Γράφτηκε: το 1986 και δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό «Marxist Review» και αργότερα στην Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση(ΕΜΕ)
Πηγή: Υλιστική Διαλεκτική και Πολιτική Επανάσταση - Εκδόσεις «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ», 2003
Μετάφραση-Επιμέλεια-Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ.Θωμαδάκης–I.Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, Γενάρης 2005
Πηγή: Υλιστική Διαλεκτική και Πολιτική Επανάσταση - Εκδόσεις «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ», 2003
Μετάφραση-Επιμέλεια-Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ.Θωμαδάκης–I.Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, Γενάρης 2005
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Μέρος Πρώτο
Όταν λέμε «Θεωρία της Γνώσης», εννοούμε την πιο συγκεκριμένη έκθεση της διαλεκτικής λογικής. Αυτό σημαίνει ότι από την αρχή ένα τέτοιο καθήκον συνεπάγεται πολύ μεγάλες πολιτικές ευθύνες. Αφορά την άπειρη κίνηση και τις αλλαγές στον εξωτερικό κόσμο της Φύσης, που υπάρχει ανεξάρτητα και έξω από τη συνείδησή μας. Τα θεμέλια της δουλειάς μας για τη διαλεκτική εκπαίδευση των στελεχών μας πρέπει να χαραχθούν με τη μεγαλύτερη προσοχή και φροντίδα σε σχέση με την καθημερινή μας πράξη.
Από τη στιγμή που αρχίζουμε να μιλάμε για την ύπαρξη του κόσμου πέρα από τη σκέψη και ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, αποχωριζόμαστε από όλες τις ποικιλίες του ιδεαλισμού και της τυπικής σκέψης. Ο κόσμος αυτός πέρα από τη σκέψη για τους κυρίους αυτούς καθηγητές και τους αμέτρητους συγχυσμένους οπαδούς τους, διακηρύσσεται χωρίς πολλές κουβέντες αγνώσιμος. Έτσι, καταναλώνουν το χρόνο τους με την αυτοκατασκευή αφηρημένων εικόνων για να περιγράψουν αυτό που εκείνοι νομίζουν ότι είναι. Απλά μετασχηματίζουν τον πραγματικό υλικό κόσμο, που υπάρχει έξω από τη συνείδηση, σε μια αφαίρεση. Το «εργοστάσιο» που παράγει μαζικά τέτοιες «εικόνες», ονομάζεται «αστική ιδεολογία», και δουλεύει μέρα νύκτα μέσα από τα καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης, σε όλο τον κόσμο.
Όμως, ο κόσμος πέρα από τη σκέψη υπόκειται στους ίδιους αντικειμενικούς διαλεκτικούς νόμους όπως η ίδια η σκέψη. Αλλά, αν η σκέψη, ως υποκειμενική, και ο άπειρος εξωτερικός κόσμος είναι αντίθετα, είναι ενωμένα καθόσον υπόκεινται στους νόμους της διαλεκτικής Φύσης. Τέτοιοι νόμοι διέπουν όχι μόνο τις σκέψεις μας, είτε έχουμε συνείδησή τους είτε όχι, αλλά και τον κόσμο πέρα από τη σκέψη.
Όπως έγραψε ο σοβιετικός φιλόσοφος, Ε.Β.Ιλιένκοφ, στο βιβλίο του για τη Διαλεκτική Λογική, (σελ. 36-37, Εκδόσεις «Gutenberg»):
«Είναι στον Άνθρωπο που η Φύση πραγματικά διεξάγει, με έναν αυτονόητο τρόπο, εκείνη ακριβώς τη δραστηριότητα που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε “σκέψη”. Στον Άνθρωπο, στη μορφή του ανθρώπου, στο πρόσωπό του, η ίδια η Φύση σκέπτεται, και καθόλου κάποια ιδιαίτερη υπόσταση, πηγή, ή αρχή ενσταλαγμένη σ’ αυτόν από τα έξω. Στον Άνθρωπο, επομένως, η Φύση, σκέπτεται τον εαυτό της, αποκτά επίγνωση του εαυτού της, αισθάνεται τον εαυτό της, δρα πάνω στον εαυτό της. Και το “συλλογίζεσθαι”, η “συνείδηση”, η “ιδέα”, το “αίσθημα”, η “θέληση” και όλες οι άλλες ειδικές δραστηριότητες που ο Ντεκάρτ περιέγραψε σαν Tρόπους σκέψης, είναι απλά διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους αποκαλύπτεται μια ιδιότητα αναπαλλοτρίωτη από τη Φύση ως όλο, ένα από τα δικά της κατηγορήματα».
Είναι η διαλεκτική Φύση που δρα μέσα από τον Άνθρωπο, πράγμα που εξηγεί πώς οι Άνθρωποι σκέπτονται και δρουν, σε μια ταξική κοινωνία, σαν τον καπιταλισμό, ανάλογα με το σε ποια τάξη της κοινωνίας ανήκουν. Η ταξική πάλη στην κοινωνία, ανάμεσα στην εργατική τάξη, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και όλους τους καταπιεζόμενους, με τoν παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, είναι ένα νομοτελειακό προτσές, που παρέχει μια μόνιμη εξωτερική πηγή για όλα τα αισθήματά μας.
Η Λογική της Γνώσης
Επομένως, το προτσές της γνώσης του εξωτερικού κόσμου ως «όλο» ενυπάρχει στην ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της πηγής ενός αισθήματος και των πολύπλευρων συνδέσεών του. Αυτά, με τη σειρά τους, μπορούν να παράγουν μια ροή νέων αισθημάτων. Το αίσθημα ως μια εικόνα μπορεί μόνο να αποκαλύψει μια «απόχρωση» της εξωτερικής πηγής του ως «μερικό» ή «μέρος», ενώ αυτό το «μέρος» είναι σχετικό ως προς άλλα «μέρη» που αναδύονται, καθώς περιέχει, με έναν μονόπλευρο τρόπο, το αέναα μεταβαλλόμενο «όλο» ως ένα απόλυτο μέσα στο σχετικό «μέρος» («αντίθετο»). Τα αυτοσχετιζόμενα αυτά «μέρη», ως αντίθετα, που αναδύονται από την ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της αρχικής πηγής του αισθήματος στον εξωτερικό κόσμο, είναι έννοιες, που σε κάθε στάδιο μάς κάνουν ικανούς να αναλύουμε την αλληλεπίδραση του «όλου» μέσα στο μέρος και αντίστροφα, (βλ. το κεφάλαιο: «Προσδιορισμοί της Αντανάκλασης»).
Η «Θεωρία της Γνώσης», στο άμεσο ξετύλιγμά της, μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τις αλληλουχίες των διαλεκτικών στιγμών που αρχίζουν από την ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της πηγής του αισθήματος στον εξωτερικό κόσμο. Αυτό είχε στον νου του ο Τρότσκι όταν έγραφε: «Η διαλεκτική εξάσκηση του νου, τόσο απαραίτητη σ’ έναν επαναστάτη αγωνιστή όσο οι ασκήσεις των δακτύλων σ’ έναν πιανίστα, απαιτεί να προσεγγίζουμε όλα τα προβλήματα ως προτσές κι όχι σαν σταθερές κατηγορίες», (βλ. το κεφάλαιο: «Η Διαλεκτική της Αντίφασης»).
Η Διαλεκτική Λογική πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδείχνει το πώς η ίδια η σκέψη αναπτύσσεται επιστημονικά. Επομένως, απαιτείται η νοητική αναπαραγωγή, από την αρχή της στον εξωτερικό κόσμο, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση, της δικής της νομοτελειακής «αυτοκίνησης». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από έννοιες που εκδηλώνουν την παρουσία της κίνησης του εξωτερικού κόσμου στην υποκειμενική δραστηριότητα της ίδιας της σκέψης.
Τέτοιες έννοιες αναπτύσσονται μόνο από την καθημερινή πράξη των ίδιων των κοινωνικών όντων, που στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αφαιρούν από τη Φύση τούς απαραίτητους πόρους για την καθημερινή ζωή. Ενώ ο αντικειμενικός κόσμος, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση, δεν μπορεί να αναχθεί σε μια αφαίρεση στη σκέψη, παρ’ όλα αυτά μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τις υποκειμενικές εικόνες των αισθημάτων που η πηγή τους είναι στον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο. Ας μας επιτραπεί να θυμίσουμε στους αναγνώστες μας, γι’ άλλη μια φορά, τι είναι το προτσές της διαλεκτικής αφαίρεσης.
Η Λογική ως «Αφηρημένη Σκέψη»
Ας αρχίσουμε με τον Λένιν, από μια παράθεση που έχουμε ξαναχρησιμοποιήσει σε προηγούμενο άρθρο. Περιγράφει το προτσές της γνώσης ως εξής: «Από τη Ζωντανή Αντίληψη στην αφηρημένη σκέψη και απ’ αυτήν στην πράξη», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 152-153, η υπογράμμιση είναι στο πρωτότυπο). Όμως, υπάρχει μια σχολή ιδεαλιστικής σκέψης που μεταχειρίζεται τη «ζωντανή αντίληψη» σαν ένα «συνδυασμό αισθημάτων», που ισοδυναμεί με τις δικές τους αυτοκατασκευασμένες νοητικές εικόνες, τις οποίες διαλύουν άμεσα στην πράξη τους.
Αγνοούν το γεγονός ότι η «ζωντανή αντίληψη» ως αίσθημα έχει την πηγή της στον εξωτερικό κόσμο, που μπορεί να αναλυθεί μόνο με τη διαλεκτική λογική ως Θεωρία της Γνώσης κι ότι αυτό εννοούσε ο Λένιν όταν έγραφε «αφηρημένη σκέψη και απ’ αυτήν στην πράξη». Η ιδεαλιστική ρεβιζιονιστική σχολή αφορά τους οπαδούς της ΠΡΑΞΗΣ, που είναι η διάλυση των αυτοκατασκευασμένων νοητικών εικόνων τους στην πράξη. Αποφεύγουν σαν πανούκλα τη διαλεκτική λογική που είναι μια έκθεση της αντίφασης ως μια θετική εικόνα της «αντί-θεσης».
Οι αστικά εκπαιδευμένοι καθηγητές, ενώ είναι πρόθυμοι να δεχτούν την αντίφαση σαν μια λέξη στο λεξικό, αποφεύγουν τις φυσικές επιπτώσεις της αντίφασης. Παρασύρονται άσκοπα από τη μια πράξη στην άλλη, φτιάχνοντας τις εικόνες τους, καθώς πηγαίνουν τυφλά προς μια ενατενιστική παθητικότητα, που οδηγεί κατευθείαν στο βάλτο του υποκειμενικού ιδεαλισμού.
Τους βολεύει να ξεχνούν ότι τα ανθρώπινα όντα, για να ζήσουν, πράγματι αφαιρούν τα αντικείμενα που χρειάζονται από τη Φύση. Είναι η υλική πραγματικότητα αυτής της αναγκαίας πράξης που παράγει τις αφηρημένες εικόνες των αντικειμένων που χρειάζονται. «Η ύλη», όπως τόσο σωστά θύμισε ο Έγκελς, «δεν είναι προϊόν του πνεύματος», (Λένιν: Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, σελ. 86), «αλλά το ίδιο το πνεύμα είναι απλά το ανώτατο προϊόν της ύλης», του εγκέφαλου ως «ύλη που σκέφτεται».
Ο Έγκελς και ο Λένιν για τη Λογική
Στις σελίδες 316-317 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, ο Λένιν ορίζει τη μέθοδο της διαλεκτικής λογικής ως εξής:
«Η ταυτότητα των αvτιθέτων (θα ήταν πιο σωστό, ίσως, να λέγαμε η “ενότητά” τους –αν και η διαφορά ανάμεσα στους όρους ταυτότητα και ενότητα δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική εδώ. Με μια ορισμένη έννοια, και οι δυο είναι σωστοί) είναι η αναγνώριση (ανακάλυψη) των αντιφατικών, αλληλοαποκλειόμενων, αντίθετων τάσεων σε όλα τα φαινόμενα και προτσές της Φύσης (συμπεριλαμβανομένων της σκέψης και της κοινωνίας», (όπ.π.).
Πρέπει να αναλύσουμε αυτές τις προτάσεις με κάποια λεπτομέρεια.
Ο Έγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης, ορίζει τη διαλεκτική με τον εξής τρόπο:
«Η διαλεκτική, η λεγόμενη αντικειμενική διαλεκτική, κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Φύση, και η λεγόμενη υποκειμενική διαλεκτική, η διαλεκτική σκέψη, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της κίνησης που μέσα από αντίθετα επιβάλλεται παντού μέσα στη Φύση και που με την αδιάκοπη πάλη των αντιθέτων και το τελικό πέρασμα του ενός στο άλλο ή σε ανώτερες μορφές, καθορίζει τη ζωή της Φύσης», (Φρ.Έγκελς: Η Διαλεκτική της Φύσης, σελ 189).
Ακολουθεί στη σελίδα 193 ένα άλλο απόσπασμα, που λέει: «Από την αρχή είναι αυτονόητο ότι η ταυτότητα με τον εαυτό της, απαιτεί ως συμπλήρωμα τη διαφορά από κάθετι άλλο», (όπ.π.).
Αυτό υπογραμμίζεται από τον Λένιν στη σελίδα 120 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, όταν γράφει στο τέλος της σελίδας:
«ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ – ΔΙΑΦΟΡΑ – ΑΝΤΙΦΑΣΗ
(ιδιαίτερα αντί-θεση) (Θεμέλιο)
»
Στην αρχική μετάφραση, η γερμανική λέξη «Gegensatz» κάτω από τη ΔΙΑΦΟΡΑ έχει διαγραφεί, γιατί σημαίνει «αντίθεση» (στα αγγλικά «ορροsitiοn» –Θ.Θ.), που είναι μια επιστημονική παραλλαγή της λέξης «αντί-θεση» (στα αγγλικά «antithesis» –Θ.Θ.) στο προτσές της αντανάκλασης.
Η αντικειμενική ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της πηγής του αισθήματος στον εξωτερικό κόσμο αρνείται σε ΔΙΑΦΟΡΑ ως αντί-θεση, (βλ. κεφάλαια: «Η Διαλεκτική της Αντίφασης» και «Προσδιορισμοί της Αντανάκλασης» στα «Τρία Άρθρα για τη Φιλοσοφία»). Αυτή η αντί-θεση είναι η ενότητα της αρνητικής ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, ως μιας θετικής εικόνας, πάνω στο αρνητικό της ΔΙΑΦΟΡΑΣ (αίσθημα) που είναι η Ουσία ως αντίφαση. Αυτή είναι η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ και ΕΝΟΤΗΤΑ των αντιθέτων που αναφέρει ο Λένιν –«μ’ αυτή την έννοια και οι δυο είναι σωστές».
Απλή Άρνηση
Η πρώτη αυτή άρνηση, όπως εξηγεί ο Λένιν, συμφωνώντας με τον Χέγκελ, είναι:
«...“ΚΑΤΙ, παρμένο από την άποψη του ενυπάρχοντος Ορίου του –από την άποψη της αυτοαντίφασής του, μιας αντίφασης που το ωθεί (αυτό το Κάτι) και το οδηγεί πέρα από τα όριά του, είναι το Πεπερασμένο]”...», (όπ.π., σελ. 98).
Όπως εξήγησε ο Λένιν στη σελίδα 213 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, είναι «αυτή η απροσδιόριστη αρχή» που «είναι ανεπίτρεπτο να υποτιμάται».
Το ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ σπρώχνει την πρώτη, την «απλή» άρνηση πέρα από το όριό της, και αυτή η άρνηση πρέπει πάλι να βρει την άρνησή της πίσω στην αρχική εξωτερική πηγή της ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ του αισθήματος. Ο Λένιν συνεχίζει στη σελίδα 317 του ίδιου τόμου: «Ο όρος για τη γνώση όλων των προτσές του κόσμου στην “αυτοκίνησή” τους, στην αυθόρμητη ανάπτυξή τους, στην πραγματική ζωή τους, είναι η γνώση τους ως ενότητα αντιθέτων. Η ανάπτυξη είναι η “πάλη” των αντιθέτων», (όπ.π.).
Το πεπερασμένο είναι αρνημένο από την ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της πηγής του αισθήματος στον εξωτερικό κόσμο. Αυτή είναι η πηγή της «αυτοκίνησης», που το σπρώχνει να αρνηθεί την άρνησή του πίσω στην άπειρη πηγή του ίδιου του αισθήματος. Αυτό το πεπερασμένο και το άπειρο, μέσα από άρνηση της άρνησης είναι «μια ενότητα αντιθέτων», της οποίας «η ανάπτυξή είναι η πάλη των αντιθέτων». Ένα παραπέρα αίσθημα (μέρος) πρέπει να βρει την άρνησή του στην έκφανση.
Η Ουσία ως Αντίφαση
Ο Λένιν εξηγεί την Έκφανση ως:
(1) Τίποτε, το μη υπάρχον, που υπάρχει = ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ (απροσδιόριστη Αρχή) = ΜΗ ΕΙΝΑΙ
(2) Είναι ως στιγμή = το «μέρος» που μόλις έχει βρει την άρνησή του ως ένα (μερικό).
Ο Λένιν έχει προηγούμενα αναφερθεί στην Έκφανση στη σελίδα 89 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, όπου γράφει δυο σημαντικά πράγματα. Αυτά πηγάζουν από τη μελέτη του πάνω στον Χέγκελ.
(1) «Η αντικειμενικότητα της Έκφανσης».
(2) «Η αναγκαιότητα της Αντίφασης».
Ο Λένιν συνεχίζει την εξέτασή του μέσα σε πλαίσιο στην ίδια σελίδα:
«Δεν είναι εδώ η σκέψη ότι η έκφανση είναι επίσης αντικειμενική, γιατί περιέχει μια από τις πλευρές του αντικειμενικού κόσμου; Όχι μόνο η Wesen (Ουσία), αλλά και η Schein (Έκφανση), επίσης, είναι αντικειμενική. Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, ΑΛΛΑ ΚΙ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ», (όπ.π., σελ. 89-90).
Η «μια από τις πλευρές του αντικειμενικού κόσμου» είναι η απροσδιόριστη αρχή, το ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ που τα όριά του, όπως έχουμε δείξει, αρνούνται την απλή άρνηση πίσω στην άπειρη πηγή του.
Ο Λένιν γυρίζει ξανά στην αντίληψη του Χέγκελ για την Έκφανση στη σελίδα 120 των Φιλοσοφικών Τετραδίων:
«Οι πιο ασήμαντοι φιλόσοφοι φιλονικούν για το αν η ουσία ή αυτό που είναι άμεσα δοσμένο θά ’πρεπε να παίρνεται ως βάση (ο Καντ, ο Χιουμ, όλοι οι μαχιστές). Αντί για “ή”, ο Χέγκελ, βάζει “και”, εξηγώντας το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του “και” », (όπ.π.).
Η Έκφανση, λοιπόν, είναι η Ουσία και αυτό που είναι άμεσα δοσμένο. Ο Λένιν συνεχίζει, ορίζοντας την Ουσία: «Αυτό που φανερώνεται», γράφει στη σελίδα 119 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, «είναι η ουσία σ’ έναν από τους προσδιορισμούς της, σε μια από τις πλευρές της, σε μια από τις στιγμές της. Η Ουσία φαίνεται ότι είναι ακριβώς αυτό. Η Έκφανση είναι το φανέρωμα (Scheinen) της ίδιας της ουσίας μέσα στον εαυτό της», (όπ.π.).
Πιο κάτω στην ίδια σελίδα, σε ένα μικρό πλαίσιο, ο Λένιν γράφει: «Η Έκφανση (αυτό που φανερώνεται) είναι η Αντανάκλαση της Ουσίας σε (αυτήν) καθεαυτήν», (όπ.π.). Σε μια πρόταση πάνω από αυτό το πλαίσιο, ο Λένιν παραθέτει επιδοκιμαστικά τον Χέγκελ: «...“ Σ’ αυτήν την αυτοκίνησή της η Ουσία είναι Αντανάκλαση. Η Έκφανση είναι το ίδιο με την Αντανάκλαση” ...», (όπ.π.).
Η Ουσία είναι η ενότητα της αρνημένης ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ που γίνεται μια Θετική εικόνα πάνω στο αρνητικό της ΔΙΑΦΟΡΑΣ (αίσθημα) ως ΑΝΤΙΦΑΣΗ που αναδύεται στην Έκφανση σαν ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι: «Ουσία ως Αντανάκλαση Καθεαυτή», (όπ.π., σελ. 115).
Η «Αυτοκίνηση» της «Αφηρημένης Σκέψης»
«Το αποτέλεσμα της άρνησης της άρνησης, αυτός ο τρίτος όρος “δεν είναι ένας ήρεμος τρίτος όρος, αλλά, ως αυτή η ενότητα” (αντιφάσεων), “είναι αυτοδιαμεσοποιημένη κίνηση και δραστηριότητα” ...», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 211). Αυτό είναι το Είναι ως μια στιγμή στην Έκφανση, που είναι το αποτέλεσμα του «Τρίτου Όρου».
Ο Λένιν αναλύει αυτή την παράγραφο ως εξής:
«Το αποτέλεσμα του διαλεκτικού αυτού μετασχηματισμού στον “τρίτο όρο”, στη σύνθεση, είναι μια νέα προκείμενη, βεβαίωση, κλπ., που με τη σειρά της γίνεται η πηγή μιας παραπέρα ανάλυσης. Αλλά σ’ αυτήν, σε αυτό το “τρίτο” στάδιο, έχει ήδη εισχωρήσει το “περιεχόμενο” της γνώσης [“der Inhalt des Erkennens als solcher in den Kreis der Betrachtung eintritt (το περιεχόμενο της γνώσης ως τέτοιο εισέρχεται στη σφαίρα της θεωρησιακής σκέψης)”] –και η μέθοδος επεκτείνεται σε σύστημα.
Η αρχή κάθε θεώρησης, ολόκληρης της ανάλυσης –αυτή η πρώτη προκείμενη– τώρα εμφανίζεται απροσδιόριστη, “ατελής”. Προβάλλει η ανάγκη να αποδειχθεί, να “εξαχθεί” (ableiten) και προκύπτει ότι: “αυτό μπορεί να φαίνεται ισοδύναμο με την απαίτηση για μια άπειρη οπισθοδρομούσα πρόοδο στην απόδειξη και την εξαγωγή” –αλλά από την άλλη», συνεχίζει ο Λένιν, «η νέα προκείμενη σπρώχνει μπροστά...», (όπ.π., σελ. 211, στα εισαγωγικά είναι τα κείμενα του Λένιν, στα διπλά εισαγωγικά είναι αποσπάσματα από τον Χέγκελ).
Η νέα προκείμενη «σπρώχνει μπροστά» στην ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης, που εκδηλώνει την «αυτοκίνηση» του προτσές της «αφηρημένης σκέψης» στη Γνώση, (όπ.π., σελ. 317).
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Μέρος Δεύτερο
Ο εξωτερικός αντικειμενικός κόσμος συνιστά την ενότητα των αντιθέτων ως «ένα και μόνο όλο». Είναι η εξωτερική πηγή της ποσότητας ενός «αντικειμένου» ή «αντικειμένων» που παρέχει α) την αιτία του αισθήματος, β) την «απλή άρνηση» και γ) την Αντανάκλαση που αναδύεται στη συνείδηση ως αίσθημα.
Η «ταυτότητα των αντιθέτων» είναι το αρνητικό (η ταυτότητα της αυτοσχετιζόμενης εξωτερικής πηγής του) που εμφανίζεται ως Θετικό (Διαφορά) πάνω στο Αρνητικό της πεπερασμένης εικόνας του αισθήματος. Αφού το πεπερασμένο ως ποιότητα σπρώχνεται πέρα από τα όριά του, η ενότητα αντιθέτων (θετικό/αρνητικό), που είναι η Ουσία ως αντίφαση, αρνείται την άρνηση πίσω στην άπειρη πηγή του αισθήματος.
Αυτό είναι το διαλεκτικό προτσές μέσα από το οποίο η Αντανάκλαση διασπά το «ένα και μόνο όλο» (αντικείμενο), επιτρέποντας έτσι στο υποκείμενο να αναλύσει τα «αντιφατικά του μέρη», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 316).
Η «Απροσδιόριστη Αρχή» και η Έκφανση
Αφού ο κόσμος και οι αντικειμενικοί του νόμοι είναι γνώσιμοι, η «Θεωρία της Γνώσης» αντανακλά αυτή την πραγματικότητα στη διαλεκτική κίνηση της σκέψης. Όλοι οι αντικειμενικοί διαλεκτικοί νόμοι εκδηλώνονται στην έκφανση, (βλ. «Θεωρία της Γνώσης», Μέρος Πρώτο).
Αυτοί είναι: α) Οι νόμοι της ενότητας, της σύγκρουσης και της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων, β) Ο νόμος της Ποσότητας σε Ποιότητα και αντίστροφα, και γ) Ο νόμος της άρνησης της άρνησης. Η «απροσδιόριστη αρχή», ενώ είναι «μια έκθεση της αντίφασης» σαν ενότητα του αντικειμένου (ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ) ως Αρνητικό και της Διαφοράς του (θετικό), δεν αποτελεί ακόμα την ολοκλήρωση της εκδήλωσης των Αντικειμενικών διαλεκτικών νόμων στην υποκειμενική διαλεκτική σκέψη. Γι’ αυτό η φύση της είναι «απροσδιόριστη» (δες Αναπαράσταση του Προτσές της Γνώσης).
Ο νόμος της ενότητας και αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων –αντικείμενο/υποκείμενο– είναι παρών, αλλά όχι η «πάλη» τους, αφού, όπως εξήγησε ο Λένιν στη σελίδα 317 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, η «Ανάπτυξη είναι η “πάλη” των αντιθέτων». Αυτά συγχωνεύονται στην «έκφανση», στην υποκειμενική δραστηριότητα της διαλεκτικής σκέψης, (βλ. «Θεωρία της Γνώσης», Μέρος Πρώτο).
Η άπειρη Ποσότητα έχει αρνηθεί τον εαυτό της σε πεπερασμένη Ποιότητα, αλλά όχι αντίστροφα, δηλαδή η πεπερασμένη Ποιότητα σε άπειρη Ποσότητα. Αυτό γίνεται μέσα από την άρνηση της άρνησης πίσω στην άπειρη ποσοτική πηγή του αισθήματος. Έτσι, η άρνηση της άρνησης γίνεται η κινητήρια δύναμη για μια τρίτη άρνηση της άρνησης ως η «...”ενότητα” (των αντιφάσεων» –Λένιν), (όπ.π., σελ. 211).
Η τρίτη άρνηση αποτελεί την αρχή της «ένωσης της ανάλυσης και της σύνθεσης» με την Έκφανση ως έννοια. Ο Λένιν εξηγεί την «Έκφανση» στη σελίδα 301 των Φιλοσοφικών Τετραδίων.
«Πρώτα απ’ όλα αναβοσβήνουν εντυπώσεις, μετά Κάτι αναδύεται –στη συνέχεια αναπτύσσονται οι έννοιες της ποιότητας # (ο προσδιορισμός του πράγματος ή του φαινομένου) και της ποσότητας», (όπ.π.).
Αυτό σημαίνει, παραπέρα άρνηση της άρνησης, με νέα «μερικά» (μέρη) να αναδύονται, στα οποία οι «εντυπώσεις» που «αναβοσβήνουν» γίνονται ολοένα και πιο συγκεκριμένες.
«Μελέτη και Στοχασμός»
Ο Λένιν συνεχίζει να εξηγεί:
«Μετά απ’ αυτό, η μελέτη και ο στοχασμός κατευθύνουν τη σκέψη προς τη γνώση της Ταυτότητας – της Διαφοράς – του Θεμέλιου – της Ουσίας ενάντια στο Φαινόμενο – της Αιτιότητας, κλπ.», (όπ.π.). Αυτό σημαίνει ότι η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης με την αρχική εξωτερική πηγή του αισθήματος, όχι μόνο «αρνείται την άρνηση», αλλά και επιτρέπει να προχωρήσει η «ανάλυση» των αρνημένων «μερικών» ως αυτοσχετιζόμενες έννοιες.
Η σύνθεση με την αρχική πηγή του αισθήματος, όχι μόνο «αρνείται την άρνηση», αλλά και «αναλύει» τα αρνημένα «μερικά» ως αυτοσχετιζόμενες έννοιες.
Η σύνθεση με την αρχική πηγή του αισθήματος έχει ταυτόχρονα ήδη αρνηθεί την «Ταυτότητα» ως ένα αρνητικό σε νέα αισθήματα, που είναι αφηρημένες διαφορετικές («διαφορά») εικόνες, στις οποίες υπάρχει η αντί-θεση αρνητικού και θετικού, που η ενότητά τους είναι η Ουσία ως Αντίφαση. Θα αναλύσουμε τώρα την «αιτιότητα» στη διαλεκτική της σχέση με αυτά τα «νέα μέρη». Αλλά πριν το κάνουμε αυτό, πρέπει να ολοκληρώσουμε την παράγραφο.
«Όλες αυτές τις στιγμές» που αναφέρονται στη σελίδα 301, ο Λένιν τις εξηγεί στη σελίδα 132 των Φιλοσοφικών Τετραδίων:
«Οι Έννοιες, ως καταγραφή μεμονωμένων πλευρών της κίνησης, μεμονωμένων σταγόνων (=“πραγμάτων”...». Δίπλα, στο περιθώριο της ίδιας σελίδας, σημειώνει: «Η λέξη “στιγμή” χρησιμοποιείται συχνά από τον Χέγκελ με την έννοια της στιγμής σύνδεσης...», ή τη σύνδεση των εννοιών μεταξύ τους, (όπ.π.).
Ο Λένιν συνεχίζει στη σελίδα 301: «...(βήματα, στάδια, προτσές) της γνώσης που κινούνται με κατεύθυνση από το υποκείμενο στο αντικείμενο, δοκιμάζονται στην πράξη και φθάνουν μέσα από αυτή τη δοκιμασία στην αλήθεια (= στην Απόλυτη Ιδέα)».
Το Απόλυτο Μέσα στο Σχετικό
Η διαλεκτική γνώση αναπτύσσεται από την πράξη της συμμετοχής στην ταξική πάλη μέσα από την οικοδόμηση του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος. Αυτό απαιτεί τη διαρκή ανάπτυξη της «Θεωρίας της Γνώσης» μέσα από την πράξη της οικοδόμησης του Κόμματος.
Όπως εξηγεί ο Λένιν:
«Η διάκριση ανάμεσα στον υποκειμενισμό (σκεπτικισμό, σοφιστεία, κλπ.) και τη διαλεκτική, μεταξύ άλλων, είναι ότι στην (αντικειμενική) διαλεκτική, η διαφορά ανάμεσα στο σχετικό και το απόλυτο, είναι η ίδια σχετική. Για την αντικειμενική διαλεκτική υπάρχει ένα απόλυτο μέσα στο σχετικό. Για τον υποκειμενισμό και τη σοφιστεία, το σχετικό είναι μόνο σχετικό και αποκλείει το απόλυτο», (όπ.π., σελ. 317).
Το ότι η διαλεκτική Φύση υπήρχε εκατομμύρια χρόνια πριν εμφανιστεί στη σκηνή ο άνθρωπος, είναι μια απόλυτη αλήθεια, που εκδηλώνεται μέσα στο σχετικό τής ιστορικά διαμορφωμένης γνώσης μας, σε κάθε στιγμή της διαλεκτικής γνώσης. Οι αντικειμενικοί διαλεκτικοί νόμοι μπορούν να αφαιρεθούν από μια στιγμή της γνώσης, ή από μια δοσμένη χρονική περίοδο· η πηγή τους στη διαλεκτική Φύση είναι άπειρη.
Αυτοί μας κάνουν ικανούς να αφαιρούμε γνώση από τη διαλεκτική αυτοσχέση ανάμεσα στην αντικειμενική άπειρη ποσότητα της εξωτερικής πηγής του αισθήματος και την «απλή άρνησή» της στο υποκείμενο μέσα από την ποιοτική πεπερασμένη εικόνα του ίδιου του αισθήματος. Υπάρχουν ορισμένα όρια ή «κομβικά σημεία» στις μεταβολές ανάμεσα σε Ποσότητα (άπειρη) και Ποιότητα (πεπερασμένη) που επιτρέπουν τη διαλεκτική ενότητα ποσότητας και ποιότητας, η οποία εκδηλώνεται διαμέσου της κατηγορίας του Μέτρου.
Η Κατηγορία του Μέτρου
Μερικές φορές η ποσότητα ενός αντικειμένου ή αντικειμένων στην πηγή του αισθήματος μπορεί να συσσωρεύεται με ένα βαθμιαίο τρόπο, που να μην αντανακλάται άμεσα στην πεπερασμένη ποιότητα. Η κατηγορία του Μέτρου εκδηλώνει την περιορισμένη ενότητα των ιδιοτήτων της ποσότητας (άπειρη στον εξωτερικό κόσμο) και της πεπερασμένης ποιότητας στην υποκειμενική σκέψη. Στο μεταβατικό στάδιο αυτού του προτσές, το Μέτρο είναι το βαθμιαίο που «δεν εξηγεί τίποτα χωρίς τα άλματα», (όπ.π., σελ. 112).
Πρέπει να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση για να συλλαμβάνουμε τα κομβικά σημεία του ξεδιπλώματος αυτών των «αλμάτων», μέσα από αυτό που ο Λένιν περιγράφει ως «ρήγματα στο βαθμιαίο», (όπ.π.). Μια και ο Χέγκελ είναι ο πρώτος που επεξεργάστηκε το Μέτρο ως φιλοσοφική κατηγορία, ο Λένιν παραθέτει επιδοκιμαστικά τον Χέγκελ, που γράφει:
«...“Το ποσό όταν παίρνεται ως αδιάφορο όριο είναι εκείνη η πλευρά από την οποία ένα Υπάρχον Είναι μπορεί ανυποψίαστα να δεχτεί μια επίθεση και να καταστραφεί. Είναι στην πανουργία της Έννοιας, το ότι το συλλαμβάνει από αυτή την πλευρά, όπου η Ποιότητά του δε φαίνεται να παίζει κανένα ρόλο. Και αυτό τόσο περισσότερο όσο το μεγάλωμα ενός κράτους ή μιας ιδιοκτησίας κλπ., που τελικά οδηγεί στην καταστροφή το κράτος ή τον κάτοχο της ιδιοκτησίας, μπορεί αρχικά να φαίνεται πραγματικά ως η μεγάλη τους τύχη”...», (όπ.π., σελ. 110-111).
Η «“Έννοια”» του Χέγκελ πρέπει να διαβάζεται υλιστικά ως “Φύση”, μια και είναι η άρνηση της «“απόλυτης ιδέας”» του στην οποία εξισώνει την «Έννοια» με το προϊόν της «απόλυτης ιδέας» του.
Το Άθροισμα και η Ενότητα των Αντιθέτων –Ένα νέο Περιεχόμενο
Η άρνηση της άρνησης των διαφόρων «μερικών» από την πηγή του αρχικού αισθήματος συνιστά «το πράγμα (το φαινόμενο, κλπ.) ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων», (σελ. 202). Αυτό ισχύει μόνο αν «η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης» (όπ.π.) είναι ένας ενεργητικός παράγοντας στο αφαιρετικό προτσές της διαλεκτικής λογικής.
«...Το πράγμα (το φαινόμενο, κλπ.) ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων», είναι ένα νέο περιεχόμενο που στη διαλεκτική λογική είναι η Ουσία σε Ύπαρξη. Το άθροισμα και η ενότητα των «αντιθέτων» είναι τα διάφορα «μέρη», πλευρές, της αρχικής εξωτερικής πηγής του αισθήματος.
Αφού η Ουσία είναι αντίφαση, αυτό σημαίνει ότι έχουμε τώρα την αντίφαση ως Ουσία, όπου οι αντικειμενικοί διαλεκτικοί νόμοι είναι παρόντες σε διαφορετικά επίπεδα, που κλιμακώνονται από το «χαμηλό» στο «υψηλό».
Ο Λένιν παραθέτει επιδοκιμαστικά τον Χέγκελ:
«...“Η λυμένη Αντίφαση είναι, λοιπόν, Θεμέλιο, δηλαδή Ουσία ως ενότητα Θετικού και Αρνητικού”...», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 122).
Στα «Τρία Άρθρα για τη Φιλοσοφία» («Προσδιορισμοί της Αντανάκλασης») συνοψίσαμε την κίνηση από το «χαμηλό» στο «υψηλό» μέσα από αυτές τις «υποδιαιρέσεις» του Θεμέλιου (Ουσία ως Αντίφαση). Προτείνουμε να ξανατακτοποιήσουμε την προηγούμενη δουλειά μας ώστε το διαλεκτικό προτσές να αποκαλυφθεί πιο συγκεκριμένα.
1) «Απόλυτο Θεμέλιο –die Grυndlage (το θεμέλιο) “Μορφή και Ύλη”. “Περιεχόμενο”», (όπ.π., σελ.128). Αυτό είναι ο εξωτερικός κόσμος ως η πηγή του αισθήματος (απροσδιόριστη αρχή).
Ο Λένιν, εξηγεί αυτό το διαλεκτικό προτσές, σε πλαίσιο στη μέση της ίδιας σελίδας, ως εξής:
«(1) Η κοινή φαντασία συλλαμβάνει τη διαφορά και την αντίφαση, αλλά όχι τη μετάβαση από τη μια στην άλλη, αυτό όμως είναι το πιο σημαντικό», (όπ.π.). Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ έχει ήδη αρνηθεί τον εαυτό της (μετάβαση) σε διαφορά (αίσθημα). Η ενότητα της αρνητικής ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ως θετική εικόνα πάνω στην αρνητική εικόνα του αισθήματος (ΔΙΑΦΟΡΑ) είναι η Ουσία ως Αντίφαση.
2) «Προσδιορισμένο Θεμέλιο [ως το Θεμέλιο (για) ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο]», (όπ.π., σελ.129).
Ο Λένιν εξηγεί πάλι αυτό το διαλεκτικό προτσές ως εξής:
«(2) Έξυπνος νους και κατανόηση. Ο έξυπνος νους συλλαμβάνει την αντίφαση, την διατυπώνει, αλληλοσυσχετίζει τα πράγματα, αφήνει “να φανεί η έννοια μέσα από την αντίφαση”, αλλά δεν εκφράζει την έννοια των πραγμάτων και των σχέσεών τους», (όπ.π., σελ. 128).
Η «έννοια των πραγμάτων και των σχέσεών τους» αρχίζει με την έκφανση.
3) «(Η μετάβασή του στην Ορίζουσα Διαμεσοποίηση). Το Πράγμα-καθεαυτό (μετάβαση στην Ύπαρξη). Σημείωση. “Ο νόμος του Θεμέλιου”...», (όπ.π., σελ. 129). «Το πράγμα (το φαινόμενο κλπ.) ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων», (όπ.π., σελ. 202).
Ο Λένιν εξηγεί αυτό το διαλεκτικό προτσές της ανάλυσης ως εξής:
«(3) Ο σκεπτόμενος λόγος (κατανόηση) οξύνει την αμβλυμμένη διαφορά του διαφορετικού, την απλή πολλαπλότητα της φαντασίας, σε ουσιαστική διαφορά, σε αντίθεση. Μόνο όταν υψωθούν στην κορυφή της αντίφασης, οι πολύπλευρες οντότητες γίνονται δραστήριες (regsam) και ζωντανές στις μεταξύ τους σχέσεις –δέχονται/αποκτούν εκείνη την αρνητικότητα που είναι ο εγγενής παλμός της αυτοκίνησης και ζωτικότητας», (όπ.π., σελ. 128).
Μορφή και Περιεχόμενο
Εφόσον αναλύουμε διαλεκτικά τα «μέρη» που έχουν τη σύνθεσή τους στην αρχική πηγή του αισθήματος, οι αντικειμενικοί διαλεκτικοί νόμοι εκδηλώνονται στην ανάλυση του κάθε «μέρους». Η ανάδυση αυτών των «μερών» ως φαινομένων προσδιορίζεται από την αντικειμενική «αιτιότητα», (βλ. Φιλοσοφικά Τετράδια, σελίδα 301), ανάλογα με τη σημασία των «μερών» όπως αποκαλύπτεται μέσα από ανάλυση σε σχέση με το νέο περιεχόμενο της ουσίας ως ενότητα αντιθέτων. Αυτά είναι όλα αρνημένα από την εξωτερική πηγή του αισθήματος σε διαφορετικές στιγμές, έτσι, ώστε να αναλυθούν ως «αντίθετα» σε αυτοσχέση με την εξωτερική προέλευσή τους.
Το νέο περιεχόμενο που έχει αναδυθεί μέσα από την ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης «σε μετάβαση στην ύπαρξη» είναι τώρα η Ουσία σε Ύπαρξη, ένα περιεχόμενο που ο Χέγκελ, όπως σημειώνει ο Λένιν, το περιέγραψε ως «Νόμο του Θεμέλιου», που είναι η κίνηση της αέναα μεταβαλλόμενης αντίφασης, μέσα από έννοιες που έχουν ξεδιπλωθεί ως «μέρη». Επειδή είναι «μέρη», εμπεριέχουν το «όλο» με ένα μονόπλευρο τρόπο.
Ο Λένιν περιγράφει το διαλεκτικό αυτό προτσές σε πλαίσιο στη σελίδα 129 των Φιλοσοφικών Τετραδίων: «Η Μορφή είναι ουσιαστική. Η Ουσία μορφοποιείται. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επίσης σε εξάρτηση από την Ουσία...», (όπ.π.).
Ο Λένιν σημειώνει παραπέρα:
«Η Ουσία ως άμορφη ταυτότητα (του εαυτού της με τον εαυτό της) γίνεται ύλη», (όπ.π.).
Είναι το αφηρημένο προϊόν της διαλεκτικής λογικής που, με τη σειρά της, είναι το προϊόν του εγκεφάλου, της ύλης που σκέφτεται. Η Ουσία μορφοποιείται μέσα από την ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης που ως μορφή εκδηλώνει την ύπαρξη μιας σειράς διαλεκτικά αναλυμένων «μερικών» (μερών). Ενσωματώνει επίσης τα στοιχεία και τα προτσές, που αλληλεπιδρούν το ένα με το άλλο στην εξωτερική πηγή του αρχικού αισθήματος. Και η Μορφή και το Περιεχόμενο, ενώ συνιστούν δυο αξεχώριστες πλευρές οποιουδήποτε αντικειμένου ή φαινομένου, περιέχουν μέσα τους αντιφάσεις.
Για παράδειγμα, για μια ορισμένη χρονική περίοδο, το περιεχόμενο (ποιότητα) μπορεί να υφίσταται αλλαγές, αλλά η μορφή (ποσότητα) μπορεί να φαίνεται αμετάβλητη. Τελικά, όμως, οι αλλαγές στο περιεχόμενο θα επηρεάσουν τη μορφή. Στη Φύση, ιδιαίτερα, ένα και το αυτό περιεχόμενο μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Όπως εξηγεί ο Έγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης:
«Ολόκληρη η ενόργανη Φύση είναι μια αδιάκοπη απόδειξη για την ταυτότητα και το αξεχώριστο της μορφής και του περιεχομένου», (όπ.π., σελ. 282).
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Μέρος Τρίτο
Ξεκινώντας από την εξωτερική πηγή του αισθήματος, το άτομο αντιλαμβάνεται χωριστά αλληλοσυνδεόμενα φαινόμενα που περιέχουν πολλές πλευρές και διαφορετικές «μερικές» ιδιότητες.
Η χρήση της διαλεκτικής λογικής μέσα από την ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης επιτρέπει στο άτομο να ξεχωρίσει τα ουσιαστικά από τα μη-ουσιαστικά «μερικά».
Μια και η εξωτερική πηγή του αισθήματος είναι αντικειμενική, έπεται ότι η αντικειμενική αιτία του αισθήματος θα υπάρχει επίσης στον εξωτερικό κόσμο.
Η κατηγορία της «αιτιότητας» συνδέεται άμεσα με την αντικειμενική μας πράξη της οικοδόμησης του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος ως τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς.
Αντίφαση –Μια Ενότητα Αντιθέτων
Όπως εξηγεί ο Λένιν: «Το πράγμα (το φαινόμενο, κλπ.)» αναδύεται «ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων», (βλ. «Η Θεωρία της Γνώσης», Μέρος Δεύτερο).
Το «πράγμα» είναι η μορφή του περιεχομένου του, που είναι «το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων. Στη διαλεκτική λογική, αυτό είναι «Ουσία σε ύπαρξη» ως «το αποτέλεσμα». Το «πράγμα» ως μορφή εκδηλώνει μια διαλεκτική ενότητα αντιθέτων με το περιεχόμενό του, ενώ και τα δυο, και το περιεχόμενο, («το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων»), και η μορφή, (πράγμα), περιέχουν το καθένα αντίφαση και σαν τέτοια μεταβάλλονται σχετικά στις αμοιβαίες τους σχέσεις.
Μια και «η ανάπτυξη είναι η πάλη των αντιθέτων», η πιο οξεία σύγκρουση πρέπει να αναδύεται μεταξύ τους στο σημείο που ο Λένιν την εξηγεί ως «...η πάλη του περιεχομένου με τη μορφή και αντίστροφα. Η απόρριψη της μορφής, η μεταμόρφωση του περιεχομένου», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 203).
Το προτσές της γνώσης απαιτεί να αφαιρούμε την αντικειμενική διαλεκτική σχέση στις αλλαγές ανάμεσα στις έννοιες: Περιεχόμενο και Μορφή.
Ο Λένιν εξήγησε αυτό το προτσές ως εξής:
«[...Οι ανθρώπινες έννοιες δεν είναι σταθερές, αλλά βρίσκονται σε αέναη κίνηση, περνούν η μια στην άλλη, εισρέουν η μια στην άλλη, αλλιώς δεν αντανακλούν τη ζωντανή ζωή. Η ανάλυση των εννοιών, η μελέτη τους, η “τέχνη να τις χειρίζεσαι” (Έγκελς), απαιτούν πάντα τη μελέτη της κίνησης των εννοιών, της αλληλοσύνδεσής τους, των αμοιβαίων τους μεταβάσεων]», (όπ.π., σελ. 226-227).
Ο Λένιν συνεχίζει στην ίδια σελίδα:
«Ιδιαίτερα, η διαλεκτική είναι η μελέτη της αντίθεσης του Πράγματος-καθεαυτού (Αn sich), της ουσίας, του υποστρώματος, της υπόστασης –από την εμφάνιση, από το “Είναι-για-τα-άλλα”. (Εδώ, επίσης, βλέπουμε μια μετάβαση, μια ροή από το ένα στο άλλο: η ουσία εμφανίζεται. Η εμφάνιση είναι ουσιώδης)», (όπ.π., σελ. 227).
Το «Πράγμα-καθεαυτό» είναι ουσία («το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων») με το «Είναι-για-τα-άλλα» ως μορφή του.
«Η ανθρώπινη σκέψη προχωρεί ασταμάτητα βαθύτερα, από την εμφάνιση στην ουσία, από την ουσία πρώτου βαθμού, ας πούμε, στην ουσία δεύτερου βαθμού και ούτω καθεξής χωρίς τέλος», (όπ.π.).
«Η διαλεκτική, με τη σωστή έννοια, είναι η μελέτη της αντίφασης στην ίδια την ουσία των αντικειμένων: δεν είναι μόνο οι εμφανίσεις μεταβατικές, ευκίνητες, ρευστές, οριοθετημένες συμβατικά, αλλά και η ουσία των πραγμάτων επίσης», (όπ.π., σελ. 227).
Έτσι, «το διαλεκτικό μονοπάτι της γνώσης», «από τη ζωντανή αντίληψη στην αφηρημένη σκέψη, κι απ’ αυτήν στην πράξη» έχει ως περιεχόμενό του τη μετάβαση από το «ατομικό» στο «μερικό» και στο Καθολικό που είναι αντίφαση στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης μέσα από την πράξη της οικοδόμησης του Κόμματός μας, (αλλάζοντας τον εξωτερικό κόσμο –καθολικό). Αυτή είναι η διαλεκτική πηγή όλων των καθημερινών προβλημάτων της οικοδόμησης του Κόμματος.
Ουσία και Εμφάνιση
Στη σελίδα 133 , ο Λένιν γράφει: «Η πρώτη φράση, (και μετά παραθέτει επιδοκιμαστικά την έκφραση του Χέγκελ): “Η ουσία πρέπει να εμφανιστεί”». Και ο Λένιν συνεχίζει: «Η εμφάνιση της Ουσίας είναι (1) Existent (Πράγμα)...», (όπ.π.). Η ουσία και η εμφάνιση, όμως, δεν συμπίπτουν, γιατί είναι διαφορετικές πλευρές ενός αντικειμένου.
Η ουσία «είναι το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων» ή οι εσωτερικές αντιφάσεις του αντικειμένου που ήταν αρχικά στην εξωτερική πηγή του αισθήματος. Η διαλεκτική λογική καθιστά ικανό το άτομο να εγκαθιδρύσει μέσα από την «αφηρημένη σκέψη» το «περιεχόμενο» των πιο σημαντικών ιδιοτήτων ή «μερικών» του αντικειμένου ή των αντικειμένων στην πηγή του αισθήματος και τη μορφή (πράγμα) με την οποία εμφανίζονται άμεσα.
Η Ουσία και η Εμφάνιση του αντικειμένου η των αντικειμένων στην εξωτερική πηγή του αισθήματος δεν μπορούν να χωριστούν, μια και το περιεχόμενο της Ουσίας είναι η αφαίρεση αυτοσχετιζόμενων εννοιών ως «μερικών» (μερών) της αρχικής πηγής. Η ουσία που εμφανίζεται μπορεί και πρέπει να αναλυθεί από τη μορφή της εμφάνισής της, μια και αυτή ήταν η μορφή του αντικειμένου ή των αντικειμένων που η εμφάνισή τους ήταν στην εξωτερική πηγή του αισθήματος και που ήταν άμεσα υπεύθυνα για το αίσθημα και για τα κατοπινά αισθήματα.
Το διαλεκτικό προτσές της γνώσης πάντα προχωρεί από την εμφάνιση στην ουσία, δηλαδή από τις εξωτερικές πλευρές των αντικειμένων που άμεσα ή έμμεσα εμφανίζονται ως η πηγή των αισθημάτων. Από την εξωτερική Εμφάνιση των «πραγμάτων» στην πηγή του αισθήματος, αφαιρούμε τη νομοτελειακή σύνδεση αυτών των «πραγμάτων».
Η Εμφάνιση και η Ουσία είναι μια ενότητα αλληλοεξαρτώμενων αυτοσχετιζόμενων αντιθέτων. Κάθε αλλαγή στην Ουσία, κάτω από αυτές τις αντικειμενικές νομοτελειακές σχέσεις στην πορεία της ανάπτυξης, πρέπει να οδηγήσει σε αλλαγές στην Εμφάνιση. Παρόμοια, κάθε αλλαγή στην Εμφάνιση πρέπει να οδηγήσει σε αλλαγές στην Ουσία. Η ενότητά τους ως ένα νομοτελειακό προτσές εκδηλώνεται είτε άμεσα είτε τελικά με τη μεταμόρφωση της μιας στην άλλη.
«Νόμος» και «Ουσία» –«Έννοιες του ίδιου Είδους»
Στο περιθώριο της σελίδας 135 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, πλάι σε μια παράγραφο του Χέγκελ που λέει: «...“Το πράγμα-καθεαυτό ουσιαστικά έχει αυτή την Εξωτερική Αντανάκλαση μέσα του”...», ο Λένιν σχολιάζει: «Ο πυρήνας = ενάντια στον υποκειμενισμό και το σχίσμα ανάμεσα στο Πράγμα-καθεαυτό και τις εμφανίσεις», (όπ.π., σελ. 135). Το Πράγμα-καθεαυτό είναι Ουσία, δεν μπορεί να αποχωριστεί από τις «εμφανίσεις» του.
Σε πλαίσιο, στο τέλος της σελίδας 136, ο Λένιν εξηγεί: «Άρα, νόμος και ουσία είναι έννοιες του ίδιου είδους (της ίδιας τάξης), ή, μάλλον, του ίδιου βαθμού, που εκφράζουν το βάθεμα της γνώσης του ανθρώπου για τα φαινόμενα, τον κόσμο, κλπ.», (όπ.π., οι υπογραμμίσεις είναι στο πρωτότυπο). Και στο περιθώριο της ίδιας σελίδας, ο Λένιν σημειώνει ότι ο Νόμος είναι ουσιαστικά εμφάνιση, ή ουσία σε εμφάνιση.
Στην ίδια σελίδα πάνω πάνω, ο Λένιν, σχολιάζοντας στο περιθώριο τρεις παραγράφους του Χέγκελ, γράφει: «Νόμος είναι αυτό που διαρκεί (αυτό που επιμένει) στις εμφανίσεις. (Νόμος είναι το ταυτόσημο στις εμφανίσεις). Νόμος = η ήρεμη αντανάκλαση των εμφανίσεων», (όπ.π.).
Σ’ ένα πλαίσιο στο μέσο της ίδιας σελίδας, ο Λένιν παρατηρεί:
«Αυτός είναι αξιοσημείωτα υλιστικός και αξιοσημείωτα κατάλληλος [με τη λέξη “ruhige” (ήρεμος)] προσδιορισμός. Ο νόμος παίρνει το ήρεμο –και επομένως ο νόμος, κάθε νόμος, είναι στενός, ατελής, κατά προσέγγιση», (όπ.π.).
Στη σελίδα 137 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, ο Λένιν σχολιάζει:
«Η κίνηση του σύμπαντος σε εμφανίσεις (Bewegung des erscheinenden Uniνersums), στην ουσιαστικότητα αυτής της κίνησης είναι νόμος», (όπ.π.). Η εμφάνιση είναι μια έννοια της διαλεκτικής λογικής, που έχει κατευθείαν σύνδεση με τον εξωτερικό κόσμο (σύμπαν) που της παρέχει σε σύνθεση με μια πηγή κατευθείαν αισθήματα.
Αυτά είναι ουσιαστικά συνδεμένα με την Ουσία διαμέσου του «νόμου» που είναι «μια έννοια του ίδιου είδους με την ουσία», και αντανακλώνται κατευθείαν και συνθετικά σε ουσία για ανάλυση.
Η «Ολότητα» της Εμφάνισης
Όπως τονίζει ο Λένιν στο περιθώριο της σελίδας 137: «(Νόμος είναι η αντανάκλαση του ουσιαστικού στην κίνηση του σύμπαντος), (εμφάνιση, ολότητα), ((νόμος = μέρος))», (όπ.π., σελ. 137). Το «ουσιαστικό» εδώ είναι ο «νόμος», ένα «μέρος», ενώ η «εμφάνιση» είναι η «ολότητα». Η Εμφάνιση έχει μια κατευθείαν επίπτωση συνθετικά στην Ουσία, που αναλύει το «μέρος» στην αισθητηριακή δραστηριότητα της Αντανάκλασης.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η ουσία ως περιεχόμενο, μπορεί να εμπλουτιστεί ή να αλλάξει από τη σχέση ανάμεσα στον εξωτερικό κόσμο και τη μορφή της Εμφάνισής του. Σ’ αυτή τη διαλεκτική σχέση, όπως εξηγεί ο Λένιν: «(Η εμφάνιση είναι πλουσιότερη από το νόμο)», (όπ.π.) γιατί εκπροσωπεί την «ολότητα», ενώ «νόμος = μέρος» σε κατευθείαν σύνδεση με την Ουσία.
Ο Λένιν το αναπτύσσει αυτό πάρα πέρα στη σελίδα 137, όπου γράφει:
«Ο Κόσμος καθεαυτός και διεαυτόν είναι ταυτόσημος με τον Κόσμο των Εμφανίσεων, αλλά ταυτόχρονα είναι αντίθετος σ’ αυτόν», (όπ.π.). Ο «Κόσμος των Εμφανίσεων» είναι τώρα το Απόλυτο με τις σχετικές αλλαγές να συμβαίνουν στην Ουσία.
Κι ο Λένιν συνεχίζει:
«Αυτό που είναι θετικό στον ένα είναι αρνητικό στον άλλο. Αυτό που είναι κακό στον Κόσμο των Εμφανίσεων είναι καλό στον Κόσμο που είναι καθεαυτός και διεαυτόν», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 137).
Αυτή είναι μια επίδειξη των «αντίθετων» αυτοσχετιζόμενων εννοιών, ιδιαίτερα σημαντική για την ανάλυση της ταξικής πάλης.
Ο Λένιν συνεχίζει:
«Η ουσία εδώ είναι ότι και ο κόσμος των εμφανίσεων και ο κόσμος καθεαυτός είναι στιγμές της γνώσης του ανθρώπου για τη Φύση, στάδια, μεταβολές ή βαθέματα (της γνώσης). Η απομάκρυνση του κόσμου καθεαυτού όλο και περισσότερο από τον κόσμο των εμφανίσεων –αυτό είναι που μέχρι τώρα δεν μπορεί κανείς να δει στον Χέγκελ», (όπ.π., σελ. 138).
Ο Λένιν Στήνει τον Χέγκελ στα «Υλιστικά» του Πόδια
Οι παρατηρήσεις του Λένιν εδώ, σ’ αυτή την τελευταία φράση, αφορούν τον αντικειμενικό ιδεαλισμό του Χέγκελ, που εξίσωνε τον εξωτερικό κόσμο ως προϊόν της «Απόλυτης Ιδέας» του και την «ουσία» που αφαιρούνταν από την «Απόλυτη Ιδέα» του, ενώ ο καθολικός εξωτερικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από την ουσία που αφαιρείται από το άτομο στη διαλεκτική λογική. Ο άπειρος αντικειμενικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο και αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως ταυτόσημα (σχετικά), αλλά απόλυτα αντίθετα.
Στο τέλος της ίδιας παραγράφου (σελ. 138), ο Λένιν, σε μια προσπάθεια να στήσει τον Χέγκελ στα υλιστικά του πόδια, βάζει το ερώτημα: «Δεν έχουν οι χεγκελιανές “στιγμές” της έννοιας τη σημασία των “στιγμών” της μετάβασης;», (όπ.π.). Αυτό αναφέρεται σε ένα προηγούμενο απόσπασμα του Λένιν που ήδη χρησιμοποιήσαμε σε αυτό το άρθρο και είναι το εξής: «(Εδώ, επίσης, βλέπουμε μια μετάβαση, μια ροή από το ένα στο άλλο: η ουσία εμφανίζεται. Η εμφάνιση είναι ουσιώδης)», (όπ.π., σελ. 227 –η υπογράμμιση είναι δική μας).
Ο Λένιν συνεχίζει, παραθέτοντας τον Χέγκελ: «...“Έτσι, ο νόμος είναι ουσιαστική σχέση”... (η υπογράμμιση είναι του Χέγκελ)», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 138).
Στην επόμενη παράγραφο ο Λένιν εξηγεί το πώς «Ο νόμος είναι σχέση». «Αυτό ΝΒ για τους μαχιστές και άλλους αγνωστικιστές, και για τους καντιανούς, κλπ. Σχέση ουσιών ή ανάμεσα σε ουσίες», (όπ.π., η τελευταία υπογράμμιση είναι δική μας). Πιο πριν ο Λένιν έχει ορίσει τις «υποδιαιρέσεις της Ουσίας»: ως «Έκφανση ή Φανέρωμα (Schein), Εμφάνιση (Εrscheinung), Ενεργός Πραγματικότητα (WirklichkeΙt)», (όπ.π., σελ. 116).
Οι σχέσεις «μεταξύ ουσιών» είναι «νόμος», που, για να επαναλάβουμε αυτό που λέει ο Λένιν, είναι έννοιες του ίδιου είδους. «Και το τρίτο κεφάλαιο» (του Χέγκελ), («Ουσιώδης Σχέση»), σημειώνει ο Λένιν, αρχίζει με την πρόταση: «...“Η αλήθεια της Εμφάνισης είναι Ουσιαστική Σχέση”...», (όπ.π., σελ. 138, η υπογράμμιση είναι του Χέγκελ).
Όλο και Μέρη
Η παράγραφος που τιτλοφορείται «Υποδιαιρέσεις» από τον Λένιν, αφορά τη σχέση του Όλου προς τα Μέρη (sic!!!). Για τον Χέγκελ, το «όλο» ήταν η «απόλυτη ιδέα» του, γι’ αυτό και η ειρωνεία του Λένιν. «...Αυτή η σχέση περνάει στην εξής: της Δύναμης προς την Εκδήλωσή της, –του Εσωτερικού προς το Εξωτερικό. –Η μετάβαση στην Υπόσταση, Ενεργό Πραγματικότητα», (όπ.π., σελ. 138). Οι κατηγορίες του όλου και των μερών ξεκινούν από τη γνώση του όλου ως της εξωτερικής πηγής του αισθήματος προς την έννοια της έκφανσης· η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης.
Το όλο διασπάται σε έναν αριθμό μερών, που όταν αναλυθούν με τη διαλεκτική λογική αναδημιουργούνται σε ένα νέο όλο, (βλ. «Θεωρία της Γνώσης», Μέρος Πρώτο και Δεύτερο).
Τα μέρη δεν μπορούν να χωριστούν από το όλο που, με τη σειρά του, δεν μπορεί να αναχθεί στο άθροισμα των «μερών» του. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, κάθε «μέρος» περιέχει το «όλο» με έναν μονόπλευρο τρόπο, που όταν «συντεθεί» εμφανίζεται σε ένα διαλεκτικά δομημένο «όλο» που αποτελείται από «αναλυμένα» μέρη.
Ο Λένιν καταλήγει στο κεφάλαιο για την «Εμφάνιση» στη σελίδα 139 των Φιλοσοφικών Τετραδίων:
«Η αρχή κάθε πράγματος μπορεί να θεωρηθεί ως εσωτερική – παθητική – και την ίδια στιγμή εξωτερική. Αλλά εκείνο που είναι ενδιαφέρον εδώ δεν είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο: Το κριτήριο του Χέγκελ για τη διαλεκτική που έχει παρεισφρήσει τυχαία: “σε κάθε φυσική, επιστημονική και διανοητική εξέλιξη”: εδώ έχουμε έναν κόκκο βαθιάς αλήθειας στο μυστικιστικό περίβλημα του χεγκελιανισμού!», (όπ.π.).
Το απόσπασμα αυτό του Χέγκελ είναι έντονα υπογραμμισμένο στην προτελευταία παράγραφο της σελίδας 139.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Μέρος Τέταρτο
Το περιεχόμενο της Εμφάνισης είναι Ουσία που είναι «το πράγμα (το φαινόμενο, κλπ.) ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων». Η άρνηση της άρνησης, που εγκαθιδρύει την ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης, αλλάζει το περιεχόμενο και τη μορφή κάθε ουσιαστικού «αντίθετου» μέσα σε αυτή την «ενότητα». Η αντίφαση ανάμεσα σε περιεχόμενο και μορφή είναι επίσης η αυτοσχετιζόμενη ενότητα του περιεχομένου και της μορφής κάθε «αντίθετου».
Είναι η ουσία, ως μια εκδήλωση εσωτερικών αντιφάσεων μέσα στο «πράγμα», που τώρα εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο. Είναι ακόμη το αποτέλεσμα της αιτίας του αρχικού αισθήματος. Σαν τέτοιο, είναι ένα άθροισμα όλων των «μερών», «πλευρών» και συνδέσεων του αντικειμένου ή των αντικειμένων που εξωτερικά ήταν υπεύθυνα για το αίσθημα.
«Εμφάνιση» της Αιτίας του Αισθήματος
Η εμφάνιση είναι «το πράγμα» (αντικείμενο ή αντικείμενα) που ήταν η αιτία του αισθήματος, η Ουσία του οποίου «Εμφανίζεται» τώρα. Όπως εξηγεί ο Λένιν: «Η Μορφή είναι ουσιαστική, η Ουσία μορφοποιείται», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 129). Η μορφή του αντικειμένου που Εμφανίζεται προσδιορίζεται από το περιεχόμενό του, την Ουσία. Αλλά, στην πραγματικότητα, είναι η μορφή του αντικειμένου ή των αντικειμένων, που ήταν στην εξωτερική πηγή του αρχικού αισθήματος, εκείνη που, μέσα από τη «διαλεκτική λογική» ως «η θεωρία της γνώσης», έχει προσδιορίσει τη δική της ουσία.
Ο Λένιν αναφέρεται σ’ αυτό ως «1) Ο προσδιορισμός της έννοιας μέσα από τον εαυτό της (το πράγμα το ίδιο πρέπει να εξετάζεται στις σχέσεις του και στην ανάπτυξή του)», (όπ.π., σελ. 202)· ή για να το εξηγήσουμε διαφορετικά: αυτό που ήταν η ενότητα της μορφής και του περιεχομένου της εξωτερικής αιτίας του αισθήματος, έχει τώρα αναδυθεί ως η ενότητα του περιεχόμενου (ουσία) με τη μορφή της, την Εμφάνιση.
Ο Λένιν το τονίζει αυτό σαν το αποτέλεσμα της «αντιφατικής φύσης του πράγματος του ίδιου [das Αndere seiner (το άλλο του εαυτού του)], των αντιφατικών δυνάμεων και τάσεων σε κάθε φαινόμενο», (όπ.π., σελ. 202). Ενώ η Εμφάνιση είναι η εξωτερική μορφή της Ουσίας, αυτές δεν συμπίπτουν και δεν είναι το ίδιο, αφού η καθεμιά περιέχει «αυτές τις αντιφατικές δυνάμεις και τάσεις».
Η Ουσία, σε αυτό το σημείο, δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν το συνολικό άθροισμα της μορφής και του περιεχομένου. Πρέπει να αναλυθεί ως ένα ανώτερο στάδιο της Ουσίας, που είναι περιεχόμενο στην ανώτερη μορφή της Εμφάνισης. Η «διαλεκτική λογική» το αποκαλύπτει ως αντικείμενο ή αντικείμενα στον εξωτερικό κόσμο. Μέσα από άρνηση της άρνησης φτάνουμε τώρα στην Ενεργό Πραγματικότητα, το ανώτατο στάδιο της ουσίας της «αφηρημένης σκέψης», (όπ.π., σελ. 152).
Η Ουσία στην Ενεργό Πραγματικότητα
Όταν αναφερόμαστε στην Ενεργό Πραγματικότητα, εννοούμε την Πραγματικότητα όπου η Ουσία αποκαλύπτεται μέσα από την κίνηση συγκεκριμένων αντικειμένων στον εξωτερικό κόσμο. Ο Χέγκελ περιέγραφε αυτό το προτσές ως «...“Το συνολικό άθροισμα, την ολότητα των στιγμών της Ενεργού Πραγματικότητας που στο ξετύλιγμά της αποκαλύπτεται ότι είναι Αναγκαιότητα”...», (όπ.π., σελ. 141).
Ο Λένιν είναι υλιστικά συγκεκριμένος όταν, κάτω από τα λόγια του Χέγκελ, γράφει μέσα στο ίδιο πλαίσιο: «Το ξετύλιγμα του συνολικού αθροίσματος των στιγμών της ενεργού πραγματικότητας Ν.Β.= η Ουσία της διαλεκτικής γνώσης», (όπ.π., οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Η πρώτη από αυτές τις στιγμές είναι η δυνατότητα.
Στην «Ενεργό Πραγματικότητα», η δυνατότητα είναι μια μορφή χωρίς περιεχόμενο, μια αρνητική άρνηση αυτής της μορφής. Είναι ένα αφηρημένο περίγραμμα ενός νέου αντικειμένου, που το περιεχόμενο του είναι ακόμη άγνωστο, και κρυμμένο. Μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την αντικειμενική επαναστατική πράξη.
Στη σελίδα 141 των Φιλοσοφικών Τετραδίων ο Λένιν γράφει:
«Για το ζήτημα της “δυνατότητας”, ο Χέγκελ σημειώνει την κενότητα αυτής της κατηγορίας και γράφει στην Εγκυκλοπαίδεια: “Το αν ένα πράγμα είναι δυνατό ή αδύνατο εξαρτάται από το περιεχόμενο, δηλαδή από το συνολικό άθροισμα των στιγμών της Ενεργού Πραγματικότητας που στο ξετύλιγμά της αποκαλύπτεται ότι είναι Αναγκαιότητα”...», (ο Χέγκελ παρατίθεται εδώ επιδοκιμαστικά από τον Λένιν, όπ.π.).
Ο Χέγκελ συνεχίζει στη σελίδα 142: «...“Συμβαίνει σ’ αυτόν [dem Menschen (στον άνθρωπο)] ...από τη δραστηριότητά του να προκύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εννοούσε και ήθελε”...», (όπ.π.).
Η Έννοια της Υπόστασης
Η Υπόσταση, τονίζει ο Λένιν, είναι «Ένα σημαντικό στάδιο στο προτσές της ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης για τη Φύση και την ύλη», (όπ.π., σελ. 142). Η Υπόσταση αρχίζει από το αποτέλεσμα του «αθροίσματος και της ενότητας των αντιθέτων» που η αιτία τους είναι η αρχική εξωτερική πηγή του αισθήματος. Οι αλλαγές «μορφής και περιεχομένου» μέσα στην ίδια την ουσία είναι η αρχή της Υπόστασης. Ο Λένιν γράφει σε πλαίσιο στο τέλος της σελίδας 142 και στην αρχή της 143:
«Από τη μια, η γνώση της ύλης πρέπει να βαθύνει σε γνώση (ως την έννοια) της Υπόστασης, για να βρει τις αιτίες των φαινομένων. Από την άλλη, η πραγματική γνώση της αιτίας είναι η εμβάθυνση της γνώσης από την εξωτερικότητα των φαινομένων στην Υπόσταση. Δυο είδη παραδειγμάτων θα πρέπει να το εξηγήσουν αυτό: 1) από την ιστορία της φυσικής επιστήμης, και 2) από την ιστορία της φιλοσοφίας. Ακριβέστερα: δεν είναι τα “παραδείγματα” που θα πρέπει να έχουμε εδώ –comparaison n’ est pas raison (η σύγκριση δεν είναι απόδειξη)– αλλά η πεμπτουσία της ιστορίας και της μιας και της άλλης + την ιστορία της τεχνικής», (όπ.π.).
Έχουμε αναλύσει την πηγή της Υπόστασης στην Ουσία από την αιτία της στον εξωτερικό κόσμο μέχρι το αποτέλεσμά της στην Ουσία ως «το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων». Ο Χέγκελ επισημαίνει με την επιδοκιμασία του Λένιν: «...“Το Αποτέλεσμα δεν περιέχει τίποτε απολύτως που δεν το περιέχει η Αιτία...”, und umgekehrt (και αντίστροφα)», προσθέτει ο Λένιν, (όπ.π., σελ. 143).
Ο Λένιν παραθέτει ξανά τον Χέγκελ επιδοκιμαστικά: «Ν.Β.», όταν ο Χέγκελ επιμένει: «...“Είναι το ίδιο γεγονός που εκτίθεται πρώτα ως Αιτία και μετά ως Αποτέλεσμα –εδώ ως ιδιαίτερη επιμονή και εκεί ως τίθεσθαι ή προσδιορισμός σε ένα Άλλο”...», (όπ.π.).
Αιτιότητα και Υπόσταση
Σε πλαίσιο στο μέσο της σελίδας 143 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, ο Λένιν γράφει: «Ν.Β.: Ο ολόπλευρος και ολομερής (all-embracing) χαρακτήρας της αλληλοσύνδεσης του κόσμου, που μόνο μονόπλευρα, αποσπασματικά και ατελώς εκφράζεται από την αιτιότητα», (όπ.π.).
Η αιτιότητα (αιτία σε αποτέλεσμα και αντίστροφα), «όπως συνήθως την καταλαβαίνουμε», γράφει ο Λένιν στη σελίδα 144, «είναι μόνο ένα κομματάκι της καθολικής αλληλοσύνδεσης, αλλά (μια υλιστική προέκταση) ένα κομματάκι όχι της υποκειμενικής, αλλά της αντικειμενικά πραγματικής αλληλοσύνδεσης», (όπ.π.).
Στην ίδια σελίδα, ο Λένιν παραθέτει πολύ επιδοκιμαστικά τον Χέγκελ σχετικά με την Αιτιότητα:
«...“Αλλά η κίνηση της Προσδιορισμένης Σχέσης της Αιτιότητας έχει τώρα καταλήξει σ’ αυτό: ότι η αιτία δεν εξαλείφεται απλά στο αποτέλεσμα, και μαζί της το αποτέλεσμα επίσης (όπως συμβαίνει με την Τυπική Αιτιότητα) –αλλά η αιτία στην εξάλειψή της, στο αποτέλεσμα, γίνεται πάλι· ότι το αποτέλεσμα εξαφανίζεται στην αιτία, αλλά εξίσου γίνεται πάλι σ’ αυτήν. Κάθε ένας απ’ αυτούς τους προσδιορισμούς ακυρώνει τον εαυτό του στο τίθεσθαί του και θέτει τον εαυτό του στην ακύρωσή του· αυτό που συμβαίνει δεν είναι μια εξωτερική μετάβαση της αιτιότητας από το ένα υπόστρωμα στο άλλο, αλλά αυτό το γίγνεσθαι του άλλου του είναι ταυτόχρονα το δικό του τίθεσθαι. Η αιτιότητα, λοιπόν, προϋποθέτει ή καθορίζει τον εαυτό της” ...», (όπ.π.).
Σε πλαίσιο κάτω ακριβώς από αυτή την παράγραφο, ο Λένιν στήνει τον Χέγκελ στα υλιστικά του πόδια:
«...“Η κίνηση της σχέσης της αιτιότητας”...» (Χέγκελ) «= στην πραγματικότητα: η κίνηση της ύλης, αντίστοιχα η κίνηση της Ιστορίας, που αρπάζεται, κυριαρχείται από την εσωτερική της σύνδεση ως τον ένα ή τον άλλο βαθμό πλάτους ή βάθους...», (όπ.π., σελ. 144-145).
Μέσα από μια σειρά «αρνήσεις της άρνησης», η υπόσταση αναπτύσσεται από το «κατώτερο στο ανώτερο», από ουσία κατώτερης τάξης σε ουσία ανώτερης τάξης, από το άθροισμα και την ενότητα των αντιθέτων σε Εμφάνιση και τώρα στην πραγματικότητα της Ενεργού Πραγματικότητας. Το «αντικείμενο» ή τα «αντικείμενα» που ήταν στην αρχική πηγή του αισθήματος, τώρα γίνονται πιο αλληλοσυνδεμένα και ορατά στον εξωτερικό κόσμο γύρω μας. Η κινητήρια δύναμη στην ανάπτυξη της Υπόστασης είναι η Αιτιότητα (Αιτία σε αποτέλεσμα και αντίστροφα) που είναι μια αυτοσχετιζόμενη έννοια, της οποίας η αφετηρία ήταν στην αρχική πηγή του αισθήματος.
Η Υπόσταση απλά φέρνει το «αντικείμενο» ή τα «αντικείμενα» μαζί στην πορεία της πραγμάτωσης της ουσίας τους. Αυτά με τη σειρά τους αλλάζουν, κινούμενα από την «εσωτερική» ουσία στην «εξωτερική» ουσία για να εμφανισθούν εξωτερικά στην πραγματικότητα μέσα από αμοιβαία δράση.
Αμοιβαιότητα της Αιτιότητας και Υπόσταση
Ο Λένιν παραθέτει τον Χέγκελ για να υπογραμμίσει το διαλεκτικό αυτό προτσές:
«...“Σ’ αυτό το σημείο η Αμοιβαιότητα παρουσιάζεται ως μια αμοιβαία αιτιότητα προϋποτιθέμενων υποστάσεων που αλληλοκαθορίζονται· η κάθε μια, σε σχέση με την άλλη, είναι ταυτόχρονα ενεργητική και παθητική υπόσταση”...», (όπ.π., σελ. 145).
Ο Χέγκελ συνεχίζει με την υλιστική επιδοκιμασία του Λένιν: «...“Η Αναγκαιότητα και η Αιτιότητα έχουν, λοιπόν, εξαφανισθεί σ’ αυτήν· και οι δυο περιέχουν και την άμεση ταυτότητα (ως σύνδεση και σχέση)”...», (όπ.π.). Κι ο Λένιν υπογραμμίζει στο περιθώριο «“Σύνδεση και σχέση”», (όπ.π.).
Ο Χέγκελ συνεχίζει με την επιδοκιμασία του Λένιν: «...“και την απόλυτη υποστασιακότητα των διακεκριμένων, και επομένως την απόλυτη συμπτωματικότητά τους, την αρχική ενότητα της ποικιλίας των υποστάσεων, άρα απόλυτη αντίφαση. Η Αναγκαιότητα είναι το Είναι, γιατί αυτό είναι· η αυτοενότητα του Είναι, που έχει τον εαυτό του για θεμέλιο” ...», (όπ.π.). (Εδώ ο Λένιν παραθέτει από τον Χέγκελ στο περιθώριο: «“Ενότητα της υπόστασης στο διακεκριμένο”»), (όπ.π.). Και συνεχίζει με τον Χέγκελ στην ίδια σελίδα: «...“Η αυτοενότητα του Είναι, που έχει τον εαυτό του για θεμέλιο, αλλά και αντίστροφα, επειδή έχει ένα θεμέλιο, είναι μη-Είναι” (η υπογράμμιση είναι δική μας), “δεν είναι τίποτε άλλο από Έκφανση, σχέση ή διαμεσοποίηση”...», (όπ.π., η υπογράμμιση είναι στο πρωτότυπο).
Ο Έγκελς εξηγεί αυτήν την επιστροφή στην Έκφανση στη σελίδα 194 της Διαλεκτικής της Φύσης: «Ταυτότητα και διαφορά – αναγκαιότητα και τυχαίο – αιτία και αποτέλεσμα – είναι τα δύο κύρια αντίθετα(*), που όταν εξεταστούν χωριστά μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο. Και τότε πρέπει να βοηθήσουν οι “πρώτες αρχές”».
Στο τέλος της σελίδας ο αστερίσκος παραπέμπει στο εξής: «Στο κείμενο: “die beiden Ηauptgegensatze” (τα δύο κύρια αντίθετα), ο Έγκελς εννοεί μ’ αυτό: 1) την αντί-θεση ανάμεσα στην ταυτότητα και τη διαφορά και 2) ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Οι λέξεις “αναγκαιότητα και τυχαίο” προστέθηκαν αργότερα ανάμεσα στις γραμμές. (Συντ.)».
Η Αντί-θεση Ταυτότητας και Διαφοράς
Η αντί-θεση Ταυτότητας και Διαφοράς εμφανίζεται στην Έκφανση ως (1) «Τίποτε, το μη-υπάρχον (Nichtigkeit), που υπάρχει», (όπ.π., σελ. 119). Η αιτία και το αποτέλεσμα στην εξωτερική πηγή του αισθήματος είναι επίσης μια αντί-θεση που περιέχεται στην Ουσία και την Υπόσταση, απ’ όπου αναδύονται στην Ενεργό Πραγματικότητα ως Αιτιότητα και Αμοιβαιότητα. Η «αντί-θεση» της «αναγκαιότητας και του τυχαίου» θα αναδυθεί τώρα και θα ενσωματωθεί. Αυτό θα το εξηγήσουμε στο Πέμπτο Μέρος της «Θεωρίας της Γνώσης».
Ο Χέγκελ συνεχίζει (παρατίθεται στη σελίδα 145 των Φιλοσοφικών Τετραδίων): «...“η αρχική ενότητα της ποικιλίας των υποστάσεων, άρα απόλυτη αντίφαση” ...». Κι ο Λένιν υπογραμμίζει τον Χέγκελ στο περιθώριο «“ενότητα της υπόστασης στο διακεκριμένο”».
Η πραγματικότητα της Ενεργού Πραγματικότητας μέσα από την «“ενότητα της υπόστασης στο διακεκριμένο”» έχει αναδείξει το αρχικό «αντικείμενο» ή «αντικείμενα» στην εξωτερική πηγή του αρχικού αισθήματος.
Αυτή η σειρά των άρθρων για τη «Θεωρία της Γνώσης» θα συνεχιστεί ιδιαίτερα εμπνεόμενη από τα λόγια του Λένιν σε ένα σχόλιο πάνω στην Αλληλογραφία Μαρξ-Έγκελς στα τέλη του 1913:
«Εάν επιχειρούσε κανείς να ορίσει με μια μόνο λέξη την εστία, ας πούμε, ολόκληρης της αλληλογραφίας, το κεντρικό σημείο στο οποίο συγκλίνει όλο το σώμα ιδεών που εκφράζονται και συζητιούνται –αυτή η λέξη θα ήταν η διαλεκτική. Η εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής στην αναμόρφωση όλης της πολιτικής οικονομίας από τα θεμέλια της, η εφαρμογή της στην ιστορία, τη φυσική επιστήμη, τη φιλοσοφία, και την πολιτική και την τακτική της εργατικής τάξης –αυτό ήταν που ενδιέφερε τον Μαρξ και τον Έγκελς πάνω απ’ όλα, σ’ αυτό ήταν που συνεισέφεραν ό,τι το πιο ουσιαστικό και νέο, και αυτό ήταν που συνιστούσε τη δεξιοτεχνική πρόοδο που επιτέλεσαν στην ιστορία της επαναστατικής σκέψης», (Λένιν: «Άπαντα» τόμος 24, σελ. 259).
Οι αντίπαλοί μας δεν μπορούν να προσαρμόσουν τον αστικό ιδεαλισμό, όποια μορφή και να παίρνει, στην υλιστική διαλεκτική του Μαρξ και του Έγκελς.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Μέρος Πέμπτο
Η «Διαλεκτική Λογική» ως «Θεωρία της Γνώσης» αρχίζει με την αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου στη σκέψη διαμέσου της Εικόνας του αισθήματος. Αυτή η εικόνα αποκαλύπτει στη συνείδηση, που εν δυνάμει εμπεριέχει τη σύνθεση με τον εξωτερικό κόσμο, το στοιχείο της ανάλυσης. Στην πραγματικότητα είναι η ένωση της ανάλυσης και της σύνδεσης.
Ο Ρόλος της Πράξης στη Θεωρία της Γνώσης
Η αφηρημένη εικόνα του αισθήματος αντανακλά την πρακτική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο άτομο και τα αντικείμενα και φαινόμενα στον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η συμπερίληψη της πράξης στη «Θεωρία της Γνώσης» ήταν μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του Καρλ Μαρξ στη διαλεκτική λογική. Στις ένδεκα Θέσεις για τον Φόιερμπαχ (Θέση 5) έγραψε:
«Ο Φόιερμπαχ, επειδή δεν είναι ικανοποιημένος με την αφηρημένη σκέψη, επικαλείται την αισθητηριακή ενατένιση αλλά δεν συλλαμβάνει την αισθητηριακότητα ως πρακτική ανθρώπινη-αισθητηριακή δραστηριότητα», (Κ.Μαρξ: Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, σελ. 88, Εκδόσεις «Θεμέλιο»).
Η Θέση 8 εξηγεί ότι:
«Η κοινωνική ζωή είναι ουσιαστικά πρακτική. Όλα τα μυστήρια που αποπροσανατολίζουν τη θεωρία στο μυστικισμό βρίσκουν την ορθολογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης», (όπ.π., σελ. 89).
Τέλος, στη Θέση 11, ο Μαρξ τονίζει ότι:
«Οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν μόνο τον κόσμο με ποικίλους τρόπους· το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε», (όπ.π., σελ. 90).
Αυτό που ο Μαρξ τόνισε στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ είναι η αδιαχώριστη ενότητα ανάμεσα στη θεωρία της γνώσης και την πρακτική φύση του ατόμου. Η διαφορά ανάμεσα στο διαλεκτικό προτσές της γνώσης και την πρακτική δραστηριότητα αποκαλύπτεται στην τελευταία.
Η αδιαχώριστη φύση της πράξης από τη θεωρία της γνώσης εγκαθιδρύει τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στη διαλεκτική υλιστική μέθοδο εκπαίδευσης κι όλα τα είδη ιδεαλιστικής και μεταφυσικής σκέψης. Η πράξη δεν είναι απλά μια ακόμα έννοια στο προτσές της γνώσης, είναι η πιο αποφασιστική κατηγορία στη μέθοδο του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού ως ένα και μόνο όλο.
Αφού η πράξη δεν μπορεί να χωριστεί από τη γνώση, είναι, συνεπώς, αξεχώριστη κι από την εξωτερική πηγή της Αντανάκλασης. Τα άτομα, διαμέσου της πράξης τους, όχι μόνο αποκτούν γνώση, μέσω του διαλεκτικού προτσές της γνώσης, αλλά και είναι ικανά να χρησιμοποιούν αυτή τη γνώση για τη μεταμόρφωσή της πράξης, διαμέσου των συνθηκών για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.
Αυτή είναι η αλληλεπίδραση των αντιθέτων, αντικειμένου και υποκειμένου, διαμέσου της άμεσης και διαρκώς συνεχιζόμενης συλλογικής πράξης των κοινωνικών Όντων σε μια ταξική κοινωνία που περιλαμβάνει και την ιστορικά δοσμένη κοινωνική τους πράξη στο παρελθόν.
Ενάντια στις Αυτοδημιούργητες Εικονοκατασκευές
Η υλιστική διαλεκτική εξηγεί το αντικείμενο ως το μέρος εκείνο της ταξικής πάλης στο καπιταλιστικό σύστημα προς το οποίο το υποκείμενο ως επαναστάτης μαχητής κατευθύνει την ατομική του προσοχή. Εφόσον όλα τα ανθρώπινα Όντα είναι μέρος της Φύσης, το αντικείμενο και το υποκείμενο εκδηλώνονται σε αυτή την «ενότητα».
Ο Λένιν αναφέρεται σε μια τέτοια «ενότητα» στο προτσές της γνώσης, μιλώντας για «το σπάσιμο ενός και μόνου όλου και τη γνώση των αντιφατικών του μερών», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 316). Ως μέρος αυτού του «ενός και μόνου όλου», το αντικείμενο υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο, το οποίο αναγνωρίζει το μέρος όπου βρίσκονται τα ταξικά του συμφέροντα. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει σε προηγούμενα άρθρα, το προτσές της γνώσης είναι «από τη ζωντανή αντίληψη στην αφηρημένη σκέψη και απ’ αυτήν στην πράξη», (όπ.π., σελ. 152-153). Η «θεωρία της γνώσης» (η διαλεκτική λογική) μπορεί να αναπτυχθεί μόνο επιστημονικά, με την προϋπόθεση η διαλεκτική εκπαίδευση να κάνει ικανό το άτομο να γνωρίζει τους «αντικειμενικούς νόμους κίνησης» του αντικειμένου ή των αντικειμένων που προκάλεσαν το αίσθημα.
Η διαλεκτική αυτή μέθοδος εκπαίδευσης αποκλείει τελείως κάθε ποικιλία καντιανής εικονοπλασίας, σκεπτικισμού, φιχτεϊκού υποκειμενικού ιδεαλισμού και εκλεκτικισμού που καθοδηγεί πρακτικές ή που διαλύεται σε πρακτικές. Κι ούτε επιτρέπει αυτές οι εικόνες να αυτοδημιουργούνται από τους «τυφλούς ακτιβιστές» που τρέχουν γύρω γύρω από απεργία σε απεργία ή από τη μια μορφή δραστηριότητας στην άλλη, φτιάχνοντας στο διάβα τους τις εικόνες τους. Αποκλείει, επίσης, τον ιμπρεσιονισμό και το περιεχόμενό του, τον εμπειρισμό.
Το άτομο, επαναλαμβάνουμε, πρέπει να συλλαμβάνει επιστημονικά τους νόμους κίνησης του αντικειμένου ή των αντικειμένων στον εξωτερικό κόσμο που είναι η αιτία του αισθήματος. Αυτό είναι η πρώτη υποκειμενική εικόνα του αντικειμενικού κόσμου ή όπως ο Λένιν το εξηγεί: «Η πρώτη καθολική έννοια (επίσης = η πρώτη καθολική έννοια που συναντάμε)», (βλ. στο περιθώριο της σελίδας 207 των Φιλοσοφικών Τετραδίων). Το αίσθημα και οι αντιλήψεις αναπτύσσονται από τη δραστηριότητα των Κοινωνικών Όντων και την αντανάκλασή της στη συνείδηση του ατόμου.
«Η Ουσία της Διαλεκτικής Γνώσης»
Η «Ταυτότητα» της εξωτερικής πηγής του αισθήματος, αρνημένη σε «Διαφορά» συνιστά την πρώτη αντί-θεση στη «διαλεκτική λογική». Η Αιτία σε Αποτέλεσμα και αντίστροφα είναι η δεύτερη αντί-θεση –και τα δυο έχουν την καταγωγή τους στον εξωτερικό κόσμο, μετατρεπόμενα το ένα στο άλλο. Η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης είναι η πηγή και των δυο, Αιτίας και Αποτελέσματος και αντίστροφα, (Αιτιότητα) που ενσωματώνεται στο «πράγμα», «ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων» (ουσία σε ύπαρξη).
Αυτό το προτσές συνιστά την ανάδυση της κατηγορίας της Υπόστασης που είναι η εσωτερική ενότητα όλων των «μερών» που έχουμε γνωρίσει στην αυτοανάπτυξή τους. Η Υπόσταση ως ύλη (Είναι) είναι το αντίθετο της σκέψης (συνείδηση). Ο εκλεκτικισμός ως μέθοδος απορρίπτει κι αντιτίθεται στην υπόσταση, προτιμώντας, αντίθετα, να επιλέγει εκ των προτέρων τις δικές του κενές ιδεαλιστικές εικόνες, αδιαφορώντας για το υλιστικό τους περιεχόμενο.
Η εμφάνιση της Ουσίας αποκαλύπτει την ταυτότητα του αντικειμένου στην εξωτερική πηγή του αισθήματος. Αυτά τα αντικείμενα ή αντικείμενο εμφανίζονται τώρα με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι όταν αναλύονταν με την ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης διαμέσου της ανάπτυξης της υπόστασης από την Αιτιότητα στην Αμοιβαία σχέση (Αμοιβαιότητα) αιτίας σε αποτέλεσμα και αντίστροφα.
Στην Αμοιβαιότητα, «η ουσία της διαλεκτικής γνώσης», (βλ. κάτω κάτω στη σελίδα 141 των Φιλοσοφικών Τετραδίων), ως «το συνολικό άθροισμα των στιγμών της ενεργού πραγματικότητας» αναπαράγει το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που είναι υπεύθυνα για το αίσθημα.
Αντιπαράθεση της Εμφάνισης στην Ουσία
Η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης απαιτεί τώρα την αντιπαράθεση της Εμφάνισης στην Ουσία.
Ο Λένιν εξηγεί το προτσές της γνώσης στη σελίδα 318 με τον εξής τρόπο:
«Κάθε ατομικό συνδέεται με χιλιάδες μεταβάσεις με άλλα είδη ατομικών (πραγμάτων, φαινομένων, προτσές), κλπ. Εδώ ήδη έχουμε τα στοιχεία, τα σπέρματα, τις έννοιες της αναγκαιότητας, της αντικειμενικής σύνδεσης στη Φύση, κλπ. Εδώ ήδη έχουμε το τυχαίο και το αναγκαίο, το φαινόμενο και την ουσία. Γιατί όταν λέμε: ο Ιβάν είναι άνθρωπος, ο Αζόρ είναι σκύλος, αυτό είναι το φύλλο ενός δένδρου, κλπ., παραβλέπoυμε έναν αριθμό κατηγορημάτων ως τυχαία, χωρίζουμε την ουσία από την εμφάνιση και αντιπαραθέτουμε τη μια στην άλλη», (όπ.π.).
Στα παραδείγματα του Λένιν, ο Ιβάν είναι η ουσία, ο Άνθρωπος είναι η Εμφάνιση. Ο Αζόρ είναι η ουσία, ο σκύλος είναι η Εμφάνιση. Το Φύλλο είναι η ουσία, το δένδρο είναι η Εμφάνιση. Ανεξάρτητα από το αν αυτός είναι ένας γέρος ή ένας νέος άνθρωπος, η ουσία εγκαθιδρύεται γιατί αυτός απαντά στο όνομα «Ιβάν». Το ίδιο ισχύει και στα άλλα παραδείγματα του Λένιν.
Αιτιότητα και Αμοιβαιότητα ως Στιγμές της Υλιστικής Σύνδεσης
«Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι στην Εγκυκλοπαίδεια, ο Χέγκελ τονίζει την ανεπάρκεια και την κενότητα της γυμνής έννοιας της “αμοιβαίας δράσης”», γράφει ο Λένιν στη σελίδα 146, συνεχίζοντας να παραθέτει από τον Χέγκελ και στην επόμενη σελίδα (147) για να εξηγήσει τι σημαίνει η λέξη «γυμνή».
«...“Η αμοιβαιότητα είναι αναμφίβολα η κατά προσέγγιση αλήθεια της σχέσης αιτίας και αποτελέσματος, και στέκεται, θα λέγαμε, στο κατώφλι της Έννοιας, παρ’ όλο που, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, δεν πρέπει κανείς να μείνει ικανοποιημένος με το να εφαρμόζει αυτή τη σχέση, στο βαθμό που είναι θέμα εννοιολογικής γνώσης. Αν δεν πάει κανείς πιο πέρα από το να θεωρεί ένα δοσμένο περιεχόμενο απλά από τη σκοπιά της αμοιβαιότητας, τότε, μια τέτοια στάση, είναι στην πραγματικότητα εντελώς χωρίς έννοια· είναι τότε απλά θέμα ενός ξερού γεγονότος, και η απαίτηση της διαμεσοποίησης, που είναι το ζήτημα της άμεσης φροντίδας στην εφαρμογή της σχέσης της αιτιότητας, παραμένει ακόμα ανικανοποίητη”...», (όπ.π., σελ. 146-147).
Σ’ αυτό, ο Λένιν σχολιάζει στα περιθώρια των αντίστοιχων σελίδων: «Απλή “αμοιβαιότητα” = κενότητα» και «Η απαίτηση της διαμεσοποίησης, (της σύνδεσης), αυτό είναι το ζήτημα στην εφαρμογή της σχέσης της αιτιότητας», (όπ.π., η υπογράμμιση είναι δική μας).
Ο Λένιν, εξηγεί μέσα σε πλαίσιο στην πρώτη σελίδα (146):
«Όταν διαβάζει κανείς τον Χέγκελ σχετικά με την αιτιότητα, του φαίνεται παράξενο στην πρώτη ματιά που ασχολείται σχετικά τόσο ελαφριά με αυτό το αγαπημένο θέμα των καντιανών. Γιατί; Γιατί, πραγματικά, γι’ αυτόν η αιτιότητα είναι μόνο ένας από τους προσδιορισμούς της καθολικής σύνδεσης, την οποία κάλυψε προηγούμενα, μέσα σε ολόκληρη την έκθεση του, πολύ πιο βαθιά και ολόπλευρα, τονίζοντας πάντα, κι από την αρχή αρχή, αυτή τη σύνδεση, τις αμοιβαίες μεταβάσεις, κλπ., κλπ.», (όπ.π., η τελευταία υπογράμμιση είναι δική μας).
Η Αμοιβαιότητα ως αιτιότητα τονίζει την ανάδυση των συνδέσεων και μεταβάσεων, ανάμεσα στο αντικείμενο ή τα αντικείμενα στην αρχική εξωτερική πηγή του αισθήματος. Έτσι η πραγματικότητα γίνεται τώρα πιο συγκεκριμένη στην εικόνα ή μεταξύ των εικόνων των άλλων αντικειμένων στην ενεργό πραγματικότητα.
Η Αντί-θεση του Τυχαίου και της Αναγκαιότητας
Αυτό μας φέρνει στην τελευταία αντί-θεση, του τυχαίου και της αναγκαιότητας, πριν το «άλμα» στην αφηρημένη έννοια, και έτσι, στην υλιστική ανάλυση της ιδέας του Χέγκελ για τη «σύνδεση». Στο μέσο της σελίδας 147, ο Λένιν παραθέτει από τον Χέγκελ, σχετικά με τους Σπαρτιάτες:
«...“Αν, για παράδειγμα, βλέπουμε τα έθιμα των Σπαρτιατών σαν το αποτέλεσμα του συντάγματός τους, και το τελευταίο, αντίστροφα, σαν το αποτέλεσμα των εθίμων τους, μια τέτοια θεώρηση μπορεί να είναι ίσως σωστή, αλλά είναι μια αντίληψη που δε δίνει τελική ικανοποίηση, γιατί πράγματι δεν επιτρέπει να κατανοηθούν ούτε το σύνταγμα ούτε τα έθιμα αυτού του λαού. Μια τέτοια κατανόηση μπορεί νά ’ρθει μόνο όταν αναγνωριστεί ότι αυτές οι δυο πλευρές, όπως κι όλες οι άλλες ειδικές πλευρές της ζωής και της ιστορίας των Σπαρτιατών, θεμελιώνονται σε αυτήν την Έννοια”...», (όπ.π., σελ. 147).
Την αναφορά του Χέγκελ στο «σύνταγμα» και τα «έθιμα» του σπαρτιατικού λαού, σχολιάζει ο Λένιν στο περιθώριο, κάτω κάτω στη σελίδα 147 των Φιλοσοφικών Τετραδίων: «Όλες οι “ειδικές πλευρές” και το όλο [“Begriff” (“Έννοια” )]», (όπ.π.).
Οι «ειδικές πλευρές», όπως τις κατανοεί ο Λένιν με έναν υλιστικό τρόπο, ήταν «συνδέσεις» από το χαμηλό στο υψηλό, ως εξής: Η Ουσία ως «το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων», η Ουσία με τη μορφή της Εμφάνισης, η Υπόσταση, η Αιτιότητα, η Αμοιβαιότητα (η Ουσία σε Ενεργό Πραγματικότητα).
Η έννοια της Αναγκαιότητας και του Τυχαίου είναι αντικειμενική στη διαλεκτική λογική (αφηρημένη σκέψη). Διέπεται από τους αντικειμενικούς νόμους της ποσότητας σε ποιότητα και αντίστροφα· της ενότητας και σύγκρουσης, και της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων· της Άρνησης της Άρνησης.
Στη Διαλεκτική της Φύσης του Έγκελς η διαλεκτική φύση του «Τυχαίου και της Αναγκαιότητας» εξηγείται ως εξής:
«Μια άλλη αντίθεση στην οποία περιπλέκεται η μεταφυσική, είναι η αντίθεση ανάμεσα στο τυχαίο και την αναγκαιότητα. Τί άλλο μπορεί να είναι πιο αντιφατικό από τους δυο αυτούς νοητικούς προσδιορισμούς; Πώς είναι δυνατόν τα δυο αυτά να είναι ταυτόσημα, δηλαδή το τυχαίο να είναι αναγκαίο και το αναγκαίο να είναι επίσης τυχαίο;» ... «Και τότε δηλώνεται ότι το αναγκαίο είναι το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει την επιστήμη και ότι το τυχαίο της είναι αδιάφορο» ... «Έτσι κάθε επιστήμη φτάνει στο τέλος της, γιατί ακριβώς έχει να διερευνά αυτό που δεν ξέρουμε. Είναι σαν να λέμε: εκείνο που μπορεί να υπαχθεί σε γενικούς νόμους θεωρείται ως αναγκαίο και εκείνο που δεν μπορεί να υπαχθεί σ’ αυτούς τους νόμους, θεωρείται ως τυχαίο», (όπ.π., σελ. 196-197).
Παρακάτω στο ίδιο τμήμα, στη σελίδα 198, ο Έγκελς γράφει:
«Σε αντιπαράθεση με τέτοιου είδους αντιλήψεις», (το χωρισμό του τυχαίου από το αναγκαίο), «ο Χέγκελ εμφανίζεται με ανήκουστες ως τότε προτάσεις: ότι το τυχαίο έχει μια αιτία γιατί είναι τυχαίο, και ακριβώς για τον ίδιο λόγο δεν έχει αιτία γιατί είναι τυχαίο, ότι το τυχαίο είναι αναγκαίο, ότι η αναγκαιότητα προσδιορίζεται σαν τυχαίο, και ότι, από την άλλη μεριά, αυτό το τυχαίο είναι μάλλον μια απόλυτη αναγκαιότητα, (Λογική, βιβλίο ΙΙ, τμήμα ΙΙ, κεφάλαιο 2: Πραγματικότητα)», (όπ.π.).
Στην Ενεργό Πραγματικότητα, τα διαλεκτικά προτσές που περιγράφονται ως αναγκαία, περιέχουν την αιτία των αντιφατικών τους συνδέσεων μέσα στον ίδιο τον εαυτό τους ως ουσία. Εκείνα που έχουν την αιτία τους έξω από τον εαυτό τους, αλλά καθορίζονται από τις εξωτερικές τους συνδέσεις με άλλα αντικείμενα, αποκαλούνται τυχαία που αντικειμενικά είναι σχετικά.
Το τυχαίο είναι μια μορφή εκδήλωσης της αναγκαιότητας, μια και η ίδια η αναγκαιότητα δεν υπάρχει σε μια καθαρή μορφή.
Η Αναγκαιότητα, που είναι το υψηλότερο στάδιο της Ουσίας, προπαρασκευαστικό στο άλμα στην Αφηρημένη Έννοια, μπορεί αιφνιδιαστικά να διακοπεί από το τυχαίο με τη μορφή ενός απρόβλεπτου γεγονότος, που μπορεί να μας αναγκάσει να κάνουμε αλλαγές τακτικής, ενώ θα ερευνούμε και θα αναλύουμε την αιτία αυτού του γεγονότος. Όταν οι αναγκαίοι όροι είναι παρόντες στην ουσία, η Αφηρημένη Έννοια αναδύεται, προσανατολισμένη στις ανάγκες της επαναστατικής μας πράξης. Η Αφηρημένη Έννοια είναι τώρα σε μετάβαση στη Θεωρητική Ιδέα μέσα στον αντικειμενικό κόσμο της πράξης.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Μέρος Έκτο
Το Διαλεκτικό προτσές της γνώσης βασίζεται στις σχέσεις ανάμεσα στο «ατομικό» και το «καθολικό». Αυτά τα «αντίθετα» είναι «ταυτόσημα» στην ενότητά τους. Όπως εξηγεί ο Λένιν: «Το καθολικό υπάρχει μόνο στο ατομικό και διαμέσου του ατομικού. Κάθε ατομικό είναι (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) ένα καθολικό», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 318).
Αυτή η ταυτόσημη φύση της ενότητάς τους είναι η πηγή της άπειρης αντίφασης στη διαλεκτική λογική σκέψη του «ατόμου». Συνιστά τον πρώτο αντικειμενικό νόμο στην υλιστική διαλεκτική ως νόμο της «ενότητας, σύγκρουσης, και αλληλοδιείσδυσης» των αντιθέτων. Οι άλλοι δυο αντικειμενικοί νόμοι, ποσότητα σε ποιότητα και αντίστροφα, και άρνηση της άρνησης, εκδηλώνονται μέσα σ’ αυτήν την «Ενότητα». Οι «νόμοι» αυτοί, όπως τονίζει ο Έγκελς, αφαιρούνται «...από την ιστορία της Φύσης... της ανθρώπινης κοινωνίας... και της σκέψης», (Έγκελς: Διαλεκτική της Φύσης, σελ. 44).
Η Ενότητα του Λογικού και του Ιστορικού
Στην αφαίρεση του «νόμου της άρνησης της άρνησης», αναδύονται τρεις αντι-θέσεις στη διαλεκτική λογική, που εκδηλώνουν τους τρεις νόμους. Αυτές είναι: η αντί-θεση της Ταυτότητας και της Διαφοράς, της Αιτίας και του Αποτελέσματος και της Αναγκαιότητας και του Τυχαίου. Προχωρώντας από το χαμηλό στο υψηλό, εμπλέκονται άμεσα τρεις υποδιαιρέσεις της ουσίας: Ουσία και Έκφανση, Ουσία και Eμφάνιση και Ουσία στην Ενεργό Πραγματικότητα. Η ανάπτυξή τους, διαμέσου της ένωσης της ανάλυσης και της σύνθεσης, μας έχει φέρει στο άλμα (Μέρος Έκτο) προς την Αφηρημένη Έννοια, που το αντίθετό της, στον πραγματικό κόσμο είναι η Θεωρητική Ιδέα.
Η «θεωρητική ιδέα» συνίσταται από την ενότητα του λογικού με το ιστορικό και είναι ένα αντικειμενικό προτσές της ίδιας της πράξης. Μια τέτοια προσέγγιση απαιτεί την ξεκάθαρη οριοθέτηση των τριών υποδιαιρέσεων της ουσίας και την απόδειξη της μετάβασης από τη μια στην άλλη. Η ενότητά τους είναι το ιστορικό (καθολικό) που περιέχει μέσα του το λογικό (ατομικό-μερικό). Στη «θεωρία της γνώσης», κάθε προτσές ανάπτυξης περικλείει το δικό του αντικειμενικό προσανατολισμό, ως τη δική του αναγκαιότητα, που οδηγεί σ’ ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Συνεπώς, η θεωρητική ιδέα είναι το αποτέλεσμα της «ένωσης της ανάλυσης και της σύνθεσης». Όπως η αντί-θεση της Ταυτότητας και της Διαφοράς, οι κατηγορίες του λογικού και του ιστορικού πρέπει να εξετασθούν στην ενότητά τους που ενσωματώνει τις αντιφάσεις που έχουν μέσα τους.
Η διαλεκτική λογική της Θεωρίας της Γνώσης αρνείται το πραγματικό προτσές στην «ατομική» και υποκειμενική πλευρά του αντικειμενικά καθολικού. Η Πράξη ως το ιστορικό καθολικό αντανακλά την ενότητά της με τη «θεωρία της γνώσης» (λογικό) που καθοδηγεί την πράξη μας. Στην ενότητα του ιστορικού και του λογικού, η ουσία στις υποδιαιρέσεις της είναι το σχετικό, ενώ το απόλυτο των νομοτελειακών σχέσεων ανάμεσα στο ατομικό και το καθολικό περιέχεται μέσα σε αυτό το σχετικό. Έτσι, η «θεωρία της γνώσης» ως νομοτελειακό προτσές γίνεται η λογική του ίδιου του συγκεκριμένου ιστορικού προτσές. H ανατολικογερμανίδα φιλόσοφος Γκούντρουν Ρίχτερ εκφράζει ένα τέτοιο προτσές ως «ιστορικοποίηση του λογικού και λογικοποίηση του ιστορικού», (Γκ. Ρίχτερ: Το Νομοτελειακό και Ιστορικό Προτσές, – Dietz Verlag, Βερολίνο, 1985, σελ. 75 στα γερμανικά).
Η διαλεκτική στιγμή της ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ της εξωτερικής πηγής του αισθήματος εμπεριέχει Διαφορά όταν αρνείται στο Αίσθημα ως μια αυτοσχετιζόμενη έννοια, αυτή ενσωματώνει την ενότητα του λογικού και του ιστορικού επίσης ως αυτοσχετιζόμενες έννοιες. Αυτό συνεπάγεται για τη «θεωρία της γνώσης», ότι προχωράει στην ανάλυση διαμέσου του «Σκεπτόμενου Λόγου (κατανόηση)» που «οξύνει την αμβλυμμένη διαφορά του διαφορετικού, την απλή πολλαπλότητα της φαντασίας, σε ουσιαστική διαφορά, σε αντίθεση. Μόνο όταν υψωθούν στην κορυφή της αντίφασης, οι πολύπλευρες οντότητες γίνονται δραστήριες (regsam) και ζωντανές στη μεταξύ τους σχέση –δέχονται/αποκτούν εκείνη την αρνητικότητα που είναι ο εγγενής παλμός της αυτοκίνησης και της ζωτικότητας», (όπ.π., σελ. 128, 3η παράγραφος).
Σ’ αυτή τη διαλεκτική σχέση, αναλύουμε, διαμέσου της ένωσης της ανάλυσης και της σύνθεσης, το «μερικό» ή το μέρος στο βαθμό που διατηρείται και ξεπερνιέται στο «πράγμα ...ως το άθροισμα και η ενότητα των αντίθετων» (όπ.π., σελ. 202). Το μέλλον του, που αναδύεται ως «ουσία σε ύπαρξη», αναπαράγει τις δικές του προϋποθέσεις από τα «μέρη» ή τις «πλευρές» της αρχικής πηγής του αισθήματος, τα οποία, στη σύνθεσή τους με αυτή την πηγή, έχουν αναλυθεί και αποκτήσει μια μορφή και ένα περιεχόμενο για το κάθε «μέρος».
Η «Λογική» στη Διάσπαση του Ε.Ε.Κ. το 1985
Στο «σχίσμα» που έγινε στο Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα στα τέλη του φθινοπώρου του 1985, έγινε μια οπορτουνιστική απόπειρα να ξεκοπεί το διαλεκτικό από το ιστορικό. Κάλπικα ισχυρίστηκαν ότι ο συγγραφέας αυτών των άρθρων για τη «Θεωρία της Γνώσης» ήταν ένοχος του «εγκλήματος» του Χεγκελιανισμού στο έργο του πάνω στην υλιστική διαλεκτική· ότι «αγνόησε» τον ιστορικό υλισμό. Ένας τέτοιος διαχωρισμός ανάμεσα στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό δεν ήταν τυχαίος.
Στην περίπτωση του Κ.Σλότερ και του αμερικανού Ντέιβιντ Νορθ, –και οι δυο δε συμμετείχαν ποτέ στην καθημερινή πράξη της οικοδόμησης του Κόμματος, είτε της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς και του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος, είτε, όσον αφορά τον Νορθ, ενός κόμματος στις ΕΠΑ.
Ο Σλότερ, από το 1966 μέχρι την εποχή του σχίσματος, υιοθέτησε μια εκλεκτικιστική στάση απέναντι στη θεωρία, ενώ απόφευγε τελείως κάθε είδους πράξη για το χτίσιμο του ΕΕΚ.
Ο αμερικανός Ντέιβιντ Νορθ, όταν έγινε γενικός γραμματέας του τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής στις ΕΠΑ, απόκτησε ένα τμήμα με πάνω από 100 μέλη, που είχε οικοδομηθεί κύρια από τον Γούλφορθ, ο οποίος λιποτάκτησε και προσχώρησε στο ελεγχόμενο από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΣΕΚ). Χάρη στη δικιά του πράξη, ο Νορθ κατάφερε να μειώσει τα μέλη του σε λιγότερα από 80. Δεν είχε καμιά δυσκολία, λοιπόν, ο Νορθ για να κάνει μια συμμαχία κλίκας με τον Σλότερ. Και οι δυο είχαν κάτι το κοινό –την πολιτική ανικανότητα και άρνηση να στρατευθούν στην επαναστατική πράξη της οικοδόμησης των τμημάτων της Δ.Ε.Τ.Δ.
Από την άλλη μεριά, όμως, οι αδελφοί Μπάντα ήταν διαφορετικοί. Για 35 χρόνια, μ’ έναν δυναμικό πρακτικό τρόπο, έκαναν μια συνεισφορά στην οικοδόμηση του ΕΕΚ και της Δ.Ε.Τ.Δ., σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του ιστορικού υλισμού. Αλλά στο επίπεδο της επιστημονικής κοσμοθεωρίας, απότυχαν να καταλάβουν την αξεχώριστη σύνδεση της υλιστικής διαλεκτικής με τον ιστορικό υλιστικό ρόλο μιας τέτοιας πράξης. Έτσι, όταν η αντικειμενική οικονομική και πολιτική κρίση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, με επικεφαλής τις ΕΠΑ, εκδηλώθηκε με την πάλη της Θάτσερ να συντρίψει τον συνδικαλισμό στη Βρετανία (την ιστορική πατρίδα του συνδικαλισμού) στις απεργίες των ανθρακωρύχων και των τυπογράφων, οι αδελφοί Μπάντα έγιναν φιχτεϊκοί υποκειμενικοί ιδεαλιστές.
Αυτό οδήγησε στον πρόσκαιρο σχηματισμό μιας χωρίς αρχές κλίκας ανάμεσα στον Νορθ και τον Σλότερ και τους Μπάντα, που λίγες βδομάδες μετά το «σχίσμα» κατάρρευσε καθώς ο Νορθ διέγραψε τον Σλότερ και οι αδελφοί Μπάντα απλά παραιτήθηκαν από την ενεργό πολιτική. Μετά την εμπειρία της κλίκας Χάστον, Γκραντ και Λι, τη δεκαετία του ’40, αυτή ήταν η ισχυρότερη εκδήλωση της αδιέξοδης πολιτικής χρεοκοπίας της πολιτικής που χαρακτηρίζει μια κλίκα.
Η Ενότητα του Διαλεκτικού και του Ιστορικού Υλισμού
Ο Λένιν έγραψε, τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, τον τόμο 18 των «Απάντων» του, ανάμεσα στο Φλεβάρη και τον Οκτώβρη του 1908. Εκδόθηκε, με τη μορφή βιβλίου, το Μάη του 1909. Στη νέα εισαγωγή του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, περιγράφεται η κατάσταση που ακολούθησε την ήττα της αστικής επανάστασης του 1905 ως εξής:
«Μέσα στο αστικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στους κύκλους της διανόησης είχε πάρει πλατιά διάδοση η “θεοαναζήτηση”, ένα αντιδραστικό θρησκευτικό-φιλοσοφικό ρεύμα, που οι εκπρόσωποί του υποστήριζαν ότι ο ρωσικός λαός “έχασε το θεό” και ότι το καθήκον του ήταν να τον “βρει”. Στη λογοτεχνία και στην τέχνη εκθειάζονταν η λατρεία του ατομικισμού, η αδιαφορία προς την πολιτική, η “καθαρή τέχνη”, η εγκατάλειψη των επαναστατικών-δημοκρατικών παραδόσεων της ρωσικής κοινωνικής σκέψης. Οι αντεπαναστατικές δυνάμεις έκαναν το παν για να συκοφαντήσουν την εργατική τάξη και το Κόμμα της, να υπονομεύσουν τα θεωρητικά βάθρα του μαρξισμού. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η υπεράσπιση της μαρξιστικής φιλοσοφίας είχε γίνει το σπουδαιότερο και το πιο επείγον καθήκον», (βλ. τον Πρόλογο στην ελληνική έκδοση του Υλισμού και Εμπειριοκριτικισμού, σελ. VIII-IΧ ).
Γι’ αυτό, στην υπεραντιδραστική αυτή περίοδο της ιστορίας, ο Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός έγινε, και παραμένει ακόμα το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο του Λένιν. Οχτώ χρόνια μετά την έκδοσή του, ο Λένιν και ο Τρότσκι οδήγησαν το Μπολσεβίκικο Κόμμα στην εξουσία, με την πρώτη επιτυχή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην ιστορία. Στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, ο Λένιν ασχολείται εκτεταμένα με το ζήτημα της αδιαχώριστης φύσης του Διαλεκτικού και Ιστορικού Υλισμού στη σελίδα 352). Γράφει:
«Ο υλισμός αναγνωρίζει γενικά το πραγματικά αντικειμενικό Είναι (ύλη), ως ανεξάρτητο από τη συνείδηση, από το αίσθημα, από την εμπειρία, κτλ., της ανθρωπότητας. Ο ιστορικός υλισμός αναγνωρίζει το κοινωνικό Είναι ως ανεξάρτητο από την κοινωνική συνείδηση της ανθρωπότητας. Και στις δυο περιπτώσεις η συνείδηση δεν είναι παρά η αντανάκλαση του Είναι», (η υπογράμμιση είναι δική μας), «στην καλύτερη περίπτωση μια κατά προσέγγιση πιστή (επαρκή, ιδιαίτερα ακριβή) αντανάκλασή του. Από τη φιλοσοφία αυτή του μαρξισμού, που είναι χυμένη σαν ένα ατόφιο κομμάτι ατσάλι, δεν μπορείς να εξαλείψεις ούτε μια βασική πρόταση, ούτε ένα ουσιαστικό μέρος, χωρίς ν’ απομακρυνθείς από την αντικειμενική αλήθεια, χωρίς να πέσεις στην αρπάγη της αντιδραστικής αστικής ψευτιάς».
Οι λέξεις διαλεκτικός υλισμός τονίζουν το «ατόφιο κομμάτι ατσάλι» ως την ενότητα του διαλεκτικού με τον ιστορικό υλισμό. Παρόμοια, η «ενότητα του λογικού και του ιστορικού» εκφράζει την ενότητα της «διαλεκτικής» (λογικής) και του «ιστορικού» (υλισμού). Λίγο πιο κάτω, ο Λένιν εξηγεί ότι: «Ο Μαρξ και ο Έγκελς, καθώς στην εξέλιξή τους ξεκίνησαν από τον Φόιερμπαχ και ωρίμασαν στην πάλη ενάντια σ’ αυτούς τους γραφιάδες, έδoσαν, όπως ήταν φυσικό, τη μεγαλύτερή τους προσοχή στο να επιστεγάσουν τη δομή του φιλοσοφικού υλισμού, δηλαδή όχι στην υλιστική επιστημολογία, αλλά στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Αυτός ήταν ο λόγος που στα έργα τους ο Μαρξ και ο Έγκελς υπογράμμιζαν περισσότερο το διαλεκτικό υλισμό, παρά το διαλεκτικό υλισμό, επέμεναν περισσότερο στον ιστορικό υλισμό, παρά στον ιστορικό υλισμό», (όπ.π., σελ 356, οι υπογραμμίσεις είναι στο πρωτότυπο).
Η Ιστορική Πηγή του Υποκειμενικού Ιδεαλισμού
Η απόπειρα της κλίκας Μπάντα, Σλότερ, Νορθ να χωρίσουν το διαλεκτικό από τον ιστορικό υλισμό ήταν η αντιδραστικότερη επιδοκιμασία της υποκειμενικής ιδεαλιστικής εικονοπλασίας. Οι εικόνες αυτές πλάθονταν για να κολλήσουν πάνω στην αντικειμενική πραγματικότητα της παγκόσμιας ταξικής πάλης καθώς ξετυλίγεται τώρα, μέσα από τα «μέρη» της, στην ταξική πάλη, σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες του κόσμου.
Αλλά, θα αναρωτηθεί κανείς, και σωστά, πώς κατάφεραν, για 30-35 χρόνια, οι Μπάντα κι ο Σλότερ να γράφουν, με τόση πολιτική καθαρότητα, στην πάλη ενάντια στον Πάμπλο, τον Θόρνετ, την OCI και τα άλλα πολιτικά ράκη του ρεβιζιονισμού; Στην περίπτωση του Σλότερ, αυτός συγκέντρωσε σε έξι τόμους, από τους οποίους ο τελευταίος εκδόθηκε το 1975, την Ιστορία της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς.
Ο Χέγκελ αναλύει ένα τέτοιο προτσές, με ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό τρόπο, όταν στρέφεται στα γραφτά του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (1762-1814):
«...“Ο άπειρος περιορισμός ή το εμπόδιο του ιδεαλισμού του Φίχτε αρνείται, ίσως, να βασιστεί σε κάποιο Πράγμα-καθεαυτό, και έτσι γίνεται καθαρά μια προσδιοριστικότητα μέσα στο Εγώ. Αλλά αυτή η προσδιοριστικότητα είναι άμεση και ένα όριο στο Εγώ, που, υπερβαίνοντας την εξωτερικότητά της την ενσωματώνει. Και παρότι το Εγώ μπορεί να ξεπεράσει το όριο, αυτό το τελευταίο έχει μέσα του μια πλευρά αδιαφορίας χάρη στην οποία περιέχει ένα άμεσο μη-Είναι του Εγώ, αν και το ίδιο περιέχεται στο Εγώ”...», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 118).
Ας αναλύσουμε τώρα αυτή την παράγραφο τμηματικά, για να καταλάβουμε την υποκειμενική ιδεαλιστική μέθοδο των Φίχτε, Μπάντα, Σλότερ, Χάντερ και Σία.
α) «...“Ο άπειρος περιορισμός ή το εμπόδιο του ιδεαλισμού του Φίχτε αρνείται, ίσως, να βασιστεί σε κάποιο Πράγμα-καθεαυτό, και έτσι γίνεται καθαρά μια προσδιοριστικότητα μέσα στο Εγώ”...», (όπ.π.).
Εδώ ο Φίχτε προσδιόριζε το Εγώ του με λεκτικές μορφές που ήταν κενές, χωρίς κανένα Πράγμα-καθεαυτό για περιεχόμενο. Για πάνω από τρεις δεκαετίες, οι Μπάντα και ο Σλότερ συναρμολογούσαν τις λεκτικές τους μορφές σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ιστορικών προπαγανδιστικών αναγκών της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς, της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης και του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος, που ιδρύθηκε το 1973.
β) «...“Αλλά αυτή η προσδιοριστικότητα είναι άμεση και ένα όριο στο Εγώ, που, υπερβαίνοντας την εξωτερικότητά της την ενσωματώνει. Και παρότι το Εγώ μπορεί να ξεπεράσει το όριο, αυτό το τελευταίο έχει μέσα του μια πλευρά αδιαφορίας χάρη στην οποία περιέχει ένα άμεσο μη-Είναι του Εγώ, αν και το ίδιο περιέχεται στο Εγώ”...», (όπ.π., η τελευταία υπογράμμιση είναι δική μας).
Η κενή λεκτική μορφή «είναι άμεση και ένα όριο στο Εγώ», γιατί δεν έχει περιεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά οι Μπάντα, Σλότερ, Χάντερ και Σία συνέχιζαν να συνταιριάζουν «κενές λεκτικές μορφές» σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ιστορικών και προπαγανδιστικών αναγκών της Διεθνούς Επιτροπής και του Κόμματος.
Αυτό που απέτυχαν να καταλάβουν είναι ότι αυτές οι κενές λεκτικές μορφές έχουν μέσα τους ένα περιεχόμενο «Μη-Είναι» –τη διαρκώς μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομική και πολιτική κρίση, είτε το αντιλαμβάνονταν αυτό είτε όχι. Η συσσώρευση τέτοιων αναρίθμητων «Μη-Είναι» πήρε την εκδίκησή της όταν το πλήθος των «κενών λεκτικών μορφών», που δεν ήταν ικανοί να αναγνωρίσουν το «Μη-Είναι» περιεχόμενό τους, τους έσκασε στα μούτρα, πιάνοντάς τους τελείως απροετοίμαστους.
Πραγματισμός Εναντίον Υποκειμενικού Ιδεαλισμού
Βιάστηκαν τότε να φτιάξουν μια «συμμαχία κλίκας» με τον αμερικανό πραγματιστή απατεωνίσκο Νορθ, που αμέσως άρπαξε την ευκαιρία να κάνει κάποια πραγματιστική δουλίτσα για τον «καλό γέρο-Σαμ»! Τον ξαπόστειλαν σε περιοδεία για να βρει μια χούφτα γερμανών πραγματιστών, ενώ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με μια άλλη φούχτα κεϋλανέζων και αυστραλών πραγματιστών.
Στο 10ο Συνέδριο της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς, το Γενάρη του 1985, είχε αποκαλυφθεί ότι στις Γενικές Εκλογές του Νοέμβρη 1984, στην Αυστραλία, είχαν πάρει κρατικά κονδύλια για να χρηματοδοτήσουν τις εκλογικές τους δαπάνες. Όταν αυτό κριτικαρίστηκε από τον Μπάντα και τον Σλότερ που χρησιμοποιούσαν τις συνηθισμένες τους «κενές λεκτικές μορφές» κριτικής, οι Μαλγκριού, Μπιμς και Σία παραδέχτηκαν τον χοντροκομμένο οπορτουνισμό αυτής της ενέργειάς τους.
Αφού ολοκληρώθηκε το σχίσμα, ο πραγματιστής Νορθ ευθυγράμμισε μαζί του τις ομαδούλες των πραγματιστών από τη Δυτική Γερμανία, την Κεϋλάνη, την Αυστραλία, και, βεβαίως, τα δικά του 80 μέλη, και προχώρησε στη διαγραφή του Σλότερ και του Μπάντα, κατηγορώντας τους για συνενοχή σε «ανηθικότητα». Σ’ αυτή την περίπτωση ο αμερικάνικος πραγματισμός κέρδισε «στα σημεία» τον φιχτεϊκό υποκειμενικό ιδεαλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου