μέρος του  ποιητικού του έργου. 23
      Ο  χαμηλόφωνος λυρισμός του ποιήματος, η χρήση του καθημερινού λεξιλογίου, η αίσθηση πίκρας και απογοήτευσης του ποιητή, παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «γενιάς του 1920» στην οποία ο Καρυωτάκης εντάσσεται γραμματολογικά.24    
       Στο ποίημα διακρίνουμε πλούτο εκφραστικών μέσων:  παρομοιώσεις λ.χ. «σαν άρχοντες που εξέπεσαν», μεταφορές  λ.χ. «μαραίνονταν οι Βερλαίν», «πλούτος η ρίμα»,
οξύμωρο λ.χ. «εζήσανε νεκροί», προσωποποιήσεις λ.χ. «η Δόξα […] παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή», συνεκδοχή: η «ρίμα» αντί η «ποίηση» και επαναλήψεις.    
       Γλώσσα του ποιήματος είναι η δημοτική με ανάμειξη τύπων της καθαρεύουσας λ.χ. εξέπεσαν, ανιστορεί, έρεβος, ιλαρή, πενιχρή κλπ. Η  μουσικότητα του ποιήματος δημιουργείται με το σταθερό ιαμβικό του ρυθμό (στίχοι ιαμβικοί εντεκασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι), με τα στροφικά του συστήματα, με την πλούσιά του ομοιοκαταληξία.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
    Και τα τρία ποιήματα έχουν ως επίκεντρο τον ποιητή και την ποιητική διαδικασία (ποιήματα ποιητικής). Και στα τρία ποιήματα διακρίνονται απηχήσεις του συμβολισμού: η χρήση συμβόλων, η ευκρίνεια των εικόνων και η ρυθμική εκφορά των στίχων (με τη συνδρομή της στίξης ή των λεκτικών επιλογών και με τις επαναλήψεις). Η ποίηση του Καβάφη είναι ρεαλιστική, του Σικελιανού έντονα λυρική, του Καρυωτάκη ποίηση διαμαρτυρίας.
     Η ποίηση του Καβάφη συνδιαλέγεται με την ιστορία, είναι ειρωνική κατά βάση. Η λειτουργία των εκφραστικών μέσων και στοιχείων υπηρετεί την θεατρική και ειρωνική τεχνική του. Ο ποιητικός του κόσμος είναι βαθύτατα συγκρουσιακός, επηρεάζει αλλά δεν ακυρώνει την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο κοινωνικός ρόλος του ποιητή δεν είναι ξεκάθαρος.
     Το ειρωνικό στοιχείο απουσιάζει εντελώς από την ποίηση του Σικελιανού, η οποία διακρίνεται για τον έντονα δραματικό και φιλοσοφικό της χαρακτήρα, τον πυκνό συμβολισμό της. Στο ποιητικό σύμπαν του Σικελιανού κυριαρχεί απόλυτη αρμονία. Ο ποιητής είναι οραματιστής και προφήτης, επιτελεί μέσω της τέχνης του τον κοινωνικό του ρόλο, θίγοντας διαχρονικές ιδέες και αιτήματα πανανθρώπινα.
     Ο Καρυωτάκης δεν πραγματεύεται μεγάλα ιδανικά, ψάλλει το άδοξο, το ασήμαντο. Στο ποιητικό του σύμπαν δεν υπάρχουν εκλεκτοί και εμπνευσμένοι δημιουργοί. Η φωνή του είναι φωνή διαμαρτυρίας και ταυτόχρονα αυτοσαρκαστική. Το ύφος του είναι χαμηλότονο, ο μελαγχολικός λυρισμός (απήχηση της ποίησης των «καταραμένων ποιητών») συνυπάρχει με τον σαρκασμό. Οι ποιητικοί του χαρακτήρες είναι σε δυσαρμονία με το κοινωνικό περιβάλλον.
     Η σαρκαστική στάση ως προς τις προσωπικές αξίες και βλέψεις των ποιητών, είναι τα κοινά στοιχεία του Καβάφη και του Καρυωτάκη.
     Η καβαφική λιτότητα και ακρίβεια βρίσκεται σε αντίθεση με την πληθωρική και συντακτικά περίπλοκη ανάπτυξη  του Σικελιανού. Ο καθένας τους έχει το δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής. Και οι τρεις γράφουν στην δημοτική, του Καβάφη και του Καρυωτάκη η γλώσσα είναι λογιότερη γιατί εμπεριέχει και λέξεις της καθαρεύουσας, του Σικελιανού πιο λαϊκή γιατί εμπεριέχει πολλά παλαιοδημοτικά στοιχεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου