Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΟΥΣΚΙΝ ( 1799 - 1837)

Η ρωσική λογοτεχνία ευτύχησε να έχει έναν άξιο θεμελιωτή: τον Αλέξανδρο Πούσκιν. Όλα τα ρεύματα της λογοτεχνίας αυτής, η οποία έχει μίαν εξαιρετική θέση στην ευρωπαϊκή και κατά συνέπεια την παγκόσμια λογοτεχνία, πηγάζουν από το έργο του ποιητή αυτού, στο οποίο αποτυπώνεται το πλούσιο ταλέντο του. Εφυής, οξυδερκής, με καταπληκτικό έμφυτο γούστο, προικισμένος με ένα πολλές φορές παράτολμο θάρρος στην έκφραση των απόψεών του, ήταν σε θέση να οραματιστεί τη λογοτεχνία της οποίας έθεσε τις βάσεις, να συλλάβει τις πιο διαφορετικές πλευρές της και να τις κυοφορήσει έμπρακτα μέσα στο έργο του.
            Όπως παρατηρεί ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στον «Πρόλογο» του έργου του «Αλέξανδρος Πούσκιν. Άλλη, καλύτερη ζητώ ελευθερία...», ‘Δεν φαίνεται στην ξένη γλώσσα η μεγαλοσύνη αυτού του ποιητή.' Και εξηγεί το παράξενο φαινόμενο να έχει καθιερωθεί ο  Πούσκιν στη σειρά των μεγάλων ποιητών παγκοσμίως από τη φήμη του περισσότερο παρά από τις μεταφράσεις του. Φήμη που καλλιέργησαν οι άλλοι σπουδαίοι ρώσοι συγγραφείς, όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι της ρωσικής κλασσικής λογοτεχνίας που θεωρούν τον Πούσκιν «αρχή κάθε αρχής». Γιατί οι μεταφράσεις των ποιημάτων του Πούσκιν, όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά σε κάθε γλώσσα, μόνο «κάποιες γεύσεις» μπορούν να δώσουν. Και εξηγεί ο Αλεξανδρόπουλος το παράδοξο αυτό καταφεύγοντας σε μία παρατήρηση του ίδιου του ποιητή από ένα γράμμα του 1836, που απευθύνεται σε έναν από τους πρώτους μεταφραστές του στα γαλλικά: «Δεν υπάρχει δυσκολότερη δουλειά από τη μετάφραση ρωσικών στίχων σε γαλλικούς, και τούτο γιατί λόγω της πυκνότητας που προσιδιάζει στη γλώσσα μας είναι αδύνατη η απόδοση της συντομίας της». Αυτό λοιπόν που χάνεται στη μετάφραση των στίχων του είναι η επιγραμματικότητα, η πυκνότητα και η συντομία, μαζί με τη μουσικότητα και την λάμψη των λέξεων, ώστε να φαντάζουν σαν κοινοτοπίες οι εικόνες που φτάνουν τελικά στον αναγνώστη.
            Όμως παρόλα αυτά ο υποψιασμένος και καλλιεργημένος αναγνώστης μπορεί και μέσα από τη μετάφραση να διαισθανθεί σχεδόν το φίνο γούστο και τη λεπτότητα της ευαισθησίας, την κλασική αίσθηση της ισορροπίας των εικόνων και τον έμμεσο σχολιασμό που κάνουν του νοήματος, γιατί πάνω απ` όλα ο Πούσκιν ήταν ένας άριστος μαθητής όλων των μεγάλων ποιητών, των οποίων την τέχνη αφομοίωσε δημιουργικά και κατάφερε να την ανακεφαλαιώσει μέσα από το δικό του ταλέντο και τα δικά του ποικίλα ενδιαφέροντα, για τις ανάγκες του λαού του. Ας πάρουμε για παράδειγμα το παρακάτω ποίημα με τον τίτλο «Αγκάθι» σε μετάφραση Γιάννη Αηδονόπουλου από τις Εκδόσεις Κοροντζή:

                          
ΑΓΚΑΘΙ

              Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο
              κι είμαι πάνω της αγκάθι...
              Μην το πείτε και τ` ακούσουνε
              η καλή μου μην το μάθει...

              Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
              την αυγούλα κάποιου Απρίλη
              με χαμόγελο στα μάτια της,
              μ` ομορφιά πάνω στα χείλη.

              Θαμπωμένη από την κόκκινη
              καταματωμένη μου όψη
              με τ` αργό της το βημάτισμα,
              θα σιμώσει να με κόψει.

              Μα το κάτασπρο χεράκι της
              που αγαπώ και τρέμω τόσο
              θα χαρώ -χαρά περήφανη-
              με κακία να τ` αγκυλώσω.

              Και μια στάλα απ` το αίμα πέφτοντας
              πέταλά μου ματωμένα
              θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
              θα γενεί μαζί σας ένα...


          Το ποίημα αρχίζει με μία δήλωση δύο στίχων που συνοψίζει όλο το νόημα του ποιήματος και εμπεριέχει όλη την έμπνευση που πυροδότησε την ιστορία που ακολουθεί: «Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο /κι είμαι πάνω της αγκάθι...» Ποιος μιλάει; Το αγκάθι. Η ψυχή είναι ένα τριαντάφυλλο, αλλά ο ερωτικός πόθος είναι ένα αγκάθι που τη χρησιμοποιεί σαν δόλωμα για να προσελκύσει το «αντικείμενο του πόθου» του και, κρυμμένο μέσα στο ελκυστικό ρόδο, να καταφέρει το πλήγμα που επιθυμεί. Για να πετύχει το στόχο του δεν πρέπει να αποκαλυφθεί: «Μην το πείτε και τ` ακούσουνε /η καλή μου μην το μάθει...». Η παράκληση αυτή, φαινομενικά τόσο αθώα, στην πραγματικότητα κάνει τον αναγνώστη συνένοχο του μυστικού και της παγίδας που στήνει το πονηρό αγκάθι στην «καλή» του.
          Αφού λοιπόν έχει στηθεί το (θεωρητικό) πλαίσιο του ποιήματος, αρχίζει η εξιστόρηση της ιστορίας που θα κάνει κατανοητό το πλαίσιο αυτό: 
            
              
Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
              την αυγούλα κάποιου Απρίλη
              με χαμόγελο στα μάτια της,
              μ` ομορφιά πάνω στα χείλη.


Εμφανίζεται η «εκλεκτή» του πόθου σαν ζωγραφιά. Δεν πρόκειται για μια πραγματική εικόνα, μια αναπόληση, αλλά για μια φαντασίωση, μια ιστορία που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο αόριστο μέλλον, «την αυγούλα κάποιου Απρίλη», όταν δηλαδή θα έρθει το πλήρωμα του ερωτικού χρόνου. Τα χαρακτηριστικά της μορφής αυτής είναι δύο: το χαμόγελο στα μάτια της, που δείχνει ότι έχει γοητευθεί από το τριαντάφυλλο που με τη θέα του την τραβάει προς το μέρος του, και η ομορφιά πάνω στα χείλη της, που δηλώνει την ερωτική επιθυμία του ποιητή.
   
              
Θαμπωμένη από την κόκκινη
              καταματωμένη μου όψη
              με τ` αργό της το βημάτισμα,
              θα σιμώσει να με κόψει.


           Στη στροφή αυτή κυριαρχεί η έλξη που ασκεί η ψυχή του ποιητή στην «καλή του», η οποία όλο και πλησιάζει για να κόψει το τριαντάφυλλο, νομίζοντας ότι θα το οικειοποιηθεί, με το αργό της βημάτισμα να επιμηκύνει το χρόνο της αναμονής, ενώ κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα χωρίς να υπάρχει η λέξη. Θα μπορούσε αν κινηματογραφούσε κανείς το ποίημα να αποδώσει τη σκηνή αυτή με αργή κίνηση.
             
              
Μα το κάτασπρο χεράκι της
              που αγαπώ και τρέμω τόσο
              θα χαρώ -χαρά περήφανη-
              με κακία να τ` αγκυλώσω.


            Στη στροφή αυτή έχει πλησιάσει πια τόσο πολύ, ώστε μέσα στο πλάνο φαίνεται μόνο το κάτασπρο χεράκι της (με φόντο το καταματωμένο κόκκινο του τριαντάφυλλου που πάει να κόψει), ενώ εμείς ακούμε τρομερά καθαρά τη φωνή του αγκαθιού που εκείνη αγνοεί, σχεδόν δίπλα στο αυτί μας να μας εξομολογείται με πυρετώδη ειλικρίνεια την κορύφωση του πάθους του, την επιθετικότητα της κατάκτησης που ονομάζει «κακία».

              
Και μια στάλα απ` το αίμα πέφτοντας
              πέταλά μου ματωμένα
              θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
              θα γενεί μαζί σας ένα...


             Σε αυτό το φαινομενικά απλό ρομαντικό ποίημα, θα μπορούσε κανείς να εφαρμόσει τόσο μια φροϋδική, όσο και μια χριστιανική ανάλυση. Στη φροϋδική ανάλυση το αγκάθι είναι ένα τόσο φανερά φαλλικό σύμβολο, που κυριαρχεί στην εφηβική φαντασίωση, καθώς ο ακόμα άπειρος νέος συνειδητοποιεί τη φυσιολογία και τη λειτουργία του πόθου και ονειρεύεται την πραγματοποίησή του. Στη χριστιανική ανάλυση η ψυχή είναι ματωμένη γιατί ζει το Γολγοθά της που την εξαγνίζει και της δίνει την ευγενική ομορφιά της, την οποία όμως το πονηρό αγκάθι του πάθους χρησιμοποιεί σαν δόλωμα, για να παγιδέψει την άλλη ψυχή, που ούτε κι αυτή είναι τόσο αθώα αφού έχει κι αυτή το δικό της πόθο να κόψει το τριαντάφυλλο, για να ενωθούν τελικά τα δύο καταματωμένα κόκκινα σε ένα, ο πόθος να συναντήσει τον πόνο σε μία ουσιαστική επικοινωνία αγάπης.
            Ο Πούσκιν γεννήθηκε στη Μόσχα το 1799. Ήταν ένα ίσως παράξενο στην όψη για τα ρωσικά δεδομένα  παιδί, πάντως οπωσδήποτε ασυνήθιστο, μελαχροινό με κατσαρά μαλλιά, μια και ο παππούς του ήταν νέγρος, στρατιωτικός στην υπηρεσία του τσάρου. Όπως και νάχει οι γονείς του δεν το αγάπησαν, άγνωστο γιατί, κι αυτό παρέμεινε σιωπηλό, κλεισμένο μέσα στον εαυτό του, μέχρι τα επτά του χρόνια που άρχισε ξαφνικά να εκφράζεται. Η γυναίκα που τον μεγάλωσε και του έδωσε την αγάπη της ήταν η Αρίνα Ροντιόνοβα, η νταντά του, μια γυναίκα του λαού, η πηγή των παραμυθιών και της λαϊκής ρωσικής λογοτεχνίας για τον Πούσκιν:
 
                              
Στην  τροφό μου

               Συντρόφισσα, των μαύρων ημερών μου,
               καλή μου, ερειπωμένη μου γριούλα
               σ` ένα σπίτι χαμένο μες τα δάση
               από καιρό με περιμένεις μοναχούλα.

               Πικρή συλλογισμένη στη βεράντα
               κάθεσαι κει φρουρός άγρυπνος πάντα.

               Το έρημο προαύλιο κοιτάζεις
               το μακρυνό που σκοτεινιάζει δρόμο
               η έγνοια μου, η λαχτάρα σε βαραίνει
               κι ο νους σου φτερουγά στον ταχυδρόμο.


                                                 απόδοση: Ρίτα Μπούμη -Παπά

             Μετά ήρθαν οι πρώτοι δάσκαλοι και ο Πούσκιν άρχισε να μαθαίνει Γαλλικά και Ιταλικά. Στην ηλικία των εννέα χρόνων το διάβασμα έγινε η αγαπημένη του συνήθεια. Όταν το 1811 ιδρύθηκε το Λύκειο στο Τσάρκογιε Σέλο με σκοπό να εκπαιδεύσει γόνους αριστοκρατικών οικογενειών για να καταλάβουν σημαντικές θέσεις στη κυβέρνηση και τη διοίκηση, έγραψαν τον Πούσκιν στη πρώτη τάξη. Αρχικά διάβασε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Πλούταρχο και Όμηρο, και αργότερα τους Γάλλους συγγραφείς του 18ου αι. Βολταίρο, Ζαν Ζακ Ρουσσώ και άλλους διαφωτιστές. Λένε ότι απέδιδε περίφημα τον Μολιέρο, που τον ήξερε σχεδόν απέξω. Τα πρώτα του ποιηματα, γνωστά με τον τίτλο «Στίχοι από το Λύκειο», τα έγραψε σε ηλικία δώδεκα χρονών, όταν οι δάσκαλοι έβαλαν στους μαθητές κάποιο σχετικό θέμα. 
              Όταν αποφοίτησε, το 1817, διορίστηκε μαθητευόμενος γραμματέας στο Υπουργείο των Εξωτερικών, όπου ανώτερος προϊστάμενός του ήταν ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας. Αυτός και τον έσωσε ουσιαστικά όταν ο τσάρος Αλέξανδρος αποφάσισε να τον εξορίσει στέλνοντάς τον στη Σιβηρία, για τις επαναστατικές του ιδέες. Με τη διπλωματική του ικανότητα ο Καποδίστριας έπεισε τον τσάρο να τον στείλουν στον νότο, στην Οδησσό, όπου τοποτηρητής ήταν ένας στρατηγός φίλος του Καποδίστρια από τα χρόνια του πολέμου. Αυτός και προστάτευσε τον Πούσκιν που, όντας πολύ ζωηρός και ορμητικός, έμπλεκε συχνά σε καυγάδες και ερωτικές ιστορίες. Στην περιοχή αυτή, που είχε δραστήρια ελληνική παροικία και συνόρευε με τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο Πούσκιν έζησε από κοντά και την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, κατά τη διάρκεια της οποίας έγραψε τα φιλελληνικά του ποιήματα. Ο ενθουσιασμός που δείχνει στα ποιήματα αυτά για την ελληνική επανάσταση είναι μεγάλος, καθώς συνδυάζει τις επαναστατικές φιλελεύθερες ιδέες με τη γνώση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Στο παρακάτω ποίημα ο ποιητής συγκρίνει το κατόρθωμα του Έλληνα που έπεσε  (πιθανότατα στη μάχη του Σκουλενίου όπου σκοτώθηκαν όσοι έλαβαν μέρος, όλοι μέλη της Φιλικής Εταιρείας) με το κατόρθωμα του Αριστογείτονα που σκότωσε τον τύραννο των αρχαίων Αθηνών:

              
Πιστή Γραικιά μην τον θρηνείς!
               Έχει σαν ήρωας πέσει
               βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια
               μες`  τη μέση... μην τον θρηνείς...
               Τάχατε συ δεν τούδειξες το δρόμο
               σαν κίνησε μ`όπλο βαρύ στον ώμο
               και τούπες με μελωδική φωνή:
               «Μπροστά σου, νάτος, ανοίγει ο δρόμος
               της τιμής, από θυσίες γεμάτος»;
               Σ` αποχαιρέτησε σεμνά
               κι αμίλητα ο καλός σου, ξέροντας
               πως παντοτινός θαν` ο αποχωρισμός σου.
               ...........
               Αλαφροχάιδεψε μ` ευχή
              το τρυφερό βλαστάρι των σπλάχνων του,
              που κράταγες στον κόρφο με καμάρι.
              Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο
              η παντιέρα της λευτεριάς η ολόμαυρη
              κι έφτασε η τίμια μέρα,
              καθώς ο Αριστογείτονας
              μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
              στην ατσαλένια σπάθα του
              που κρέμασε στη μέση.
               Έτσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη.
               Ένας γενναίος
               Γι` αυτό που δεν ορίζεται
               Και δεν μετριέται χρέος!

             
                                                απόδοση:  Κώστας Βάρναλης

          Όπως και άλλοι φιλέλληνες όμως απογοητεύθηκε από το διχασμό, τον ανταγωνισμό και τις εμφύλιες διαμάχες των ελλήνων, που οδήγησαν την επανάσταση σε αποτυχία.
           Η σύντομη ζωή του Πούσκιν υπήρξε περιπετειώδης και πολυτάραχη. Στη διάρκεια των χρόνων της εξορίας στην Οδησσό (1820 -1824) επισκέφτηκε τον Καύκασο, που του ενέπνευσε το επικό έργο «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου», τις νότιες ακτές της Κριμαίας, όπου κατά τη διάρκεια ενός νυχτερινού ταξιδιού με πλοίο εμπνεύστηκε την ελεγεία «Έσβησε το φως της μέρας», και τη Βεσσαραβία. Ζούσε μια έντονη ζωή γεμάτη περιπέτειες, γλέντια, έρωτες, μονομαχίες. Έπειτα από μια θυελλώδη λογομαχία που αφορμή της ήταν τα χαρτιά, έφυγε μαζί με τους τσιγγάνους που συνάντησε στο δρόμο και αλήτεψε μαζί τους για αρκετό καιρό. Από κει εμπνεύστηκε το έργο «Οι τσιγγάνοι» με ήρωα τον Αλέκο, το πρόπλασμα του χαρακτήρα του Ευγένιου Ονέγκιν.
            Ο Πούσκιν όλη αυτή την περίοδο βρισκόταν υπό την επίδραση του Λόρδου Βύρωνα και του Σεγιέ, αλλά ταυτόχρονα και μαγεμένος με τον Οβίδιο, κάτω από την επίδραση του οποίου παρομοίαζε την τύχη του με την τύχη αρχαίου Έλληνα εξόριστου που τον στείλανε κι αυτόν στις όχθες του Δούναβη. Και ενώ οι φίλοι του τον θεωρούσαν κύριο εκπρόσωπο του ρωσικού ρομαντισμού, διαμορφωνόταν σταδιακά ο προσωπικός ποιητικός του τρόπος, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η άμεση σύνδεση με τη ζωή που τον περιβάλλει. Αλλά ακόμη δεν είχε γεννηθεί ο λογοτεχνικός όρος «ρεαλισμός».
            Μετά την επιστροφή του από την εξορία βρισκόταν υπό αστυνομική επιτήρηση. Αυτό τρομοκράτησε τον πατέρα του και μετά από έναν πολύ έντονο καυγά, όλη η οικογένεια σηκώθηκε κι έφυγε για την Πετρούπολη. Ο Πούσκιν έμεινε μόνος του στο πατρικό κτήμα, στο Μιχαήλοβο, με την παραμάνα του Αρίνα Ροντιόνοβα, από την οποία άντλησε πια συνειδητά όσο μπορούσε περισσότερο τη γνώση του λαϊκού πολιτισμού, ακούγοντας απο το στόμα της ξανά τα παραμύθια και τις λαϊκές αφηγήσεις. Συγχρόνως ανακάλυψε τον Σαίξπηρ: «Δεν μπορώ να συνέλθω από την κατάπληξη που μου προξένησε» γράφει σ` ένα φίλο του την εποχή αυτή. Τη χρονιά αυτή ((1825) έγραψε την «Κωμωδία για τον τσάρο Μπόρις», τον «Μπόρις Γκουντουνώφ», έξι κεφάλαια από τον «Ευγένιο Ονέγκιν» και τον «Κόμητα Νούλιν», έργα στα οποία φαίνεται και η επίδραση του Σαίξπηρ. Ακόμη, υπό την επήρεια της εντύπωσης που του προξένησε ο Τάκιτος, έγραψε το ποιητικό μέρος των «Αιγυπτιακών Νυχτών».    
           Ενώ βρισκόταν εκεί, στο Μιχαήλοβο, εκδηλώθηκε το κίνημα των Δεκεμβριστών, (όπως ονομάστηκε από την ημερομηνία εκδήλωσής  του, στις 14 Δεκεμβρίου 1825), το οποίο ετοίμαζαν φιλελεύθεροι αξιωματικοί και διανοούμενοι από το 1815, με σκοπό την ανατροπή του τσάρου και την κατάργηση της δουλοπαροικίας. Η εξέγερση απέτυχε, οι πρωτεργάτες συνελήφθησαν, όλοι γνωστοί και φίλοι του Πούσκιν, και εκτελέστηκαν. Στα χειρόγραφα του ποιητή βρίσκονται αλλεπάλληλες ζωγραφιές με τις πέντε κρεμάλες και τις μορφές των φίλων του. Ο κίνδυνος πέρασε ξυστά από τον ίδιο, και αν ήθελε ο καινούριος τσάρος να τον ενοχοποιήσει, θα μπορούσε, και μόνο από τα ποιήματά του όπως η «Ωδή στην ελευθερία» ή το «Στιλέτο». Όμως ο νέος τσάρος Νικόλαος προτίμησε (πράξη πολιτικής διορατικότητας) να προσεταιριστεί τον Πούσκιν και γι` αυτό τον έφερε με    διακριτική αστυνομική συνοδεία στη Μόσχα, όπου και τον συνάντησε στο Κρεμλίνο το Σεπτέμβριο του 1826. «Μόλις συζήτησα με τον εφυέστερο άνθρωπο της Ρωσίας», είπε μετά τη συνάντηση ο τσάρος.  Υποσχέθηκε λοιπόν ότι στο εξής θα διαβάζει ο ίδιος και θα λογοκρίνει τα έργα του ποιητή, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να μη δημοσιεύει τίποτε, αν δε το έχει δει προηγουμένως ο αυτοκράτορας.
             Εκείνη τη δύσκολη χρονιά, λίγο πριν τον καλέσει ο τσάρος, ο Πούσκιν έγραψε το ποίημα «Ο προφήτης», όπου τη ρομαντική έννοια του προφήτη τη διευρύνει μέχρι κυριολεξίας, δίνοντας στον ποιητή τη ψυχοσύνθεση και το ρόλο προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, όπως περιγράφεται από τον Ησαϊα:

              
Τη δίψα μου για να χορτάσω τη πνευματική
                στη μαύρη έρημο πλανιόμουν. Εκεί, 
                στο σταυροδρόμι φτάνοντας μπροστά,
                εξάφτερο ένα σεραφείμ βλέπω να σταματά.
                Λες όνειρο ήταν -απαλά
                μου μάλαξαν τα βλέφαρα τα δάχτυλά του,
                σαν τρομαγμένου αϊτού αναπετάρισαν τα μάτια μου
                καθώς από τα μάτια τα δικά του
                μια όραση επήρανε προφητική.
                Μετά τ` αυτιά μου αγγίζει. Η ακοή
                γιομίζει αμέσως φωνές και ήχους
                σαν να σημαίνανε καμπάνες. Το ρίγος
                ένιωσα με μιας του ουρανού.
                Σε βουνά πάνω αγγέλους βλέπω να πετάνε,
                ενώ στα βάθη μέσα του ωκεανού
                της θάλασσας τα τέρατα έρχονται και πάνε.
                Και πέρα οι κάμποι με τ` αμπέλια μαραμένοι.
                Τα χείλη μου έπειτα αγγίζει κι από μέσα
                τη γλώσσα μου, την κολασμένη
                από τα κούφια κι επηρμένα λόγια μου,
                τραβάει και ξεριζώνει.
                Νιώθω το στόμα μου να παγώνει, μα εκεί
                η δεξιά του, στο αίμα όλη,
                φυτεύει του φιδιού το πάνσοφο κεντρί.
                Το θώρακά μου με τη ρομφαία του χτυπάει
                και τον ανοίγει, την καρδιά
                που ακόμα σπαρταράει
                τραβάει έξω και τ` αναμμένο κάρβουνο
                το μπήγει μες το στήθος μου το ανοιγμένο.
                Στην άμμο της ερήμου, κορμί δίχως πνοή,
                ακούω από πάνω το Θεό να λέει:
               «Σήκω προφήτη, άκουγε και βλέπε,
               το θέλημά μου πράττε καθώς θα σ` οδηγεί
               κι όπου διαβαίνεις, θάλασσα και γη,
               κάμε του ανθρώπου την καρδιά ο λόγος να την καίει».  

                                 
                                                 απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

           Το ποίημα αυτό άρεσε πολύ στον Ντοστογιέφσκι, ο οποίος το απήγγειλε συχνά, τονίζοντας ιδιαίτερα τον τελευταίο στίχο. Γενικά ο Πούσκιν, αν και επηρέασε όλους τους μεταγενέστερους ρώσους λογοτέχνες, στον Ντοστογιέφσκι είχε βαθύτατη επίδραση, καθώς ο συγγραφέας εμπνεύστηκε ολόκληρα μυθιστορήματα από συγκεκριμένα ποιήματά του, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά από τον Ντοστογιέφσκι δέχτηκε και την καλύτερη αποτίμηση του έργου του.
           Στην υπόλοιπη ζωή του, που διήρκησε περίπου άλλα δέκα χρόνια,  ο Πούσκιν προσπάθησε να επιβιώσει από αυτό το φοβερό χτύπημα που δέχτηκε, ασφυκτιώντας από την επιτήρηση της τσαρικής αστυνομίας και την απόρριψη του «κόσμου» της ρωσικής κοινωνίας που τον μετέτρεψε αργά αλλά σταθερά σε αποδιοπομπαίο τράγο, αφού αδυνατούσε να αφομοιώσει την πληθωρική, πολυσχιδή και ασυμβίβαστη προσωπικότητά του, την οποία βέβαια, μετά το θάνατό του λάτρεψε.  
           Στην αρχή, ύστερα από μια παρουσίασή του μπροστά στον τσάρο, ο οποίος τον άφησε ελεύθερο από κάθε κρατική επιτήρηση, η ανώτερη κοινωνία του άνοιξε τα σαλόνια της και άρχισε η «θερμή φιλολογική εποχή της Μόσχας». Φιλολογικές συναντήσεις, συζητήσεις, αναγνώσεις έργων και αποσπασμάτων, φωνές, γέλια, δάκρυα, συγχαρητήρια... Σε λίγες μέρες όμως εκδηλώθηκε ο φόβος και η δυσπιστία του καθεστώτος, με αποτέλεσμα ο αρχηγός της αστυνομίας Μπέγεντορφ να του στείλει ένα γράμμα, στο οποίο του ζητούσε να ελέγχει όλους τους στίχους του προτού να τους δημοσιεύσει. Και από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τα σχόλια και τις επικρίσεις που ακούγονταν γύρω του για κάποιους εγκωμιαστικούς στίχους που είχε αφιερώσει στον τσάρο, (όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε και το δραστήριο ρόλο της Ρωσίας τότε στο ελληνικό ζήτημα με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου). Τον μέμφονταν για αυλοκολακία οι ίδιοι εκείνοι κόλακες του θρόνου, διανοούμενοι κυρίως, που ήταν δεμένοι με το παλάτι και την επίσημη γραμμή.
              Ο Πούσκιν μέσα σε όλα αυτά ασφυκτιούσε. Από τη μια έπεφτε στο θόρυβο της πόλης, στις διασκεδάσεις και το χαρτοπαίγνιο, από την άλλη έφευγε μακρυά σε κάποιο χωριό και καταριόταν τα κοσμικά σαλόνια. Με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου ζήτησε τον Ιανουάριο του 1830 να του δοθεί η άδεια να πάει να πολεμήσει. Η απάντηση ήταν αρνητική. Το Πάσχα του ίδιου χρόνου ζήτησε σε γάμο τη Ναταλία Γκονττσάρωφ, που ήταν τότε δεκαεπτά ετών. Την παντρεύτηκε το Φεβρουάριο του1831 στη Μόσχα. Την άνοιξη εγκαταστάθηκαν στην Πετρούπολη. Το Νοέμβριο τον προσέλαβαν στην υπηρεσία του τσάρου, μία θέση ουσιαστικά αυλικού. Επίσης του έδωσαν την άδεια να μπαίνει στα αυτοκρατορικά αρχεία και να μελετά το ιστορικό υλικό. Τον επόμενο χρόνο έγινε μέλος της Αυτοκροτορικής Ρωσικής Ακαδημίας. Εντωμεταξύ συνέχισε να γράφει, να συγκεντρώνει υλικό και να σχεδιάζει νέα έργα.
               Όμως η ζωή της αυλής με τις αναγκαστικές παρουσίες στο ανάκτορο δεν ήταν κάτι που ταίριαζε στο χαρακτήρα του Πούσκιν. Από την άλλη δεν είχε την οικονομική άνεση που χαρακτήριζε τους νεαρούς αριστοκράτες που τον περιστοίχιζαν στις παρόμοιες θέσεις. Το κτήμα που του έδωσε ο πατέρας του δεν απέφερε εισόδημα λόγω της κακοδιαχείρισης και η γυναίκα του δεν είχε λάβει προίκα. Τα χρέη άρχισαν να μαζεύονται απειλητικά, καθώς η νεαρή Ναταλία, παρόλο που έκανε συνεχώς παιδιά, συμμετείχε μαζί με τις αδερφές της στους χορούς και τη λαμπερή ζωή του παλατιού. Έτσι ο ποιητής άρχισε να παρουσιάζει μια θλιβερή εντύπωση ανάμεσα στο πλήθος των αυλικών, να καταπίνει κάθε τόσο την περιφρόνηση  και την ταπείνωση, καθώς περπατούσε γεμάτος πλήξη στα σαλόνια του παλατιού, ρίχνοντας κρυφές ματιές πίσω από τις κολώνες στους δανδήδες που τριγυρνούσαν τη γυναίκα του, ενώ εκείνη χόρευε στολισμένη, εύθυμη κι αμέριμνη. Και κοντά στη ζήλια ήταν και η συναίσθηση ότι όλοι αυτοί διασκέδαζαν ευτυχισμένοι, ευχαριστημένοι, εξασφαλισμένοι οικονομικά, χωρίς να προβληματίζονται και να σκέφτονται για το αύριο, σε αντίθεση με αυτόν που ήταν αναγκασμένος την άλλη μέρα να καταπιαστεί με τα οικονομικά οικογενειακά του προβλήματα, τα οποία τον δαιμόνιζαν, όπως φαίνεται και από ένα γράμμα που απευθύνεται στη Ναταλία: «...Έπρεπε να σε πάρω γυναίκα μου, γιατί αν δε το έκανα θα ήμουν δυστυχισμένος σ` όλη μου τη ζωή. Δεν έπρεπε όμως ν` αναλάβω την υπηρεσία στην αυλή και το χειρότερο να μπερδευτώ σε χρέη».  
            Επιπλέον είχε και τη λογοκρισία που εξακολουθούσε να τον παρακολουθεί και να διαβάζει τα γράμματά του, ακόμη και αυτά που απευθύνονταν στη γυναίκα του. Κάποτε, το 1833, στο σαλόνι του φίλου του Καραμζίν (που έγραψε την περίφημη ιστορία της Ρωσίας) τον πλησίασε ο υπουργός Παιδείας Ουβάρωβ και, δείχνοντάς του ένα σημείωμα, του είπε ότι είναι ταπεινό να κάνει επιγράμματα και να σατιρίζει σεβαστά πρόσωπα.
         -Και με ποιο δικαίωμα, του απάντησε ο ποιητής, μου κάνετε παρατήρηση, όταν δεν είστε βέβαιος αν οι στίχοι αυτοί είναι δικοί μου ή όχι; Πολλοί μπορούν να λένε. Εγώ, όμως σας λέγω το εξής: Θα γράψω ένα επίγραμμα για σας και θα το δημοσιεύσω με την υπογραφή μου.
          Μετά από ένα χρονικό διάστημα ο Ουβάρωβ αρρώστησε βαριά και ο κληρονόμος του βιάστηκε από την ανυπομονησία του να σφραγίσει όλη την περιουσία του, με αποτέλεσμα να ρεζιλευτεί σε όλη την πρωτεύουσα, όταν ύστερα από λίγες μέρες ο Ουβάρωβ έγινε καλά. Ο ποιητής λοιπόν έγραψε πάνω σ`αυτήν την ιστορία ένα ποίημα με τίτλο: «Στην ανάρρωση του Λούκουλλου». Κανένα περιοδικό στην Πετρούπολη δε δέχτηκε να τη δημοσιεύσει. Τότε κι αυτός την έστειλε στη Μόσχα, όπου τη δημοσίευσε το περιοδικό «Παρατηρητής της Μόσχας». Αμέσως τον κάλεσε ο Μπέγεντορφ και του είπε ότι αν και τους στίχους τους βάφτισε «Λούκουλλο», και αναφέρονται στη ρωμαϊκή ιστορία, παρόλα αυτά η ρωσική κοινωνία είναι τόσο εξελιγμένη «στήν εποχή μας», ώστε αμέσως κατάλαβε ποιος κρύβεται κάτω από τους στίχους αυτούς.
           -Επιτρέψτε μου να σας πω, εξακολούθησε ο διοικητής της αστυνομίας, ότι μία τέτοια συμπεριφορά είναι κατώτερη του ταλέντου σας, όταν τολμάτε μάλιστα να θίγετε πρόσωπα σημαίνοντα.
            -Εδώ τον διέκοψα, αφηγείται ο ίδιος  ο Πούσκιν: «Και δε μου λέτε, σας παρακαλώ, ποιο είναι αυτό το σημαντικό και οικτρό πρόσωπο που αναγνωρίσατε στη σάτιρά μου;
             -Όχι εγώ, αλλά ο ίδιος ο Ουβάρωβ αναγνώρισε τον εαυτό του και με παρακάλεσε να τα κάνω όλα αυτά γνωστά στον αυτοκράτορα και ακόμη το ότι του είπατε στου Καραμζίν ότι θα του γράψετε επίγραμμα και με την υπογραφή σας μάλιστα.
              -Αυτό δεν το αρνούμαι, αλλά αυτοί οι στίχοι δεν αφορούσαν τον Ουβάρωβ.
              -Τότε λοιπόν;
              -Εσάς.
              Ο Μπέγεντορφ τον κοίταξε κατάπληκτος, γουρλώνοντας τα μάτια κι έπειτα φώναξε:
              -Εμένα; Τα γράψατε για μένα;
              -Για σας, για σας, για σας. 
               Τότε σηκώθηκε αμέσως από την πολυθρόνα του, τον πλησίασε και χτυπώντας κάτω από τη μύτη του το περιοδικό με τους στίχους είπε:
              -Πάντως ακούστε κύριε ποιητή: Τι πάει να πει αυτό; (Διαβάζει): «Τώρα πια δεν θα νταντεύω παιδιά στις μεγάλες κυρίες (...) ε; Αυτό δεν είναι τίποτα (και εξακολουθεί να διαβάζει): «Τώρα για την τιμή μου -δεν με μέλλει, δεν θ` απατώ πια τη γυναίκα μου» ε; Κι αυτό δεν πειράζει, κουταμάρες... Ετούτο όμως, είναι τρομερό, δεν επιτρέπεται. (Διαβάζει): «Και θα πάψω από δω κι εμπρός να κλέβω τα ξύλα του δημοσίου». Και τον ρωτά: Τι έχετε να πείτε λοιπόν γι` αυτά;
              -Θα πω απλούστατα ότι δεν αναγνωρίζετε τον εαυτό σας!
              -Και μήπως έκλεψα ποτέ τα ξύλα του δημοσίου;
              -Ώστε θα τά `κλεψε ο Ουβάρωβ, αφού πήρε πάνω του έναν τέτοιο υπαινιγμό!
               Τότε ο Μπέγεντορφ κατάλαβε επιτέλους, χαμογέλασε θυμωμένα και μουρμούρισε:
               -Χμ! Ναι εγώ φταίω!
               -Έτσι ακριβώς εκθέστε την υπόθεση στον αυτοκράτορα, σας παρακαλώ. Και τώρα λαμβάνω την τιμή να χαιρετήσω την εξοχότητά σας.
                Σ` αυτά άρχισαν να προστίθενται και καθαρά φιλολογικές δυσαρέσκειες. Ο ποιητής άρχισε να παρατηρεί κάποια ψυχρότητα μεταξύ των φιλολογικών κύκλων. Πού και πού σε κριτικές περιοδικών έκαναν νύξη ότι ο ποιητής ξεθύμανε, ξεζουμίστηκε και καθώς τα νεύρα του ήταν χαλαρωμένα, όλα τάπαιρνε κατάκαρδα και γινόταν έξω φρενών.
                 «Πιστέψτε με», έγραφε σ` ένα του γράμμα την εποχή αυτή, «η ζωή όσο ευχάριστη συνήθεια κι αν είναι, πάντα κρύβει μέσα της μια πίκρα που την κάνει αποκρουστική. Η κοινωνία μας είναι ένας σιχαμερός βούρκος».
                  Όπως είναι φανερό βρισκόταν σε αδιέξοδο και ο κύκλος γύρω του στένευε όλο και περισσότερο. Οι εχθροί του, και μαζί μ` αυτούς ο Ουβάρωβ και ο  Μπέγεντορφ, ζητούσαν αφορμή για να τον ταπεινώσουν. Και την αφορμή τους την έδωσε ο ωραίος βαρώνος Ζωρζ Δαντές, ένας Γάλλος που λάτρευε όλος ο καλός κόσμος και που φλερτάριζε τη γυναίκα του. Άρχισαν οι διαδόσεις με στόχο την τιμή του και ταυτόχρονα ο Πούσκιν άρχισε να παίρνει ανώνυμες επιστολές με πρόστυχο περιεχόμενο, γεμάτες προσβολές και ειρωνείες. Η υπόθεση κατέληξε σε μονομαχία στις 27 Ιανουαρίου 1837 στις 5 η ώρα το πρωί στο «Μαύρο ποτάμι».
                  Ο   Μπέγεντορφ πληροφορήθηκε τι επρόκειτο να γίνει κι έπρεπε σύμφωνα με το νόμο να στείλει τους στρατιώτες του για να την προλάβει. Όμως, αντί να τους στείλει στο «Μαύρο ποτάμι», τους έστειλε σκόπιμα στο Αικατερινόφ, κάνοντας δήθεν λάθος. Στη μονομαχία ο ποιητής πληγώθηκε θανάσιμα στη μέση. Η σφαίρα περνώντας το κόκαλο σφηνώθηκε βαθιά στην κοιλιά του. Δυο μέρες πάλεψε μέσα σε φοβερούς πόνους και πέθανε στις 29 Ιανουαρίου. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλη την πόλη. Το πλήθος από νωρίς πολιορκούσε το σπίτι του. Όλες οι τάξεις, ακόμα και οι τελείως απλοϊκοί κι αγράμματοι, το θεώρησαν υποχρέωσή τους να παρελάσουν μπροστά στο λείψανό του.  Οι στίχοι που έγραψε ο νεαρός τότε ποιητής Λέρμοντοβ για το θάνατο του Αλεξάντρ Πούσκιν ήταν στα στόματα όλων. Τη σωρό του ποιητή την τοποθέτησαν στον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος ένα χρόνο πριν, δίπλα στο φέρετρο της μητέρας του. Ήταν δεν ήταν τότε 37 ετών.
               Στις 5 Ιουνίου 1880, η Μόσχα γιόρτασε τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Πούσκιν, με εκδηλώσεις που απετέλεσαν την πρώτη δημόσια αναγνώρισή του. Στα πλαίσια των εκδηλώσεων αυτών ο Ντοστογιέφσκι εκφώνησε ένα λόγο στην πανηγυρική συνεδρίαση της Εταιρείας Φίλων της Ρωσικής Λογοτεχνίας ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου που έμεινε στην ιστορία.  Στο λόγο αυτόν επισημαίνει τέσσερα βασικά σημεία που εξηγούν γιατί ο Πούσκιν θεωρείται επάξια ο κυριώτερος εθνικός ποιητής της Ρωσίας.
           Το πρώτο είναι ότι «με το βαθύτατα διορατικό και μεγαλοφυές πνεύμα του και την καθαρώς ρώσικη καρδιά του προηγήθηκε όλων των άλλων στην επισήμανση και την υπογράμμιση του βασικού και νοσηρού φαινομένου των αποκεκομμένων από τις ρίζες της κοινωνίας και απομεμακρυσμένων από τον λαό διανοουμένων. Καθόρισε και γλαφυρώς περιέγραψε τον αρνητικό μας χαρακτήρα, τον εσωτερικώς ανειρήνευτο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει πίστη στην γενέθλιο γη του, στις δυνάμεις της πατρίδος του (δηλαδή στην κοινωνία που ανήκει, στο κοινωνικό στρώμα των διανοουμένων το οποίο εμφανίστηκε στην γενέθλιο γη μας), ο οποίος εν τέλει αρνείται και την Ρωσία και τον ίδιο του τον εαυτό, δεν επιθυμεί σχέσεις με άλλους και υποφέρει ειλικρινώς.»
Ο χαρακτήρας αυτός, (του οποίου η τιμή της σύλληψης και της περιγραφής ανήκει αποκλειστικά στον Πούσκιν και τον οποίο αναπαρήγαγαν στα έργα τους στη συνέχεια πλήθος Ρώσοι συγγραφείς), εκπροσωπείται κατα τον Ντοστογιέφσκι από τον Αλέκο, ήρωα του Πούσκιν στο έργο του «Τσιγγάνοι», πρόδρομο του πιο οκληρωμένου Ευγένιου Ονέγκιν, ήρωα του ομώνυμου έργου. Ο τύπος αυτός δημιουργήθηκε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα του «εκσυγχρονισμού» που επιχείρησε με τη μεταρρύθμισή του ο Μέγας Πέτρος (1672 - 1725) , έναν αιώνα πριν από τον Πούσκιν και ο ποιητής είναι αυτός που συνέλαβε και μπόρεσε να απεικονίσει με διαύγεια και ακρίβεια τη νέα αυτή πνευματική κατάσταση του μορφωμένου Ρώσου, που δεν έχει μέσα του κανένα εσωτερικό έρεισμα, η εσωτερική πνευματική του ανεξαρτησία και αυτοσυνειδησία είναι νεκρή και περιφέρει μόνο την αόριστη νοσταλγία της ως ένα ανερμήνευτο εσωτερικό μαρτύριο. «Ιδιόρρυθμος και ανυπόμονος, ο άνθρωπος αναμένει τη σωτηρία προς το παρόν μόνον από εξωτερικούς παράγοντες - κι έτσι άλλωστε πρέπει να είναι: ‘Η αλήθεια', λέει. ‘πρέπει να βρίσκεται κάπου έξω από μένα, μπορεί σε κάποιες άλλες χώρες, στις ευρωπαϊκές για παράδειγμα, με την στέρεα ιστορική τους συγκρότηση, με την σταθερή κοινωνική και πολιτική ζωή'. Και ποτέ δεν αντιλαμβάνεται ότι η αλήθεια πριν απ` όλα είναι μέσα του. Πώς όμως θα μπορούσε να το αντιληφθεί αυτό, όταν κατάντησε ξένος στον ίδιο του τον τόπο; Εδώ κι έναν ολόκληρο αιώνα αποξενώθηκε από την εργασία, από πάσα καλλιέργεια, μεγάλωσε σαν εσωτερικός οικότροφος ιδρύματος μέσα σε τέσσερεις τοίχους, εκτελώντας μηχανικά και αλλόκοτα καθήκοντα, τη συναρτήσει της αφοσιώσεως και προσχωρήσεώς του στην μία ή στην άλλη από τις δεκατέσσερεις φατρίες που κατατρύχουν την μορφωμένη ρωσική κοινωνία.... «Ταπεινώσου, υπερήφανε άνθρωπε, και πριν απ` όλα δούλεψε για τον τόπο σου», ιδού η απάντηση κατά τη λαϊκή αλήθεια και λογική».
           Το δεύτερο σημείο, κατά τον Ντοστογιέφσκι πάντα, είναι «ότι πρώτος αυτός μας έδωσε λογοτεχνικούς χαρακτήρες με ρώσικη ομορφιά, αναβλύζουσα κατ`ευθείαν από τη ρώσικη ψυχή και την λαϊκή αλήθεια, από την ίδια τη γη μας εκεί όπου την αναζήτησε». Και αναφέρεται στην Τατιάνα, τον αντίποδα του χαρακτήρα του Ευγένιου Ονέγκιν στο ίδιο έργο, η οποία, αντιπροσωπεύοντας την «γνήσια ρωσίδα γυναίκα»,  «προφύλαξε τον εαυτό της από το συσσωρευμένο ψεύδος» που αντιπροσωπεύει ο Ονέγκιν, ο οποίος ως μοναδικό κριτήριο των επιλογών του είχε τη γνώμη του κοσμικού περίγυρου. Μετά από την Τατιάνα αναφέρονται και άλλοι τέτοιοι χαρακτήρες, για τους οποίους «το βασικώτερο, όμως που πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως, είναι ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θετικής ομορφιάς του ρώσου ανθρώπου και της ψυχής του αναδύθηκαν εξ ολοκλήρου απο το λαϊκό πνεύμα». (Είναι άξιο παρατήρησης νομίζω ότι ο  Ντοστογιέφσκι  ότι δεν μιλάει πουθενά για «παράδοση», αλλά για «λαϊκό πνεύμα» και «λαϊκή αλήθεια», φανερώνοντας έτσι ότι δεν αναφέρεται σε μία εξωτερική τυπολατρία ή μίμηση ή αντιγραφή, αλλά για επικοινωνία με το βαθύτερο πνεύμα του λαού.) 
            Το τρίτο σημείο σύμφωνα με το λόγο του Ντοστογιέφσκι «είναι εκείνη η χαρακτηριστική πλευρά της λογοτεχνικής του μεγαλοφυϊας, η οποία δεν απαντά σε κανέναν άλλο, η ικανότητά του να αγκαλιάζει το καθολικό και να οικειοποιείται κατά τρόπο τέλειο το πνεύμα των άλλων εθνών». Έτσι σ` αυτή την κατηγορία των έργων του μπορούμε να συμπεριλάβουμε εκείνα «στα οποία βασικά έλαμψαν οι οικουμενικές ιδέες, απεικονίστηκαν οι ποιητικές μορφές άλλων λαών και ενσαρκώθηκαν οι μεγαλοφυϊες τους.»   «Οι πλέον ένδοξοι από τους ευρωπαίους ποιητές ποτέ δεν μπόρεσαν να ενσαρκώσουν με τέτοια δύναμη την μεγαλοφυϊα ενός άλλου λαού, ακόμη και γειτονικού τους, να ενσαρκώσουν το πνεύμα του, όλο το κρυμμένο βάθος αυτού του πνεύματος και όλη τη θλίψη της της αποστολής του, όπως μπόρεσε να το κάνει ο Πούσκιν. Αντιθέτως, επικαλούμενοι τις ξένες εθνικότητες, οι ευρωπαίοι ποιητές επεδίωξαν να τις ενσωματώσουνστην δική τους παράδοση και να τις ερμηνεύσουν με τον οικείο τους τρόπο. Ακόμη και σ` αυτόν τον Σαίξπηρ, οι ιταλοί ήρωές του, για παράδειγμα, έχουν σχεδόν την ψυχοσύνθεση του Άγγλου. Μόνον ο Πούσκιν απ` όλους τους ποιητές παγκοσμίου εμβελείας κατέχει τον τρόπο να μετενσαρκούται σς μια ξένη εθνικότητα. Να οι σκηνές από τον Φάουστ, να ο Φιλάργυρος πρίγκηπας και η μπαλάντα  Ήταν ένας φτωχός ιππότης. Διαβάστε τον Δον Ζουάν. Εάν δεν υπήρχε η υπογραφή του Πούσκιν, δεν θα καταλαβαίνατε ποτέ ότι το έργο γράφτηκε από κάποιον που δεν είναι Ισπανός.»
           Και το τέταρτο σημείο που έρχεται σαν συμπέρασμα και ανακεφαλαίωση των τριών που προηγήθηκαν είναι η «προφητική», όπως την ονομάζει ο Ντοστογιέφσκι, δύναμη του Πούσκιν, που σαν «εξ ολοκλήρου λαϊκός ποιητής συνειδητοποιεί την τεράστια αποστολή ...της οικουμενικότητας, η οποία δεν θα αποκτηθεί με το σπαθί, αλλά με την αδελφοσύνη και την αδελφική μας προσπάθεια για την ένωση όλων των ανθρώπων»... Γιατί «... το να γίνει κανείς αληθινός Ρώσος σημαίνει να προσπαθήσει να συμφιλιώσει και μάλιστα οριστικώς τις ευρωπαϊκές αντιθέσεις, να υποδείξει τη διέξοδο στην ευρωπαϊκή θλιβερή αποτελμάτωση μέσω της παγκόσμιας και ενοποιού ρωσικής ψυχής περικλείοντας στοργικά μέσα της όλους τους αδελφούς και εδραιώνοντας στο τέλος την παγκόσμια αρμονία, την οριστική αδελφική συμφιλίωση όλων των φυλών της γης υπό την σκέπη του ευαγγελικού νόμου του Χριστού»... «Επαναλαμβάνω: μπορούμε τουλάχιστον να αναδείξουμε τον Πούσκιν, την παγκόσμια και πανανθρώπινη διάσταση της μεγαλοφυϊας του. Γιατί ο ίδιος μπόρεσε να χωρέσει στην καρδιά του όλα τα ξένα και διαφορετικά πνεύματα σαν να ήταν δικά του. Στην τέχνη τουλάχιστον, στην καλλιτεχνική δημιουργία, ανέδειξε τον πόθο του ρωσικού πνεύματος για την οικουμενικότητα και τούτο αποτελεί ήδη μιαν ακριβή παρακαταθήκη. Εάν η σκέψη μας είναι ουτοπική, στον Πούσκιν υπάρχει κάτι με το οποίο μπορούμε να θεμελιώσουμε αυτή την ουτοπία. Εάν ζούσε περισσότερο, ίσως φώτιζε τις αθάνατες και ένδοξες φανερώσεις της ρώσικης ψυχής εις τρόπον ώστε να τις κατανοούσαν οι Ευρωπαίοι αδελφοί μας, κι ίσως μπορούσε να τους φέρει πολύ κοντύτερα σ` εμάς απ` ότι είναι τώρα, προλαβαίνοντας μάλιστα να τους εξηγήσει όλη την αλήθεια των επιδιώξεών μας, έτσι ώστε να μάντευαν κι αυτοί ποιοι είμαστε και να έπεαυαν να μας κοιτάζουν αφ` υψηλού, γεμάτου καχυποψία και απαξίωση όπως τώρα....»
           Αυτά σε γενικές γραμμές είναι τα βασικά σημεία της ομιλίας του Ντοστογιέφσκι, η οποία έκανε μεγάλη εντύπωση όταν εκφωνήθηκε και δημοσιεύτηκε, ενώνοντας τους σλαβόφιλους και τους δυτικόφιλους σε κοινή επιδοκιμασία. Τα ποιήματα του Πούσκιν άλλωστε, ενέπνευσαν και ολόκληρα μυθιστορήματα στον Ντοστογιέφσκι, όπως το ποίημα «Ο φτωχός ιππότης», που αναφέρθηκε στα παραπάνω και πάνω στο οποίο βασίστηκε ο χαρακτήρας του «Ηλίθιου» Λέοντα Νικολάγεβιτς από το ομώνυμο μυθιστόρημα, όπου και συμπεριλαμβάνεται:

            
Ήταν στον κόσμο ένας φτωχός ιππότης
              απλός και σιωπηλός μ` όψη χλωμή, 
              συννεφιασμένο τ` όνειρο της νιότης
              κι αλύγιστη η γενναία του ψυχή.

              Κάποια οπτασία που ποτέ δε σβήνει
              και που κανείς δεν έχει φανταστεί
              τούτυχε, κι από τότε η εικόνα εκείνη
              στα φύλλα της καρδιάς του έχει γραφτεί.

              Στάχτη κι αποκαϊδια πια η ψυχή του,
              σ` άλλη γυναίκα μήτε μια ματιά
              δεν έριξε, κι ως τη στερνή πνοή του
              δεν άλλαξε ούτε λέξη με καμιά.

              Αντί μαντήλι στο λαιμό του γύρω
              δένει το κομποσκοίνι του ασκητή,
              κι απ` τη μορφή του τ` ατσαλένιο γείσο
              δε σήκωσε, κανένας να τον δει.

              Κείνη η οπτασία μόνη του ηλιαχτίδα,
              γεμάτος έρωτα πιστό κι αγνό,
              Α. Μ. Δ. πάνω στην ασπίδα
              με το αίμα του είχε γράψει το ζεστό.

              Στης Παλαιστίνης τις ερήμους. Βράχοι
              ολόγυρα, κι οι Παλαδίνοι εκεί
              κραυγάζαν, καθώς ρίχνονταν στη μάχη,
              τ` όνομα της καλής τους -μουσική.

              Και, Lumen coeli, sancta Rosa! εκείνος
              εφώναζε άγριος, και σαν κεραυνός
              στων Μουσουλμάνων πάνωθε το σμήνος
              έπεφτε της φοβέρας του ο αχός.

               Κι ως γύρισε, στον πύργο του κλεισμένος,
               τυλίχτηκε σε μοναξιά αυστηρή,
               πάντοτε σιωπηλός, πάντα θλιμμένος,
               και σαν τρελλός ετέλειωσε τη ζωή.
            

                                                 απόδοση: Άρης Αλεξάνδρου

          Όπως επίσης και το ποίημα που ακολουθεί «Τα δαιμόνια», του ενέπνευσαν το ομώνυμο μυθιστόρημα «Δαίμονες» ή «Δαιμονισμένοι»:

              
Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
               Ένα φεγγάρι αόρατο
               στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
               Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
               Πάω, πάω, η στέπα γυμνή.
               Ντιν ντιν ντιν το κουδουνάκι...
               Κι από μέσα η καρδιά
               απ` το φόβο της χτυπά! 

               «Χτύπα, χτύπα, αμαξά! ...»
               «Άλλο τ` άλογα δεν παν, δαιμονισμένη
               η θύελλα τα μάτια μου κλειστά
               κρατεί κι οι δρόμοι χιονισμένοι.
               Τίποτα δε φαίνεται και δεν ξεχωρίζει,
               σημάδι γνώριμο ούτ` ένα πουθενά!
               Δαίμονας στη στέππα μας κλωθογυρίζει
               μια εδώ μια εκεί μας περιπλανά.

               Κοίτα τόνε πώς γελάει,
               Πώς με φτύνει, πώς φυσάει.
               Τώρα τ` άλογά μας διώχνει,
               ίσα στο γκρεμό τα σπρώχνει.
               Εκεί σαν θεόρατη κολόνα
               Αστράφτει και βροντάει,
               Εδώ σπίθα γίνεται και σκάει,
               Στο σκοτάδι χώνεται και πάει».

               Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
               Ένα φεγγάρι αόρατο
               στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
               Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
               Η δύναμή μας σώνεται, γονάτισε η ψυχή.
               Δε χτυπάει το κουδουνάκι, εσταθήκαν τ`άλογα...
               «Τι έγινε; Τι φαίνεται στη στέππα αμαξά;»
               «Ένα κούτσουρο ή λύκος - πίσω μου σ` έχω σατανά...»

                Μαίνεται η θύελλα, μοιρολογάει,
                Τ` άλογα φρουμάζουν τρομαγμένα.
                Νά τος, φεύγει τώρα, πέρα πάει,
                Φέγγουνε τα μάτια του αναμμένα.
               Πάλι τ` άλογα τραβάνε,
               ντιν ντι ντιν το κουδουνάκι
               -στη στέπα πέρα την ασπρουδερή
               πνεύματα εγιόμισε η γη.     

               Αμέτρητοι, στραβοφτιαγμένοι όλοι.
               Στου φεγγαριού το φέγγρισμα
               -άλλο τέτοιο να μη σ` έβρει-
               χίλιοι δυο στροβιλίζονται διαόλοι
               σαν τα φύλλα του Νοέμβρη...
               Πόσοι να `ναι, που τους πάνε;
               Και γιατί μοιρολογούν;
               Μήπως κάνα δαίμονα στον τάφο προβοδάνε;
               Μήπως καμιά μάγισσα κακιά παντρολογούν;

               Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
               Ένα φεγγάρι αόρατο
               στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
               Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
               Σμάρια σμάρια τα δαιμόνια πάνε
               κι ανεβαίνουνε ψηλά,
               όσο νους δεν το μετρά.
               Και μουγκρίζουν και βογγάνε
               και μου σκίζουν την καρδιά....


                                                  απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος
           
         Ο Πούσκιν είναι Πούσκιν, παρέμεινε ο ίδιος χαρακτήρας σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Η κύρια επιδίωξή του ήταν να γίνει σεβαστή η ιδιότητα του ποιητή, την οποία υπερασπίστηκε με πάθος. Πάλεψε γι` αυτήν, χωρίς να καταδεχτεί να κρυφτεί πίσω από κάποια άλλη, για να καταφέρει να επιβιώσει, προσπάθησε να τη μετατρέψει σε βιοποριστικό επάγγελμα, κάτι που ήταν αδιανόητο την εποχή εκείνη. Όταν ζήτησε από τον τσάρο Νικόλαο να αποσυρθεί για πέντε χρόνια στο κτήμα του χωρίς να πάψει να λαμβάνει το μισθό του, στο όνομα αυτής της αξιοπρέπειας το ζήτησε. Θεωρούσε την ποίηση μία δουλειά άξια να αμείβεται και να αναγνωρίζεται. Οι άλλοι αδυνατούσαν να παραδεχτούν και να αποδεχτούν αυτό που ο ίδιος ήξερε, το έργο και τη σημασία του, γιατί αυτό δεν ήταν προϊόν τυχαιότητας, αλλά συνειδητού σχεδιασμού. Η αλήθεια είναι ότι ο Πούσκιν ήταν πάντοτε ολομόναχος. Για τον ουρανό δεν ήταν άγιος και για τη γη δεν ήταν θνητός. Η έμπευση τον κατέκλυζε, το μυαλό του ήταν σε θέση να την αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο, οι συμπατριώτες θαύμαζαν το έργο του, αλλά ο ίδιος προκαλούσε φόβο, τόσο φόβο όσο προκαλεί στον καθένα ο αληθινός του εαυτός.

1 σχόλιο: