Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Φρειδερίκος Νίτσε

Ο Φρειδερίκος Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (15 Οκτωβρίου 1844 - 25 Αυγούστου 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία. Καταγόταν από βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της Θεολογίας, ωστόσο η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με αποτέλεσμα να στραφεί στο χώρο της φιλοσοφίας. Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.
Βιογραφία

 

 Νεανικά χρόνια (1844-1864)

Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ραίκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία και στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξονίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρειδερίκου Βίλχελμ Δ', προς τιμή του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ[1]). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ. Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849 αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.

Ο Νίτσε σε ηλικία δεκαέξι ετών




Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιλάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια, έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματα του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου του 1858 εισήχθη στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών, αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε το σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί το χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.

 

Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)

Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη, ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia» που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»[2]
Σημαντική επιρροή στο Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για το γερμανικό λαό[3].

Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868




Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865, ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θέογνη. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε το βαθμό του λοχαγού αν δεν είχε υποστεί ένα σοβαρό τραυματισμό που τον κατέστησε «προσωρινά ανίκανο υπηρεσίας», θέτοντας τέλος στην στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του καθηγητή Μπήντερμαν και εκδότη της εφημερίδας Deutsche Allgemeine στην οποία εργάστηκε και ο Νίτσε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε επίσης για πρώτη φορά με το Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για εκείνον.

 

Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)

Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε για να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής παρέδιδε αρχικά διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρες του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του, ήρθε σε επαφή με την σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του απέναντι στο έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν το βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με το γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους:Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή[4], σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.

 

Τελευταία χρόνια (1879-1900)

Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με την Μαλβίντα φον Μέυζενμπουγκ, γνώριμη του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαίν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις της Γένοβας, του Τορίνο, του Ράπαλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερη παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειας και τα διαστήματα βαριάς κατάθλιψης στα οποία υπέκυπτε. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η Γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το Λυκόφως των Ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).

Ο Νίτσε λίγο πριν το θάνατό του (Μάιος 1899)


Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά[5][6]. Τις επόμενες ημέρες, απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ', συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές. Στις 24 Μαρτίου του 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα αναχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.
Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφά και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Το Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.
Μετά το θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματα του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

 

Έργο

Ο Αδόλφος Χίτλερ πάτησε πάνω στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει την θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρας είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Nietzsche προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους, τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδηση του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';"
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».

Σημειώσεις

  1. Kaufmann, Walter, Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist, p. 22.
  2. Hayman, σελ. 125. Επιστολή στην αδελφή του, 11 Ιουνίου 1865
  3. Schaberg, William, The Nietzsche Canon, University of Chicago Press, 1996, σ. 32. Βλ. και Hayman, σελ. 120.
  4. Αρκετά σημεία στο βιβλίο περιέχουν νύξεις κατά του Βάγκνερ. Στο τελικό σχεδίασμα, ο Νίτσε δεν αναφερόταν ονομαστικά σε αυτόν, όπως έκανε στα προσχέδια, ωστόσο οι αρχικές αναφορές στον Βάγκνερ διατηρήθηκαν αντικαθιστώντας τελικά το όνομα του με τη λέξη καλλιτέχνης.
  5. Hayman, σελ 566
  6. Ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει μία ανάλογη σκηνή στο Έγκλημα και τιμωρία, όταν ο ήρωας του (Ρασκόλνικοφ) παρατηρεί το μαστίγωμα ενός αλόγου. Λίγους μήνες πριν την κατάρρευσή του, ο Νίτσε είχε ανακαλύψει καθυστερημένα το έργο του Ντοστογιέφκι, το οποίο υποδέχτηκε με ενθουσιασμό.

Βιβλιογραφία

  • Ronald Hayman, Nietszche: Η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυίας, Νεφέλη, Αθήνα 2005
  • Wicks, Robert, "Friedrich Nietzsche", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (2004), Edward N. Zalta (ed.)
  • Bernd Magnus and Kathleen M. Higgins (ed.), The Cambridge Companion to Nietzsche, Cambridge University Press, 1996
  • Walter Kaufmann, Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist, Princeton University Press, 1950.
  • Ζωρζ Μπατάιγ, Για τον Νίτσε: Θέληση για τύχη, εκδ. Ψυχογιός, 2002
  • Ζιλ Ντελέζ, Ο Νίτσε και η φιλοσοφία, Πλέθρον, 2002

Αριστοτέλης

Αποφθέγματα

  • «Μόνο ασκούμενοι στις δίκαιες πράξεις γινόμαστε δίκαιοι. Ασκούμενοι σε πράξεις μετριοπαθείς γινόμαστε μετριοπαθείς και ασκούμενοι σε πράξεις θαρραλέες γινόμαστε θαρραλέοι.»
  • «Οι συμφορές ενώνουν τους ανθρώπους.»
  • «Η ιδιαίτερη υπεροχή του ανθρώπου είναι αυτό που τον διακρίνει από τα ζώα, δηλαδή η λογική.»
  • «Ο άνθρωπος, όταν τελειοποιείται, είναι το καλύτερο των ζώων. Όταν, όμως, αποχωρίζεται από το νόμο και τη δικαιοσύνη, είναι το χειρότερο όλων.»
  • «Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ανθρώπων σε σχέση με τα άλλα ζώα είναι πως μόνο αυτοί έχουν την αίσθηση του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου και των άλλων αξιών. Η δε κοινή γνώση συντελεί στη δημιουργία της οικογένειας και της πόλης.»
  • «Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό περισσότερο και από κάθε μέλισσα κι από κάθε ζώο που ζει κατά ομάδες.»
  • «Ο λαός δεν αλλάζει εύκολα, γιατί αγαπάει τις παλιές του συνήθειες. Ώστε οι παλιοί νόμοι παραμένουν σε ισχύ, ενώ η εξουσία ασκείται από εκείνους που μετέβαλαν την πολιτεία.»
  • «Τα πάθη της ψυχής διαφθείρουν κι αυτούς τους άριστους άντρες, όταν γίνουν κυβερνήτες.»
  • «Τρία προσόντα πρέπει να έχουν όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διακυβέρνηση ενός κράτους. Πρώτον, φιλία προς το υπάρχον καθεστώς. Δεύτερον, την απαραίτητη ικανότητα. Και τρίτον, την αρετή εκείνη και την αγάπη προς τη δικαιοσύνη που ταιριάζουν στο κράτος στο οποίο ζει.»
  • «Ο κατασκευαστής δεν μπορεί να είναι ούτε ο μόνος, ούτε ο καλύτερος κριτής του έργου του.»
  • «Η ανώτερη εξουσία βρίσκεται αναγκαστικά στα χέρια ενός ή μερικών ή και πολλών. Όταν όλοι αυτοί κατευθύνουν όλες τους τις προσπάθειες προς το γενικό καλό, τούτο το κράτος διοικείται καλά, αλλά όταν ο ένας, οι λίγοι ή οι πολλοί αποβλέπουν μόνο προς το δικό τους συμφέρον, πρέπει να περιμένουμε μια εξέλιξη προς το χειρότερο.»
  • «Ο έγκριτος πολίτης τιμά, αλλά δεν κολακεύει.»
  • «Οι τύραννοι είναι φίλοι των ύπουλων και διεφθαρμένων ανθρώπων, διότι τους αρέσει να τους κολακεύουν. Κανένας άνθρωπος με ανώτερη μόρφωση και τιμιότητα δεν κυριεύεται απ’ αυτό το ελάττωμα, γιατί οι καλοί μπορεί να αισθάνονται στοργή για τους φίλους αλλά δεν τους κολακεύουν. Αντίθετα, οι κακοί επαινούν και συμμετέχουν στις κακές τους πράξεις.»
  • «Το κάλλος είναι η καλύτερη συστατική επιστολή.»
  • «Επειδή οι άνθρωποι ως επί το πλείστον είναι φιλόδοξοι, αναγκαστικά τους αρέσει να κακολογούν τον πλησίον τους.»
  • «Για να γίνει κανείς ικανός σ’ οποιοδήποτε επάγγελμα τρία πράγματα χρειάζονται: φύση, μελέτη και πρακτική εξάσκηση.»
  • «Δεν θυμώνουμε με τους πεθαμένους, γιατί αυτοί έπαθαν το μεγαλύτερο κακό.»
  • «Ο θυμός περνάει απέναντι σ’ εκείνους που δείχνουν ταπείνωση. Τούτο αποδείχνεται κι από τα σκυλιά, που δεν δαγκώνουν όσους πέφτουν χάμω.»
  • «Ο χρόνος καταπαύει το θυμό.»
  • «Όταν θυμώνουμε, ο λογισμός μας αποδημεί, αποφεύγοντας το θυμό σαν πικρό τύραννο.»
    • «Ο καθένας μπορεί εύκολα να θυμώσει. Μα να θυμώσει κανείς τότε που πρέπει, στο βαθμό που είναι σωστό, στον κατάλληλο χρόνο, για ένα δίκαιο ζήτημα, και με το σωστό τρόπο, δεν είναι στο χέρι του καθενός κι ούτε είναι εύκολο πράγμα.»
    • «Χρέος έχουμε να θεωρούμε τον Θεό σαν πνεύμα πανίσχυρο, αθάνατο και τέλειο. Γιατί, αν και είναι αόρατος για τα μάτια των ανθρώπων, φανερώνεται με τα έργα του.»
    • «Είναι μια αρχαία παράδοση, που παντού έχει μεταφερθεί απ’ τους πατέρες στα παιδιά, ότι όλα πηγάζουν απ’ τον Θεό και ότι όλα έγιναν απ’ αυτόν για μας.»
    • «Ο θάνατος είναι το πιο φοβερό απ’ όλα τα πράγματα, γιατί αποτελεί το τέρμα, πέρα από το οποίο πιστεύεται πως δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό, γι’ αυτόν που πέθανε.»
    • «Στη ζωή υπάρχει ευχαρίστηση και φυσική γλυκύτητα.»
    • «Την ευτυχία την απολαμβάνουν εκείνοι που έχουν χαρακτήρα και πνεύμα καλό, και σε μέτριο βαθμό τα υλικά αγαθά.»
    • «Όπως ένα χελιδόνι ή μια ωραία ημέρα δεν φέρνουν την άνοιξη, έτσι και μια ημέρα ή λίγος χρόνος δεν φέρνουν την ευτυχία σε κανέναν.»
    • «Ο λεπτός κι ευγενικός άνθρωπος φέρνεται σαν να ‘χε μέσα του το νόμο. Έτσι κυριαρχεί στην παρέα, με τους καλούς του τρόπους και την ευγενική του συμπεριφορά.»
    • «Η τάξη που διακρίνεται για την αρετή της, δεν επιχειρεί παρά σπάνια μια επανάσταση. Αυτό, γιατί βρίσκεται πάντοτε σε μειοψηφία.»
    • «Σκοπός των επαναστάσεων είναι η απόκτηση πλούτου και πολιτικών τιμών, ή η αποφυγή της δυστυχίας και της ατίμωσης.»
    • «Οι κατώτεροι επαναστατούν για να γίνουν ίσοι με όλους, και οι ίσοι για να γίνουν ανώτεροι. Αυτή είναι η νοοτροπία που δημιουργεί τις επαναστάσεις.»
    • «Η δυστυχία δημιουργεί στάσεις και επαναστάσεις. Ακόμα οι πολίτες επαναστατούν όχι μόνο για την ανισότητα του πλούτου, αλλά και για την ανισότητα των τιμών.»
    • «Ο καλός πολίτης πρέπει να ξέρει και να κυβερνιέται και να κυβερνάει.»
    • «Ο καλός ο νομοθέτης, καθώς κι ο αληθινός πολιτικός, δεν πρέπει να ξεχνούν πως όχι το απόλυτα άριστο, αλλά εκείνο που από τα πράγματα αποδείχνεται σχετικά καλύτερο, πρέπει να προτιμείται σε κάθε δοσμένη περίπτωση.»
    • «Εκείνος που διατάσσει η σύνεση να είναι η υπέρτατη εξουσία, νομίζει πως κυβερνούν ο Θεός και οι νόμοι. Εκείνος όμως που δίνει την εξουσία στον άνθρωπο την παραδίνει σε θηρίο. Γιατί η εμπάθεια αυτών που ανεβαίνουν στην εξουσία φέρνει την καταστροφή και στην περίπτωση ακόμα που είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Γι’ αυτό, ο νόμος είναι λογική χωρίς εμπάθεια.»
    • «Όλα πάντοτε βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση.»
    • «Οι περισσότερες επιθυμίες συνοδεύονται από κάποια ηδονή. Γιατί οι άνθρωποι, είτε γιατί θυμούνται εκείνα που απόκτησαν, είτε γιατί ελπίζουν πως θα τ’ αποκτήσουν, νοιώθουν κάποια ηδονή.»
    • «Η δουλεία είναι αντίθετη προς τη φύση, γιατί μονάχα ανθρώπινοι νόμοι κάνουν άλλους δούλους κι άλλους ελεύθερους. Στη φύση δεν υπάρχει καμία τέτοια διαφορά, που είναι άδικη και αποτέλεσμα βίας.»
    • «Πρέπει να εκπαιδεύεται κανείς από την παιδική του ηλικία, γιατί -καθώς λέει ο Πλάτων- η σωστή παιδεία συνίσταται στο να αισθάνεσαι όσο πρέπει και τη χαρά και τη λύπη.»
    • «Πολύ σημαντικό εφόδιο για τα γηρατειά είναι η εκπαίδευση.»
      • «Αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων, πρέπει να έχουν πεισθεί ότι πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων.»
      • «Τρία πράγματα χρειάζονται για την εκπαίδευση: η φύση, η μάθηση και η άσκηση.»
      • «Αυτοί που δίνουν καλή εκπαίδευση στα παιδιά, πρέπει να τιμώνται περισσότερο από εκείνους που τα γέννησαν, γιατί οι γονείς τους έδωσαν μόνο τη ζωή, οι παιδαγωγοί όμως την ικανότητα να ζουν καλά.»
      • «Της παιδείας οι ρίζες είναι πικρές, μα οι καρποί γλυκοί.»
      • «Όσοι είναι οργισμένοι ασχολούνται ενδόμυχα με τα ζητήματα της εκδικήσεως. Έτσι, λοιπόν, η φαντασία τους που διεγείρεται, προκαλεί ευχαρίστηση σαν εκείνη που παρουσιάζεται στα όνειρα.»
      • «Προτιμότερο είναι να τιμωρεί κανείς τους εχθρούς του από το να συμβιβάζεται μαζί τους. Γιατί το ν’ ανταποδίδεις όσα έπαθες είναι δίκαιο και η αποκατάσταση του δικαίου αξιέπαινη.»
      • «Φίλος μεν ο Πλάτων, αλλά φιλτέρα η αλήθεια.»
      • «Δεν είναι αυταπάτη η αγάπη του εαυτού μας: αυτό το αίσθημα είναι ολότελα φυσικό. Ο εγωισμός, να το είδος της αγάπης που δίκαια δυσφημίστηκε, γιατί δεν είναι η αγάπη προς τον εαυτό μας, μα ένα πάθος αχαλίνωτο απ’ τον εαυτό μας, πάθος ολέθριο που παρασέρνει τον φιλάργυρο προς το χρήμα του, κι όλους τους ανθρώπους προς το αντικείμενο των επιθυμιών τους.»
      • «Αναγκαστικά όλοι είναι φίλαυτοι, περισσότερο ή λιγότερο.»
      • «Δεν είναι κακό να νομίζει ο άνθρωπος ότι έχει κατιτί δικό του. Είναι φυσικό να αγαπάει κανείς τον εαυτό του, μόνο δε ο εγωισμός πρέπει να κατακρίνεται. Δηλαδή όχι το να αγαπάς απλώς τον εαυτό σου, αλλά το να τον αγαπάς περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει.»
      • «Ο άντρας είναι από τη φύση καλύτερος από τη γυναίκα. Ο άντρας διευθύνει και η γυναίκα υπακούει σ’ αυτόν.»
      • «Η ομορφιά είναι η πιο καλή συστατική επιστολή.»
      • «Δεν ταιριάζει στη γυναίκα να είναι πολύ γενναία ή πολύ εύγλωττη.»
      • «Η αποστολή του άντρα είναι να κερδίζει και της γυναίκας να αποταμιεύει.»
      • «Η γενναιότητα είναι προτιμότερη απ’ τη σύνεση.»
      • «Η αρετή είναι ανώτερη απ’ τον πλούτο και χρησιμότερη απ’ την υψηλή καταγωγή, γιατί όσα είναι αδύνατα για τους άλλους αυτή τα καθιστά δυνατά, κι όσα προκαλούν φόβο στους πολλούς τα υπομένει με θάρρος, και γιατί νομίζει ότι ο μεν δισταγμός είναι μομφή και κατάκριση, η δε εργατικότητα έπαινος.»
      • «Η αρετή σε όσων ανθρώπων τις ψυχές παραμένει ανόθευτη και καθαρή, δεν τους εγκαταλείπει ούτε στα γηρατειά τους.»
      • «Ο δίχως αρετή άνθρωπος είναι το πιο ανόσιο και το πιο βάρβαρο πλάσμα.»
      • «Τρία είναι τα στοιχεία που κάνουν τους ανθρώπους καλούς και έντιμους: η φύση, η συνήθεια και η λογική.»
      • «Ο ρόλος του άνδρα είναι διαφορετικός απ’ το ρόλο της γυναίκας, γιατί ο μεν πρώτος φροντίζει να κερδίζει τα απαραίτητα στη ζωή, η δε γυναίκα να τα φυλάξει.»
        • «Όπου υπάρχει άμιλλα, υπάρχει και νίκη.»
        • «Άμιλλα είναι η τάση να φτάσει κανένας τον άλλον που τον θαυμάζει ή και να τον ξεπεράσει, χωρίς να αισθάνεται φθόνο αν ο άλλος τον ξεπερνάει.»
        • «Οι άνθρωποι έχουν το φυσικό χάρισμα να κρίνουν την αλήθεια και συνήθως την αποκαλύπτουν. Και γι’ αυτό, όσοι μπορούν εύστοχα να την αντιληφθούν, είναι επίσης ικανοί ν’ αντιληφθούν και τις πιθανότητες που υπάρχουν.»
        • «Το αληθινό και το δίκαιο έχουν απ’ τη φύση μεγαλύτερη δύναμη απ’ το ψέμα και το άδικο.»
        • «Κανένας δεν αγαπάει πραγματικά εκείνον που φοβάται.»

Αποφθέγματα του Φρ. Νίτσε

Πώς; Είναι ο άνθρωπος απλώς ένα λάθος του Θεού; Ή μήπως ο Θεός είναι ένα λάθος του ανθρώπου;

Ό,τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό.

Βοήθησε ο ίδιος τον εαυτό σου: τότε θα σε βοηθήσουν όλοι.
Αρχή της αγάπης προς τον πλησίον.

Υπάρχει ένας δρόμος που μπορεί να τον βαδίσει μονάχα ένας. Ποιος; Εσύ! Πού πηγαίνει; Μη ρωτάς Βάδισέ τον!

Σπάνια κάνει κανείς μόνο ένα σφάλμα. Στο πρώτο σφάλμα κάνει κανείς πάρα πολλά. Γι’ αυτό κάνει συνήθως κι ένα δεύτερο - κάνοντας αυτή τη φορά πολύ λίγα...

Το σκουλήκι μαζεύεται όταν το πατούν. Αυό είναι έξυπνο. Με τούτο τον τρόπο μειώνει τις πιθανότητες να το πατήσουν πάλι. Στη γλώσσα της ηθικής αυτό λέγεται ταπεινοφροσύνη.


Τρέχεις μπροστά; Το κάνεις σα βοσκός; Ή σαν εξαίρεση; Μια τρίτη περίπτωση θά 'ταν ο φυγάς... Πρώτο ζήτημα συνείδησης.


Τί; Ψάχνεις; Θέλεις να πολλαπλασιαστείς επί δέκα, επί εκατό; Ψάχνεις για οπαδούς; - Ψάξε για μηδενικά!

Όταν η γυναίκα έχει αντρικές αρετές θέλει κανείς να το βάλει στα πόδια. Κι όταν δεν έχει αντρικές αρετές τότε το βάζει αυτή στα πόδια.


Ο πιο σίγουρος τρόπος για να καταστρέψεις έναν νέο είναι να του διδάξεις να εκτιμάει περισσότερο εκείνους που σκέφτονται σαν αυτόν από εκείνους που σκέφτονται διαφορετικά απ' αυτόν.


Φαινομενικός ηρωισμός: Το να ριχτείς στην καρδιά της μάχης μπορεί νά ναι σημάδι δειλίας.


Καλύτερα μια ολόψυχη έχθρα παρά μια φιλία κολλημένη με κόλλα.

Και ο χρόνος μετριέται από την καταραμένη μέρα από την οποία άρχισε αυτή η συμφορά - από την πρώτη μέρα του χριστιανισμού! Γιατί να μην τον μετρούμε από την τελευταία μέρα του χριστιανισμού; Γιατί όχι από σήμερα; Επαναξιολόγηση όλων των αξιών!

Σε καιρούς ειρήνης, ο πολεμόχαρος άνθρωπος τα βάζει με τον εαυτό του.

Η γυναίκα μαθαίνει να μισεί όσο ξεμαθαίνει να γοητεύει.

Την περισσότερη ανεντιμότητα τη δείχνουμε απέναντι στο Θεό: δεν του επιτρέπουμε να αμαρτήσει!

Η αγάπη για έναν άνθρωπο είναι βαρβαρότητα, επειδή ασκείται σε βάρος όλων των άλλων. Παρόμοια και η αγάπη για τον Θεό.

Ο κίνδυνος από την ομορφιά
Αυτή η γυναίκα είναι όμορφη και έξυπνη: αχ, πόσο εξυπνότερη θα είχε γίνει, αν δεν ήταν όμορφη!

Κάθε είδος περιφρόνησης του σεξ, κάθε βρώμισμά του μέσω της έννοιας «ακάθαρτο», είναι το κατ' εξοχήν έγκλημα εναντίον της ζωής...

Θεωρώ απαραίτητο να πλύνω τα χέρια μου πριν έρθω σε επαφή με θρήσκους ανθρώπους.

Να μη ξεχνάμε!
Οσο πιο ψηλά πετάμε, τόσο πιο μικροί φαντάζουμε σ' εκείνους που δεν μπορούν να πετάξουν.

Θέλω, μια για πάντα, να μη γνωρίζω πολλά πράγματα. Η σύνεση βάζει όρια ακόμα και στη γνώση.

Μη δείχνετε δειλία απέναντι στις πράξεις σας! Μην τις αφήνετε να παραπαίουν μετά! Οι τύψεις της συνείδησης είναι ανάρμοστες.

Δεν είναι η αγάπη τους για την ανθρωπότητα, είναι η ανικανότητα της αγάπης τους αυτή που εμποδίζει τους σημερινούς χριστιανούς - να μας κάψουν.

Δεν υπάρχουν ηθικά φαινόμενα, υπάρχει μόνο ηθική ερμηνεία των φαινομένων.

Θέλεις να κάνεις κάποιον να ενδιαφερθεί για σένα; Έχε ύφος αμηχανίας όταν βρίσκεσαι μπροστά του.

Είσαι γνήσιος; Η μόνο ένας ηθοποιός; Ένας αντιπρόσωπος; Ή μήπως είσαι αυτό που αντιπροσωπεύεται; - Τελικά ίσως νά ' σαι απλώς ένα αντίγραφο ενός ηθοποιού... Δεύτερο ζήτημα συνείδησης.

Είσαι κάποιος που κοιτάει δίχως να συμμετέχει; Η κάποιος που δίνει χείρα βοηθείας, Η μήπως κάποιος που αποστρέφει το βλέμα του και προσπερνάει; Τρίτο ζήτημα συνείδησης!

Θέλεις να προχωράς μαζί μ' άλλους; Ή να προχωράς μπροστά; Η να προχωράς μόνος σου; ... Πρέπει να ξέρει κανείς τι θέλει και ότι το θέλει. Τέταρτο ζήτημα συνείδησης.

Ό,τι θεωρεί κακό μια εποχή είναι συνήθως ένα ανεπίκαιρο κατάλοιπο αυτού που άλλοτε θεωρούνταν καλό - ο αταβισμός ενός παλιότερου ιδανικού.

Γύρω από έναν ήρωα όλα γίνοναι τραγωδία, γύρω από έναν ημίθεο όλα γίνονται σατιρικό δράμα και γύρω από τον Θεό όλα γίνονται - τι λοιπόν; Μήπως «κόσμος»;

Ο τσομπάνος πάντα χρειάζεται ένα κριάρι -ή πρέπει να γίνει ο ίδιος το κριάρι.

Το να μιλάμε πολύ για τον εαυτό μας μπορεί νά ναι κι ένα μέσο για να τον κρύβουμε.

Εκείνο που κάνει τους ανώτερους ανθρώπους δεν είναι η δύναμη των υψηλών αισθημάτων τους αλλά η διάρκεια των αισθημάτων αυτών.

Ο μεγαλοφυής άνθρωπος είναι ανυπόφορος όταν δεν έχει, εκτός από τη μεγαλοφυία, δυο τουλάχιστον άλλα πράγματα: ευγνωμοσύνη και καθαρότητα.

Ο βαθμός και η φύση της σεξουαλικότητας στον άνδρα ανεβαίνουν ως την ψηλότερη κορυφή του πνεύματος του.

Μια επικίνδυνη απόφαση: Η χριστανική απόφαση να βρίσκει άσχημο και κακό τον κόσμο τον έκανε άσχημο και κακό.

Τι θεωρείς πιο ανθρώπινο;
Να απαλλάσσεις κάποιον απ' τη ντροπή.
Ποιά είναι η σφραγίδα της απελευθέρωσης; Να μη ντρέπεσαι πια ενώπιον του εαυτού
σου.

Ωριμότητα του ανθρώπου: είναι να ξαναβρίσκει τη σοβαρότητα που είχε παιδί, όταν έπαιζε.

Πρέπει να φεύγουμε από τη ζωή όπως έφυγε ο Οδυσσέας από τη Ναυσικά, ευλογώντας την παρά ερωτευμένος μαζί της.

Τί; Ένας μεγάλος άνθρωπος; Εγώ βλέπω πάντα μόνο τον ηθοποιό του ίδιου του του ιδανικού.

Το κράτος είναι το πιο ψυχρό απ' όλα τα ψυχρά τέρατα: ψεύδεται ψυχρά και να το ψέμα που βγαίνει απ' το στόμα του: «Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός».

«Πώς θα μπορέσω ν' ανέβω στην κορφή του βουνού;» - «Ανέβα λοιπόν τώρα και μην το σκέφτεσαι πολύ».

Ο Στάινμπεκ για την κρίση του '29

Το ακόλουθο κείμενο του Τζον Στάινμπεκ (1902-1968) αναφέρεται στη μεγάλη κρίση του 1929 και περιέχεται στο βιβλίο του «L' America e gli americani» (ιταλική έκδοση «Alet», 2008), που συγκεντρώνει τριάντα πέντε μικρά κείμενα του μεγάλου αμερικανού νομπελίστα συγγραφέα.
Μα βέβαια θυμάμαι τα χρόνια της δεκαετίας του 1930, τα τρομερά, ταραγμένα, θριαμβευτικά, ορμητικά χρόνια της δεκαετίας του 1930. Δεν γνωρίζω άλλη δεκαετία στην οποία να συνέβηκαν τόσο πολλά και τόσο πολυσήμαντα γεγονότα. Έγιναν ριζικές αλλαγές. Αναπλάστηκε η χώρα, αναμορφώθηκε η ζωή, ανοικοδομήθηκε το κράτος, το οποίο τώρα υποχρεώθηκε να αναλάβει λειτουργίες, καθήκοντα και ευθύνες που ποτέ πριν δεν είχε και ποτέ δεν θα μπορέσει να εκχωρήσει. Ούτε και ο πιο λυσσασμένος και υστερικός συκοφάντης του Ρούζβελτ δεν θα τολμούσε να προτείνει να καταργηθούν εκείνοι οι ανανεωτικοί νόμοι, εκείνες οι προστασίες και εκείνη η νέα αρχή σύμφωνα με την οποία το κράτος είναι υπεύθυνο για όλους τους πολίτες. Με μιαν αναδρομική ματιά, η δεκαετία φαίνεται συγκροτημένη με επιμέλεια, σαν ένα θεατρικό έργο. Έχει μιαν αρχή, ένα κεντρικό μέρος και ένα τέλος, ακόμα και έναν πρόλογο. Το 1929 σηματοδότησε μια στροφή και προσέδωσε μια τραγική διάσταση στα δέκα μεταγενέστερα χρόνια.
Θυμάμαι πολύ καλά το 1929. Είχαμε πιάσει την καλή (εγώ όχι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ναι). Θυμάμαι τα ζαλισμένα και ευτυχισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που έφτιαχναν χάρτινες περιουσίες με τις μετοχές του χρηματιστηρίου. «Σήμερα κέρδισα δέκα χιλιάδες δολάρια μέσα σε δέκα λεπτά. Συνολικά, αυτή τη βδομάδα κέρδισα ογδόντα χιλιάδες». Στη μικρή μας πόλη οι διευθυντές τραπεζών και οι εργάτες οδοποιίας έτρεχαν στους τηλεφωνικούς θαλάμους για να καλέσουν τους παίκτες. Όλοι έπαιζαν στο χρηματιστήριο, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Στη διακοπή για γεύμα, υπάλληλοι και γραμματείς μελετούσαν το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου μασώντας σάντουιτς και λογάριαζαν τις περιουσίες που συσσωρεύονταν. Τα μάτια τους είχαν την ίδια έκφραση που βλέπουμε στο τραπέζι της ρουλέτας. Εγώ είχα μια διαυγή αντίληψη, γιατί βρισκόμουν έξω από όλα αυτά, γράφοντας βιβλία που κανείς δεν αγόραζε. Δεν είχα ούτε τα ελάχιστα που ήταν αναγκαία, για να αρχίσω να φτιάχνω μια δική μου περιουσία. Από τις βιτρίνες έβλεπα τα τρελά ψώνια, το χαβιάρι και τη σαμπάνια, μύριζα το μεθυστικό άρωμα των ντυμένων με γούνες κυριών, που έβγαιναν λάμποντας από το θέατρο.
Έπειτα οι άνθρωποι έπαψαν να επενδύουν και αυτό το είδα με διαύγεια, επειδή είχα ασκηθεί από καιρό στην οικονομική ύφεση. Δεν συμπαρασύρθηκα στην πτώση. Θυμάμαι ότι έδιναν συνεντεύξεις και ξανά συνεντεύξεις οι Big Boys, εκείνοι που γνώριζαν. Ορισμένοι αγόραζαν διαφημιστικό χώρο για να καθησυχάσουν τους εκατομμυριούχους που καταστρέφονταν: «Είναι μόνο μια φυσιολογική υποτίμηση», «Μη φοβάστε, αγοράστε, συνεχίστε να αγοράζετε». Ωστόσο, οι Big Boys πουλούσαν και η αγορά έκανε το μπαμ.
Έπειτα ήρθε ο πανικός και ο πανικός μετατράπηκε σε απαθές σοκ. Όταν το χρηματιστήριο κατέρρευσε, έκλεισαν τα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα χαλυβουργεία και τότε κανείς δεν μπορούσε πλέον να αγοράσει τίποτα, ούτε καν για να φάει. Οι άνθρωποι γυρνούσαν από δω κι από κει σαν δαρμένοι. Οι εφημερίδες έγραφαν για κατεστραμμένους ανθρώπους που έπεφταν από τα παράθυρα.
Από τη στιγμή που θα κατέληγαν στο πεζοδρόμιο είχαν καταστραφεί σοβαρά. Ενας φίλος είχε έναν θείο, πλουσιότατο εκατομμυριούχο. Μέσα σε λίγες βδομάδες πέρασε από τα εφτά εκατομμύρια στα δύο εκατομμύρια, αλλά δύο εκατομμύρια σε μετρητά. Έλεγε ότι δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να τρώει και για κολατσιό έτρωγε μόνον ένα αυγό. Βαθούλωσαν τα μάγουλά του και τα μάτια του γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό. Κατέληξε να αυτοκτονήσει. Με δυο εκατομμύρια δολάρια νόμιζε ότι θα πεθάνει από πείνα. Αυτές ήταν οι αξίες.
Έπειτα οι άνθρωποι θυμήθηκαν τον μικρό λογαριασμό που είχαν στην τράπεζα, μοναδική βεβαιότητα σε έναν ανασφαλή κόσμο. Έκαναν αγώνες δρόμου για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Υπήρξαν αγώνες και εξεγέρσεις και πλήθη αστυνομικών. Ορισμένες τράπεζες χρεοκόπησαν. Οι ειδήσεις άρχισαν να κυκλοφορούν. Έπειτα , τρομαγμένοι και οργισμένοι, οι άνθρωποι κατέληξαν να επιτίθενται στις τράπεζες και οι πόρτες τους έκλεισαν για πάντα.
Ο Χούβερ στον Λευκό Οίκο μου προκαλούσε τον οίκτο. Στηρίχθηκε στο εγκυκλοπαιδικό του οπλοστάσιο των πεπαλαιωμένων διακηρύξεων. Η έμφυτη ανικανότητά του στον λόγο άγγιξε το μάξιμουμ του ταλέντου του. Η συμβουλή του προς τους ανέργους να πουλάνε μέλι έγινε το «ας φάνε παντεσπάνι» της δεκαετίας του '30. Τα συνθήματα της προεκλογικής του εκστρατείας -«Η ευημερία έρχεται σύντομα· ένα κοτόπουλο σε κάθε τσουκάλι»- ηχούσαν σαρκαστικά στους ανήσυχους αρχάριους που περίμεναν στις ουρές για να πάρουν λίγο ψωμί. Ομάδες μικρομετόχων έκαναν πορεία και ξεχύθηκαν στην Ουάσιγκτον. Το Κογκρέσο είχε εγκρίνει την πληρωμή των αποζημιώσεων, αλλά μόνο σε έναν μεταγενέστερο χρόνο.
Υπήρχαν κάποιοι αγκιτάτορες ακόμη και κάποιοι κομμουνιστές, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν πρώην στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει την πατρίδα, άνθρωποι φοβισμένοι με οικογένειες πεινασμένες. Τα διαλυμένα πλήθη μπλοκάρισαν την κυκλοφορία και κόλλησαν σαν ένα μελίσσι στα σκαλοπάτια της πρωτεύουσας. Τα χρήματα χρησίμευαν αμέσως. Έφτιαξαν μια παραγκούπολη στην περιφέρεια της Ουάσιγκτον. Πολλοί είχαν μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους.
Οι αφηγήσεις εκείνης της εποχής αναφέρονται στην τάξη και την πειθαρχία εκείνων των κακότυχων στρατιωτών. Τι συνέβαινε στα ανώτερα επίπεδα; Ένας ωραίος φόβος φαινόταν τότε -και φαίνεται μέχρι τώρα- ότι τους είχε καταλάβει. Οι κορδέλες που είχαν τοποθετηθεί γύρω από τον Λευκό Οίκο και οι στρατιώτες που τον περιφρουρούσαν ήταν ένδειξη ότι ο πρόεδρος φοβόταν τους συμπολίτες του (...).

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Ο άγνωστος ποιητής

Η ιστορία της λογοτεχνίας έχει τοποθετήσει τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.. Ωστόσο στις ως τώρα μελέτες και δημοσιεύσεις γίνεται κυρίως λόγος για τα γνωστά και δημοφιλή ποιήματά του. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η ποίησή του τείνει να παραμερίζεται ιδιαίτερα από τα σχολικά αναλυτικά προγράμματα. Ή αναδίφηση όμως της ποίησης του Βαλαωρίτη φέρνει στο φως κομμάτια λιγότερο γνωστά και ίσως αρκετά ενδιαφέροντα.
Θα σταματήσω την αναφορά μου εδώ αφήνοντας τους ίδιους τους στίχους του ποιητή να εκφραστούν:

Επιθυμία
Πατέρα μου, κοίταξε
εκεί μες στη σούδα
χρυσή πεταλούδα
γυρίζει, πετά

Πατέρα μου, βόηθα με
να μην τηνε χάσω
Θα πάω να την πιάσω
Πώς φεύγει γοργά….

Παιδί μου, θυμήσου το:
του κάκου θα τρέχεις,
φτερά σύ δεν έχεις
κ' εκείνη πετά.

Στον κόσμο που βρίσκεσαι
τρελές χρυσαλίδες
θα να ‘ναι οι ελπίδες,
του κόσμου η ψευτιά

Μην τρέξεις ξοπίσω τους,
γιατί θα δειλιάσεις,
κι εωσού να τες πιάσεις
θα σ' εύρει η νυχτιά

«Πατέρα, την έπιασα
σ' εκειά τα λουλούδια
Τραγούδια, τραγούδια
ειν' όσα μου λες»

Κι εκεί που εχαιρότανε,
κι εκεί που την πιάνει
με μιάς τηνε χάνει
«Παιδί μου, μην κλαίς!»

Κι ακολουθεί άλλο ένα διαφορετικού κλίματος ποίημα που ξεφεύγει εντελώς από το ρομαντικό πνεύμα της εποχής του ποιητή.
(Ανεπίγραφο)
Μιαν ημέρα που δεν είχα άλλο τίποτε να κάμω
βγαίνοντας από ένα γάμο
με τζ' ιδέες άνω κάτω
χωρίς κεφαλή και πάτο,
μοναχός αγάλη αγάλη
με την κάψα τη μεγάλη
ακολουθών το μονοπάτι, κωλοσέρνοντας το σώμα,
εξαπλώθηκα στο χώμα
αποκάτου σ' έναν ήσκιο άντικρυ σε μια σπηλιά
Ολοτρόγυρα καμία δεν ακούετο μιλιά…
Χίλιοι, μύριοι τζιτζίκοι, σαν καν να είχαν ζουρλαθή,
ελαλούσαν όλοι αντάμα - Έλεγες πως μ' ένα θάμα
είχαν όλοι μαζωθή εδ' εκεί
του Ιουνίου οι μεγάλοι φοβεροί πολιτικοί
Η μανία των τζιτζίκων διεπέρασε κι εμένα
και κουνώντας τον αυχένα
ήρχισα κι εγώ να κράζω
και σαν σκύλος να φωνάζω
για τα πράγματα τζ' ημέρας. Κ' επειδή δεν ημπορούσα,
σαν με τάραξεν η μούσα
της πολιτικής του κόσμου, παρά ευθύς να μελετήσω
δυο ονόματα μεγάλα
το καθέν σαν μια βουβάλα
τι μου εσυνέβη, φίλοι,
άμα τα έβγαλα απ' τα χείλη
είναι πράμα που καθένας να πιστέψει δεν μπορεί!
Τα ονόματα τα δύο, που πρόφερα εκεί,
είναι Δέβερτον και Φρέζαρ , Σας ορκίζω ήμουν μόνος,
κι άμα επρόφερα το μέγα όνομα του Δεβερτόνος,
η ηχώ μου απεκρίθη όνος, όνος, όνος, όνος
Τότε ανέφερα συγχρόνως
και το όνομα του Φρέζαρ,
κ' η ηχώ η ζαλισμένη μ' απεκρίθη ζαρ και ζαρ
Εστοχάσθηκα στο πρώτο πως θα ήτανε κρυμμένος
εκεί κάποιος ριζοσπάστης παλαβός ή μεθυσμένος,
κι ενώ έτρεχα με ζάλη την καρδιά να του ξεσχίσω
και πρεπόντως να εκδικήσω
τα ονόματα του Φρέζαρ, του μεγάλου Δεβερτόνος,
η ηχώ περιγελούσα μ' απεκρίθη ζαρ και όνος.
Τότε τα ‘μασα τρεχάτα
σαν ζεματισμένη γάτα,
κι από εκείνον τον καιρό
έγινα με το στανιό
ριζοσπάστης κι εγώ
και να μην ακούω πλέον να γελά μ' εμέ κι η ηχώ.

Θα παρατηρήσει κανείς την έντονα ειρωνική διάθεση απέναντι στα δήθεν μεγάλα ονόματα και ένα καυστικό χιούμορ που δεν συναντά κανείς στα ποιήματα της εποχής του.

  1  Προφανώς αναφέρεται σε κάποιο γεγονός της εποχής του
  2  Σημαίνοντες πολιτικοί της εποχής

ποιητές του 20ου αιώνα

Καρούζος- Σεφέρης - Σικελιανός

Ας μου επιτραπεί μια διάθεση αναδίφησης στο έργο των ποιητών του 20ου αιώνα που έφυγε κι αυτός μαζί τους. Στον τίτλο τοποθετούνται τα ονόματα αντίστροφα, ως προς τη χρονική σειρά, όπως τα φέρνει η μνήμη του ανθρώπου που πρώτα ανακαλεί τα πιο πρόσφατα κι έπειτα εκείνα που βρίσκονται σε πιο βαθείς κοιλότητες του νου. Ο Νίκος Καρούζος, νεότερος των άλλων δύο, άφησε ένα έργο με τη γνήσια αγωνία ενός καλλιτέχνη ερωτευμένου με την τέχνη της ποιήσεως. Είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει ο αναγνώστης την εναλλαγή συσχετισμών στους στίχους του Νίκου Καρούζου καθώς χρειάζεται να είναι ασκημένος στην ανάγνωση για να καταφέρει να τους προσεγγίσει.
Η θεματική πανδαισία του σ' έναν συγκερασμό πανθεϊστικής εκστάσεως και αναφορών σε σύμβολα των ορθοδόξων, υπηρετεί έναν παντελώς ελεύθερο στίχο εγγίζοντας διαθεματικά την φωνή του Σικελιανού και από τον βαθιά προβληματισμένο ποιητικό λόγο του Σεφέρη. Παραμένει βεβαίως αυθεντικός και οδυνηρά σκεπτόμενος στην διαρκή ανανέωση των εκφραστικών μέσων του.
Δεν είναι μόνο τα θέματα που σαν μια παράξενη σκυταλοδρομία ιδεών περνούν από τον ένα ποιητή στον άλλο, είναι και η μουσικότητα του κατά τ' άλλα ελεύθερου στίχου, που όμως εξ αρχής έχει υποδηλώσει με το σημαίνον του την ίδια την ουσία του. Στίχος, ήτοι λόγια βαλμένα σε σειρά, σκέψεις στοιχημένες.
Λίγα δείγματα του έργου των τριών ποιητών, των ανηκόντων σε διαφορετικές σφαίρες κι ωστόσο συνοδοιπόρων στο μονοπάτι της τέχνης της ποίησης, «με λογισμό και μ' όνειρο».

«Ηράκλειτος
Εφέσιε αγαπημένε της μοναξιάς
έγινες το έμβλημα των αιμάτων…
Αυτοί δεν είδαν τη σκιά σου
στο ιερό της θεάς Μόνε.
Αυτοί κοχλάζουν
πυρπολημένοι απ' τη φωτιά σου.
Τι κατάλαβαν απ' τη νέα γλώσσα
που σου δίδαξε τις νύχτες ο θεός;
Προφήτη του Λόγου
αγαπημένε στους αγαπημένους
η αθανασία σε περιθάλπει.
Κι οι πληγές σου θα κλείσουν.
Έρχεται ο θάνατος ωσάν αξιωματικός
με επωμίδες και γαλόνια
γι' αυτούς …
Έρχεται ο θάνατος βαθύς και τρέμων
για λίγους.»    Ν. Καρούζος(«Είκοσι ποιήματα»)

«Το άφθαρτο ξύλο
Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία
καθώς διασχίζει τη γη.
Κι ο Χριστός είναι φιλικά εσταυρωμένος» Ν. Καρούζος(«Ποιήματα»)


«Παν
Στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσιάς
τη λαύρα,
το μεσημέρι, όμοιο πηγή, δίπλα από κύμα σμάραγδο,
τρέμοντας όλο ανάβρα…
…………………………………………………………………….
Τότε είδαμε - άρχος και ταγός - ο τράγος να σηκώνεται
μονάχος,
βαρύς στο πάτημα κι αργός, να ξεχωρίση κόβοντας, κι εκεί
όπου βράχος
σφήνα στο κύμα μπαίνοντας στέκει λαμπρό για ξάγναντο
ακρωτήρι,
στην άκρη απάνου να σταθή, που η άχνη διασκορπά τ' αφρού,
κι ασάλευτος να γείρη,…. Α. Σικελιανός («Παν»)

«Μυθιστόρημα
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ' άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ' αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ' ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ' άσπιλα των κύκνων που μας πλήγωσαν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που δεν μπορούσε να
(ξεψυχήση
Φέραμε πίσω
αυτά τ' ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής» Γ. Σεφέρης («Μποτίλια στο πέλαγο»)

Τζακ Κέρουακ , Ο Αλήτης του Ντάρμα

“Είμαι ένα ρεμάλι, αλλά αγαπώ την Αγάπη”.
      Αυτές οι λίγες λέξεις κρύβουν όλη την κοσμοθεωρία του Τζακ Κέρουακ, του συγγραφέα που θεωρείται σαν το σήμα κατατεθέν της λογοτεχνικής γενιάς των Μπίτνικς.
             Ο Κέρουακ, ένας ατίθασος νεαρός από το Λόουελ της Μασαχουσέτης στον Καναδά, έφθασε στις αρχές της δεκαετίας του ΄40 στη Νέα Υόρκη, χάρη σε μια αθλητική υποτροφία που κέρδισε για το πανεπιστήμιο Κολούμπια. Η οικογένειά του τον ακολούθησε εκεί ελπίζοντας σε μια καλύτερη τύχη, αλλά τα πράγματα δεν πήγαν καλά, κι έτσι πολύ σύντομα βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Ο Τζακ παράτησε το πανεπιστήμιο όταν ο προπονητής αρνήθηκε να του επιτρέψει να παίξει ποδόσφαιρο, ενώ ο πατέρας του από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκε άνεργος. Ο υιός Κέρουακ στην προσπάθειά του να βοηθήσει τους δικούς του σάλπαρε σε εμπορικό πλοίο. Όταν δε βρισκόταν στη θάλασσα τριγυρνούσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης με μια παρέα από δημιουργικούς παρίες όπως ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Λυσιέν Καρ, ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ και ο Νιλ Κάσιντι. Οι πιο πάνω θα γίνονταν στο μέλλον οι πιο γνωστοί από τους εκπροσώπους της Γενιάς των Μπιτ.
              Ενώ συνέβαιναν τα πιο πάνω ο Κέρουακ άρχισε ήδη να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα “The town and the city”, το οποίο κυκλοφόρησε μετά από πολλές προσπάθειες του Γκίνσμπεργκ. Χάρη σ' αυτό το βιβλίο κέρδισε την αναγνώριση μερικών λογοτεχνικών κύκλων, αν και δεν είχε γίνει διάσημος. Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να δημοσιεύσει το επόμενό του βιβλίο, το οποίο ήταν το οδοιπορικό - σταθμός στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας, το “On the Road”. Το βιβλίο χρειάστηκε επτά χρόνια μέχρι να βρει εκδότη πρόθυμο να επενδύσει σ' αυτό, κι όταν τελικά κυκλοφόρησε έκανε ολόκληρη την Αμερική να παραληρεί. Από τη μια μέρα στην άλλη ο Κέρουακ έγινε διάσημος, και το βιβλίο του έγινε κάποιου είδους Βίβλος για την ποιητική/ λογοτεχνική γενιά που τότε είχε αρχίσει να κάνει έντονη την εμφάνισή της, τους Μπίτνικς.
              Η φήμη που απέκτησε τόσο ξαφνικά έπιασε το συγγραφέα εξ απροόπτου, που φοβούμενος ότι δε θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στο μέλλον στις απαιτήσεις του κοινού άρχισε να κάνει διάφορες καταχρήσεις - τόσο αλκοόλ όσο και ναρκωτικών ουσιών -, συνεχίζοντας ωστόσο τις περιπλανήσεις του.
               Στο μεταξύ οι κριτικοί λογοτεχνίας επέκριναν με δριμύτητα τα κείμενά του κι εκείνα που αυτά αντιπροσώπευαν, γεγονός που πλήγωνε βαθιά τον Κέρουακ. Η μεγάλη φήμη και η κριτική που του ασκήθηκε στάθηκαν οι αιτίες που τον οδήγησαν προς την καταστροφή. Προτού όμως επέλθει η ολοκληρωτική κατάρρευση πρόλαβε και έγραψε μερικά βιβλία που θα τον εδραίωναν, κατόπιν εορτής και στις συνειδήσεις των διαφόρων επικριτών του: το “Αλήτες του Ντάρμα”, το “Σατόρι στο Παρίσι”, τη “Ματαιοδοξία των Ντιλιόζ”, το “Big Sur” και το μικρό αριστούργημα “Τα Οράματα του Ζεράρ”, μέσα από το οποίο βγαίνει όλη η ευαισθησία και ο λυρισμός του συγγραφέα.
              Ο Κέρουακ ήταν στ' αλήθεια ένας μοναχικός θλιμμένος τύπος. Η θλίψη του - θα λέγαμε - άγγιζε τα όρια της μιζέριας. Δεν τον χωρούσε ο κόσμος τούτος, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί, γι' αυτό και οδήγησε μόνος τον εαυτό του προς την καταστροφή.

Πέθανε τον Οκτώβρη του 1969 στη Φλώριδα σε ηλικία 47 χρόνων.

Αδοξοι θάνατοι ένδοξων λογοτεχνών

Τι κοινό μπορεί να έχουν ο Αισχύλος και ο Μαξίμ Γκόρκι; Μα φυσικά, τον άδοξο θάνατό τους!

Η ιστορία της λογοτεχνίας έχει καταγράψει αρκετούς άδοξους θανάτους ποιητών και πεζογράφων, από τα αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας.
Ο Αισχύλος, ο οποίος διακρίθηκε για την ανδρεία και το θάρρος του σε πολλές μάχες, έμελλε να βρει το θάνατο από την απροσεξία ενός αετού! Ο μύθος λέει ότι ένας αετός μπέρδεψε το φαλακρό κεφάλι του Αισχύλου για… πέτρα και άφησε να πέσει από τα νύχια του μια χελώνα για να σπάσει το καύκαλό της, με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του τραγικού ποιητή το 456 π.Χ.
Ο Πιέτρο Αρετίνο, λατίνος σατιρικός ποιητής του 16ου αιώνα, γελούσε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια μιας θεατρική παράστασης που έπεσε από το κάθισμά του και χτύπησε το κεφάλι του στο πάτωμα με ολέθρια αποτελέσματα.
Ο Εμίλ Ζολά πέθανε από ασφυξία λόγω διαρροής γκαζιού στο υπνοδωμάτιό του το 1902.
Ο γερμανός ποιητής Ρίλκε τρυπήθηκε από το τριαντάφυλλο που είχε κόψει για μια φίλη του και πέθανε από μόλυνση, το 1926.
Ο βρετανός πεζογράφος Άρνολντ Μπέννετ πέθανε το 1931 από τύφο αφού είχε πιει νερό σε ένα γαλλικό ξενοδοχείο, στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι το συγκεκριμένο νερό ήταν κατάλληλο προς πόση.
Ο θάνατος του Μαξίμ Γκόρκι το 1936 οφείλεται σε δηλητηρίαση, η οποία λέγεται ότι σχεδιάστηκε από μια αντι-σοβιετική ομάδα.
Το 1983 ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Τένεσι Ουίλλιαμς πνίγηκε με το καπάκι του ρινικού σπρέι που χρησιμοποιούσε…

ΟΙ ΑΔΙΟΡΑΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Η δομή της πόλης του μέλλοντος, όπως προβάλλεται μέσα από το φανταστικό κινηματογράφο και τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας
Συγγραφείς και καλλιτέχνες έχουν συχνά επιχειρήσει να μαντέψουν (σε βιβλία, ταινίες και κόμικς) την εικόνα (και τη δομή) της πόλης του μέλλοντος. Ο φανταστικός κινηματογράφος και η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας έχουν την τιμητική τους σ' αυτή την προσπάθεια. Και τούτο διότι  -ως γνήσια τέκνα της βιομηχανικής επανάστασης- συνιστούν ιδιότυπα «αστικό» φαινόμενο, τόσο με την οικονομική-πολιτική έννοια (bourgeois) όσο και με την γεωγραφική-κοινωνιολογική (urbain): οι κάτοικοι των πόλεων αποτελούν, ταυτόχρονα, τους ήρωες και το κοινό τους.


ΟΙ ΑΔΙΟΡΑΤΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
The Intangible Cities


«Ο αυτοκράτορας Μινγκ μπορεί να μην πιστεύει ό,τι του λέει ο Φλας Γκόρντον αλλά καθώς ο νεαρός Γήινος περιγράφει τις πολιτείες που γνώρισε στις αποστολές του, ο αυτοκράτορας του πλανήτη Μόνγκο δεν παύει ν' ακούει με περιέργεια και προσοχή που δεν δείχνει σε κανέναν άλλον αγγελιοφόρο ή εξερευνητή του. [...] Μόνο στις αναφορές του Φλας Γκόρντον ο αυτοκράτορας Μινγκ καταφέρνει να διακρίνει, μέσα από τείχη και πύργους προορισμένους να καταρρεύσουν, τα ίχνη ενός σχεδίου τόσο λεπτού που θα μπορούσε να διασωθεί από τους αδηφάγους τερμίτες.» [1]

Οι Πόλεις και το Παρελθόν
Αν πρέπει από κάπου ν'αρχίσεις το ταξίδι σου, αυτή η πόλη είναι το Παρίσι στον Εικοστό Αιώνα[2], μια μοναδική πόλη-φάντασμα κάτι σαν τον Κρίκο που Έλειπε και τον οποίο έψαχναν όλοι οι ιστορικοί της φανταστικής λογοτεχνίας.  Το Παρίσι αυτό, ένα «παράλληλο άστυ» σε έναν κόσμο «ξένο», γεννήθηκε στην φαντασία του δημιουργού του το 1863, την εποχή της ακμής του γαλλικού ιμπεριαλισμού του Ναπολέοντα Γ΄, αλλά έμεινε κρυμμένο μέχρι το 1994. Από αυτή την μεγαλούπολη, όπου η επίγνωση της Ιστορίας δείχνει τον δρόμο προς ένα μέλλον που φαντάζει λαμπρό, κατάγονται -σε ευθεία γραμμή- οι περισσότερες, πόλεις που ακολούθησαν, μαζί και οι άλλες πολιτείες που εμπνεύστηκε ο δημιουργός της, η Milliard City[3] -η πρωτεύουσα του Νησιού με τις Έλικες- και η Centropolis (ή Universal-City)[4],  -η πόλη όπου ζει ο Αμερικανός δημοσιογράφος του 2889-.

«Ο Άτλαντας του Αυτοκράτορα Μινγκ περιέχει[...] τους χάρτες των τόπων της επαγγελίας που υπάρχουν στην σκέψη αλλά ακόμα δεν έχουν ανακαλυφθεί ή θεμελιωθεί: η Νέα Ατλαντίδα, η Ουτοπία,, η Πόλη του Ήλιου, η Ωκεανία, η Ταμοέ, η Αρμονία, η Νέα Λανάρκ, η Ικαρία. [...] ξεφυλλίζει στον άτλαντά του τους χάρτες των πόλεων που απειλούν μέσα στους εφιάλτες και τις κατάρες: Ενόχ, Βαβυλώνα, Γιάχου, Μπούτουα, Γενναίος Νέος Κόσμος.»

Οι Πόλεις και η Μνήμη 1
Τον απόηχο αυτής της πόλης θα βρεις στην Μητρόπολη[5], μια γερμανική εξπρεσσιονιστική ανάγνωση της επιμειξίας της «τυπικής» Μεσοπολεμικής αμερικανικής μεγαλούπολης αφενός με το βικτωριανό Λονδίνο της βιομηχανικής επανάστασης, αφετέρου με το σφριγηλό Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης[6]. Σ' αυτήν, ο πληθυσμός είναι χωρισμένος σε πατρίκιους και σε προλετάριους. Τα κτήρια είναι πανύψηλα, οι λεωφόροι στηρίζονται σε πυλώνες, τον αέρα διασχίζουν ελικοφόρα αεροπλάνα: σ'αυτόν τον χώρο κινούνται οι πλούσιοι. Οι φτωχοί εργάζονται σε ανήλιαγα υπόγεια όπου κυριαρχούν απάνθρωπες μηχανές. Είναι μια πόλη που οφείλει πολλά στον «διόρωφο» κόσμο του τέλους της Ιστορίας, που κατοικείται από τους Elois και τους Morlocks[7]. Στην Metropolis ο έρωτας ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις απαγορεύεται και η αγία προστάτιδα των πληβείων αντικαθίσταται από ένα κακόβουλο ρομπότ που εξεγείρει τους εργάτες σε μια αυτοκαταστροφική επανάσταση. Η τελική συμφιλίωση επέρχεται - πλην όμως εις βάρος των «κατωτέρων τάξεων», μια και το σύστημα δεν ανατρέπεται, απλώς εξωραΐζεται...

Οι Πόλεις και η Μνήμη 2
Προχωρώντας στο μέλλον, και προς την Δύση, θα βρεθείς στην Αλφαβίλ [8], ένα ακόμα μελλοντικό Παρίσι το οποίο, όμως, έχει εξελιχθεί στην Πόλη του Ημίφωτος. Οι δρόμοι είναι υποφωτισμένοι, οι σκιές κυριαρχούν, οι σκοτεινοί όγκοι εναλλάσσονται με λίμνες εκτυφλωτικού φωτός. Στην Alphaville κυριαρχεί ο Άλφα 60, ένας «Ηλεκτρονικός Εγκέφαλος» (το φόβητρο της δεκαετίας του 1960), που επιβάλλει την κοινωνική ομοιομορφία. Ο αστυνομικός Λέμμυ Κώσιον (που έχει προς στιγμή εγκαταλείψει την αστυνομική λογοτεχνία[9]) φθάνει εκεί για να τον αντιμετωπίσει. Το πετυχαίνει αντιπαραβάλλοντας το ανθρώπινο παράλογο στην «μηχανική» λογική. Η nouvelle vague ανακαλύπτει τον νέο ανθρωπισμό.

Οι Πόλεις και η Τεχνολογία 1
Εκατοντάδες δισεκατομμύρια μίλια πιο μακριά βρίσκεται το μητροπολιτικό Κέντρο Ταυ Κήτους[10], η πρωτεύουσα μιας κοινοπολιτείας πλανητών τους οποίους έχουν αποικίσει οι Άνθρωποι πλην όμως τους διοικούν οι συνασπισμένες Τεχνητές Νοημοσύνες, ελέγχοντας το Datumplane, το Τοπίο των Δεδομένων. To Tau Ceti Center (ή TC2) το διασχίζει, όπως κάθε πρωτεύουσα που σέβεται τον εαυτό της, μία υδάτινη οδός, ο Ποταμός Τηθύς, ο οποίος αποτελείται από τμήματα των ποταμιών όλων των πλανητών της συνομοσπονδίας, χάρη στη χρήση υπερδιαστατικών θυρών οι οποίες επιτρέπουν την άμεση μετάβαση από το ένα ουράνιο σώμα στο άλλο. Με την κατάρρευση του Datumplane οι υπερδιαστατικές πόρτες έκλεισαν οριστικά, χωρίζοντας ανθρώπους από συγγενείς και φίλους για πάντα αφού με διαστημόπλοια και άλλες συμβατικές μεθόδους μετακίνησης, η κάλυψη των αποστάσεων απαιτούσε εκατοντάδες χρόνια. Η πόλη, όπως και το ανθρώπινο σύμπαν, διασπάστηκε εις τα εξ ων συνετέθη.

Οι Πόλεις και η Μνήμη 3
Τελείως αντίθετη είναι η Μπελλόνα [11], η οποία δεν είναι γνωστό αν βρίσκεται στην Γη ή στον Άρη. Η πόλη έχει υποστεί μια φοβερή καταστροφή η οποία έχει αλλάξει τους όρους κατανόησης του χώρου και του χρόνου. Στην Bellona, που παλιά στέγαζε εκατομμύρια, έχουν απομείνει μερικές δεκάδες κάτοικοι οι οποίοι ζουν επιδιδόμενοι στη σύληση των σπιτιών όσων έχουν εξαφανιστεί. Κυκλοφορεί μία μόνο εφημερίδα, η Bellona Times, η οποία επιλέγει, καθ' εκάστην, μια αυθαίρετη ημερομηνία. Έτσι μετά την 14η Ιουλίου 2022 ακολουθεί η 7η Ιουλίου 1837, με τίτλο ΑΠΟΜΕΝΟΥΝ ΜΟΝΑΧΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΤΖΗΝ ΧΑΡΛΟΟΥ. Οι κάτοικοι δίνουν ραντεβού την προσεχή φορά που οι Times βγουν μέρα Παρασκευή, πράγμα που μπορεί να συμβεί είτε την επομένη, είτε σε πολλές εβδομάδες. Ο χρόνος της πόλης και ο χρόνος των κατοίκων της δεν ταυτίζονται κατ' ανάγκη.

Οι Πόλεις και η Τεχνολογία 2
Στο κοινωνιολογικό κέντρο της Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας, γύρω από ένα αστέρι που βρίσκεται κοντά στο γεωμετρικό κέντρο του γαλαξία, περιστρέφεται ένας πλανήτης-πόλη που λέγεται Τράντορ [12]. Όλη η έκταση του πλανήτη είναι δομημένη, με μοναδική εξαίρεση το πάρκο γύρω απ' το αυτοκρατορικό παλάτι που καταλαμβάνει την έκταση μιας μεσαίας χώρας της (χαμένης πια) Γης. Οι άνθρωποι ζουν στα έγκατα μιας πόλης που είναι ένας κόσμος καθ' εαυτός και δεν βγαίνουν στην επιφάνεια παρά σπάνια. Είκοσι αγροτικοί πλανήτες προμηθεύουν τα τρόφιμα που χρειάζονται τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια των κατοίκων του Trantor -  και αυτό συνιστά την αχίλλειο πτέρνα του: όταν καταρρεύσει η αυτοκρατορία, ο Τράντορ πέφτει αμαχητί. Σε λίγους αιώνες ξεπροβάλλουν μόνο τα κουφάρια παλιών κτηρίων κι ανάμεσά τους οι πρώην αστοί καλλιεργούν τα φτωχικά χωράφια τους.  Η κοινωνία της αφθονίας, σε μια εξελικτική αντιστροφή, μετατρέπεται σε ενδεή, αγροτική. Ο Μεσαίωνας, νομοτελειακά, επέρχεται.

«Ο Φλας: “Ενώ με ένα σου νεύμα, κύριε, η μοναδική και τελική πόλη υψώνει τα αψεγάδιαστα τείχη της, εγώ μαζεύεω τις στάχτες των άλλων πιθανών πόλεων που εξαφανίζονται για να της παραχωρήσουν τη θέση τους, πόλεις που κανείς δεν θα μπορεί πια να ξαναφτιάξει ή να θυμηθεί.”»

Οι Πόλεις και το Αδιέξοδο 1
Μεταβιομηχανικό είναι το σημερινό τοπίο της Γκόθαμ Σίτυ[13], όμως η πόλη μετασχηματίστηκε απίστευτα μέσα σε μισό αιώνα. Όταν την πρωτογνωρίσαμε, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ήταν μια χαρακτηριστική αμερικανική ανάγνωση μιας φουτουριστικής μεγαλούπολης. Ο ήρωας, ένας εκατομμυριούχος μαχητής του Καλού, έσωζε την πόλη από τους εγκληματίες εκπροσώπους του Κακού- η διαφορά με τα άλλα κόμικς ήταν ότι και οι δύο πλευρές είχαν διπλές ταυτότητες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν άκμαζε η pop culture, η πόλη ντύθηκε με τα καρναβαλίστικα ρούχα της - φωτεινά χρώματα και έντονο μακιγιάζ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι επισκέπτες της Gotham City ανακάλυψαν με φρίκη ότι οι κακοί ήταν στρεβλωμένα, σχεδόν απάνθρωπα, όντα, ότι ο ήρωας ήταν σχεδόν τόσο ψυχωτικός όσο και οι εχθροί του, και ότι η πόλη ήταν παρακμιακή, μετα-γοτθική, ένα σκηνικό ταυτόχρονα high tech και τριτοκοσμικό. Οι κάτοικοί της αντιμετωπίζουν την σύγχρονη πόλη σαν εφιάλτη.

Οι Πόλεις και η Μνήμη 4
Στην άλλη άκρη της κλίμακας -και της ιστορίας- βρίσκεται η πόλη-διαμάντι, η Ντίασπαρ[14]. Ένα δισεκατομμύριο χρόνια στο μέλλον, η ζωτική δύναμη της φυλής έχει στερέψει. Ό,τι επιζεί από την Ανθρωπότητα (φαίνεται να) έχει καταφύγει σε μια τέλεια πόλη, που βιώνει ένα αιώνιο φθινόπωρο. Όλες οι μνήμες της έχουν ανατεθεί στον Κεντρικό Υπολογιστή. Ακόμη και οι ανθρωπότυποι είναι κατατεθειμένοι στη βάση δεδομένων της μηχανής η οποία τους αναβιώνει κατά το δοκούν, σε χρονικές στιγμές επιλεγμένες στην τύχη ώστε η σύνθεση του πληθυσμού της πόλης να είναι, πάντα, διαφορετική. Όταν κουραστούν, οι άνθρωποι ανασυντάσσουν (δηλαδή: λογοκρίνουν) τις αναμνήσεις τους και τις αποταμιεύουν στην ηλεκτρονική τράπεζα μνήμης - με τίμημα να έχουν εκλείψει (ή μάλλον διαγραφεί) η αίσθηση περιπέτειας, η περιέργεια, ο ρομαντισμός. Ώσπου ένας νεαρός, ο μόνος που δεν έχει γεννηθεί ξανά στο παρελθόν, βγαίνει από την μήτρα της Diaspar και ανακαλύπτει ένα χωριό, το Lys, μια κοινωνία ποιμενική, έναν πλανήτη-μουσείο, και ένα παρελθόν επικό. Η πόλη είναι, πλέον, καταδικασμένη να ανοίξει, να αποδεχθεί την αλλαγή.

Οι Πόλεις και η Τεχνολογία 3
Η Θεντάρα[15]  είναι σχεδόν μια πόλη. Ή μάλλον είναι σχεδόν δύο. Στη μιά άκρη υπάρχει ο χωρίς πολεοδομικό σχέδιο αχταρμάς μιας πρωτεύουσας ενός φεουδαρχικού κόσμου, ένα χωριό σαν από ευρωπαϊκό μεσαίωνα, στην άλλη το επιβλητικά σχεδιασμένο συγκρότημα των λιγοστών κτηρίων του αρχηγείου των εξωπλανητικών επισκεπτών, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο σαν από την εποχή του ευρωπαϊκού αποικισμού. Και οι δύο πληθυσμοί, όμως, είναι ανθρώπινοι - παρά το γεγονός ότι τους χωρίζουν χιλιάδες χρόνια. Ένα διαστημόπλοιο είχε συντριβεί σε κάποιον πλανήτη και οι επιβάτες του αναγκάσθηκαν να τον αποικίσουν. Στους αιώνες που ακολούθησαν, η τεχνολογία τους εξελίχθηκε προς μη μηχανικές κατευθύνσεις ενώ η κοινωνία τους εκφυλίστηκε σε φεουδαρχική. Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα τα διαστημόπλοια της γήινης συνομοσπονδίας, της οποίας η τεχνολογία αποτελεί συνέχεια της δικής μας, επανακαλύπτουν τον πλανήτη. Στην Τhendara συνυπάρχουν, αμήχανα, εκπρόσωποι και των δύο κλάδων της Ανθρωπότητας που χωρίζονται από έναν απλό τοίχο. Όμως η πραγματική απόσταση είναι τεράστια.

Οι Πόλεις και το Αδιέξοδο 2
Η Υζόρντερρεξ[16] δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο: είναι η πρωτεύουσα των Επτά Επικρατειών. Βρίσκεται στην Δεύτερη Επικράτεια, γιατί η Πρώτη, η κορυφαία, είναι «κλειστή». Η πόλη είναι αχανής και αποτελεί ένα συνονθύλευμα αρχιτεκτονικών ρυθμών, κτηρίων χτισμένων στην διάρκεια των δεκάδων αιώνων ύπαρξής της. Η πόλη, όπως και η Επικράτεια, γνώρισε ποικίλλες μορφές διακυβέρνησης, και κάθε μια της άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της στη μορφή της. Στον ουρανό της κυριαρχεί, μόνιμα, ένας τεράστιος κομήτης - που απ' την αυγή της ιστορίας θεωρείται κακός οιωνός. Όταν την επισκεπτόμαστε, η Yzordderrex στενάζει υπό την διοίκηση του Αυτάρχη ο οποίος κρατάει στην σιδηρά του πυγμή τις πέντε ανοιχτές εξωπραγματικές Επικράτειες και ετοιμάζεται να καταλάβει την έσχατη - τον Κόσμο μας. Στο κέντρο, όμως, της πόλης βρίσκεται ο Άξονας, μια τεραστίων διαστάσεων πέτρινη στήλη. Όταν αυτή πληγεί -αμφισβητηθεί- και καταρρεύσει, αρχίζει μια σταδιακή αλλά ανεξέλεγκτη αποδόμηση της πόλης η οποία οδηγείται στην τελεσίδικη συντριβή.

Οι Πόλεις και η Μοναξιά 1
Οι κάτοικοι της Λούνα[17] κοιτούν την Γη από μακριά: δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξαναπατήσουν στον μητρικό πλανήτη. Οι Εισβολείς, πριν από 200 χρόνια, έκαναν έξωση στην Ανθρωπότητα η οποία αναγκάστηκε να μετοικήσει στα υπόλοιπα σώματα του ηλιακού συστήματος. Οι Εισβολείς (που κανείς ποτέ δεν έχει δει) είναι οι άγγελοι με την ρομφαία. Όφις είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η Luna δεν είναι, στ' αλήθεια, πόλη - μάλλον ως τεχνητό περιβάλλον πρέπει να νοηθεί. Ένα habitat απόλυτα ελεγχόμενο από τον Κεντρικό Υπολογιστή. Και οι άνθρωποι είναι σαν φάλαινες που έχουν εξοκείλει πάνω σε μιαν Ατσάλινη Ακτή. Η ανία τούς οδηγεί σε ποικίλλες κοινωνικά αποδεκτές επιλογές, από οριακές όπως η επαναληπτική αυτοκτονία, ως τετριμμένες όπως η κάθε λίγα χρόνια αλλαγή φύλου (και σ' αυτό ακολουθούν τους κατοίκους του Τρίτωνα, της πρωτεύουσας του ομώνυμου δορυφόρου του Ποσειδώνα[18]). Η ζωή τους συνιστά μιαν αντίφαση: είναι πολύπτυχοι άνθρωποι - κι όμως μονοδιάστατοι.

«Ο Μεγάλος Μινγκ έχει έναν άτλαντα όπου είναι συγκεντρωμένοι οι χάρτες όλων των πόλεων [...] Ο κατάλογος των μορφών είναι ατελείωτος: ως τη στιγμή που κάθε σχήμα θα έχει βρει την πόλη του, καινούργιες πόλεις θα συνεχίσουν να γεννιούνται. Όταν οι μορφές εξαντλούν τις παραλλαγές τους και διαλύονται, αρχίζει το τέλος των πόλεων. Στους τελευταίους χάρτες του άτλαντα υπάρχει μια πληθώρα από δίκτυα χωρίς αρχή ή τέλος, πόλεις στο σχήμα του Λος Άντζελες, στο σχήμα του Κυότο-Οζάκα, χωρίς σχήμα.»

Οι Πόλεις και η Μνήμη 5
Τρεις μεγάλες πόλεις έχουν πλέον μείνει στη Γη: η Ρουμ, η Παρίς κι η Γιορσλέμ[19]. Και οι τρεις είναι ιερές, αν και σε μεγάλο ποσοστό αποτελούνται από παραγκουπόλεις. Οι άνθρωποι αυτής της μακρινής μελλοντικής Γης ονειρεύονται να κάνουν προσκηνύματα και στις τρεις, διατρέχοντας τα παράλια της οικουμενικής θάλασσας. Οι περισσότεροι άνθρωποι ανήκουν σε συντεχνίες: είναι Άρχοντες, Σοφοί, Στρατιώτες ή Παρατηρητές (που επισκοπούν τους ουρανούς μήπως και Ξένοι εισβάλουν στον πλανήτη). Όμως, υπάρχουν και οι Άτεχνοι, που βρίσκονται εκτός συντεχνιών - ίσως και εκτός ανθρώπινου είδους: μεταξύ τους και οι Ιπτάμενοι, άνθρωποι-λιβελλούλες, υπέροχοι, ποιητικοί. Στην Ρουμ, πόλη αυστηρή που υποκρίνεται πως θυμάται τόσο το αυτοκρατορικό όσο και το αρχιερατικό της παρελθόν, δεν αποδέχονται την διαφορά - άσχετα αν ανέχονται εκατοντάδες εξαθλιωμένους ζητιάνους, τυφλούς, ανάπηρους, παραμορφωμένους. Αυτό θα ανατραπεί όταν αναλάβει την εξουσία ένας Άτεχνος - που αποδεικνύεται και Ξένος. Η πόλη θα προσαρμοστεί, υποκριτικά, ύπουλα, προσποιητά. Οι πόλεις δεν είναι ειλικρινέστερες από τους κατοίκους τους.

Οι Πόλεις και η Τεχνολογία 4
Το Τόκυο-Γιοκοχάμα είναι η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο σήμερα. Αύριο θα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Στα σοκκάκια της θα κυκλοφορούν αλήτες, όχι μόνο γιαπωνέζοι αλλά και αμερικάνοι, αυστραλοί, ευρωπαίοι, που για λίγες πιστωτικές θα είναι έτοιμοι να βάλουν το κεφάλι τους στην λαιμητόμο - ή μάλλον να βάλουν ένα βύσμα στο κεφάλι τους και να μπούν στον Κυβερνοχώρο για να κλέψουν κάποιο μυστικό από μιαν αντίπαλη ομάδα (κυβέρνηση, εταιρεία, πανεπιστήμιο). Αυτό το Τόκυο[20] είναι σκοτεινό, κι ο ουρανός του είναι σαν μια οθόνη τηλεόρασης που την έχεις γυρίσει σε νεκρό κανάλι. Η πόλη είναι ακατανόητη, και οι κάτοικοί της είναι καταναλωτές, όχι δημιουργοί. Το αύριο είναι κιόλας σήμερα.

Οι Πόλεις και το Αδιέξοδο 3
Για να περάσεις στην επόμενη πόλη πρέπει να διασχίσεις τον μεγάλο ωκεανό. Εάν υπάρχει μια περιοχή που εκφράζει καλύτερα το Αμερικανικό Όνειρο, αυτή είναι η Καλιφόρνια και αυτήν την ενσαρκώνει απόλυτα το Λος Άντζελες. Η Πόλη των Αγγέλων, όμως, έχει πια εκπέσει και βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή: το μέλλον της κάθε άλλο παρά προβλεπτό είναι. Ανοίγονται μπροστά μας οι εκδοχές, βλέπουμε τις λεωφόρους των πιθανοτήτων να απλώνονται στον ήλιο. Θα αγωνιά η πόλη κάτω από την ιαπωνική πολιτισμική υπεροχή[21], σαπίζοντας μέσα στην μόνιμη βροχή, με τον πληθυσμό της διαιρεμένο ανάμεσα στους ανθρώπους και τις ρέπλικες; Θα υποφέρει από τον ηπειρωτικό αποκλεισμό του ιαπωνικού Πολεμικού Ναυτικού, ανήκοντας σε μια ηττημένη Αμερική[22]; Θα συνεχίζει να εξαρτάται από τις αμυντικές βιομηχανίες, σε ένα ψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον όπου επιζεί η ΕΣΣΔ, υποφέροντας από την άναρχη δόμηση, την διάρρηξη του κοινωνικού της ιστού, τον περιβαλλοντικό μαρασμό[23]; Ή θα βρει την δύναμη να μετασχηματιστεί σε μια ιδεατή κοινωνία, έναν οικολογικό παράδεισο, ανακαλύπτοντας τον κοινοτισμό[24]; Οι πόλεις έχουν το μέλλον που εμείς καθορίζουμε γι' αυτές.

Οι Πόλεις και η Μοναξιά 2
Η σκοτεινή αντανάκλαση του Λος Άντζελες ακούει στο όνομα Νέα Υόρκη. Τις ενώνει η ίδια ήπειρος, τις χωρίζουν όλα τα υπόλοιπα. Η Νέα Υόρκη είναι η πόλη των μοναχικών ανθρώπων, ήδη από την εποχή των μεταναστών που έρχονταν κατά κύματα για να κατακτήσουν το προσωπικό τους όνειρο. Στην πόλη αυτή οι άνθρωποι θα μένουν ολοένα και περισσότερο κάτω από την επιφάνεια, σε σπηλιές από ατσάλι, θα θαφτούν μέσα της και θα φοβούνται την έξοδο από την φυλακή τους[25]. Η ίδια η θέα του ανοιχτού ουρανού θα τους προξενεί τρόμο: η κλειστοφοβία θα ανελιχθεί σε ανάγκη. Ή, ακόμα χειρότερα, θα μένουν μέσα σε μια αχανή «λαϊκή πολυκατοικία» η οποία θα αναπτυχθεί, η ίδια, σε πόλη-μέσα-στην-πόλη[26] και θα ζουν, ίσως, και ολόκληρη τη ζωή τους εκεί μέσα: η κλειστοφοβία θα αναχθεί σε αρετή.

Οι Πόλεις και η Πραγματικότητα 1
Η Πόλη υπήρξε το πρώτο τεχνητό περιβάλλον και άλλαξε για πάντα τη σχέση του ανθρώπου με τον χώρο. Όταν τα τεχνητά περιβάλλοντα εξελίσσονται τόσο που οι άνθρωποι να φθάνουν στο σημείο να αναρωτιούνται αν οι πόλεις τους είναι πραγματικές - ή, μάλλον, αν είναι αληθινές - τότε  η ίδια η φύση των πόλεων αρχίζει να αμφισβητείται. Η εικονική πραγματικότητα μπορεί να “συνθέσει” πόλεις απόλυτα πιστευτές γι' αυτούς που ζουν μέσα σ' αυτές, ένα “Λος Άντζελες” του παρελθόντος[27], μια “Μαδρίτη” του παρόντος[28], μια “Νέα Υόρκη” του εγγύς μέλλοντος[29]. Στο απώτερο μέλλον, η σύγκλιση μικροηλεκτρονικής και βιογενετικής οδηγεί σε κατάλυση του ορίου ζωής-μηχανής, σε αμφισβήτηση του διαχωρισμού επαρχίας-μητρόπολης [30], σε αμφιβολία σχετικά με το “πέρασμα” από την μία στην άλλη, σε αντιπαράθεση σχετικά με την αληθοφάνεια των βασικών μας υποθέσεων, που θεωρούμε δεδομένες. Τα όρια της πόλης μου είναι τα όρια του κόσμου μου.
«Ο Φλας συνεχίζει να δίνει αναφορά για το ταξίδι του αλλά ο αυτοκράτορας δεν τον άκουγε πιά, τον διέκοπτε:
“Από τώρα και στο εξής εγώ θα σου περιγράφω πόλεις κι εσύ θα μου λες αν πράγματι υπάρχουν κι αν είναι όπως τις έχω φανταστεί. Πρώτα θα σε ρωτήσω για μια κλιμακωτή πόλη [...]”
“Κύριε ήσουν αφηρημένος. Γι' αυτήν ακριβώς την πόλη σου μιλούσα όταν με διέκοψες.”
“Την ξέρεις; Πού βρίσκεται; ... »

Οι Πόλεις και το Μέλλον
Φθάνουμε στο τέλος της περιπλάνησής μας: οι πόλεις (πετράδια ή σκουπίδια, φυλακές ή μήτρες, παράδεισοι ή εφιάλτες, μνημεία αλαζονίας ή υπολείμματα παρακμής, αντικειμενικοί τόποι ή υποκειμενικά παραληρήματα) θα εξελιχθούν, κάποτε, σε ιδιαίτερους κόσμους. Ανεξάρτητους. Σε κάποιο απ' όλα τα πιθανά ή απίθανα μέλλοντα, μια πόλη θα απαχθεί από εξωγήινους που στοχεύουν να πειραματιστούν με την ανθρώπινη φυλή. Η πόλη -που ζει συνεχώς στο σκοτάδι- αλλάζει απροσδόκητα -και εφιαλτικά- κάθε νύχτα, την ώρα που ολόκληρος ο πληθυσμός της πέφτει σε τεχνητή νάρκη[31]: είναι το τέρας που οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν κατασκευάσει, και το οποίο οι εξωγήινοι οδηγούν στην έσχατη εξέλιξή του. Σε κάποιο άλλο μέλλον, κατά τη διάρκεια της τρίτης Χιλιετίας οι άνθρωποι θα αναπτύξουν συσκευές αντιβαρύτητας που θα καταστήσουν τα διαστημόπλοια περιττά: οι ίδιες οι πόλεις θα μπορούν να αποκολληθούν από τον μητρικό πλανήτη, να διασχίζουν τις ερημικές εκτάσεις του διαστήματος, να διασπαρούν σαν σπόροι της Ανθρωπότητας στο Αχανές. Η τελευταία πόλη που το έπραξε αυτό ήταν, πάλι, η κατ' εξοχήν Μητρόπολις, η Νέα Υόρκη (πιό συγκεκριμένα η Νήσος Μανχάτταν[32]) η οποία, το 3111, αναλήφθηκε στους ουρανούς. Ο κύκλος κλείνει. Η ιστορία της Πόλης τελειώνει. Η ιστορία των εξερευνήσεων αρχίζει. Ξανά.
« ... Ποιό είναι τ' όνομά της;”
“Δεν έχει όνομα και δεν βρίσκεται πουθενά. Σου επαναλαμβάνω το λόγο που σ'την περιέγραφα: από τον αριθμό των πόλεων που μπορούμε να φανταστούμε πρέπει να αποκλείσουμε εκείνες που τα στοιχεία τους συναθροίζονται χωρίς να τα συνδέει κάποιο νήμα, χωρίς έναν εσωτερικό κανόνα, προοπτική, συνδιαλλαγή. Με τις πόλεις συμβαίνει ό,τι και με τα όνειρα: μπορούμε να ονειρευτούμε οτιδήποτε γεννάει η φαντασία, αλλά ακόμα και το πιο απροσδόκητο όνειρο είναι ένας οιωνός που κρύβει έναν πόθο ή το αντίθετό του, έναν φόβο. Οι πόλεις, όπως και τα όνειρα, είναι καμωμένες από πόθους και φόβους, ακόμα κι αν το νήμα της συνδιαλλαγής τους είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές τους απατηλές και το κάθε τι σ' αυτές κρύβει κάτι άλλο.[...] Αυτό που χαίρεσαι σε μια πόλη [...] είναι η απάντηση που δίνει σ' ένα σου ερώτημα.”»



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΗΓΕΣ

[1] Τα αποσπάσματα (με εξαίρεση την υποκατάσταση του Κουμπλάι Χαν από τον Αυτοκράτορα Μινγκ και του Μάρκο Πόλο από τον Φλας Γκόρντον) μεταγράφονται κατά λέξη από το βιβλίο Le Cittΰ Invisibili (1972) του Italo Calvino, σε μετάφραση Ε. Γ. Ασλανίδη & Σ. Καπογιαννοπούλου, Εκδόσεις Οδυσσέας, (C) 1982. Ο Flash Gordon δημιουργήθηκε το 1934 από τον Alex Raymond. Το 1951 την σκυτάλη πήρε ο Dan Barry.
[2] Paris au XXe Siecle, μυθιστόρημα του Jules Verne, το οποίο γράφτηκε το 1863 (την πρώτη χρονιά της συγγραφικής καριέρας του «πατέρα της επιστημονικής φαντασίας»), απορρίφθηκε από τον εκδότη του, εγκαταλείφθηκε από τον συγγραφέα και ανακαλύφθηκε, τυχαία, το 1994.
[3] L' Ile a hιlice (1895), μυθιστόρημα του Jules Verne.
[4] In the Year 2889, νουβέλα με την υπογραφή του Jules Verne, γραμμένη από τον γιό του Michel, δημοσιευμένη στην Αμερική, στα αγγλικά, το 1889. (Εκδόθηκε στα γαλλικά το 1890 με τίτλο La journee d' un journaliste americain en 2890).
[5] Metropolis (1926), κινηματογραφική ταινία του Fritz Lang σε σενάριο της Thea von Harbou.
[6] Berlin: Die Sinfonie der Grossstadt, [Βερολίνο: Η Συμφωνία της Μεγαλούπολης] (1927), ταινία του Walter Ruttman, σε σενάριο Karl Freund και Carl Mayer. Ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ (με στοιχεία υπόθεσης) που καταγράφει και περιγράφει ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του Βερολίνου.
[7] The Time Machine (1895), μυθιστόρημα του H. G. Wells.
[8] Alphaville (1965), κινηματογραφική ταινία του Jean Luc Godard.
[9] «Lemmy Caution», σειρά του συγγραφέα Peter Cheyney (1896-1951).
[10] Hyperion (1989), The Fall of Hyperion (1990), μυθιστορήματα του Dan Simmons.
[11] Dhalgren (1975), μυθιστόρημα του Samuel Delany.
[12] Foundation (1951), Foundation and Empire (1952), Second Foundation (1953), τριλογία του Isaac Asimov.
[13] Batman, κόμικ και σειρά graphic novels που εκδίδονται από την DC Comics από το 1939. Πρώτος σχεδιαστής ο Bob Kane (1939). Πρόσφατα «εικονογραφικά μυθιστορήματα» έχουν εκδόσει μεταξύ άλλων οι γραφίστες Frank Miller (The Dark Knight Returns, 1986), Brian Bolland (The Killing Joke, 1988) και Dave McKean (Arkham Asylum, 1989). Τον ήρωα (μετά από μια αφελή απόπειρα το 1966) ξαναζωντάνεψε κινηματογραφικά ο Tim Burton στο Batman (1989). Ακολούθησαν (μεταξύ άλλων): Batman Returns (1992), Batman Forever (1995) και Batman And Robin (1997).
[14] The City and the Stars (1956), μυθιστόρημα του Arthur C. Clarke [πρώτη εκδοχή: Against The Fall of Night (1948)]
[15] The Heritage of Hastur (1975) και άλλα μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων από την σειρά Darkover της Marion Zimmer Bradley.
[16] Imajica (1991), μυθιστόρημα του Clive Barker.
[17] The Steel Beach (1991), μυθιστόρημα του John Varley, που εντάσσεται στην σειρά Eight Worlds.
[18] Triton (1976), μυθιστόρημα του Samuel Delany.
[19] Nightwings (τελική μορφή: 1969), κύκλος από τρεις νουβέλες του Robert Silverberg.
[20] Neuromancer (1984), μυθιστόρημα του William Gibson.
[21] Blade Runner (1982), κινηματογραφική ταινία του Ridley Scott, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Philip K. Dick «Do Androids Dream of Electric Sheep?» (1968).
[22] The Wild Shore (1984), [23] The Gold Coast (1988), [24] Pacific Edge (1990), που συναποτελούν το τρίπτυχο «Orange County» του Kim Stanley Robinson.
[25] The Caves of Steel (1954), μυθιστόρημα του Isaac Asimov.
[26] 334 (τελική μορφή: 1972), αρθρωτό μυθιστόρημα του Thomas Disch.
[27] The thirteenth floor (1999), ταινία του Joseph Rusnak
[28] Abre los ochos (1998), ταινία του Alejandro Amenabar. (Ξαναγυρίστηκε στα αγγλικά, στις ΗΠΑ, από τον Cameron Crow με τίτλο Vanilla Sky [2001]).
[29] Matrix (1999), ταινία των Larry & Andy Watchovsky
[30] eXistenZ (1999), ταινία του David Cronenberg
[31] Dark City (1997), ταινία του Alex Proyas.
[32] Cities in Flight (1955, 1957, 1958, 1962), κύκλος τεσσάρων μυθιστορημάτων του James Blish.