Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Μετά τον Ρεμπώ

Φέρουμε επάνω μας , εννοώ η Ευρώπη,  τα χνάρια  τέχνης  που σπάνια αμφισβήτησε τους  «τρόπους» της και ελάχιστα  ξεχώρισε, ή τουλάχιστον προσπάθησε να ξεχωρίσει, τον σκοπό της από τις μανιέρες αυτές.  Κατά κύριο λόγο, η τέχνη, από την  Αναγέννηση και έπειτα, γίνεται με σκοπό την έκπληξη και την πρόκληση ενθουσιασμού. Όσο δε οι εκατονταετηρίδες  βρίσκονται πλησιέστερα σε εμάς, τόσο περισσότερο παρατηρούμε  ο ενθουσιασμός και η έκπληξη αυτή, να μη ζητούνται και να μην αναμένονται από κάποιον μαικήνα ή το κοινό μα, σχεδόν, μόνον από τις εκάστοτε  διασημότητες  της τέχνης, ή, ενίοτε, τους πρωτοπόρους    ενός η άλλου ρεύματος / κινήματος. Με τον καιρό,  αυτά τα χαρακτηριστικά   αποκτούν  δεσμούς μιας νοοτροπίας η οποία, ιστορίας επιτρέψασας, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε (και υπάρχει) συντελεστής και αποτέλεσμα  μιας τέχνης, εννοώ εκείνη της εποχής μας, που διαμέλισε το κοινό σε, υποτιθέμενα, κατάλληλο και όχι για εκείνη. Στα μέτρα της ή όχι.
   Ας μην θεωρηθεί πως παραβλέπουμε τους υπόλοιπους ιστορικούς παράγοντες, αρκεί ωστόσο έστω και μια αδρή, ας πούμε ανάμνηση, των παραπάνω για να αντιληφθεί  ο αναγνώστης τη φύση της δικής μας σκοπιάς. Με λίγη υπομονή, θα γίνουν όλα σαφέστερα.
   Μια από τις  θυμιδιακές ιστορίες της αναγεννησιακής Ρώμης, θέλει τον Michelangelo, ενόσον ζωγράφιζε στο Βατικανό, να βλασφημά. Φυσικά, η αναφορά αυτή, δεν γίνεται για  να ασκήσουμε κριτική σε μια χαριτωμένη  καλλιτεχνική μηχανή, είδος από το οποίο σφύζει η Ευρώπη, αλλά για να δείξουμε, μέσω μιας κυρίαρχης μορφής της τέχνης ότι το δημιούργημα,  πολύ συχνά, οσοδήποτε υψηλής τεχνικής, δεν έχει να κάνει  με το πιστεύω του δημιουργού του. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ένα τέτοιο περιστατικό, δεν σημαίνει, τουλάχιστον εκ των πραγμάτων, πολλά.  Σημαίνει όμως αρκετά. Όλη αυτή η περίοδος, διατρέχεται από τη  γνωστή επιβολή  των δογμάτων  του Χριστιανισμού, η οποία βλέποντας την εξασθένηση της κυριαρχίας της,  εκδηλώνει τον αληθινότερο εαυτό της. Εκείνον της καπηλείας του Χριστιανισμού. Με τον καιρό,  η έλλειψη «ανταπόκρισης» του Θεού, και συνεπώς η μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη κυριαρχία του θανάτου από τους αρχαίους χρόνους  έως τότε, φανερώνεται στην τέχνη με τον  Ρομαντισμό. Μπορεί, να φανεί πως διατρέχουμε πολύ γρήγορα όλο αυτό το διάστημα της ιστορίας. Στην πραγματικότητα όμως,  οι ιδεολογίες του υλικού ανθρώπου, όπως θα  τον όριζε η θεολογία,  αν αλλάζουν, δεν χρειάζονται περίσσοτερο χρόνο από εκείνον που θέλει για να εμφανιστεί η σήψη  σε ένα πεταμένο κομμάτι κρέας. Είναι από τον αποκαλούμενο ρομαντισμό και έπειτα(άλλωστε, έχουμε όντως απομακρυνθεί απο αυτόν;) που η θηλυπρεπής στάση μας απέναντι στον θάνατο αποκτά πότε την μοιρολατρία της Αντιγόνης και πότε την μεταλλική ψυχρότητα της Μήδειας σε όλους τους τομείς εκφράσεως της ποιητικής μας, δηλάδή από την φιλοσοφία ως την τέχνη και την επιστήμη.




   Η γραφειοκρατική επικοινωνία του ανθρώπου με το Επέκεινα, μέσω της οποίας, λογικότατο άλλωστε, ο άνθρωπος, αποτύγχανε να επικοινωνήσει με το Θείο και αρκούταν σε κάθε λογής φαντασίωση, καταλύεται. Οριστικά. Η πρώτη ύλη της ύλης, είναι  πια ο άνθρωπος. Η παγερή ανάγνωση της ιστορίας, οδηγεί την φιλοσοφία στο  a priori μηδέν, όχι, για να χαρακτηρίσει την απόσταση μεταξύ του Θείου και του Ανθρωπίνου, κάτι που έπρεπε να είχε υποστηρίξει με όλο της το Είναι  η εκκλησία έως τότε μα, για να δηλώσει τι μπορούσε να περιμένει ο Άνθρωπος από τον Θεό. Ευπειθώς νομίζω, προσέτρεξαν πολλοί να υποστηρίξουν πως υφίσταται έκτοτε η αθεΐα σε διογκωμένο βαθμό. Σχεδόν από τα πρώτα χνάρια της νεοευρωπαικής φιλοσοφίας, διακρίνει κανείς όχι, τόσο την απιστία στην ύπαρξη Θεού, όσο την πίστη στο ότι ο Θεός αυτός, δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα. Είμαστε λοιπόν, πλάσματα της εγκατάλειψης, όχι, του τυχαίου. Ως προς το τίποτε, μπορεί κανείς  ενδεχόμενος να αδιαφορήσει. Ως προς έναν Θεό όμως που στέκει εκεί με την ανωτερότητα του, επιδεικνύοντας την αδιαφορία του, το εγώ του ανθρώπου δρα σπασμωδικά. Εδώ, πρέπει να σταθούμε  ακόμη περισσότερο προσεκτικοί. Ο  Θεός αυτός δεν είχε κηρυχθεί ως ένας Δίας της ορμής ή ένας Βούδας της αδράνειας. Ο άνθρωπος, έπρεπε να πάρει απόφαση πως η μοναδική ελπίδα που ως τότε του δινόταν, σαφώς παραποιημένα, για τη μεταθανάτιο ζωή, πια,  του αφαιρείται. Και Αυτός, για τον οποίον τόση νοσηρή καταπίεση είχε υποστεί, ήταν σαν να μην υπήρχε. Μα αυτό που τότε η ιστορία του ανθρώπου αφαιρούσε από τον άνθρωπο ήταν και το μόνο, έστω λεκτικό, υπόδειγμα αγάπης. Δεν μπορούμε εδώ, παρά να σημειώσουμε πως ο χριστιανισμός, από μία στιγμή και έπειτα, δεν ήταν παρά μια επίλυση, εμπορική σχεδόν, του θανάτου. Στην πραγματικότητα, υπάρχει  έλλειψη μυστηριακού Χριστιανισμού. Φτάνουμε κάπως έτσι σε μια φιλοσοφία που βλέπει τον κόσμο ως κόσμος με βούληση( =άνθρωπος).Την ύλη ,σαν ύλη με βούληση(=άνθρωπος).  Η μάζα, αρκείται στο να αντικαταστήσει το όπιο με όλα τα άλλα ναρκωτικά. Οι ιδέες πλέον, πέφτουν επάνω στον άνθρωπο, δεν βγαίνουνε από αυτόν. Στην πραγματικότητα, πια, τίποτα δεν πηγάζει από τον άνθρωπο, δηλαδή από την ανθρώπινη ανάγκη. Μα από την ορμή. Από μια στάχτη ανάμεικτη με εκείνη την Εγκατάλειψη. Από λίγα οστά που καλούνται περισσότερο από ποτέ, ελλείψει  Θεού, να Τον αντικαταστήσουν. Η ανθρωπότητα, γρήγορα φτάνει  στην εκ προοιμίου αποδοχή της τάξης. Σε άλλες διαστάσεις όμως, η αστική τάξη, εκτείνεται σε έθνος και κατά κάποιον τρόπο, οι μάχες που μεταξύ των στρωμάτων ενός λαού θεωρούνται δεδομένες ,οίγουν, η έλλειψη δικαιοσύνης νομίζεται αναπότρεπτη, εκτείνονται, σε τι άλλο,  σε παγκοσμίους πολέμους. Η ελευθερία, γίνεται πια κάτι πολύ συγκεκριμένο και επιβάλλεται, δεν εμπνέεται ,όσο και αν στα χρόνια του ο Χέγκελ, μπορούσε ακόμη να πιστεύει διαφορετικά. Αλλά ακόμα και αν κάποιος γράψει μυριάδες σελίδων για το τι θα συμβεί σε μια πεταλούδα, αν καρφώσεις το ένα  φτερό της με τρίαινα, θα χρειαστεί, για να κριθεί σαν άνθρωπος, να δούμε αν θα το πράξει ή όχι ο ίδιος και δυστυχώς, η ιστορία των γραμμάτων,  γενεί από σελίδες ανθρώπων που και αν διώχτηκαν, διώχτηκαν για εγκεφαλικές συλλήψεις υπεράσπισης του ατόμου ανάμεσα σε άτομα και όχι αναδείξεως του ανθρώπου. Για την επιτυχέστερη έκβαση του σκοπού μιας αγέλης. Όχι για την αναπνοή μιας κοινωνίας. Αλλά με αυτόν τον τρόπο, ένα έσχατο κοπάδι ανθρώπων ίσως  να φτάσει να γνωρίσει το στερέωμα ολόκληρο  όπως πια γνωρίζει τα πάντα για  τη σύσταση μιας χούφτας θάλασσας. Και λοιπόν;  Για να μην ακούσει τις βαθύτερες φωνές του και τις μέσα ανάγκες του, ο άνθρωπος τρέχει να γνωρίσει, με κάθε τρόπο, την ύλη. Η μάλλον, τις μανιέρες της ύλης
   Μα εδώ, μάλλον θα πρέπει να αφήσουμε αυτό το “Come and go” της ιστορίας  του οποίου η σημασία θα φανεί παρακάτω και να σταματήσουμε γύρω στο 1865 στη Charleville της Γαλλίας... Μια μητέρα, ζωντοχήρα λόγω του ανυπόφορου  χαρακτήρα της, μεγαλώνει τα τέσσερα παιδιά της με ένα ελάχιστο οικονομικό εισόδημα, μα πρωτίστως με έναν τυπολατρικό, σχεδόν κολεγιακό Χριστιανισμό και μια νοσηρή συμπεριφορά, που επιβάλλει την απομόνωση των παιδιών της από τον υπόλοιπο κόσμο απλά και μόνο γιατί θέλει να τα κάνει με κάθε τρόπο να διαφέρουν. Ως πρώτη μέθοδο για να εκβεί εκεί που επιθυμεί, χρησιμοποιεί την μόρφωση.  Σαφώς, αυτή η περιγραφή θα μπορούσε να θυμίζει σε πολλούς κατά το πλέον ή το μείον τη δική τους παιδική ηλικία...
Η μητέρα Ρεμπώ, είχε ήδη στο μυαλό της πλάσει τoν λαμπρότερο  Αρθούρο. Εκείνος σε ο,τι του επιβλήθηκε, και το μόνον που γνώρισε, θριαμβεύει. Σύντομα αποκτά την αίσθηση της γλώσσας και μπορεί με  τελειότητα, κάτι που επιτρέπει και επιβάλλει η εφηβεία,  να μιμηθεί τα πρότυπα του. Ταυτόχρονα, τι πιο φυσικό άλλωστε για την εφηβεία, το εγώ, αρχίζει να αναζητά τη θέση του και να απαιτεί τις διαστάσεις του με λογικές υπερβολές για αυτή την ηλικία. Στην πραγματικότητα, το μόνον που παίρνει φεύγοντας από την παιδικότητα, είναι η γλώσσα. Ούτε την παραμικρή αγάπη. Και κανένα άλλο πρότυπο για τον Χριστιανισμό πέραν της μητέρας του.
   Εν τω μεταξύ, έχει ήδη, από καιρό, δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα. Δραπετεύει επανειλημμένως  από το σπίτι του. Στα 1870, στα δεκαέξι του,  και αφού είχε  παραιτηθεί  από την απόφαση του να λάβει μέρος στην εξέγερση του Παρισιού στο οποίο είχε φτάσει χωρίς τίποτε και στου οποίου τους δρόμους ζει για λίγες ημέρες πάμφτωχα ,γνωρίζει τον Βερλέν στον οποίον λίγο πρότερα είχε στείλει ποιήματα του. Έχει ήδη ξεκινήσει να κάνει χρήση ναρκωτικών.
    Είναι οπωσδήποτε δελεαστικό να αναρωτιόμαστε  απάνω στην πορεία που θα  είχαν κάποια γεγονότα  της ιστορίας, εάν λίγα  πράγματα ήταν διαφορετικά...  Εάν επί παραδείγματι  ο Ρεμπώ είχε αποστείλει  τα ποιήματα του σε έναν δημιουργό που σαν ειλικρινής πατέρας θα τον αγκάλιαζε δίχως τίποτε να επιβουλεύεται...φανταστείτε, ήταν αποδέκτης των ποιημάτων του ο Σολωμός, ο Πάουντ, ο Ουγγαρέτι... Ας είναι. Το μέλλον, θα συνεχίζεται ως τότε  που θα μας αποκαλυφθεί η ιστορία. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε και αν ήταν η  πορεία της ομοφυλοφιλικής σχέσης του Βερλέν με τον Ρεμπώ, ο Ρεμπώ, είχε ήδη δημιουργηθεί. Ο Βερλαίν και κατόπιν οι λοιποί λογοτεχνικοί κύκλοι ήταν απλά οι τελευταίες σταγόνες που έπρεπε να χυθούν ώστε να ξεχειλίσει η αγανάκτηση του. Τα ταξίδια τους, οι καυγάδες τους , οι ανικανότητα τους να βγουν από τον κόσμο της φαντασιοπληξίας , η άρνηση του Αρθούρου να παραδοθεί όπως όλοι οι υπόλοιποι λογοτέχνες στη ρέμβη της κατάθλιψης ως ζωή, το χρέος που φαντάζεται να έχει αναλάβει να ξαναφέρει στην κατάσταση  του γιου του ήλιου τον Βερλέν, στην κατάσταση στην οποία δηλαδή πιστεύει πως εκείνος βρίσκεται, οι με αξεπέραστα ζωντανούς λογοτεχνικούς τρόπους καταγεγραμμένες  αναγνώσεις της φύσης , η αποτύπωση στο χαρτί  της παραμικρής πτυχής της ζωής, μιας τέτοιας ζωής με όλη την ορμή ενός εφήβου που ολόκληρος είναι γλώσσα και  έχει στηρίξει ολόκληρο το μέλλον  και το εγώ του  στην γλώσσα, η επίγνωση πως όλα αυτά, δεν έχουν την παραμικρή σημασία αγνάντια στον θάνατο...Και είναι εδώ που ο Ρεμπώ, αρχίζει να σκέφτεται κάπως την τραγωδία του ανθρώπου...
   Όσο και αν ψάξει κανείς στην σύγχρονη λογοτεχνική ιστορία, εννοώ από τον Δάντη και έπειτα, δεν θα μπορέσει να βρει την αντιύλη του Ρεμπώ, παρά σε έναν μόνο ποιητή. Τον Σαραντάρη. Ο δεύτερος, υποστηρίζει πως οποιοδήποτε έργο του Ανθρώπου  δημιουργηθεί, αν πρώτα ο ποιητής(εδώ) δεν έχει αντικρίσει ,θαρραλέα όπως αρεσκότανε να λέει, τον θάνατο, δεν θα  έχει νόημα, δεν θα μπορεί να προσφέρει και μάλιστα, τολμά να υποστηρίξει πως η λέξη «ιδανικό» στους ανθρώπους, ταυτίζεται  τότε με την λέξη «πρόσκαιρο». Ο Αρθούρος Ρεμπώ, είναι ο ποιητής, που νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλον, γρηγορότερα από οποιονδήποτε άλλο, κατέχει  όλα τα λεκτικά εργαλεία που ως τότε η ευρωπαϊκή λογοτεχνία είχε εφεύρει. Κάθε μέθοδο, κάθε όπλο, κάθε μανιέρα. Μα είναι και ο πρώτος που καλείται έχοντας τα τόσο νωρίς, τώρα που η ζωή του ξεκινάει, να τα δοκιμάσει ενάντια σε ο,τι  η Ευρώπη, ως τρόπος ζωής, ως φιλοσοφία, ως άθρησκη, ως επαναστάτρια προσπαθούσε να  λησμονήσει. Τον θάνατο. Αν όλα τελειώνουν, τότε, ιδού  ο Σαραντάρης: τα ιδανικά, τα ιδεώδη,  δεν είναι όντως  πρόσκαιρα; Το Δαντικό «Ψυχή, κόρη στου πλάστη σου που βλάστησες τα χέρια », δεν είναι  όμορφες λέξεις  και οι πιο ερεβόχρωες στίχοι  ενός  Μπλέηκ δεν είναι   μια ανυπόφορη ματαιότητα,ακόμα και αυτοί; Η  αληθινή περιγραφή της ανθρωπότητας δεν έχει να κάνει με τους κάμπους της αποκάλυψης του Ιωάννη  που βλάσταίναν ανθρώπους απο λασπωμένους σκελετούς, αλλά με κοιλάδες που σπείροντα με οστά...




   Τόσο βαθύτερα ριζώνει ο άνθρωπος στην απελπισία, όσο μεγαλύτερο πίστεψε  τον εαυτό του ανάμεσα στους ανθρώπους και η ζωή, δεν του το επιβεβαιώνει. Τότε, συνήθως,  ευκολότερα παραδίδεται σε κάθε είδους πράξη πιστεύοντας την λυτρωτική. Ή ορθότερα, ελπίζοντας την τέτοια. Θεωρεί σχεδόν, πως κάπου πρέπει να γίνει «χειρότερος» για να βρει κάτι που ίσως, θα μοιάξει με λύτρωση. «[...] Όσο  παραδεχόμουν το Καλό, όσο αποδεχόμουνα το σε τι συνίσταται το «Υψηλό και το Ωραίο», τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στη χυδαιότητα και  γινόμουν πρόθυμος να κάνω τις πιο κοινές πράξεις.». Λίγες αράδες  από το «Υπόγειο», ένα από τα λακωνικότερα έργα του Ντοστογέφσκυ. Ας συλλογιστεί καθένας γιατί  τις μετέγραψα εδώ.
Ο Ρεμπώ, πιστεύει σχεδόν ότι θα επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση του φωτός, ότι  οφείλει κάτι τέτοιο, οτι είναι ο μόνος που το μπορεί,μα δυστυχώς, για να το επιτύχει, χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα τα οποία ρίξανε τον κόσμο από το φως. Ο Εντμόντ Μανύ, όταν γράφει για τον Ρεμπώ, αναφέρει πως στο Ταλμούδ,  ο Σατανάς πολλάκις  αποκαλείται Έφηβος και σημειώνει επίσης, πως η θεμελιακή αμαρτία του Ρεμπώ, είναι η αδημονία. Μα αυτό, είναι γνώρισμα της νεότητας. Κατ' εμέ, το λάθος στον Ρεμπώ(συνεπώς το αμάρτημα ) είναι πως καλεί τον εαυτό του να αναλάβει χρέη Μεσσία, συνεπώς, το ΄΄λάθος'', δεν είναι δικό του. Απλούστατα, ο Ρεμπώ,  προσπαθεί  πιστά  να αισθανθεί  απο άκρη σε άκρη, τις φαντασιακές διαστάσεις που η εποχή του έδινε στον άνθρωπο, όντας βέβαια ο μόνος που, πάνω απο όλα λόγω της ηλικίας του(απόδειξη πως λίγο καιρό αργότερα εγκαταλείπει κάθε τέτοια προσδοκία), τις λαχτάρησε με τόσην ένταση.
   «Εδώ και μερικούς αιώνες, γράφει ο Έλιοτ (δοκίμιο: θρησκεία και λογοτεχνία) , δεχόμαστε σιωπηρά πως δεν υπάρχει σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και θεολογίας...». Μεταφέρω  αυτές τις οξυδερκείς γραμμές του  Βρετανού, γιατί γνωρίζω καλά, πως τα θρησκευτικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα, και μέχρι τέλους θα είναι οι επιβεβλημένοι άξονες μας, θα απέχουν πολύ απο τη φιλοκαλία, το γούστο και την αισθητική του νεοέλληνα αναγνώστη ο οποίος, επί το πλείστον, αποτελεί αντιδάνειο του εαυτού του και ανάκλαση της ιστορίας του.  Εδώ λοιπόν, χρειάζεται μια διευκρίνιση ούτως ώστε, μια και καλή να πετάξουμε από επάνω μας το μυριάσθενο μασκάρεμα που υπέστη ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός, δεν είναι η θρησκεία των Επέκεινα, μα του Αιέν. Δεν είναι η πολιτεία του έκπτωτου ανθρώπου, μα εκείνου της μετάνοιας. Δεν είναι εθελοτυφλία ως προς την ύλη, μα ο καταιγισμός της ύλης με πνεύμα.  Η μεν πτώση, σχεδόν προϋπάρχουσα του ανθρώπου, η δε λύτρωση δικαίωμα του ανθρώπου. Ελευθερία του ανθρώπου. Η μεν πτώση, παρελθόν του ανθρώπου, ο δε άνθρωπος, μέλλον της ίδιας του της λύτρωσης. Στο σφάλμα  του, τίποτα παραπάνω δεν είναι το αμάρτημα,   ο άνθρωπος πρέπει να συγχωρέσει τον εαυτό του, αν κάποιος δεν χρειαστεί να συγχωρέσει τον εαυτό του, δεν θα μπορέσει τίποτε και ποτέ να συγχωρέσει στον άλλον  μα , άτηνα, υπάρχει μιαν άλλη οδός ‘ ‘ευκολότερη''. Το λάθος, αποκαλείται  άλλη έκβαση της ορθότητας,  άλλη μορφή της αλήθειας.  Και όλα αυτά, για έναν και μόνο λόγο. Γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και δεσμώτης, δεν υποτάσσεται στο να παραδεχτεί πως έχει ανάγκη από λυτρωτή... « έδειτο γαρ του ιατρεύοντος, η φύσις ημών ασθενήσασα, έδειτο του ανορθούντος, ο εν το πτώματι άνθρωπος[...] εζήτει συναγωνιστή ο δεσμώτης...»(Γρηγόριος Νύσσης, «λόγος κατηχητικός ο μέγας» ).
   Όμως, προς τι το κείμενο μας; Όχι βέβαια για να υποστηρίξουμε πως οι στίχοι που συχνά είναι γραμμένοι υπό την επήρεια αλκοόλ και συχνότερα ναρκωτικών, πρέπει να σταθούν οδηγοί σε έναν άνθρωπο. Ξέρω, πως αυτό που γράφω, αντίκειται στην  ιδεολογία που ως τώρα, γνήσιο κυνηγόσκυλο ο ένας του πτώματος του άλλου ,λέω ως άνθρωποι, έχει ακολουθηθεί. Ας διευκρινίσουμε. Ο Ρεμπώ, που τόσος λόγος έγινε για αυτόν τον τελευταίο αιώνα, που τόσους επηρέασε από την ποίηση μέχρι τη ζωγραφική και κάθε μορφή τέχνης τον ανέφερε ως επαναστάτη, στην πραγματικότητα σκυλεύτηκε όσο κανένας άλλος καλλιτέχνης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όλοι, θαύμασαν στον Ρεμπώ, αυτό που έπνιγε τον Ρεμπώ. Η ατημελησία, ενός παιδιού που ασφυκτιούσε, ακόμη και αυτή, έγινε απομίμηση. Οι αντιδράσεις ενός αγοριού, που δίχως το παραμικρό πρότυπο πλατσούριζε στις γλυφές χαμεπίπεδες απόψεις για τέχνη της Γαλλίας, καθίστανται νομοθεσία του σύγχρονου καλλιτέχνη. Τραγελαφικές φιγούρες αρσενικών και θηλυκών κυριών που  κατουρώντας ή φιλώντας χαμομήλια που τυχαία φυτρώσανε στις γλάστρες των παλατιών τους, νομίζουν οτι βρήκαν τον σύγχρονο Φραγκίσκο. Τον άγιο που αρμόζει σε έναν κόσμο δίχως Θεό. Κι όμως, αυτό το υπέροχο ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ, που έγραψε κάποτε ο Ρεμπώ σε τοίχους, δεν είναι ο μόνος στίχος σε όλη τη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία που μπόρεσε ο ίδιος ο Θεός να απολαύσει; Όχι, κανένας άλλος ποιητής, δεν αδικήθηκε  περισσότερο από τον διασημότερο ποιητή. Από τον σουρεαλισμό και έπειτα που, τι περίεργα, η μετριότητα του  γεννήτορος του, ο Μπρετόν, απέρριψε την δεύτερη ευκαιρία που δόθηκε  στη Γαλλία, τον Αρτώ, υπάρχει μια αποχαυνωτική τακτική  η οποία μας έχει φτάσει σε συνθήκες αρκετά διακριτών κατηγοριών αναγνωστών. Εκείνη που  αποτελείτο  από όσους  δίχως, στην πλειονότητα,  να έχουν προσπαθήσει ποτέ να δημιουργήσουν, στέκουν κρίνοντας ex cathedra  την ιδέα της τέχνης ως προς τον κόσμο, τον οποίον συνήθως τον περιορίζουν στις εγγυσύνορες αστικές τους  κινήσεις. Άλλοι πάλι, αναγνωρίζουν έναν καλλιτέχνη, όταν στο έργο του ανα-γιγνώσκουν δικές τους αδυναμίες και λόγο της φήμης εκείνου, σχεδόν συγχωρώντας θες στους εαυτούς των, τις επαναλαμβάνουν, ή βλέποντας σε αυτούς πράξεις που δεν τόλμησαν ή δεν μπόρεσαν να κάμουν, ταυτίζονται με αυτούς. Καθετί που θυμίζει εμάς,  το συμμεριζόμαστε. Όχι, για να το κρίνουμε, έτσι, συνεπώς και εμάς, αλλά, για να μας προστατέψει. Και μπορούμε, οπωσδήποτε και άλλες κατηγορίες να καταδείξουμε, αλλά θα πούμε, ποία κατά τη γνώμη μας είναι η αιτία. Όχι άλλη  φυσικά, από τη συνήθεια που αποκτήσαμε,   
να θεωρούμε την τέχνη  απλή καταφυγή των φαντασιώσεων μας και όχι  δάσκαλο. Για εκείνον  που γράφει, δεν είναι τίποτε άλλο από βήμα επίδειξης, των στοιχείων που νομίζει πως τον τιμούν και στην πραγματικότητα, απλά, καταδείχνουν πίσω από τι προσπαθεί  να κρύψει τις δειλίες του. Μ ιαν απλούστατη αρθρογραφία Σκέφτομαι, αλήθεια, πόσο θα γελούσε ο Αισχύλος με το οτι αναφέρομαι σε όλα αυτά που τόσο προφανήe ήταν τότε... Θα μου πείτε, δεν είμαστε πλέον στην εποχή του Αισχύλου. Όντως, τότε το θέατρο για παράδειγμα, γινόταν σε αέρα και φως, πλέον, ενσαρκώνοντας στο δράμα την ακινησία των υπονόμων. Βρείτε όσες αντιρρήσεις θέλετε. Μήπως αλήθεια, νομίζεται τυχαίο πως, όσο περισσότερο ένα ποίημα, ενέχει την αίσθηση εκείνης της μελαγχολίας, που ο Σαραντάρης αποκαλεί «του ηδονιστή»(έρωτας) τόσο περισσότερο διαδεδομένο είναι; Όσο πιο πολύ  εμφορείται αισθήματος εγκατάλειψης τόσο πιο πολύ    συντροφεύει το άτομο. Μα, η τέχνη λυτρώνει γιατί επισημαίνει  πως δεν είμαστε οι μοναδικοί εγκαταλελειμμένοι  που πέρασαν από τη γη;
   Ο Ρεμπώ, με την έξοδο του από την εφηβεία, κατά κοινή ομολογία,  εγκαταλείπει την ποίηση. Ίσως γιατί πληγωμένος, είδε πως το αδιέξοδο του ανθρώπου, δεν αναιρείται ακόμη και με την δυνατότερη χρήση της λέξης. Δεδομένο άλλωστε είναι, πως μπορείς να χαράξεις οσαδήποτε αυλάκια στο χώμα, κάποτε όμως , θα αναλογιστείς ο,τι αν δεν υπάρχει τίποτε να τρέξει μέσα τους, απλά, ματαιοπονείς. Ακόμη πιο βέβαιο όμως, είναι πως, αν είχε υπάρξει μια περισσότερο ένθερμη αποδοχή, τουλάχιστον από τις λογοτεχνικές συντροφιές, και έπειτα από το κοινό,  δεν θα είχε παρατήσει   μήτε τη γραφή μήτε την Γαλλία οριστικά για να ασχοληθεί με το γνωστό εμπόριο . Όσο για τις φορές που αμφιταλαντευόμενος, επέστρεφε στον Βερλέν, τον έδιωχνε, τον ανακαλούσε, ή  έφευγε απο εκείνον, να είστε σίγουροι, πως θα έβρισκε την δύναμη από την καθαρότητα της ίδιας του της ψυχής, να απαλλαχτεί από εκείνον. Σύντομα, η ίδια η ποίηση , ο,τι έστω τόσο διαστρεβλωμένα είχε μάθει για αυτήν, για τις πνευματικές τις προεκτάσεις, η ίδια η ποίηση λοιπόν, θα τον επέστρεφε στην καθαρότητα  των στίχων που της χάριζε τις στιγμές που κατόρθωνε να βρει  κάποιον αχείμαστο τόπο. Όμως τίποτε. Η παιδικότητα κενή από αγάπη. Ο Θεός, ανεκπροσώπητος. Οι ποιητές, γλυφοί. Κι όμως, οι«φωλιές που είχανε λευκά κτήνη στον βάλτο»(...a une fondriθre…nid de beteς blanches), δεν θα μπορούσαν να είναι και η αθωότητα ενός παιδιού, γεννημένου στη σήψη του βάλτου, απο ανθρώπους-κτήνη- λευκά, δηλαδή, με τη σειρά τους αθώα, αφού τίποτε δεν τους έμαθε να ζουν αλλού; Μα, λίγο παραπάνω στο ποίημα «Παιδικότητα» αυτά  τα « κτήνη κομψότητας ανεκδιήγητης», δεν είναι  οι ίδιοι οι καλλιτέχνες ή, για την ακρίβεια η εντύπωση που αφήνουν στην υπέροχη ψυχή του αγοριού που, προς το τέλος, αυτοαποκαλείται με έναν από της ομορφότερης ποιητικής ευθύτητας στίχους... «Δάσκαλος της σιωπής»; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην μπορεί να γίνει ποιητής(κάθε ένας με την προσωπική του φωνή) αλλά δεν υπάρχει παιδί που να μην είναι και, τι άλλωστε μπορεί να το αποδείξει εξοχότερα, απ' το γεγονός  πως, ένα παιδί γύρω στα έξι του, δεν θα δακρύσει μπροστά και από το νεκρό σώμα της μητέρας του ακόμη, ή, καλύτερα, από το γεγονός, πως το ίδιο παιδί, δεν θα φοβόταν  αν του έλεγες οτι πεθαίνει.      
   Όμως,  ο Ρεμπώ,  εγκαταλείπει την ποίηση,  αυτό γίνεται περίπου 3  χρόνια μετά από τη σύνθεση του ποιήματος «Εnfance»,  στίχους του οποίου παραπάνω καταγράψαμε και δεύτερο σε σειρά από τη συλλογή «Εκλάμψεις»,  την στιγμή που οι χρονικές συντεταγμένες της εξόδου από τη εφηβεία,  του κορεσμού και της κοπώσεως  από τον τρόπο ζωής, και βιολογικά ακόμη, εξασθενούν τον Ρεμπώ. Θα ήταν απερίσκεπτο, να αναζητήσουμε κάθε πράξη και την αιτία της. Το μόνον βέβαιο, είναι πως ο ποιητής, περισσότερο από ποτέ, δεν μπορεί να ελέγξει τι κάνει, ταλαιπωρημένος, απογοητευμένος, μελαγχολικός, σχεδόν αφαιματωμένος απο κάθε ηδονή. Τίποτε απο όσα κάνει δεν έχουν συνέπεια και δη, δεν δρα. Αντιδρά. Κλείνεται για λίγο στον εαυτό του, βυζαίνει, ως μόνο έξοδο διαφυγής, κάποια καινούρια φαντασία του, προδιαγράφει σχεδόν συνέχεια  καινά μέλλοντα για τον εαυτό του, τα ξεκινά, τα εγκαταλείπει, θλίβεται, ανασταίνεται και τέλος, συνειδητά ή όχι, σφραγίζει μέσα του, εκείνο που για τόσους λόγους, ούτε ο ίδιος κατάφερε να  προστατέψει. «Την κατάσταση του γιου του  ήλιου»,ακριβώς δηλαδή, αυτή την παιδικότητα. Και όμως, η αντίδραση αυτή, η υποτιθέμενη  στροφή του στην επιστήμη, υποτιθέμενη όχι γιατί αμφισβητούμε πως ενδιαφέρθηκε για αυτή, η ενασχόληση του με το εμπόριο, είναι η ποιητικότερη αντίδραση. Ως ο αληθινός ποιητής,  αδιαφορεί για το αν θα ξαναγράψει έναν στίχο. Μια λέξη. Αναζητά μονάχα κάτι που μπορεί να έχει, έστω εγκόσμια πια, μιαν αξία, επαναλαμβάνουμε, χωρίς ούτε ένα πρότυπο. Και εδώ έγκειται το θαύμα του Ρεμπώ. Λέει λοιπόν ο Σαραντάρης : «Δεν είμαστε ποιητές, σημαίνει φεύγουμε». Μα, θα πει κάποιος, ο Ρεμπώ έφυγε. Όχι, ο  Ρεμπώ, ακινητοποιήθηκε  στον χρόνο. Κλείστηκε ως προς κάθε ανάμνηση και ως προς κάθε βούληση πνευματική, και η μεν ανάμνηση απαιτεί παρελθόν, από το οποίο αυτός νιώθει να τύπτετε, η δε βούληση προαπαιτεί μέλλον. Και όλα αυτά, συνειδητά η ασυνείδητα, για να προφυλάξει την ευαισθησία του. Εδώ ας σημειώσουμε, οτι η συνείδηση  ενός ανθρώπου, κάθε φορά, δεν είναι  παρά η δύναμη της συνειδήσεως του εκείνη τη  συγκεκριμένη φορά. Και  τίποτε απολύτως δεν  την κατέστησε ισχυρή εκείνη του Ρεμπώ. Η ορμή δεν είναι θέληση και δυστυχώς, το  αποτέλεσμα της αναζήτησης του Ρεμπώ, προδιαγεγραμμένο. Είχε να ψάξει ανάμεσα σε νεκρούς Βιργιλίους, δύστηνους αστούς Μαλαρμέ,  και βλεννώδεις Βερλαίν  που, αποκαλούν τον Ρεμπώ «φτωχό γαλαζωπό» καθρέφτη, «νύφη παιδί»(Verlain, Child wife)...μα κατά βάθος, να υποφέρει, κάτι που μόνο αμφισβητώντας το οι περισσότεροι αντέξανε. Το ο,τι  δηλαδή, όλη η σύγχρονη «τέχνη», είχε με κάθε τρόπο ένα και μόνο χρέος, βοούσε μέσα της μα εκείνη  δεν το άντεχε. Τον δεύτερο ποιητή, μετά,χρονικά, από τον Σωκράτη,  που με δίχως μια γραπτή του, έστω, σωσμένη ως της μέρες μας, λέξη, βίασε το «ασυνείδητο» όλων των ανθρώπων. Το εγώ του ποιητή, ή του κατά φαντασία υπεράνθρωπου, δεν βαστούσε πως, μετά από Εκείνον, δεν υπήρχε χώρος για δεύτερο Μεσσία...
   Δείτε ανάμεσα στα πιο χαρακτηριστικά βιβλία του προπερασμένου αιώνα,  το «Υπόγειο» του Ντοστογέφσκυ, το «De profundis » του Ουάϊλδ και το «Μία εποχή στην κόλαση». Ενώ στο πρώτο ταιριάζει η λέξη «Ανθρωπότητα», στο δεύτερο «εξαναγκασμός», στο ποίημα του Ρεμπώ, έρχεται να επιβληθεί  η «ατομικότητα», ποίημα άλλωστε, πώς αλλιώς. Και είναι ο δεύτερος, που στο βιβλίο του αποκαλεί τον Χριστό  μεγαλύτερο ποιητή, σύμφωνοι, γιατί ακόμη και τότε που έγραφε την επιστολή αυτή, δεν κατόρθωνε να τον αποκαλέσει Θεό.

Απ' την απλότητα μου τίποτα δεν καταλάβατε!
Τίποτα φτωχό μου κοριτσάκι!
Και φεύγετε πέρα, ξέφρενα
                                           Άμυαλα.
Κι ενώ, ν' αντανακλούνε έπρεπε
τα μάτια σας  γλυκύτητα
καλέ,φτωχέ γαλανωπέ καθρέφτη,
το χρώμα παίρνουν της χολής,
παραπονιάρα αδελφή,
που κακό  κοιτάζοντας τα κάνουν.

Με τους μικρούς σας βραχίονες
σαν άγριος ήρωας
χειρονομείτε
κι αρθρώνετε  το βογκητό της φθίσης, εσείς
το κάποτε, μόνον τραγούδι.

Γιατί σκιαχτήκατε απ' την αντάρα
                               απ' την καρδιά
              που άστραφτε και σφύριζε
και-οίμοι!- βρήκατε προσφύγιο στη μητέρα σας
όμοια θλιμμένο αγγελούδι.

Έτσι, δεν θέλει να γνωρίσετε το φως και την τιμή
Ερωτά φλογερού
Στην ατυχία ευτυχή, βαρύ στην τύχη και
Ως θανάτου, νέος, πάντοτε.
                                              Child wife, Londres, 2 avril1873. Paul Verlaine


   Αυτό είναι ολόκληρο το ποίημα του Βερλέν, φερμένο εδώ για να δούμε τον Ρεμπώ με τα μάτια του εραστή του. Ο μεν Ρεμπώ ήθελε ως λίγα χρόνια, ίσως λίγους μήνες, πριν, να επαναφέρει τον Βερλαίν στην κατάσταση του γιου του ηλίου(φως), ο δε Βερλέν( πρώτος στίχος, ύστατη στροφή) απέκλειε στον Ρεμπώ οτι μακριά απ' τον έρωτα τους θα έβρισκε το φως(ήλιος). Δεν ξέρω αλήθεια ποια η άποψη του ποιητή Ρεμπώ απέναντι σε ένα τέτοιο ποίημα. Οπωσδήποτε όμως... αν δεν είναι αλήθεια  το βέβαιο,  ο Βερλαίν δεν πρέπει να έχει υπόψη του την Vierge Folle από την εποχή στην κόλαση διότι, μόνον απεγνωσμένα  και ένας μέτριος ποιητής, θα μπορούσε  να δώσει κάτι τέτοιο για απάντηση σε ένα τόσο βαθύ ψυχογράφημα της ομοφυλοφιλίας οπού ο Ρεμπώ, δανείζει τη φωνή του και παίζει  καθολικά τους  ρόλους εκείνου που κρίνει, εκείνου που κρίνεται, εκείνου που ενοχοποιείται, εκείνου που σαρκάζει, βωμολοχώντας ή όχι, εκείνου που εξορκίζει σαρκαζόμενος.  Το πρώτο πορτραίτο των τρόπων με τον οποίον, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι ομοφυλόφιλοι καλλιτέχνες, θα δημιουργούσαν από τα τότε έως τα σήμερα.
   Για να καταλάβουμε τον Ρεμπώ, πρέπει να διαβάσουμε τον Ρεμπώ επιθυμώντας να ξεχωρίσουμε τη φωνή του από τόσες άλλες φωνές. Αυτό προτρέπει ο Μπονφουά στην αρχή ενός δοκιμίου του, ενώ, αλλού, υποστηρίζει οτι ο Ρεμπώ  δεν καταδικάζει ένα όνειρο του απολύτου, μα, τον τρόπο δια μέσω του οποίου η ποίηση το πλευρίζει. Aαποδοκιμάζει τα λουλούδια που γίνονται μέσο για να βρει κορμί το ψεύδος των ποιητών. Όμως, η φωνή του Ρεμπώ φαντάζει, ουσιαστικά, να εξιλεώνει όλες τις φωνές που αφομοίωσε, είπαμε, όπως η εφηβεία του επέτασσε. Οι φωνές, είναι κατά μείζονα λόγο, τεχνικές ή ανεστραμμένοι στίχοι ποιητών που δεν λυτρώθηκαν από την ποίηση. Ποιητών νεκρών, αναπλασμένων, ανορθωμένων με όλη την ισχύ του παιδιού που έβλεπε το μέλλον του να προσομοιάζει στο δικό τους. Του παιδιού που ακόμη, έστω κι αν τίποτε δεν του το δίδαξε, ένιωθε ένα εμείς στην ποίηση, έστω, ένα εμείς  με αρχηγό εκείνον, που ένιωθε τα σκήπτρα, στηλών φωτός, να ντύνονται από τα χέρια του. Δεν λησμονούμε βέβαια, πως αυτός ο μεσσιανισμός, με τον Ρεμπώ-Χριστό, είναι εκείνος που τον έφερε στα πρόθυρα της παράνοιας, απ' την οποία, ευτυχώς η αυταπάτη της επιστήμης-που την προτίμησε απ' τους ποιητικούς ενατενισμούς, λέει ο Μπονφουά(δίχως τον χαρακτηρισμό της αυταπάτης)-και στην οποία θρυμματίστηκε ο νους του Αρτώ, με παρόμοια αιτία, εκείνη  ενός χρέους που φαντάζονταν πως ο κόσμος είχε: να υποταχτεί στο είδος της λύτρωσης που γύρευαν να του επιβάλλουν εκάτεροι. Σαφέστατα, δεν υποστηρίζω πως ανέφερα τα πάντα για τις μεταξύ των σχέσεις, ομοιότητας και διαφορετικότητας, διατείνομαι μολαταύτα, πως, ναι,  τούτη είναι η σημαντικότερη αιτία.

   Ο Λεοπάρντι,  λίγες δεκαετίες πριν τον Ρεμπώ, επισημαίνει πως ο Χριστιανισμός, πλέον, μοιάζει να μην έχει άλλη αιτία υπάρξεως από το να υπενθυμίζει αφορμές θλίψης στον άνθρωπο και,  ο Ουγγαρέτι, διερωτάται έναν αιώνα έπειτα απο τον ποιητή τoυ «Infinito», αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται όντως τη διαβόητη αθεΐα του πρώτου. Εν πάση περιπτώσει, η σκοπιά του Λεοπάρντι, οπωσδήποτε ισχύει, και όχι τυχαία αναφέρεται εδώ το όνομα του, αφού η σύγχρονη φιλοσοφία, επηρεάστηκε από τη σκέψη του όπως η σύγχρονη τέχνη από τον Ρεμπώ.  Eείναι ώρα να αναφερθούμε στην πίστη του Ρεμπώ, η οποία, συχνά πυκνά, έγινε αντικείμενο εκτοπισμού από την σφαίρα του ποιητή ή, ταύτισης, με τον άξονα του έργου του. Αυτό το ζήτημα, αφήνεται εν πολλοίς στην κρίση του αναγνώστη. Μπορούμε να πούμε πάρα ταύτα,  οτι μολονότι όλο το τελευταίο του έργο φαντάζει να μην είναι παρά μια σύγκρουση με τον χριστιανισμό- μόνον εικονική σημασία έχει η χρήση της λέξης σύγκρουση- και οι στίχοι του να είναι θραύσματα αρνητικού ή θετικού  στοχασμού επάνω σε αυτήν τη θρησκεία, ο Ρεμπώ, ουδέποτε πίστεψε, μάλλονδε, ουδέποτε στάθηκε σε αυτή την πίστη. Ο Κλωντέλ ας πούμε, έγραφε πως «είναι ένας μυστικός σε πρωτόγονη κατάσταση» για να δικαιολογήσει μια βιασμένη θα ‘λεγα σύνδεση του Ρεμπώ με τον Χριστιανισμό. Αλλά, νομίζω απέχουμε πολύ από το νόημα με το οποίο στη Δύση τροφοδοτούν τις λέξεις  και από το πνεύμα με το οποίο αυτές διακατέχονται Ωστόσο, αν θελήσουμε να δούμε επάνω τους το ομοίωμα της δικής μας παραχώσεως, το βάρος που η δική μας, σε θεολογία μετεξελιγμένη, φιλοσοφία  προσδίνει, σίγουρα στο πρόσωπο του Ρεμπώ δεν θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε έναν Χριστιανό και ούτε φυσικά θα φτάσουμε  να μιλήσουμε για κατάσταση δαιμονισμού, ζήτημα πού  ο Γάλλος Μανύ  θέτει και περί του οποίου  αρκούμαστε να ανακαλέσουμε στη μνήμη, την απάντηση που ο ίδιος ο Ιησούς δίνει στον Πέτρο όταν του αποκρίνεται σαν να ήταν ο μαθητής του ο ίδιος ο σατανάς.  Και όμως, στον Ρεμπώ δεν είναι ούτε καν πειρασμός. Είναι η κίνηση μιας «νέας ζωής » μέσα και έναντι  σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όσο σατανικός  ή ένθεος και αν είναι αυτός. Ο ποιητής, χιλιοειπωμένο άλλωστε, καλείται να σηκώσει τη μοίρα  του λαού του και την περίοδο εκείνη, η Γαλλία, καλώς ή κακώς, αποτελεί καλλιτεχνικά το κέντρο της Ευρώπης(να ένας περαιτέρω λόγος των διαστάσεων που έλαβε ο Ρεμπώ) και δη, το πέλμα του οποίου τα χνάρια  σκλαβικά και δια μέσου της περιόδου του σουρεαλισμού, που σχεδόν θα κύρτωνε την πορεία της τέχνης,   θα ακολουθούσε ως τις ημέρες μας. Όπως είπαμε και προηγουμένως, σε καμμία περίπτωση,  πιστός της Αναστάσιμης θρησκείας, δεν είναι ο άγιος, ενώ, σκοπός της,  είναι η αγιότητα. Το θρησκευτικό δόγμα του καθενός,  χαρακτηρίζεται απ΄το εμπρός σε ποιόν Θεό πέφτει και σηκώνεται. Ως προς  τι θεωρεί αμάρτημα και αν για αυτή μετανοεί Ο Ρεμπώ λοιπόν έχει ένα ξεκάθαρα άλλο πρόγραμμα «απορύθμισης » όπως το αποκαλεί της ζωής, μα, και τι με αυτό, μήπως εμείς θα κρίνουμε; Όσο και αν έτρεξε, όποια και αν ήταν η ταχύτητα του Ρεμπώ, ήταν ακόμα νωρίς. Δεν μπορούμε να ταυτίζουμε την ιδιοφυΐα με τη σύνεση και, σχεδόν ποτέ δεν μπορούμε να βρούμε  την σοφία εκεί που ο άνθρωπος στηρίζεται αποκλειστικά σε ένα σύστημα λογικής, όσο προσωπικό και αν είναι αυτό. Η τρέλα άλλωστε, δεν είναι το γήινο σύστημα αντιμετώπισης της ελπίδας που συντρίβεται όταν ο άνθρωπος, με αυτό ως μέσον, παραβιάζει το μυστήριο; Μα, επιπλέον, και αν κάποιος επιμείνει  υποστηρίζοντας  οτι πίστευε, ας θυμηθεί εκείνες τις γραμμές από την ολιγόστιχη  επιστολή του Ιακώβου; «Συ πιστεύεις οτι ο Θεός είναι εις. Καλώς ποιείς. Και τα δαιμόνια πιστεύουσιν και φρίττουσι. »
   Επικρατεί το γνώρισμα πια, να διαβάζουμε ένα έργο, να το απολαμβάνουμε, ως προς το πώς ο δημιουργός του  αποσυντίθεται σε αυτό και, είναι «σύμπτωμα της υγείας μας» πως, όσο περισσότερο θυμίζει εμάς, τόσο περισσότερο του παραδινόμαστε και σχεδόν εφεύρουμε ομοιότητες για να μπορούμε  να κρυφτούμε Μέσα του, καθιστώντας, ούτως ειπείν, πιο θαρραλέα τη σκόνη που, αν μη τι άλλο, εκείνη, κατισχύει  Επάνω στις σελίδες. Ας μου συγχωρεθεί η υπερβολή σε κάποια σημεία, αν έτσι αποκαλεστεί η αγανάκτηση, λαμβάνοντας υπόψη την αδιαμφισβήτητη  επιείκεια  σε περισσότερα.
   Η μοίρα του Ρεμπώ, όπως ο ίδιος έλεγε, εξαρτιόταν από το βιβλίο που συνέθετε. Ένα βιβλίο, για το οποίο έπρεπε ακόμη να βρει έναν σωρό άγριες ιστορίες(τα λόγια παρμένα από την αλληλογραφία του). Θα τιτλοφορούταν «Παγανιστικό βιβλίο» ή « το Μαύρο βιβλίο». Θα παρατηρήσει εδώ ο αναγνώστης, πως ο Ρεμπώ καταφεύγει εν τέλει σε χριστιανική ορολογία :«κόλαση», για να τιτλοφορήσει το ποίημα και, δεν θα πλανηθεί κανείς λέοντας οτι του έλειψαν οι λέξεις.  «C' est bete et innocent». Ανόητο και αθώο το χαρακτηρίζει. Και η γραμμή ακόμη  μιας επιστολής, μετατρέπεται σε κραυγή. Νατηνε ολόκληρη :  «C'est  bete et innocent. O innocence! Innocence ; innocence, inno…flθau!»
«...Ώ αθωότητα! Αθωότητα : αθωότητα, αθω... μαστίγιο!».  Γυρίζει στα δεκάδες χαρτιά του. Γνωρίζει καλά τι θέλει να δημιουργήσει. Πολλά από τα παλαιότερα ποιήματα του τα αναπλάθει και τα τοποθετεί στο έργο κάνοντας τα , για αρκετούς, τα διασημότερα μέρη του «Μια εποχή στην κόλαση». Κάποια από τα παλιότερα έργα, δεν τα έχει μαζί του μα, ανακαλώντας τα στη μνήμη τα αναδημιουργεί κάνοντας τα πιο ελλειπτικά. Πιο ξεκάθαρα. Κάτι που, ας το σημειώσουμε, γίνεται με το 21ο κοντσέρτο για πιάνο του Μόζαρτ. Λίγα μέτρα που δεν αποτελούν παρά το τέλος του πρώτου μέρους αυτού του έργου(και κάποια άλλα στο 3ο μέρος), τα παίρνει και τα επεκτείνει στη διασημότερη συμφωνία του. Την τεσσαρακοστή.  Μα ο Ρεμπώ, καταλαβαίνει πια  πως, η ποίηση δεν είναι μουσική, μολονότι πολλοί ποιητές, ταύτισαν τρόπους της δημιουργίας τους με εκείνο ενός μουσικού. Η ποίηση, το έβλεπε πιότερο από ποτέ ο Ρεμπώ, είναι η άρθρωση της ανάγκης, λυτρώμένης συχνά , όχι σε αυτόν,  της ανάγκης του ανθρώπου ως προς το Μυστήριο. Αλλιώς στη μουσική, το θάμπος του Μυστηρίου αγναντεύεται. Ο Ρεμπώ, αναδρομεί τη ζωή του  μέσω του έργου του. Προσπαθεί να εξηγήσει αντιδράσεις του. Εξομολογείται. Κάνει το έργο του περισσότερο προσωπικό από όσο θα ήθελε, το γνωρίζει και του το επιτρέπει, επιτρέπει στον εαυτό του το άνοιγμα της ψυχής του ακούγοντας, τολμώντας να ακούσει τις ανάγκες που για τον ίδιο του τον εαυτό δεν τις θεωρούσε άξιες. Ωριμότερος από ποτέ, αλλά και απόλυτα εξουθενωμένος  εκεί που βλέπει πληγή αφαιρεί ολόκληρο το μέλος. Μοιάζει να είναι πιο αποφασισμένος από ποτέ. Οτιδήποτε πέρασε απ΄ τη  φαντασία του, το είχε ζήσει. Οτιδήποτε περίμενε απ τη ζωή του, το είχε μόνο φανταστεί. Και η ποιητική του ειλικρίνεια, έφτανε στην ηλικία του απολογισμού. Το όραμα είναι βαθύτατα, πέρα, εκεί που τα πράγματα σχεδόν δεν υπάρχουν, και μόνον εξαυλωνόμενος ο άνθρωπος αντικαθίσταται με το όραμα του. Το όραμα δεν βιώνεται.  Βιώνεις -στο- όραμα σου και το χώμα, όταν απαιτεί να βαστάξει το όραμα, απομένει στάχτη. Ο Ρεμπώ, επαναλαμβάνουμε, έχει  όλα τα μέσα της ποίησης, μια ευρύτατη γνώση της λογοτεχνίας, της οποίας το «φανταστικό» πολλές φορές δεν κατορθώνει να το διακρίνει από την πραγματικότητα. Ο Μπονφουά και δεκάδες άλλοι, αδίστακτα, φτάνει μέχρι  να μιλήσει για τον αυνανισμό στη ζωή του Ρεμπώ, ακολουθώντας τον φάρο της Γαλλικής νοοτροπίας: την επιβολή δηλαδή, σε οτιδήποτε, της διάστασης libido, πράγμα το οποίο στους βιαστικούς ρυθμούς της ανθρωπότητας δεν προσφέρει την παραμικρή γνώση και λόγω της ευκολίας  και της απερισκεψίας με τις οποίες κανένας μπορεί να εκφέρει και εκφέρει άποψη για εκείνη, την πιστεύει υπό τον έλεγχο του, μοιραίο λάθος, που τον οδηγεί ακαριαία στον σεξισμό   Σαν πολλούς άλλους, ο Μπονφουά, δεν κατάλαβε πως, το ήττον, θα έπρεπε να δούμε την ηδονή  ως προς το πνεύμα και όχι έναν ολόκληρο άνθρωπο  ως προς την λίμπιντο. Ως προς την ηδονή στο Ρεμπώ, αρκεί να υπενθυμίσουμε πως ήταν μέρος της «απορύθμισης » όπως την ονόμαζε της ζωής του, φαντασιωνόμενος οτι αποτελούσε τον δρόμο προς εκείνη που θεωρούσε γνώση. Όπως και αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η κατάσταση της ψυχολογίας του, σύντομα, αφυδατώνεται, γιατί  σίγουρα είχε την υδαρότητα που δίπλα στην αντίρρηση και την ορμή αποτελεί μέρος της φύσης της εφηβείας, στην καθημερινότητα και στο αυστηρό κλείσιμο του χαρακτήρα του που συνεχίζει ως και το επιθανάτιο κρεββάτι του οπόταν , στη συγκινητική περιγραφή της αδελφής του, αναφέρεται να δακρύζει και να κατέχει τη καθαρότερη πίστη που είχαν ως τότε βρει οι ιερείς με τους οποίους ακολούθησε  τα διαδικαστικά του τέλους...Ειλικρινής πίστη; Φόβος; Δεν θα μάθουμε ποτέ.
   Η δύναμη που ο καλλιτέχνης κατέχει, επί το πολύ, είναι μόνον φαντασία και η δημιουργία, απέχει τόσο από την πραγματικότητα όσο αποστέκονται μεταξύ τους οι ορισμοί του μέλλοντος «ως δεδομένου» και «ως προϋπόθεσης». Στον Ρεμπώ, ανάμεσα στο δημιούργημα του και τη ζωή του υπάρχει απόλυτη συνέπεια. Μα και η τελειότερη(τι σημαίνει ένα τέτοιο επίθετο;) σύνταξη ενός στίχου, μπορεί να  θεωρηθεί λύτρωση του τετριμμένου ποιητικού λόγου, αλλά, ο Ρεμπώ, είχε ταυτίσει τη λύτρωση του ποιητή ως ανθρώπου με τη σωτηρία της ποίησης και προφανώς, αφού μέσα στις λέξεις μπαίνει, βίαια, ένας ολόκληρος άνθρωπος η ποίηση εκτινάσσεται. Οι μορφές αναπνέουν. Όταν όμως υπάρχει ετούτη η αλληλεξάρτηση, συνεπάγεται, πως η μονομανία, είναι κοντά, και η αγαλλίαση σχεδόν ενός ανθρώπου, διαφεντεύεται από την εύστοχη χρήση ενός κόμματος... Από αυτό το χαρακτηριστικό, ο Ρεμπώ ξεφεύγει. Όμως δεν γλιτώνει από το ψέμα της λύτρωσης του ανθρώπου από την τέχνη. Το εγώ της πραγματικότητας αντί-παραστέκεται στο μόνον ονειρικό εμείς. Αισθάνεται πως την δύναμη της λέξης, την έχει και ως δύναμη ζωής και όπως όλοι οι έφηβοι όταν πρόκειται για την υπερίσχυση, και αυτός είναι αδιάλλαχτος. Αυτή η δύναμη, αφού δεν μπορεί να γίνει τυραννική ως προς ένα, ή περισσότερα, αντικείμενα, στρέφεται κατά της ίδιας της πηγής ... «ούτε η δύναμης του δικαίου και του σοφού κεχωρισμένη, αρετή θεωρείται. Θηριώδες γαρ το τοιούτον και τυραννικόν της δυνάμεως είδος». Και όντως, όταν η αιτία του κόσμου διαχωρίζεται από την χαρά ακόμη και της απόλαυσης του «πολέμου» μεταξύ των μορίων της φύσης, την συμμετοχή του ανθρώπου ως γνώστη όγκων που στροβιλίζονται ενώ θεωρεί το βήμα του επάνω τους σταθερό, όταν δεν μπορεί να συμμετέχει(χωρίς να του αρκεί πως γνωρίζει) μα απαιτεί να ηγηθεί, τότε  ο κόσμος(ως ύλη), φαντάζει σχεδόν να απαξιώνει τον τόσο μικρότερο του άνθρωπο(ως ύλη), μα το καθόλου υλικό εγώ του, τότε, εξανίσταται και σχεδόν φρίττει στην γνώση του ως υποδεέστερο.
   Υπό μία έννοια, μόνον ο Αρτώ μπόρεσε να νιώσει τον Ρεμπώ, μα δυστυχώς όχι προς όφελος. Όμως ο Αρτώ, σηκώνει επάνω του κάτι ακόμη τραγικότερο. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που 2-3 φωνές στη δυτική τέχνη είχαν τον 19ο αιώνα  δει, δεν σήμανε τίποτε για τους μεταγενέστερους και μάλιστα, στην περίπτωση του Ρεμπώ, απο τη ζωή του και μετά, η τέχνη είχε ως το βασικότερο κλισέ της, την μίμηση της ντεκαντέντσιας  της βιωτής του Ρεμπώ(και όχι μόνο). Για αυτό και τόσος λόγος για το υποσυνείδητο άλλωστε. Που αλλού αν όχι σε έναν έφηβο, στην ήβη, στην ορμή του, στη χαρτογράφηση της λίμπιντο του, που αλλού θα έβρισκαν καταφύγιο οι ιεροί δούλοι και υπηρέτες της τέχνης; Δεν υπάρχει ποίηση μετά από αυτόν(με εξαίρεση τον Έλληνα Καβάφη και τον Γάλλο Περς ) που να γράφηκε σε «μορφή» διαφορετική από αυτές που είχε εξερεύνηση και εφεύρει ή επαναφέρει(από την αρχαιότητα) στο φως. «Le siθcle des mains» ο αιώνας των χεριών, που προέβλεπε ο Ρεμπώ ήρθε, και δεν μένει παρά να δούμε να περνά και «ο αιώνας του σπέρματος» , που ανέμενε ο Αρτώ. Μονάχα ο Σαραντάρης είχε, δεν γνωρίζω πώς, την τόλμη; Την υγεία; Να δει όλα αυτά με συνέπεια και νουνεχώς. Γαλήνια. Διότι τίποτε δεν μπορούσε να παραμείνει ύλη στη δική του φιλοσοφία. Δεν ξέρω πως, μα, είναι το μόνον θαύμα στη λογοτεχνεία, ιστορικά,μετά τον Ρεμπώ.
   Δεν θα σταθώ σε βιογραφικά δεδομένα. Σποραδικά, ανέφερα αυτά που θεώρησα τα άκρα και τα  μέσα των αξόνων της ζωής του ποιητή. Αρκούν για να βρεθεί λοιπόν η οποιαδήποτε συντεταγμένη. Δεκάδες βιογραφίες-εξιστορήσεις του Ρεμπώ, υφίστανται. «Μεταφράζω για να δημιουργήσω μια νέα ποιητική οντότητα» έλεγε ο Ουγγαρέτι. «Μετάφραση, είναι το γύρισμα από μια γλώσσα σε άλλη» σημείωνε ο Λορεντζάτος. «Τα δικαιώματα της μετάφρασης, δικά μου» θα πει ο Ρεμπώ. Οι μεν μυημένοι, τη βιογραφία τη γνωρίζουν. Οι δε μειούμενοι, ξεκίνησαν με λάθος βιβλίο. Το ποίημα άλλωστε, είναι εκείνο που ενδιαφέρει τον αναγνώστη.
   Προτάθηκαν οι αντιρρήσεις μας ως προς τη συμπεριφορά της κατοπινής του Ρεμπώ τέχνης. Γύρω από αυτόν, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ποιητή, θα μπορούσε να γραφεί η  ιστορία της σύγχρονης τέχνης. Στο κείμενο αυτό, προσπαθήσαμε, εν τάχη, να δούμε τον Ρεμπώ ως προς τα «καθημάς» δεδομένα για τον Χριστιανισμό.  Ας αφεθεί ο καθένας στη δύναμη του λόγου του και ας μην προσπαθήσει να καταλάβει τα σκοτεινότερα σημεία του. Εκεί που οργίζεται, είναι ειλικρινής, εκεί που ανασυνθέτει και συγκολλά, δυσκολεύει κάπως τη συνοχή του έργου του. Δεν εξυπακούεται, κατ' εμέ,  η συνέχεια-συνέπεια  των «ιστοριών» του ποιήματος. Τα φύλλα, κοντολογίς, αυτού του «κολασμένου».   Είναι αφελές να ζητήσει κάποιος σε αυτό το έργο την έμπεδη δομή άλλων ποιημάτων του. Γνωστές άλλωστε οι συνθήκες υπό τις οποίες γράφηκε.
   «Ανάγκη γαρ το πρώτον εννόημα καθ' έκαστον φθόγγο βλέπεσθαι» λέει ο Επίκουρος και, να, ο Ρεμπώ, παραθέτει μιαν απάντηση στο ζήτημα του φιλοσόφου. Ο κόσμος, στα χαρτιά αυτά, διαλύεται και ανασυντάσσεται  «έως φωνηέντου »...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου