O Γιώργος Σαββίδης σχολιάζοντας τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίστηκε το έργο του Κ. Καρυωτάκη, κάνει εκτεταμένη αναφορά στην προσωπική του ζωή, θεωρώντας τον ιδιωτικό βίο του ποιητή λεηλατημένο κατά κόρον, «παραφουσκωμένο» από ένα «δυσπερίγραπτο συνοθύλευμα βιογραφικών στοιχείων, αστυνομικού ρεπορτάζ, κλινικού κουτσομπολιού και συναξαριστικών ανεκδότων» , έτσι ώστε να μας κόβεται η θέα προς το έργο αυτό. Την ίδια τάση επισημαίνει και ο Στέλιος Γεράνης σε σχετική μελέτη του μιλώντας για μια επιφανειακή, από μεγάλη μερίδα ερευνητών, «φιλοπερίεργη μανία ανίχνευσης» των απόκρυφων πτυχών της ζωής του ποιητή, μιας ζωής το τραγικό κορύφωμα της οποίας, η αυτοκτονία, αποτέλεσε έναυσμα αυθαίρετων κρίσεων και επιπόλαιων κατακρίσεων, ζημιώνοντας την ουσία της ποιητικής δημιουργίας του αυτόχειρα. Τον ονόμασαν «Άμλετ της ποίησης» , η οντολογική όμως αγωνία, η αγωνία της ίδιας της ύπαρξης απέναντι στο πρόσκαιρο και μάταιο του κόσμου, και κυρίως απέναντι στο ισχυρό, πολύ πιο δυνατό από αυτήν, αναπόφευκτο τέλος της παραγκωνίσθηκε στενόκαρδα και περιφρονήθηκε με στόμφο, γιατί αποτιμήθηκε, ανάξια, ως «εγωπάθεια και θεατρινισμός» , ηττοπάθεια και «μισανθρωπία» , «λιποταξία και προσβολή ζωής» .
Κι όμως ο Καρυωτάκης δε στερήθηκε το θάρρος και, όπως ομολογούν νηφάλιοι στη προσέγγιση μελετητές του, ακούμπησε με γενναιότητα και λυρική τρυφερότητα τη ματιά του στην θέαση του εφήμερου κόσμου, όχι στο ένδοξο κομμάτι του, αλλά στο σκοτεινό και ταπεινό, αυτό που η ανθρώπινη ψυχή αρνείται, με σιωπηρή παραδοχή, να δει και να αντικρύσει, πολύ περισσότερο να περιγράψει και να υμνήσει. Ξέρουμε ότι τέτοιοι θαρραλέοι στοχαστές ορθώνουν περήφανοι το ανάστημά τους στο χώρο της λογοτεχνικής δημιουργίας-και της φιλοσοφικής ενατένισης-ήδη από τους αρχαίους χρόνους, στοχαστές όπως ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος, ο Αρχίλοχος, με ρήσεις σχεδόν αποφθεγματικές , οι οποίοι αποκαθηλώνουν το σύμπαν των φωτεινών όντων (και των χαρούμενων θεών) από τη μονομέρειά του, αναδεικνύοντας άδηλες πλευρές της ύπαρξης, κάποτε άσχημες και αποκρουστικές, χαράσσοντας τα όρια ανάμεσα σε μια πραγματικότητα, συχνά αποσιωπημένη, και σε μία ιδέα, όχι σπάνια εξιδανικευμένη. Ο ίδιος ο Καρυωτάκης στο ποίημά του «Δον Κιχώτες» γράφει:
Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία
Τους είδα πίσω να 'ρθουνε-παράφρονες, ωραίοι
Ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρκτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πως ρέει,
την ανοικτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο.
Τούτες τις σκέψεις ο ποιητής τις ξαναπιάνει και αλλού. Σε μία από τις «Στροφές» του γράφει:
Κι όταν ζητήσει ο θάνατος τα πλούτη πόχω μάσει
σένα, πικρία μου απέραντη, μονάχο να 'χω βιος μου.
Δεν εκφράζει νέες απόψεις ο Καρυωτάκης-είναι κοινός τόπος άλλωστε στη Συγκριτική Λογοτεχνία η διαχρονική και διατοπική κινητικότητα αφηγηματικών μοτίβων και θεμάτων. Αιώνες πριν ο αριστοκράτης ποιητής Θέογνις (541 - 492 π. Χ.) μιλώντας με αποστροφή στη ψυχή του την προτρέπει να χαρεί («ήβα μοι φίλε θυμέ»), γιατί γρήγορα θα έρθουν οι επόμενες γενεές και αυτός θα πεθάνει και θα γίνει μαύρο χώμα μέσα στη γη. Αιώνες μετά η ίδια σκέψη εξακολουθεί να επιβιώνει, κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Στο ποίημά του Palabras escritas en la arena por un inocente («Λόγια γραμμένα στην άμμο από έναν αθώο») ο σπουδαίος Κουβανός ποιητής Gastσn Baquero (1914-1997) γράφει:
Η ζωή δεν είναι παρά μία περιπλανώμενη σκιά,
Ένας κακός ηθοποιός που κορδώνεται και σπαταλάει τον χρόνο του στη σκηνή,
Κι ύστερα δεν ξανακούγεται πια, η ζωή είναι
Ένας μύθος ιστορημένος από 'ναν ηλίθιο, ένας μύθος γεμάτος παραφορά και ήχο
Που δε σημαίνει τίποτα
Προγενέστερος από τον Baquero ο Καρυωτάκης θεωρεί ωστόσο κι εκείνος τον εαυτό του, όπως και όλα τα ανθρώπινα πλάσματα, «ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια», που «χορεύουν, δέχονται τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά τα αστέρια» . Όχι, δεν εκφράζει νέες απόψεις ο Καρυωτάκης, νιώθει όμως και αυτός, όπως και άλλοι δημιουργοί σαν κι αυτόν, «τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων» , την επισφαλή θέση. Κι αυτή η μοιραία-και άτυχη- έκφραση της ζωής, σαν όλες τις άλλες, πρέπει λυρικά να φωτισθεί και όχι να καταβαραθρωθεί στις ιαχές μιας ευτυχισμένης στις προσδοκίες της ζωής. Κι αν αυτή η απαισιόδοξη ματιά αντιτάσσεται στη φωτεινή αισιοδοξία και τη ρωμαλέα αγωνιστικότητα, είναι όμως αυτή η διαφοροποιημένη οπτική σκοπιά που συμβάλλει στη καλύτερη κατανόηση του συλλογιζόμενου υποκειμένου, του εαυτού και της σκιάς του, δίνοντας το μέτρο ανάμεσα στο γενναίο και θεαματικό, αυτό που όλοι ατενίζουν με δέος, και στο απλό, αυτό που συνήθως είναι πιο ουσιαστικό και συχνά κρίνεται αντιηρωικό:
Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη
γράφει σε εξαιρετικές ποιητικές στιγμές ο Κώστας Καρυωτάκης
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
Με το Μαρή και τον Παναγιώτη.
Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο μουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,
Άσε με να γυρίσω στο χωριό μου.
Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο
Αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε
Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
Το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
Σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκε ο λάκκος,
Μα του άφησαν απ' έξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου