Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Έμιλυ Ντίκινσον

 Emily Dickinson (1830 - 1886) 
Σήμερα θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες (αν όχι η μεγαλύτερη) ποιήτριες της Δύσης, αλλά το έργο της παρέμεινε άγνωστο όσο ζούσε και άρχισε να γίνεται σταδιακά γνωστό κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα ποιήματά της παρέμειναν αδημοσίευτα από δική της επιλογή και μόνο ένα μικρό μέρος ήταν γνωστό στον κύκλο της. Η ποίησή της έχει έντονα προσωπικό χαρακτήρα που κάνει σχεδόν αδύνατη την ένταξή της σε κάποια σχολή ή λογοτεχνικό ρεύμα της εποχής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ποιήματά της δεν έβαζε τίτλους, γι` αυτό καταχωρούνται με τους αριθμούς που τους έδωσαν αυτοί που πρώτοι ανέλαβαν την έκδοση του έργου της μετά το θάνατό της. Η έρευνα γύρω από το έργο της συνεχίζεται και η βιβλιογραφία πυκνώνει, ενώ μεγάλη δυσκολία παρουσιάζει η ερμηνεία του. Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσουμε ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία που βοηθούν να στοιχειοθετήσουμε τη δική μας ερμηνεία για το έργο της και θα κάνουμε επίσης μία αναφορά στα βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά και τα οποία μπορεί να μελετήσει ο αναγνώστης.
         Η Έμιλυ Ντίκινσον γεννήθηκε το 1830 στο Άμερστ, μια μικρή πόλη δυο χιλιάδων πεντακοσίων κατοίκων κοντά σε δάσος στην πολιτεία της Μασαχουσέτης. Ο πατέρας της ήταν επιτυχημένος δικηγόρος και ένα διάστημα είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον. Η μητέρα της ήταν μία νοικοκυρά που ζούσε στη σκιά του. Είχε έναν αδελφό μεγαλύτερο, τον Ώστιν και μία αδελφή μικρότερη, την Λαβίνια. Μεγάλωσε σε ένα αυστηρά καλβινικό περιβάλλον, όπου ο πατέρας ήθελε τα παιδιά του να διαβάζουν μόνο τη Βίβλο. Τα πρώτα βιβλία τα έφερνε στο σπίτι ένας μαθητευόμενος του πατέρα της, που τα έκρυβε σε ένα θάμνο δίπλα στην πόρτα. Μετά το πρώτο της βιβλίο η Έμιλυ αναλογίστηκε: «Να, τι είναι το βιβλίο, λοιπόν! Και υπάρχουν ακόμα ένα σωρό!» Φοίτησε σε προτεσταντικά σχολεία με εξαιρετικούς δασκάλους, όμως ήταν ώριμη από παιδί και έδειξε από νωρίς την ανεξαρτησία πνεύματος που τη χαρακτήρισε σε όλη της τη ζωή. Ήδη από τα δεκατρία της χρόνια αρνούνταν να πηγαίνει στις θρησκευτικές τελετές δημόσιας μετάνοιας, ομολογίας πίστης και τόνωσης του χριστιανικού φρονήματος, τα revival. Στα δεκαεφτά της, όταν πήγε στο πουριτανικής γραμμής παρθεναγωγείο Mout Holyoke, ένοιωσε να απειλείται η εσωτερική της ελευθερία.[1] Παρόλα αυτά η χριστιανική πνευματικότητα έπαιξε τεράστιο πόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της, όχι όμως σαν συμμόρφωση και υποταγή, αλλά σαν προσωπικός στοχασμός και προβληματισμός.
Ερωτεύθηκε άνδρες που ήταν αδύνατο να παντρευτεί ή να έχει ερωτική σχέση μαζί τους (γιατί ήταν ήδη παντρεμένοι και ζούσαν σε άλλα μέρη μακρυά, ώστε μόνο η αλληλογραφία να είναι δυνατή), με αποτέλεσμα και το πάθος να διατηρεί και να μην χρειαστεί να κάνει συμβιβασμούς για να αρέσει ή να ικανοποιήσει. Έζησε όλη της τη ζωή στο μεγάλο πατρικό σπίτι μαζί με την αδελφή της που έμεινε κι αυτή ανύπαντρη, διαβάζοντας ασταμάτητα βιβλία και γράφοντας ποιήματα:
Έχω τον τίτλο της συζύγου, δίχως όμως
να`χω την άδεια καθώς ορίζει ο Νόμος.
Σκληρή μου δόθηκε, πικρή κι άδικη μοίρα.
«Βασίλισσα του Γολγοθά»για τίτλο πήρα,

κι όλα είναι βασιλικά, εκτός το στέμμα,
κι ο αρραβώνας, δίχως λίγωμα στο βλέμμα
που ο Θεός σε κάθε θηλυκό χαρίζει,
όταν το κράτημα του άλλου χεριού γνωρίζει.

Διαμαντικό με το διαμαντικό ταιριάζει
και το χρυσάφι, το χρυσάφι αγκαλιάζει.
Η γέννηση, ο αρραβώνας και κατόπι
δυο-τρία μέτρα από του σάβανου το τόπι.

Τριλπή μια νίκη σε μια μέρα να `ναι, φτάνει.
«Ο άντρας μου», λεν οι γυναίκες με στεφάνι
μ`ένα σκοπό που κι η ψυή τους τραγουδάει.
Να `ναι ο τρόπος, τάχα, αυτός; Ποιός μου απαντάει;
[2]

          Τα ποιήματά της όσο κι αν είναι μερικές φορές σκοτεινά ή βαριά από άποψη θεματολογίας, έχουν μια παιγνιώδη διάθεση, ένα κέφι παιδικό. Η Έμιλυ Ντίκινσον κατάφερε να διασώσει το παιδί που ήταν, να μη το σκοτώσει με αντάλλαγμα την κοινωνική επιτυχία, στην οποία αντιστάθηκε με απαράμιλλο θάρρος. Άντεξε το σταυρό της γεροντοκόρης, της κοινωνικά απομονωμένης και το χειρότερο απ` όλα, της ποιήτριας που τα ποιήματά της θεωρούνται απαράδεκτα. Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η εμπειρία του θανάτου στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται είναι αυτή η αναχώρηση από τον κόσμο, η χριστιανική απάρνηση του εαυτού, το θάψιμο του ατομικιστικού-ναρκισσιστικού εγώ, χάριν της πνευματικής ανάπτυξης. Αγνόησε όλες τις υποδείξεις που της έγιναν για να γίνουν τα ποιήματά της αποδεκτά από περιοδικά και ανθολογίες της εποχής και συνέχισε να γράφει όπως την ικανοποιούσε εκείνην. Γιατί στα ελάχιστα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, της άλλαζαν τις ομοιοκαταληξίες, ολόκληρες λέξεις, της «συμμόρφωναν» δηλαδή το ποίημα που η πρωτοτυπία του προκαλούσε αμηχανία. Κλείστηκε κι αυτή στον εαυτό της και ακολούθησε το δικό της γούστο αναπτύσσοντας τις πρωτοποριακές της τεχνικές, σπάζοντας το ρυθμό όπως η ίδια αισθανόταν, ταιριάζοντας μη ολοκληρωμένες ομοιοκαταληξίες, τελειώνοντας τους στίχους με παύλες, αρχίζοντας με κεφαλαίο γράμμα όποια λέξη ήθελε να τονίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτη αυτή οδήγησε την αγγλική ποίηση στον ελεύθερο στίχο. Ακόμα έσπασε τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες όπου έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την οικονομία του ποιήματος, άφησε τον εαυτό της τελείως ελεύθερο ποιητικά, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, δεν περίμενε την επιβεβαίωση κανενός, ώστε έφτασε τελείως μόνη της στην περιοχή της νεωτερικότητας που οι άλλοι θα έφταναν πολύ αργότερα.
          Αφέθηκε μονάχα στην καθαρά πνευματική εμπειρία του ποιήματος, αυτό που η ίδια ονομάζει «έκσταση». Ανεπηρέαστη από τη γνώμη των πολλών και ελεύθερη από κάθε υστεροβουλία, μπόρεσε να δημιουργήσει μία τελείως προσωπική ποίηση, τόσο πρωτοποριακή, που αργά αργά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισε να αναγνωρίζεται και είναι μόλις το 1994 που ο μέγας και πολύς Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτήρισε ως τη «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης»[3]  Είναι χαρακτηριστικό νομίζω το παρακάτω ποίημα όπου βάζει την αφοσίωσή της στην ομορφιά σε ίση μοίρα με την έως θανάτου αφοσίωση των μαρτύρων στην αλήθεια:

              
449

Πέθανα για την ομορφιά
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν` ακουμπούν
σε πλαϊνό μου δώμα.

Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του είπα
«για την αλήθεια πέθανα»
είπε «κι είμαστε αδέρφια».

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, ωσότου
βρύα ήρθαν στα χείλη μας
κι έκρυψαν τ` όνομά μας.
[4]

          Ο άξονας θνητότητα-αθανασία διαπερνάει ολόκληρη την ποίησή της. Η άμεση και διαρκής μνεία της θνητότητας στα ποιήματά της, αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «μνήμη θανάτου», επιτυγχάνει να δώσει μια μεταφυσική-πνευματική διάσταση στα πιο καθημερινά και οικεία πράγματα. Το λεξιλόγιο της αποτελούν εικόνες της καθημερινής ζωής του χωριού, στο σπίτι, στην τριγύρω φύση και αναφορές στα διαβάσματά της. Έτσι μετατρέπει τις λέξεις αυτές σε μία συμβολική-μεταφορική γλώσσα, με την οποία δηλώνεται όχι πια η καθημερινή-κοινή εμπειρία, αλλά η έκσταση που αισθάνεται η ποιήτρια μπροστά στο φαινόμενο της ζωής.

                  
[712]
Δεν πέρασα το Θάνατο να πάρω,
και μού `κανε ο ίδιος την τιμή.
στην άμαξα καθίσαμε μονάχα
εμείς κι η μετά θάνατον ζωή.

Βραδύναμε, εκείνος δεν βιαζόταν,
κι εγώ από τα έργα και τους κόπους
κι απ` την ανάπαυλα μου είχα πλέον
παραιτηθεί, για τους καλούς του τρόπους.

Περάσαμε εκεί που τα παιδιά
στο διάλειμμα παλεύαν του σχολείου,
περάσαμε τα ατενή σπαρτά,
και πέρα από τη δύση του ηλίου-

κι ο ήλιος μας προσπέρασε. Κι η δρόσος
έφερνε παγωνιά κι ανατριχίλα-
αράχνης είχα φόρεμα, και τούλι
γύρω στους ώμους που έτρεμαν σαν φύλλα.

Σταθήκαμε μπροστά σε κάποιο σπίτι,
Που έμοιαζε μ` εξόγκωμα στη γη.
Μόλις που διακρινόταν η σκεπή του,
το γείσωμά του έμπαινε στη γη.

Πάει καιρός πολύς, μα εκείνη η μέρα
μοιάζει πολύ μακρύτερη για μένα,
που κοίταξα και είδα των αλόγων
στραμμένα τα κεφάλια στους αιώνες.
[5]

          Τα βιβλία τα οποία μελετούσε η Ντίκινσον ήταν βασικά η Βίβλος και ο Σαίξπηρ στα οποία ξαναγύριζε πάντοτε, αλλά μελέτησε συγχρόνως τους Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Από τους Αμερικανούς: Έμερσον και Θορώ, Χώθρον, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποιήση του Ουίτμαν). Από τους Άγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντγουέρθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα όμως τους Μπράουνιγκ (έγραψε τουλάχιστον δύο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Έλιοτ (δύο ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της), την Έμιλυ και τη Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» (Ιminatio Christi) του γερμανού μυστικού Thomas a Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα). Στους τοίχους του δωματίου της είχε προσωπογραφίες της Έλιοτ και της Μπράουνιγκ.[6]
          Κάθε πρωί ο πατέρας διάβαζε στην οικογένεια μία περικοπή της Βίβλου. Και ήταν αυτός που χάρισε στη δωδεκάχρονη Έμιλυ το δικό της αντίτυπο. Η Αγία Γραφή «θα είναι η πρώτη μυθολογία» (Warren 1963). Είναι το υλικό που τροφοδοτεί τα ποιήματά της με ιδέες, εικόνες, θέματα. Οικειοποιείται το ιερό κείμενο, το τροποποιεί, ανοίγει διάλογο μαζί του, κάποτε χαριτολογώντας. Συχνά υποδύεται βιβλικά πρόσωπα (Εύα, Ιουδήθ, Ρεβέκκα) ή ονομάζει τον εαυτό της «βασίλισσα του Γολγοθά». Από τη παλαιά Διαθήκη τα βιβλία που ξεχώριζε ήταν η Γένεση, η Έξοδος, οι Ψαλμοί, ο Ησαίας και από την Καινή τα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα του Ματθαίου, η Α΄ προς Κορινθίους, η Αποκάλυψη, αν και τα παραθέματα καλύπτουν όλο το εύρος της Αγίας Γραφής.[7]

                      
124
Ασφαλισμένοι στ` Αλαβάστρινά τους Δώματα-
Ανέγγιχτοι απ` το πρωινό-
Κι ανέγγιχτοι απ` το μεσημέρι-
Κοιμώνται οι πράοι εταίροι της Ανάστασης,
Ατλάζινοι Δοκοί και Στέγη Πέτρινη-

Θριαμβικά περνούν τα Χρόνια,
Πάνω τους μες στο Μισό Φεγγάρι-
Σύμπαντα λαξεύουνε τα Τόξα τους-
Και Στερεώματα - κωπηλατούν-
Διαδήματα - κατρακυλάν-
Και Δόγηδες - παραδίνονται-
Σιωπηλά σα Σημάδια,
Σ` ένα Δίσκο Χιονιού.
[8]

          Η ποίηση της έχει χαρακτηριστεί «επιθανάτια» από το Διονύση Καψάλη, ο οποίος πολύ σωστά συσχετίζει το θάνατο με την αθανασία: «Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, όλη σχεδόν επιθανάτια, πραγματεύεται, κατά τρόπο εξωφρενικά διαυγή κάποτε, την αθανασία για την οποία δικαιούνται ίσως να μιλούν ακόμα οι άνθρωποι - ή δεν δικαιούνται.[...] Η αθανασία της, σφυρηλατημένη πάνω στην πραγματικότητα του θανάτου, δεν είναι αίτημα ή θεολογικό αξίωμα. Είναι μια επώδυνη υπόθεση εργασίας για την κατανόηση του φυσικού κόσμου και όρος της συνάφειάς του με τον ανθρώπινο νου. Δύσκολα θα βρει κανείς στον δυτικό κόσμο ποίηση τόσο βαθιά αλληλέγγυα με τον πόνο της θνητότητας...» [9] Εκείνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι αυτή η εγγύτητα με την επίγνωση του θανάτου μπορεί να επιτευχθεί επειδή ο θάνατος προσεγγίζεται μέσα από την προοπτική της Ανάστασης:

              
1338

Κι όμως ο Χρόνος συνεχίζεται -
Το λέω χαρούμενη σ` όσους πονάνε τώρα -
Θα ζήσουν -
Υπάρχει Ήλιος -
Δεν το πιστεύουν τώρα -


          Το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση της Ντίκινσον είναι αυτό που πρέπει να εξεταστεί περισσότερο, γιατί εκεί κατά τη γνώμη μου βρίσκεται το κλειδί για την κατανόησή της. Αν και από νωρίς κράτησε αποστάσεις από την επίσημη θρησκεία, η άρνηση αυτή δεν την οδήγησε στην απόρριψη και την άρνηση, αλλά ακολουθώντας χωρίς συμβιβασμούς τον εσωτερικό της δρόμο με το δικαίωμα που έχει ο ποιητής να εξερευνά τον εσωτερικό του κόσμο και έχοντας ως οδηγό την έμπνευση, κατόρθωσε να να ξεπεράσει όλα τα εξωτερικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του χριστιανισμού και να φτάσει στη βίωση της πνευματικότητας, απαρνούμενη τον «κόσμο» σαν τους ασκητές και δεχόμενη τη χάρη της έμπνευσης. Δεν είναι τυχαίο νομίζω ότι το βιβλίο που τόσο βαθιά την επηρέασε σε νεαρή ηλικία, η «Μίμηση Χριστού» είναι το μόνο σύγχρονο βιβλίο που συνιστά στα πνευματικά της παιδιά η γερόντισσα Γαβριηλία μαζί με το ευαγγέλιο και τους πατέρες της Εκκλησίας. [10] Προφανώς αυτό το βιβλίο ξεπερνά τους διαχωρισμούς των δογμάτων και αγγίζει το βαθύτερο νόημα του χριστιανισμού, όπως συμπυκνώνεται στη διδασκαλία του Χριστού και όπως μόνο οι άγιοι τον πραγματώνουν.

                    
995

Που έχασα τα Πάντα, Μ` εμπόδισε
Να χάσω Πράγματα μικρότερα.
Αν δε φαινόταν κάτι μεγαλύτερο
Από την Εκτροπή ενός Κόσμου από έναν Άξονα
Ή από του Ήλιου τον Αφανισμό
Τόσο μεγάλο δε θάταν βέβαια
Που να σηκώσω εγώ το βλέμμα απ` τη δουλειά μου
Για περιέργεια.
[11]

          Ευτυχώς από πέρσι άρχισαν να εκδίδονται βιβλία με ποιήματά της και στα ελληνικά. Πρώτα κυκλοφόρησαν 27 ποιήματα στην πολύ προσεγμένη και άρτια αισθητικά μετάφραση του Διονύση Καψάλη, ο οποίος διαλέγει κάθε λέξη σαν ένα πολύτιμο λίθο που θα βάλει σε ένα μοναδικό κόσμημα. Το βιβλίο αυτό που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις «΄Αγρα» και έχει τον τίτλο «Το μέγα ύδωρ» αποτέλεσε την πρώτη εμφάνιση ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον στα ελληνικά.
Φέτος, σαν να δόθηκε μία επιτάχυνση, εκδόθηκαν «44 ποιήματα και 3 γράμματα» σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά από τις εκδόσεις «Το ροδακιό». Οι μεταφράσεις αυτές συνοδεύονται από εκτενείς σημειώσεις και κατατοπιστικό σχολιασμό, βιβλιογραφία καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Είναι εμφανές ότι ο Ερρίκος Σοφράς δούλεψε συστηματικά για να μας μυήσει στον κόσμο της ποιήτριας.
          Επίσης φέτος, κυκλοφόρησε και μία επιλογή από ερωτικά ποιήματα της Ντίκινσον με τίτλο «Αγάπη» σε μετάφραση Άννας Δασκαλοπούλου από τις εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος. Το τεύχος αυτό περιλαμβάνει 58 ποιήματα με σύντομη βιογραφία και βιβλιογραφία και απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, καθώς περιλαμβάνει αποκλειστικά ερωτικά ποιήματα ή ποιήματα που μπορούν να εκληφθούν ως ερωτικά, (μια και η ποίηση της Ντίκινσον είναι πολυεπίπεδη). Η μεταφράστρια καταφεύγει σε ποιητικούς τρόπους που δίνουν την εντύπωση του παρωχημένου (εύκολες ομοιοκαταληξίες, επιλογές λέξεων από μια δημοτική που κανένας δεν χρησιμοποιεί πια και φαίνονται σαν ξεπερασμένοι ποιητικοί τρόποι. Παρόλα αυτά, αν θέλει κανείς να εξερευνήσει την «αγεωγράφητη ήπειρο», όπως ονομάζει την ποίηση της Ντίκινσον η καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας κ. Λίζυ Τσιριμώκου [12] , τα διαβάζει κι αυτά παραβλέποντας αυτές τις ατέλειες, αφού έχει υποψιαστεί πια το μέγεθος της Ντίκινσον.
Το καλύτερο θα ήταν μια δίγλωσση έκδοση, για να μπορεί ο αναγνώστης να έχει μια επαφή με το πρωτότυπο και να βοηθιέται από τη μετάφραση. Γιατί τελικά όσο πιο πολλές μεταφράσεις διαβάσει κανείς του ίδιου ποιήματος, τόσο πιο κοντά έρχεται στο ίδιο το ποίημα και συγχρόνως καταλαβαίνει ότι ο μεταφραστής που τον έφερε τόσο κοντά σ`αυτό το ποίημα, ταυτοχρόνως τον απομακρύνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου