Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Gerry Healy

Γράφτηκε: το 1986 και δημοσιεύτηκε στο αγγλικό περιοδικό «Marxist Review» και αργότερα στην Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση(ΕΜΕ)
Πηγή: Υλιστική Διαλεκτική και Πολιτική Επανάσταση - Εκδόσεις «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ», 2003
Μετάφραση-Επιμέλεια-Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ.Θωμαδάκης–I.Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, Γενάρης 2005




Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



Μέρος Πρώτο


Όταν λέμε «Θεωρία της Γνώσης», εννοούμε την πιο συγκεκριμένη έκθεση της διαλεκτικής λογικής. Αυτό σημαίνει ότι από την αρχή ένα τέτοιο καθήκον συνεπάγεται πολύ μεγάλες πολιτικές ευθύνες. Αφορά την άπειρη κίνηση και τις αλλαγές στον εξωτερικό κόσμο της Φύσης, που υπάρχει ανεξάρτητα και έξω από τη συνείδησή μας. Τα θεμέλια της δουλειάς μας για τη διαλεκτική εκπαίδευση των στελεχών μας πρέπει να χαραχθούν με τη μεγαλύτερη προσοχή και φροντίδα σε σχέση με την καθημερινή μας πράξη.

Από τη στιγμή που αρχίζουμε να μιλάμε για την ύπαρξη του κόσμου πέρα από τη σκέψη και ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, αποχωριζόμαστε από όλες τις ποικιλίες του ιδεαλισμού και της τυπικής σκέψης. Ο κόσμος αυτός πέρα από τη σκέψη για τους κυρίους αυτούς καθηγητές και τους αμέτρητους συγχυσμένους οπαδούς τους, διακηρύσσεται χωρίς πολλές κουβέντες αγνώσιμος. Έτσι, καταναλώνουν το χρόνο τους με την αυτοκατασκευή αφηρημένων εικόνων για να περιγράψουν αυτό που εκείνοι νομίζουν ότι είναι. Απλά μετασχηματίζουν τον πραγμα­τικό υλικό κόσμο, που υπάρχει έξω από τη συνεί­δη­ση, σε μια αφαί­ρεση. Το «εργο­στάσιο» που παράγει μα­ζικά τέ­τοιες «εικόνες», ονομάζε­ται «αστική ιδε­ολογία», και δουλεύει μέρα νύκτα μέσα από τα καπιταλι­στικά μέσα ενη­μέ­ρωσης, σε όλο τον κό­σμο.

Όμως, ο κόσμος πέρα από τη σκέψη υπόκειται στους ίδιους αντι­κειμενικούς διαλεκτικούς νόμους όπως η ίδια η σκέψη. Αλλά, αν η σκέ­ψη, ως υπο­κει­μενική, και ο άπειρος εξωτερικός κόσμος εί­ναι αντί­θετα, είναι ενω­μένα καθόσον υπόκεινται στους νόμους της διαλεκτι­κής Φύσης. Τέτοιοι νόμοι διέπουν όχι μόνο τις σκέψεις μας, είτε έχουμε συ­νείδησή τους είτε όχι, αλλά και τον κόσμο πέρα από τη σκέψη.

Όπως έγραψε ο σοβιετικός φιλόσοφος, Ε.Β.Ιλιένκοφ, στο βι­βλίο του για τη Διαλεκτική Λογική, (σελ. 36-37, Εκδόσεις «Gu­ten­berg»):

«Είναι στον Άνθρωπο που η Φύση πραγματικά διεξάγει, με έναν αυ­τονόητο τρόπο, εκείνη ακριβώς τη δραστηριότητα που έχουμε συνη­θίσει να αποκαλούμε “σκέψη”. Στον Άνθρωπο, στη μορφή του αν­θρώ­που, στο πρόσωπό του, η ίδια η Φύση σκέπτε­ται, και καθόλου κάποια ιδιαί­τε­ρη υπόσταση, πηγή, ή αρχή ενστα­λαγμένη σ’ αυτόν από τα έξω. Στον Άν­θρωπο, επομένως, η Φύση, σκέπτεται τον εαυτό της, αποκτά επί­γνωση του εαυτού της, αι­σθάνεται τον εαυτό της, δρα πάνω στον εαυτό της. Και το “συλ­λογίζεσθαι”, η “συνεί­δηση”, η “ιδέα”, το “αί­σθη­μα”, η “θέ­ληση” και όλες οι άλλες ειδικές δραστηριότητες που ο Ντε­κάρτ περιέ­γραψε σαν Tρόπους σκέψης, είναι απλά διαφορετι­κοί τρό­ποι με τους οποίους αποκαλύπτεται μια ιδιότητα αναπαλλοτρί­ωτη από τη Φύση ως όλο, ένα από τα δικά της κατηγορήματα».

Είναι η διαλεκτική Φύση που δρα μέσα από τον Άνθρωπο, πράγμα που εξηγεί πώς οι Άνθρωποι σκέπτονται και δρουν, σε μια τα­ξική κοινω­νία, σαν τον καπιταλισμό, ανάλογα με το σε ποια τάξη της κοινωνίας ανήκουν. Η ταξική πάλη στην κοινωνία, ανάμεσα στην ερ­γατική τάξη, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και όλους τους κα­ταπιεζόμενους, με τoν παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, είναι ένα νομοτε­λειακό προτσές, που παρέ­χει μια μόνιμη εξωτερική πηγή για όλα τα αισθήματά μας.

Η Λογική της Γνώσης

Επομένως, το προτσές της γνώσης του εξωτερικού κόσμου ως «όλο» ενυπάρχει στην ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της πηγής ενός αισθήματος και των πο­λύ­πλευρων συνδέσεών του. Αυτά, με τη σειρά τους, μπο­ρούν να παρά­γουν μια ροή νέων αισθημάτων. Το αίσθημα ως μια εικόνα μπο­ρεί μόνο να αποκαλύψει μια «απόχρωση» της εξω­τερι­κής πηγής του ως «μερικό» ή «μέρος», ενώ αυτό το «μέ­ρος» είναι σχετικό ως προς άλλα «μέρη» που αναδύονται, καθώς περιέχει, με έναν μονόπλευρο τρόπο, το αέναα μετα­βαλλόμενο «όλο» ως ένα α­πόλυτο μέσα στο σχετικό «μέρος» («αντί­θετο»). Τα αυτοσχετιζόμενα αυτά «μέρη», ως αντίθετα, που αναδύονται από την ΤΑΥ­ΤΟ­ΤΗΤΑ της αρχικής πηγής του αισθήματος στον εξωτε­ρικό κόσμο, είναι έννοιες, που σε κάθε στάδιο μάς κάνουν ικανούς να αναλύουμε την αλληλεπίδραση του «όλου» μέσα στο μέρος και αντί­στροφα, (βλ. το κεφάλαιο: «Προσδιο­ρισμοί της Αντα­νάκλασης»).

Η «Θεωρία της Γνώσης», στο άμεσο ξετύλιγμά της, μπορεί να κα­τανοηθεί μόνο μέσα από τις αλληλουχίες των διαλεκτικών στιγ­μών που αρχίζουν από την ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της πηγής του αισθήμα­τος στον εξωτε­ρικό κόσμο. Αυτό είχε στον νου του ο Τρότσκι όταν έγραφε: «Η διαλε­κτική εξάσκηση του νου, τόσο απαραίτητη σ’ έναν επανα­στάτη αγωνιστή όσο οι ασκήσεις των δακτύλων σ’ έναν πιανίστα, απαιτεί να προσεγγί­ζουμε όλα τα προβλήματα ως προ­τσές κι όχι σαν σταθε­ρές κα­τη­γορίες», (βλ. το κεφάλαιο: «Η Δια­λεκτική της Αντίφα­σης»).

Η Διαλεκτική Λογική πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποδείχνει το πώς η ίδια η σκέψη αναπτύσσεται επιστημονικά. Επομένως, απαι­τεί­ται η νοη­τική αναπαραγωγή, από την αρχή της στον εξωτερικό κό­σμο, που υπάρ­χει ανεξάρτητα από τη συνείδηση, της δικής της νομο­τε­λειακής «αυτο­κίνησης». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από έννοιες που εκδη­λώνουν την παρουσία της κίνησης του εξωτερικού κόσμου στην υπο­κει­μενική δραστηριότητα της ίδιας της σκέψης.

Τέτοιες έννοιες αναπτύσσονται μόνο από την καθημερινή πρά­ξη των ίδιων των κοινωνικών όντων, που στον καπιταλιστικό τρό­πο πα­ρα­γωγής αφαιρούν από τη Φύση τούς απαραίτητους πό­ρους για την καθη­μερινή ζωή. Ενώ ο αντικειμενικός κόσμος, που υπάρ­χει ανεξάρ­τητα από τη συνείδηση, δεν μπορεί να αναχθεί σε μια αφαίρεση στη σκέψη, παρ’ όλα αυτά μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από τις υπο­κειμενικές εικόνες των αισθημάτων που η πηγή τους είναι στον εξω­τερικό αντικειμενικό κόσμο. Ας μας επιτραπεί να θυμίσουμε στους αναγνώστες μας, γι’ άλλη μια φορά, τι είναι το προτσές της διαλεκτι­κής αφαίρεσης.

Η Λογική ως «Αφηρημένη Σκέψη»

Ας αρχίσουμε με τον Λένιν, από μια παράθεση που έχουμε ξανα­χρη­σι­μοποιήσει σε προηγούμενο άρθρο. Περιγράφει το προτσές της γνώ­σης ως εξής: «Από τη Ζωντανή Αντίληψη στην αφηρημένη σκέψη και απ’ αυ­τήν στην πράξη», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 152-153, η υπογράμμιση είναι στο πρω­τότυπο). Όμως, υπάρ­χει μια σχολή ιδεαλιστικής σκέψης που μετα­χειρίζεται τη «ζω­ντανή αντί­ληψη» σαν ένα «συνδυασμό αισθημά­των», που ισοδυναμεί με τις δικές τους αυτοκατασκευασμένες νοητικές εικόνες, τις οποίες διαλύουν άμεσα στην πράξη τους.

Αγνοούν το γεγονός ότι η «ζωντανή αντίληψη» ως αίσθημα έχει την πηγή της στον εξωτερικό κόσμο, που μπορεί να αναλυθεί μόνο με τη διαλεκτική λογική ως Θεωρία της Γνώσης κι ότι αυτό εννοούσε ο Λένιν όταν έγραφε «αφηρημένη σκέψη και απ’ αυτήν στην πράξη». Η ιδεαλι­στική ρεβιζιονιστική σχολή αφορά τους οπαδούς της ΠΡΑΞΗΣ, που είναι η διάλυση των αυτοκατασκευα­σμένων νοη­τικών εικόνων τους στην πράξη. Αποφεύγουν σαν πανούκλα τη δια­λεκτική λογική που είναι μια έκθεση της αντίφασης ως μια θετική ει­κόνα της «αντί-θεσης».

Οι αστικά εκπαιδευμένοι καθηγητές, ενώ είναι πρόθυμοι να δε­χτούν την αντίφαση σαν μια λέξη στο λεξικό, αποφεύγουν τις φυσι­κές επιπτώ­σεις της αντίφασης. Παρασύρονται άσκοπα από τη μια πράξη στην άλλη, φτιάχνοντας τις εικόνες τους, καθώς πηγαί­νουν τυ­φλά προς μια ενατενι­στική παθητικότητα, που οδηγεί κα­τευθείαν στο βάλτο του υποκειμενι­κού ιδεαλισμού.

Τους βολεύει να ξεχνούν ότι τα ανθρώπινα όντα, για να ζή­σουν, πράγ­ματι αφαιρούν τα αντικείμενα που χρειάζονται από τη Φύση. Εί­ναι η υλική πραγματικότητα αυτής της αναγκαίας πράξης που παρά­γει τις αφηρημένες εικόνες των αντικειμένων που χρειά­ζονται. «Η ύλη», όπως τόσο σωστά θύμισε ο Έγκελς, «δεν είναι προϊόν του πνεύ­ματος», (Λένιν: Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, σελ. 86), «αλλά το ίδιο το πνεύμα είναι απλά το ανώ­τατο προϊόν της ύλης», του εγκέ­φαλου ως «ύλη που σκέφτε­ται».

Ο Έγκελς και ο Λένιν για τη Λογική

Στις σελίδες 316-317 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, ο Λένιν ορίζει τη μέθοδο της δια­λε­κτικής λογικής ως εξής:

«Η ταυτότητα των αvτιθέτων (θα ήταν πιο σωστό, ίσως, να λέ­γαμε η “ενότητά” τους –αν και η διαφορά ανάμεσα στους όρους ταυτό­τητα και ενότητα δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική εδώ. Με μια ορι­σμένη έν­νοια, και οι δυο είναι σωστοί) είναι η αναγνώριση (ανα­κά­λυψη) των αντιφατικών, αλληλοαποκλειόμενων, αντίθετων τά­σεων σε όλα τα φαι­νόμενα και προτσές της Φύσης (συμπεριλαμ­βανομένων της σκέ­ψης και της κοινω­νίας», (όπ.π.).

Πρέπει να αναλύσουμε αυτές τις προτάσεις με κάποια λεπτομέ­ρεια.

Ο Έγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης, ορίζει τη διαλεκτική με τον εξής τρόπο:
«Η διαλεκτική, η λεγόμενη αντικειμενική διαλεκτική, κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Φύση, και η λεγόμενη υποκειμενική διαλεκτική, η διαλεκτική σκέψη, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της κίνησης που μέσα από αντίθετα επιβάλλεται παντού μέσα στη Φύση και που με την αδιά­κοπη πάλη των αντιθέτων και το τελικό πέρασμα του ενός στο άλλο ή σε ανώ­τερες μορ­φές, καθορίζει τη ζωή της Φύσης», (Φρ.Έγκελς: Η Διαλεκτική της Φύσης, σελ 189).

Ακολουθεί στη σελίδα 193 ένα άλλο απόσπασμα, που λέει: «Από την αρχή είναι αυτονόητο ότι η ταυτότητα με τον εαυτό της, απαιτεί ως συμπλήρωμα τη διαφορά από κάθετι άλλο», (όπ.π.).

Αυτό υπογραμμίζεται από τον Λένιν στη σελίδα 120 των Φιλο­σοφι­κών Τετραδίων, όταν γράφει στο τέλος της σελίδας:

«ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ – ΔΙΑΦΟΡΑ – ΑΝΤΙΦΑΣΗ


(ιδιαίτερα αντί-θεση) (Θεμέ­λιο)

»


Στην αρχική μετάφραση, η γερμανική λέξη «Gegensatz» κάτω από τη ΔΙΑΦΟΡΑ έχει διαγραφεί, γιατί σημαίνει «αντίθεση» (στα αγ­γλικά «ορροsitiοn» –Θ.Θ.), που είναι μια επιστημονική παραλ­λαγή της λέξης «αντί-θεση» (στα αγγλικά «antithesis» –Θ.Θ.) στο προ­τσές της αντα­νά­κλασης.

Η αντικειμενική ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ της πηγής του αισθήματος στον εξω­τερικό κόσμο αρνείται σε ΔΙΑΦΟΡΑ ως αντί-θε­ση, (βλ. κεφά­λαια: «Η Διαλεκτική της Αντίφασης» και «Προσδιο­ρι­σμοί της Αντανά­κλασης» στα «Τρία Άρθρα για τη Φιλοσοφία»). Αυτή η αντί-θεση εί­ναι η ενό­τητα της αρνητικής ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, ως μιας θε­τικής εικό­νας, πάνω στο αρ­νητικό της ΔΙΑΦΟΡΑΣ (αίσθημα) που εί­ναι η Ου­σία ως αντί­φαση. Αυτή είναι η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ και ΕΝΟ­ΤΗΤΑ των αντιθέτων που αναφέ­ρει ο Λένιν –«μ’ αυτή την έν­νοια και οι δυο εί­ναι σωστές».

Απλή Άρνηση

Η πρώτη αυτή άρνηση, όπως εξηγεί ο Λένιν, συμφωνώντας με τον Χέ­γκελ, είναι:

«...“ΚΑΤΙ, παρμένο από την άποψη του ενυπάρχοντος Ορίου του –από την άποψη της αυτοαντίφασής του, μιας αντίφασης που το ωθεί (αυτό το Κάτι) και το οδηγεί πέρα από τα όριά του, είναι το Πεπερα­σμέ­νο]”...», (όπ.π., σελ. 98).

Όπως εξήγησε ο Λένιν στη σελίδα 213 των Φιλοσοφικών Τετρα­δίων, είναι «αυ­τή η απροσδιόριστη αρχή» που «είναι ανεπίτρεπτο να υποτιμά­ται».

Το ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ σπρώχνει την πρώτη, την «απλή» άρ­νηση πέρα από το όριό της, και αυτή η άρνηση πρέπει πάλι να βρει την άρ­νησή της πίσω στην αρχική εξωτερική πηγή της ΤΑΥ­ΤΟΤΗΤΑΣ του αι­σθήματος. Ο Λένιν συνεχίζει στη σελίδα 317 του ίδιου τόμου: «Ο όρος για τη γνώση όλων των προτσές του κό­σμου στην “αυτοκί­νησή” τους, στην αυθόρ­μητη ανάπτυξή τους, στην πραγματική ζωή τους, είναι η γνώση τους ως ενότητα αντι­θέ­των. Η ανάπτυξη είναι η “πάλη” των αντιθέτων», (όπ.π.).

Το πεπερασμένο είναι αρνημένο από την ΤΑΥ­ΤΟΤΗΤΑ της πη­γής του αισθήματος στον εξωτερικό κόσμο. Αυτή εί­ναι η πηγή της «αυ­τοκί­νησης», που το σπρώχνει να αρνηθεί την άρ­νησή του πίσω στην άπειρη πηγή του ίδιου του αισθήματος. Αυτό το πεπερα­σμένο και το άπειρο, μέσα από άρ­νηση της άρνησης είναι «μια ενό­τητα αντι­θέτων», της οποίας «η ανάπτυξή είναι η πάλη των αντιθέ­των». Ένα παραπέρα αί­σθημα (μέ­ρος) πρέπει να βρει την άρνησή του στην έκ­φανση.

Η Ουσία ως Αντίφαση

Ο Λένιν εξηγεί την Έκφανση ως:
(1) Τίποτε, το μη υπάρχον, που υπάρχει = ΠΕΠΕ­ΡΑ­ΣΜΕ­ΝΟ (απροσ­διόριστη Αρχή) = ΜΗ ΕΙΝΑΙ
(2) Είναι ως στιγμή = το «μέρος» που μόλις έχει βρει την άρ­νησή του ως ένα (μερικό).

Ο Λένιν έχει προηγούμενα αναφερθεί στην Έκφανση στη σε­λίδα 89 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, όπου γράφει δυο σημαντικά πράγ­ματα. Αυτά πηγά­ζουν από τη μελέτη του πάνω στον Χέγκελ.

(1) «Η αντικειμενικότητα της Έκφανσης».
(2) «Η αναγκαιότητα της Αντίφασης».

Ο Λένιν συνεχίζει την εξέτασή του μέσα σε πλαίσιο στην ίδια σε­λίδα:
«Δεν είναι εδώ η σκέψη ότι η έκφανση είναι επίσης αντικειμε­νική, γιατί περιέχει μια από τις πλευρές του αντικειμενικού κό­σμου; Όχι μόνο η Wesen (Ουσία), αλλά και η Schein (Έκφανση), επί­σης, εί­ναι αντικειμενική. Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο υποκειμε­νικό και το αντι­κειμε­νικό, ΑΛΛΑ ΚΙ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ», (όπ.π., σελ. 89-90).

Η «μια από τις πλευρές του αντικειμενικού κόσμου» εί­ναι η απροσδιόριστη αρχή, το ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ που τα όριά του, όπως έχουμε δείξει, αρνούνται την απλή άρνηση πίσω στην άπειρη πηγή του.

Ο Λένιν γυρίζει ξανά στην αντίληψη του Χέγκελ για την Έκ­φανση στη σελίδα 120 των Φιλοσοφικών Τετραδίων:

«Οι πιο ασήμαντοι φιλόσοφοι φιλονικούν για το αν η ουσία ή αυτό που είναι άμεσα δοσμένο θά ’πρεπε να παίρνεται ως βάση (ο Καντ, ο Χιουμ, όλοι οι μαχιστές). Αντί για “ή”, ο Χέγκελ, βάζει “και”, εξη­γώ­ντας το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του “και” », (όπ.π.).

Η Έκφανση, λοιπόν, είναι η Ουσία και αυτό που είναι άμεσα δο­σμένο. Ο Λένιν συνεχίζει, ορίζοντας την Ουσία: «Αυτό που φα­νε­ρώνε­ται», γράφει στη σελίδα 119 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, «είναι η ουσία σ’ έναν από τους προσδιορισμούς της, σε μια από τις πλευρές της, σε μια από τις στιγ­μές της. Η Ουσία φαίνεται ότι είναι ακριβώς αυτό. Η Έκ­φανση εί­ναι το φανέρωμα (Scheinen) της ίδιας της ουσίας μέσα στον εαυτό της», (όπ.π.).

Πιο κάτω στην ίδια σελίδα, σε ένα μικρό πλαίσιο, ο Λένιν γρά­φει: «Η Έκφανση (αυτό που φανερώνεται) είναι η Αντανάκλαση της Ου­σίας σε (αυτήν) καθεαυτήν», (όπ.π.). Σε μια πρόταση πάνω από αυτό το πλαίσιο, ο Λένιν παραθέτει επιδοκιμαστικά τον Χέ­γκελ: «...“ Σ’ αυτήν την αυτοκίνησή της η Ουσία είναι Αντανάκλαση. Η Έκ­φανση είναι το ίδιο με την Αντανάκλαση” ...», (όπ.π.).

Η Ουσία είναι η ενότητα της αρνημένης ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ που γί­νεται μια Θετική εικόνα πάνω στο αρνητικό της ΔΙΑΦΟ­ΡΑΣ (αί­σθημα) ως ΑΝΤΙΦΑΣΗ που αναδύεται στην Έκ­φανση σαν Α­ΝΤΑ­ΝΑΚΛΑΣΗ. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι: «Ουσία ως Αντα­νά­κλαση Κα­θεαυτή», (όπ.π., σελ. 115).

Η «Αυτοκίνηση» της «Αφηρημένης Σκέψης»

«Το αποτέλεσμα της άρνησης της άρνησης, αυτός ο τρίτος όρος “δεν εί­ναι ένας ήρεμος τρίτος όρος, αλλά, ως αυτή η ενότητα” (αντιφά­σεων), “είναι αυτοδιαμεσοποιημένη κίνηση και δρα­στηριό­τη­τα” ...», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 211). Αυτό είναι το Είναι ως μια στιγμή στην Έκφανση, που εί­ναι το αποτέλε­σμα του «Τρίτου Όρου».

Ο Λένιν αναλύει αυτή την παράγραφο ως εξής:
«Το αποτέλεσμα του διαλεκτικού αυτού μετασχηματισμού στον “τρίτο όρο”, στη σύνθεση, είναι μια νέα προκείμενη, βεβαίωση, κλπ., που με τη σειρά της γίνεται η πηγή μιας παραπέρα ανάλυσης. Αλλά σ’ αυτήν, σε αυτό το “τρίτο” στάδιο, έχει ήδη εισχωρήσει το “πε­ριε­χό­με­νο” της γνώ­σης [“der Inhalt des Erkennens als sol­cher in den Kreis der Betrachtung eintritt (το περιεχόμενο της γνώσης ως τέ­τοιο ει­σέρ­χεται στη σφαίρα της θεωρησιακής σκέ­ψης)”] –και η μέθο­δος επε­κτείνεται σε σύστημα.

Η αρχή κάθε θεώρησης, ολόκληρης της ανάλυσης –αυτή η πρώτη προκείμενη– τώρα εμφανίζεται απροσδιόριστη, “ατε­λής”. Προβάλλει η α­νά­γκη να αποδειχθεί, να “εξαχθεί” (ablei­ten) και προκύπτει ότι: “αυ­τό μπορεί να φαίνεται ισοδύναμο με την απαί­τηση για μια άπειρη οπι­σθο­δρομούσα πρόοδο στην απόδειξη και την εξαγωγή” –αλλά από την άλλη», συνεχίζει ο Λένιν, «η νέα προ­κείμενη σπρώχνει μπρο­στά...», (όπ.π., σελ. 211, στα εισαγωγικά είναι τα κεί­μενα του Λένιν, στα διπλά εισαγωγικά είναι αποσπάσματα από τον Χέ­γκελ).

Η νέα προκείμενη «σπρώχνει μπροστά» στην ένωση της ανά­λυ­σης και της σύνθεσης, που εκδηλώνει την «αυτοκίνηση» του προτσές της «αφηρημένης σκέψης» στη Γνώση, (όπ.π., σελ. 317).



Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



Μέρος Δεύτερο


Ο εξωτερικός αντικειμενικός κόσμος συνιστά την ενότητα των αντι­θέ­των ως «ένα και μόνο όλο». Είναι η εξωτερική πηγή της ποσό­τη­τας ενός «αντικειμένου» ή «αντικειμένων» που παρέχει α) την αι­τία του αισθή­μα­τος, β) την «απλή άρνηση» και γ) την Αντα­νάκλαση που αναδύεται στη συνείδηση ως αί­σθη­μα.

Η «ταυτότητα των αντιθέτων» είναι το αρνητικό (η ταυτότητα της αυτοσχετιζόμενης εξωτερικής πηγής του) που εμφανίζεται ως Θε­τικό (Δια­φορά) πάνω στο Αρνητικό της πεπερασμένης εικόνας του αισθήματος. Αφού το πεπερασμένο ως ποιότητα σπρώχνε­ται πέρα από τα όριά του, η ενότητα αντιθέτων (θετικό/αρνητικό), που είναι η Ουσία ως αντί­φαση, αρνείται την άρνηση πίσω στην άπειρη πηγή του αισθήματος.

Αυτό είναι το διαλεκτικό προτσές μέσα από το οποίο η Αντα­νά­κλαση διασπά το «ένα και μόνο όλο» (αντικείμενο), επιτρέπο­ντας έτσι στο υποκείμενο να αναλύσει τα «αντιφατικά του μέρη», (Λένιν: Φιλο­σο­φικά Τετράδια, σελ. 316).

Η «Απροσδιόριστη Αρχή» και η Έκφανση

Αφού ο κόσμος και οι αντικειμενικοί του νόμοι είναι γνώσιμοι, η «Θεω­ρία της Γνώσης» αντανακλά αυτή την πραγματικότητα στη δια­λε­κτική κίνηση της σκέψης. Όλοι οι αντικειμενικοί δια­λεκτικοί νό­μοι εκδηλώ­νο­νται στην έκφανση, (βλ. «Θεωρία της Γνώ­σης», Μέρος Πρώτο).

Αυτοί είναι: α) Οι νόμοι της ενότητας, της σύγκρουσης και της αλ­λη­λοδιείσ­δυσης των αντιθέτων, β) Ο νόμος της Ποσότητας σε Ποιότητα και αντίστροφα, και γ) Ο νόμος της άρνησης της άρνησης. Η «απροσ­διόριστη αρχή», ενώ είναι «μια έκθεση της αντίφα­σης» σαν ενό­τητα του αντικειμένου (ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ) ως Αρνητικό και της Διαφο­ράς του (θετικό), δεν αποτελεί ακόμα την ολοκλή­ρωση της εκ­δή­λωσης των Αντι­κειμενικών διαλεκτικών νόμων στην υποκειμε­νική διαλε­κτική σκέψη. Γι’ αυτό η φύση της είναι «απροσδιόρι­στη» (δες Αναπαράσταση του Προτσές της Γνώσης).

Ο νόμος της ενότητας και αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων –α­ντι­κείμενο/υποκείμενο– είναι παρών, αλλά όχι η «πάλη» τους, αφού, όπως εξήγησε ο Λένιν στη σελίδα 317 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, η «Ανάπτυξη είναι η “πάλη” των αντιθέτων». Αυτά συγχωνεύονται στην «έκ­φαν­ση», στην υποκειμενική δραστηριότητα της διαλεκτικής σκέ­ψης, (βλ. «Θεωρία της Γνώσης», Μέρος Πρώτο).

Η άπειρη Ποσότητα έχει αρνηθεί τον εαυτό της σε πεπερα­σμένη Ποιότητα, αλλά όχι αντίστροφα, δηλαδή η πεπερασμένη Ποιότητα σε άπειρη Ποσότητα. Αυτό γίνεται μέσα από την άρ­νηση της άρνησης πίσω στην άπειρη ποσοτική πηγή του αισθήμα­τος. Έτσι, η άρνηση της άρνη­σης γίνεται η κινητήρια δύναμη για μια τρίτη άρ­νηση της άρνη­σης ως η «...”ενότητα” (των αντιφά­σεων» –Λένιν), (όπ.π., σελ. 211).

Η τρίτη άρνηση αποτελεί την αρχή της «ένωσης της ανάλυ­σης και της σύνθεσης» με την Έκφανση ως έννοια. Ο Λένιν εξηγεί την «Έκ­φανση» στη σελίδα 301 των Φιλοσοφικών Τετραδίων.

«Πρώτα απ’ όλα αναβοσβήνουν εντυπώσεις, μετά Κάτι ανα­δύε­ται –στη συνέχεια αναπτύσσονται οι έννοιες της ποιότητας # (ο προσ­διορι­σμός του πράγματος ή του φαινομένου) και της ποσό­τη­τας», (όπ.π.).

Αυτό σημαίνει, παραπέρα άρνηση της άρνησης, με νέα «με­ρικά» (μέρη) να αναδύονται, στα οποία οι «εντυπώσεις» που «αναβοσβή­νουν» γίνονται ολοένα και πιο συγκεκριμένες.

«Μελέτη και Στοχασμός»

Ο Λένιν συνεχίζει να εξηγεί:
«Μετά απ’ αυτό, η μελέτη και ο στοχασμός κατευθύνουν τη σκέψη προς τη γνώση της Ταυτότητας – της Διαφοράς – του Θεμέ­λιου – της Ου­σίας ενάντια στο Φαινόμενο – της Αιτιότητας, κλπ.», (όπ.π.). Αυτό ση­μαίνει ότι η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης με την αρχική εξω­τερική πηγή του αισθήματος, όχι μόνο «αρνείται την άρνηση», αλλά και επιτρέπει να προχωρήσει η «ανάλυση» των αρνημένων «με­ρικών» ως αυτοσχετιζόμενες έννοιες.

Η σύνθεση με την αρχική πηγή του αισθήματος, όχι μόνο «αρ­νεί­ται την άρνηση», αλλά και «αναλύει» τα αρνημένα «μερικά» ως αυτο­σχετι­ζόμενες έννοιες.

Η σύνθεση με την αρχική πηγή του αισθήματος έχει ταυτό­χρονα ήδη αρνηθεί την «Ταυτότητα» ως ένα αρνητικό σε νέα αι­σθή­ματα, που είναι αφηρημένες διαφορετικές («διαφορά») εικό­νες, στις οποίες υπάρ­χει η αντί-θεση αρνητικού και θετικού, που η ενότητά τους εί­ναι η Ουσία ως Αντίφαση. Θα αναλύσουμε τώρα την «αιτιό­τητα» στη διαλε­κτική της σχέση με αυτά τα «νέα μέρη». Αλλά πριν το κά­νουμε αυτό, πρέπει να ολοκληρώσουμε την παράγραφο.

«Όλες αυτές τις στιγμές» που αναφέρονται στη σελίδα 301, ο Λέ­νιν τις εξηγεί στη σελίδα 132 των Φιλοσοφικών Τετραδίων:

«Οι Έννοιες, ως καταγραφή μεμονωμένων πλευρών της κί­νη­σης, μεμονωμένων σταγόνων (=“πραγμάτων”...». Δίπλα, στο περι­θώριο της ίδιας σελίδας, σημειώνει: «Η λέξη “στιγμή” χρησι­μοποιεί­ται συ­χνά από τον Χέγκελ με την έννοια της στιγμής σύνδε­σης...», ή τη σύνδεση των εννοιών μεταξύ τους, (όπ.π.).

Ο Λένιν συνεχίζει στη σελίδα 301: «...(βήματα, στάδια, προ­τσές) της γνώσης που κινούνται με κατεύθυνση από το υποκείμενο στο αντι­κεί­μενο, δοκιμάζονται στην πράξη και φθάνουν μέσα από αυτή τη δοκι­μασία στην αλήθεια (= στην Απόλυτη Ιδέα)».

Το Απόλυτο Μέσα στο Σχετικό

Η διαλεκτική γνώση αναπτύσσεται από την πράξη της συμμετοχής στην ταξική πάλη μέσα από την οικοδόμηση του Εργατικού Επα­να­στατικού Κόμματος. Αυτό απαιτεί τη διαρκή ανάπτυξη της «Θε­ωρίας της Γνώ­σης» μέσα από την πράξη της οικοδόμησης του Κόμματος.

Όπως εξηγεί ο Λένιν:
«Η διάκριση ανάμεσα στον υποκειμενι­σμό (σκεπτικι­σμό, σοφιστεία, κλπ.) και τη διαλεκτική, μεταξύ άλλων, είναι ότι στην (αντικειμενική) διαλεκτική, η διαφορά ανάμεσα στο σχετικό και το απόλυτο, είναι η ίδια σχετική. Για την αντικειμενική διαλε­κτική υπάρχει ένα απόλυτο μέσα στο σχετικό. Για τον υπο­κει­μενισμό και τη σοφιστεία, το σχετικό είναι μόνο σχετικό και απο­κλείει το απόλυτο», (όπ.π., σελ. 317).

Το ότι η διαλεκτική Φύση υπήρχε εκατομμύρια χρόνια πριν εμ­φα­νιστεί στη σκηνή ο άνθρωπος, είναι μια απόλυτη αλήθεια, που εκ­δηλώ­νε­ται μέσα στο σχετικό τής ιστορικά διαμορφωμένης γνώ­σης μας, σε κάθε στιγμή της διαλεκτικής γνώσης. Οι αντικειμε­νικοί δια­λεκτικοί νό­μοι μπορούν να αφαιρεθούν από μια στιγμή της γνώ­σης, ή από μια δο­σμένη χρονική περίοδο· η πηγή τους στη διαλε­κτική Φύση είναι άπειρη.

Αυτοί μας κάνουν ικανούς να αφαιρούμε γνώση από τη διαλε­κτική αυ­τοσχέση ανάμεσα στην αντικειμενική άπειρη ποσό­τητα της εξωτε­ρι­κής πηγής του αισθήματος και την «απλή άρνησή» της στο υποκεί­μενο μέσα από την ποιοτική πεπερασμένη εικόνα του ίδιου του αι­σθήματος. Υπάρ­χουν ορισμένα όρια ή «κομβικά ση­μεία» στις μετα­βολές ανάμεσα σε Ποσότητα (άπειρη) και Ποιότητα (πεπερα­σμένη) που επιτρέπουν τη δια­λεκτική ενότητα ποσότητας και ποιό­τη­τας, η οποία εκδηλώνεται δια­μέ­σου της κατηγορίας του Μέ­τρου.

Η Κατηγορία του Μέτρου

Μερικές φορές η ποσότητα ενός αντικειμένου ή αντικειμένων στην πηγή του αισθήματος μπορεί να συσσωρεύεται με ένα βαθμιαίο τρόπο, που να μην αντανακλάται άμεσα στην πεπερασμένη ποιό­τητα. Η κατηγορία του Μέτρου εκδηλώνει την περιορισμένη ενό­τητα των ιδιοτήτων της ποσό­τη­τας (άπειρη στον εξωτερικό κόσμο) και της πε­περασμένης ποιό­τητας στην υποκειμενική σκέψη. Στο μεταβα­τικό στάδιο αυτού του προτσές, το Μέτρο είναι το βαθμιαίο που «δεν εξη­γεί τίποτα χωρίς τα άλματα», (όπ.π., σελ. 112).

Πρέπει να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση για να συλλαμβά­νου­με τα κομβικά σημεία του ξεδιπλώματος αυτών των «αλμά­των», μέσα από αυτό που ο Λένιν περιγράφει ως «ρήγματα στο βαθμιαίο», (όπ.π.). Μια και ο Χέγκελ είναι ο πρώτος που επεξερ­γάστηκε το Μέ­τρο ως φιλοσο­φική κατηγορία, ο Λένιν παραθέτει επιδοκιμαστικά τον Χέ­γκελ, που γράφει:

«...“Το ποσό όταν παίρνεται ως αδιάφορο όριο είναι εκείνη η πλευρά από την οποία ένα Υπάρχον Είναι μπορεί ανυποψίαστα να δε­χτεί μια επίθεση και να καταστραφεί. Είναι στην πανουργία της Έν­νοιας, το ότι το συλλαμβάνει από αυτή την πλευρά, όπου η Ποιό­τητά του δε φαί­νε­ται να παίζει κανένα ρόλο. Και αυτό τόσο περισ­σότερο όσο το μεγά­λωμα ενός κρά­τους ή μιας ιδιοκτησίας κλπ., που τελικά οδηγεί στην κατα­στροφή το κράτος ή τον κάτοχο της ιδιοκτησίας, μπο­ρεί αρ­χικά να φαίνε­ται πραγ­ματικά ως η μεγάλη τους τύχη”...», (όπ.π., σελ. 110-111).

Η «“Έννοια”» του Χέγκελ πρέπει να διαβάζεται υλιστικά ως “Φύ­ση”, μια και είναι η άρνηση της «“απόλυτης ιδέας”» του στην οποία εξι­σώ­νει την «Έννοια» με το προϊόν της «απόλυτης ιδέας» του.

Το Άθροισμα και η Ενότητα των Αντιθέτων –Ένα νέο Πε­ριεχόμενο

Η άρνηση της άρνησης των διαφόρων «μερικών» από την πηγή του αρ­χικού αισθήματος συνιστά «το πράγμα (το φαινόμενο, κλπ.) ως το άθροι­σμα και η ενότητα των αντιθέτων», (σελ. 202). Αυτό ισχύει μόνο αν «η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης» (όπ.π.) εί­ναι ένας ενεργητικός παράγοντας στο αφαιρετικό προτσές της διαλε­κτι­κής λογικής.

«...Το πράγμα (το φαινόμενο, κλπ.) ως το άθροισμα και η ενό­τητα των αντιθέτων», είναι ένα νέο περιεχόμενο που στη διαλε­κτική λο­γική είναι η Ουσία σε Ύπαρξη. Το άθροισμα και η ενότητα των «αντιθέ­των» είναι τα διάφορα «μέρη», πλευρές, της αρ­χικής εξω­τερι­κής πηγής του αισθήματος.

Αφού η Ουσία είναι αντί­φαση, αυτό ση­μαίνει ότι έχουμε τώρα την αντίφαση ως Ουσία, όπου οι αντικειμε­νι­κοί διαλε­κτικοί νόμοι είναι παρόντες σε διαφορετικά επί­πεδα, που κλιμακώνονται από το «χαμηλό» στο «υψηλό».

Ο Λένιν παραθέτει επιδοκιμαστικά τον Χέγκελ:
«...“Η λυμένη Αντί­φαση είναι, λοιπόν, Θεμέλιο, δηλαδή Ουσία ως ενότητα Θετι­κού και Αρ­νητικού”...», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 122).

Στα «Τρία Άρθρα για τη Φιλοσοφία» («Προσδιορισμοί της Αντα­νά­κλασης») συνοψίσαμε την κίνηση από το «χαμηλό» στο «υψηλό» μέσα από αυτές τις «υποδιαιρέσεις» του Θεμέλιου (Ουσία ως Αντί­φαση). Προτείνουμε να ξανατακτοποιήσουμε την προηγού­μενη δου­λειά μας ώστε το διαλεκτικό προτσές να αποκαλυφθεί πιο συγκεκρι­μένα.

1) «Απόλυτο Θεμέλιο –die Grυndlage (το θεμέλιο) “Μορφή και Ύλη”. “Περιεχόμενο”», (όπ.π., σελ.128). Αυτό είναι ο εξωτερικός κό­σμος ως η πηγή του αισθήματος (απροσδιόριστη αρχή).
Ο Λέ­νιν, εξη­γεί αυτό το διαλεκτικό προτσές, σε πλαίσιο στη μέση της ίδιας σελί­δας, ως εξής:
«(1) Η κοινή φαντασία συλλαμβάνει τη διαφορά και την αντί­φαση, αλλά όχι τη μετάβαση από τη μια στην άλλη, αυτό όμως εί­ναι το πιο σημαντικό», (όπ.π.). Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ έχει ήδη αρ­νηθεί τον εαυτό της (μετάβαση) σε διαφορά (αίσθημα). Η ενότητα της αρ­νητι­κής ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ως θετική εικόνα πάνω στην αρνητική ει­κόνα του αι­σθήματος (ΔΙΑΦΟΡΑ) είναι η Ουσία ως Αντίφαση.

2) «Προσδιορισμένο Θεμέλιο [ως το Θεμέλιο (για) ένα προσ­διορι­σμένο περιεχόμενο]», (όπ.π., σελ.129).
Ο Λένιν εξηγεί πάλι αυτό το δια­λεκτικό προτσές ως εξής:
«(2) Έξυπνος νους και κατανόηση. Ο έξυπνος νους συλλαμ­βά­νει την αντίφαση, την διατυπώνει, αλληλοσυσχετίζει τα πράγ­ματα, αφή­νει “να φανεί η έννοια μέσα από την αντίφαση”, αλλά δεν εκ­φράζει την έννοια των πραγμάτων και των σχέσεών τους», (όπ.π., σελ. 128).

Η «έννοια των πραγμάτων και των σχέσεών τους» αρχίζει με την έκφανση.

3) «(Η μετάβασή του στην Ορίζουσα Διαμεσοποίηση). Το Πράγ­μα-καθεαυτό (μετάβαση στην Ύπαρξη). Σημείωση. “Ο νόμος του Θε­μέ­λιου”...», (όπ.π., σελ. 129). «Το πράγμα (το φαινόμενο κλπ.) ως το άθροι­σμα και η ενότητα των αντιθέτων», (όπ.π., σελ. 202).
Ο Λένιν εξηγεί αυτό το διαλεκτικό προτσές της ανάλυ­σης ως εξής:
«(3) Ο σκεπτόμενος λόγος (κατανόηση) οξύνει την αμβλυμμένη δια­φορά του διαφορετικού, την απλή πολλαπλότητα της φαντασίας, σε ου­σιαστική διαφορά, σε αντίθεση. Μόνο όταν υψωθούν στην κο­ρυφή της αντίφασης, οι πολύπλευρες οντότητες γίνονται δραστήριες (reg­sam) και ζωντανές στις μεταξύ τους σχέσεις –δέχο­νται/απο­κτούν εκείνη την αρ­νη­τικότητα που είναι ο εγγενής παλ­μός της αυ­το­κίνη­σης και ζωτικότητας», (όπ.π., σελ. 128).

Μορφή και Περιεχόμενο

Εφόσον αναλύουμε διαλεκτικά τα «μέρη» που έχουν τη σύνθεσή τους στην αρχική πηγή του αισθήματος, οι αντικειμενικοί διαλεκτι­κοί νό­μοι εκδηλώνονται στην ανάλυση του κάθε «μέρους». Η ανά­δυση αυ­τών των «μερών» ως φαινομένων προσδιορίζεται από την αντικειμε­νική «αιτιό­τητα», (βλ. Φιλοσοφικά Τετράδια, σελίδα 301), ανάλογα με τη σημασία των «μερών» όπως αποκαλύπτεται μέσα από ανάλυση σε σχέση με το νέο πε­ριε­χό­μενο της ουσίας ως ενότητα αντιθέ­των. Αυτά είναι όλα αρνημένα από την εξωτερική πηγή του αισθήματος σε διαφορε­τικές στιγμές, έτσι, ώστε να αναλυθούν ως «αντίθετα» σε αυ­τοσχέση με την εξωτερική προέ­λευσή τους.

Το νέο περιεχόμενο που έχει αναδυθεί μέσα από την ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης «σε μετάβαση στην ύπαρξη» είναι τώρα η Ουσία σε Ύπαρξη, ένα περιεχόμενο που ο Χέγκελ, όπως ση­μειώνει ο Λένιν, το περιέ­γραψε ως «Νόμο του Θεμέλιου», που είναι η κίνηση της αέ­ναα μεταβαλλόμενης αντίφασης, μέσα από έν­νοιες που έχουν ξεδι­πλωθεί ως «μέρη». Επειδή είναι «μέρη», εμπεριέχουν το «όλο» με ένα μονόπλευρο τρόπο.

Ο Λένιν περιγράφει το διαλεκτικό αυτό προτσές σε πλαίσιο στη σε­λίδα 129 των Φιλοσοφικών Τετραδίων: «Η Μορφή είναι ουσιαστική. Η Ουσία μορφοποιείται. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επίσης σε εξάρτηση από την Ουσία...», (όπ.π.).

Ο Λένιν σημειώνει παραπέρα:
«Η Ουσία ως άμορφη ταυτότητα (του εαυτού της με τον εαυτό της) γίνεται ύλη», (όπ.π.).

Είναι το αφηρημένο προϊόν της διαλεκτικής λογικής που, με τη σειρά της, είναι το προϊόν του εγκεφάλου, της ύλης που σκέφτεται. Η Ουσία μορφοποιείται μέσα από την ένωση της ανάλυσης και της σύν­θε­σης που ως μορφή εκδηλώνει την ύπαρξη μιας σειράς διαλε­κτικά ανα­λυμένων «μερικών» (μερών). Ενσωματώνει επίσης τα στοιχεία και τα προτσές, που αλληλεπιδρούν το ένα με το άλλο στην εξωτε­ρική πηγή του αρχικού αισθήματος. Και η Μορφή και το Περιεχό­μενο, ενώ συνιστούν δυο αξεχώριστες πλευρές οποιουδή­ποτε αντι­κειμένου ή φαινομένου, πε­ριέχουν μέσα τους αντιφάσεις.

Για παράδειγμα, για μια ορισμένη χρονική περίοδο, το περιε­χό­μενο (ποιότητα) μπορεί να υφίσταται αλλαγές, αλλά η μορφή (ποσό­τητα) μπο­ρεί να φαίνεται αμετάβλητη. Τελικά, όμως, οι αλλα­γές στο περιεχόμενο θα επηρεάσουν τη μορφή. Στη Φύση, ιδιαί­τερα, ένα και το αυτό περιε­χόμενο μπορεί να πάρει διάφορες μορ­φές. Όπως εξηγεί ο Έγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης:

«Ολόκληρη η ενόργανη Φύση είναι μια αδιάκοπη απόδειξη για την ταυτότητα και το αξεχώριστο της μορφής και του περιεχομένου», (όπ.π., σελ. 282).



Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



Μέρος Τρίτο


Ξεκινώντας από την εξωτερική πηγή του αισθήματος, το άτομο αντι­λαμ­βάνεται χωριστά αλληλοσυνδεόμενα φαινόμενα που πε­ριέ­χουν πολλές πλευρές και διαφορετικές «μερικές» ιδιότητες.

Η χρήση της διαλεκτικής λογικής μέσα από την ένωση της ανά­λυ­σης και της σύνθεσης επιτρέπει στο άτομο να ξεχωρίσει τα ουσια­στικά από τα μη-ουσιαστικά «μερικά».

Μια και η εξωτερική πηγή του αισθήματος είναι αντικειμε­νική, έπεται ότι η αντικειμενική αιτία του αισθήματος θα υπάρ­χει επί­σης στον εξωτερικό κόσμο.

Η κατηγορία της «αιτιότητας» συνδέεται άμεσα με την αντικει­με­νική μας πράξη της οικοδόμησης του Εργατικού Επαναστατικού Κόμμα­τος ως τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διε­θνούς.

Αντίφαση –Μια Ενότητα Αντιθέτων

Όπως εξηγεί ο Λένιν: «Το πράγμα (το φαινόμενο, κλπ.)» αναδύεται «ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων», (βλ. «Η Θε­ωρία της Γνώ­σης», Μέρος Δεύτερο).

Το «πράγμα» είναι η μορφή του περιεχομένου του, που εί­ναι «το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων. Στη διαλε­κτική λο­γική, αυτό εί­ναι «Ουσία σε ύπαρξη» ως «το αποτέ­λεσμα». Το «πράγμα» ως μορφή εκδηλώνει μια διαλεκτική ενό­τητα αντι­θέ­των με το περιεχόμενό του, ενώ και τα δυο, και το πε­ριεχό­μενο, («το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων»), και η μορφή, (πράγμα), περιέχουν το καθένα αντίφαση και σαν τέ­τοια με­ταβάλλο­νται σχε­τικά στις αμοι­βαίες τους σχέσεις.

Μια και «η ανάπτυξη είναι η πάλη των αντιθέτων», η πιο οξεία σύ­γκρουση πρέπει να αναδύεται μεταξύ τους στο σημείο που ο Λένιν την εξηγεί ως «...η πάλη του περιεχομένου με τη μορφή και αντί­στροφα. Η απόρριψη της μορφής, η μεταμόρφωση του περιε­χομένου», (Λένιν: Φιλο­σοφικά Τετράδια, σελ. 203).

Το προτσές της γνώσης απαιτεί να αφαιρούμε την αντικειμε­νική διαλεκτική σχέση στις αλλαγές ανάμεσα στις έννοιες: Περιε­χό­μενο και Μορφή.

Ο Λένιν εξήγησε αυτό το προτσές ως εξής:
«[...Οι ανθρώπινες έννοιες δεν είναι σταθερές, αλλά βρίσκονται σε αέναη κίνηση, περνούν η μια στην άλλη, εισρέουν η μια στην άλλη, αλ­λιώς δεν αντανακλούν τη ζωντανή ζωή. Η ανάλυση των εννοιών, η με­λέτη τους, η “τέχνη να τις χειρίζεσαι” (Έγκελς), απαι­τούν πάντα τη με­λέτη της κίνησης των εννοιών, της αλληλοσύνδε­σής τους, των α­μοι­βαίων τους μεταβάσεων]», (όπ.π., σελ. 226-227).

Ο Λένιν συνεχίζει στην ίδια σελίδα:
«Ιδιαίτερα, η διαλεκτική είναι η μελέτη της αντίθεσης του Πράγ­μα­τος-καθεαυτού (Αn sich), της ουσίας, του υποστρώματος, της υπόστα­σης –από την εμφάνιση, από το “Είναι-για-τα-άλλα”. (Εδώ, επίσης, βλέ­που­με μια μετάβαση, μια ροή από το ένα στο άλλο: η ουσία εμφανί­ζεται. Η εμ­φάνιση είναι ουσιώδης)», (όπ.π., σελ. 227).

Το «Πράγμα-καθεαυτό» είναι ουσία («το άθροισμα και η ενό­τητα των αντιθέτων») με το «Είναι-για-τα-άλλα» ως μορ­φή του.

«Η ανθρώπινη σκέψη προχωρεί ασταμάτητα βαθύτερα, από την εμ­φάνιση στην ουσία, από την ουσία πρώτου βαθμού, ας πούμε, στην ουσία δεύτερου βαθμού και ούτω καθεξής χωρίς τέ­λος», (όπ.π.).

«Η διαλεκτική, με τη σωστή έννοια, είναι η μελέτη της αντίφα­σης στην ίδια την ουσία των αντικειμένων: δεν είναι μόνο οι εμ­φανίσεις με­ταβατικές, ευκίνητες, ρευστές, οριοθετημένες συμ­βατικά, αλλά και η ου­σία των πραγμάτων επίσης», (όπ.π., σελ. 227).

Έτσι, «το διαλεκτικό μονοπάτι της γνώσης», «από τη ζωντανή αντί­ληψη στην αφηρημένη σκέψη, κι απ’ αυτήν στην πράξη» έχει ως περιε­χόμενό του τη μετάβαση από το «ατομικό» στο «με­ρικό» και στο Κα­θολικό που είναι αντίφαση στη διεξαγωγή της τα­ξικής πά­λης μέσα από την πράξη της οικοδόμησης του Κόμμα­τός μας, (αλλάζο­ντας τον εξωτε­ρικό κόσμο –καθολικό). Αυτή είναι η διαλε­κτική πηγή όλων των καθη­μερινών προβλημάτων της οικο­δό­μη­σης του Κόμμα­τος.

Ουσία και Εμφάνιση

Στη σελίδα 133 , ο Λένιν γράφει: «Η πρώτη φράση, (και μετά παραθέ­τει επιδοκιμαστικά την έκφραση του Χέγκελ): Η ουσία πρέπει να εμφανιστεί». Και ο Λένιν συνεχίζει: «Η εμφά­νιση της Ου­σίας είναι (1) Existent (Πράγμα)...», (όπ.π.). Η ουσία και η εμφάνιση, όμως, δεν συμπίπτουν, γιατί είναι διαφορετικές πλευρές ενός αντικει­μέ­νου.

Η ουσία «είναι το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέ­των» ή οι εσω­τερικές αντιφάσεις του αντικειμένου που ήταν αρχικά στην εξω­τε­ρική πηγή του αισθήματος. Η διαλεκτική λογική καθιστά ικανό το άτομο να εγκαθιδρύσει μέσα από την «αφηρημένη σκέψη» το «περιεχό­μενο» των πιο σημαντικών ιδιοτήτων ή «μερι­κών» του αντικει­μένου ή των αντικει­μένων στην πηγή του αισθήμα­τος και τη μορφή (πράγμα) με την οποία εμφανίζονται άμεσα.

Η Ουσία και η Εμφάνιση του αντικειμένου η των αντικειμέ­νων στην εξωτερική πηγή του αισθήματος δεν μπορούν να χωρι­στούν, μια και το περιεχόμενο της Ουσίας είναι η αφαίρεση αυ­τοσχετι­ζόμε­νων εν­νοιών ως «μερικών» (μερών) της αρχικής πη­γής. Η ου­σία που εμ­φανί­ζεται μπορεί και πρέπει να αναλυθεί από τη μορφή της εμφά­νι­σής της, μια και αυτή ήταν η μορφή του αντικει­μένου ή των αντι­κει­μένων που η εμφάνισή τους ήταν στην εξωτερική πηγή του αισθή­μα­τος και που ήταν άμεσα υπεύ­θυνα για το αί­σθημα και για τα κα­το­πινά αισθή­ματα.

Το διαλεκτικό προτσές της γνώσης πάντα προχωρεί από την εμ­φά­νιση στην ουσία, δηλαδή από τις εξωτερικές πλευρές των αντικει­μένων που άμεσα ή έμμεσα εμφανίζονται ως η πηγή των αισθημά­των. Από την εξωτερική Εμφάνιση των «πραγμάτων» στην πηγή του αι­σθήματος, αφαιρούμε τη νομοτελειακή σύνδεση αυτών των «πραγ­μάτων».

Η Εμφάνιση και η Ουσία είναι μια ενότητα αλληλοεξαρτώμε­νων αυτοσχετιζόμενων αντιθέτων. Κάθε αλλαγή στην Ουσία, κάτω από αυ­τές τις αντικειμενικές νομοτελειακές σχέσεις στην πορεία της ανά­πτυ­ξης, πρέπει να οδηγήσει σε αλλαγές στην Εμφάνιση. Πα­ρόμοια, κάθε αλλαγή στην Εμφάνιση πρέπει να οδηγήσει σε αλ­λαγές στην Ου­σία. Η ενότητά τους ως ένα νομοτελειακό προτσές εκ­δηλώνεται είτε άμεσα είτε τελικά με τη μεταμόρφωση της μιας στην άλλη.

«Νόμος» και «Ουσία» –«Έννοιες του ίδιου Είδους»

Στο περιθώριο της σελίδας 135 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, πλάι σε μια παράγραφο του Χέ­γκελ που λέει: «...“Το πράγμα-καθεαυτό ουσιαστικά έχει αυτή την Εξωτε­ρική Αντανάκλαση μέσα του”...», ο Λένιν σχολιάζει: «Ο πυ­ρήνας = ενάντια στον υποκειμενισμό και το σχίσμα ανάμεσα στο Πράγ­μα-καθε­αυτό και τις εμφανίσεις», (όπ.π., σελ. 135). Το Πράγ­μα-καθε­αυτό είναι Ουσία, δεν μπορεί να απο­χω­ριστεί από τις «εμφανί­σεις» του.

Σε πλαίσιο, στο τέλος της σελίδας 136, ο Λένιν εξηγεί: «Άρα, νό­μος και ουσία είναι έννοιες του ίδιου είδους (της ίδιας τάξης), ή, μάλ­λον, του ίδιου βαθμού, που εκφράζουν το βάθεμα της γνώ­σης του ανθρώ­που για τα φαινόμενα, τον κόσμο, κλπ.», (όπ.π., οι υπογραμ­μί­σεις είναι στο πρωτό­τυπο). Και στο περιθώριο της ίδιας σελίδας, ο Λένιν σημειώ­νει ότι ο Νό­μος είναι ουσιαστικά εμ­φάνιση, ή ουσία σε εμφάνιση.

Στην ίδια σελίδα πάνω πάνω, ο Λένιν, σχολιάζοντας στο περι­θώ­ριο τρεις παραγράφους του Χέγκελ, γράφει: «Νόμος είναι αυτό που διαρκεί (αυτό που επιμένει) στις εμφανίσεις. (Νόμος είναι το ταυ­τό­σημο στις εμ­φανίσεις). Νόμος = η ήρεμη αντανάκλαση των εμφανί­σεων», (όπ.π.).

Σ’ ένα πλαίσιο στο μέσο της ίδιας σελίδας, ο Λένιν παρατηρεί:
«Αυ­τός είναι αξιοσημείωτα υλιστικός και αξιοσημείωτα κατάλληλος [με τη λέξη “ruhige” (ήρεμος)] προσδιορισμός. Ο νόμος παίρνει το ήρεμο –και επομένως ο νόμος, κάθε νόμος, είναι στενός, ατελής, κατά προ­σέγγιση», (όπ.π.).

Στη σελίδα 137 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, ο Λένιν σχολιάζει:
«Η κίνηση του σύμπαντος σε εμ­φανίσεις (Bewegung des erscheinen­den Uniνer­sums), στην ουσια­στικό­τητα αυτής της κίνησης είναι νόμος», (όπ.π.). Η εμφά­νιση είναι μια έν­νοια της διαλεκτικής λογικής, που έχει κα­τευθείαν σύνδεση με τον εξω­τερικό κόσμο (σύμπαν) που της πα­ρέχει σε σύνθεση με μια πηγή κατευ­θείαν αισθήματα.

Αυτά είναι ουσιαστικά συνδεμένα με την Ουσία διαμέσου του «νό­μου» που είναι «μια έννοια του ίδιου είδους με την ουσία», και αντανα­κλώνται κατευθείαν και συνθετικά σε ουσία για ανάλυση.

Η «Ολότητα» της Εμφάνισης

Όπως τονίζει ο Λένιν στο περιθώριο της σελίδας 137: «(Νόμος εί­ναι η αντανάκλαση του ουσιαστικού στην κίνηση του σύμπαντος), (εμφά­νιση, ολότητα), ((νόμος = μέρος))», (όπ.π., σελ. 137). Το «ουσιαστικό» εδώ εί­ναι ο «νό­μος», ένα «μέρος», ενώ η «εμφάνιση» είναι η «ολό­τητα». Η Εμ­φά­νιση έχει μια κατευθείαν επίπτωση συνθετικά στην Ουσία, που ανα­λύει το «μέρος» στην αισθητηριακή δραστηριότητα της Αντανά­κλα­σης.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, η ουσία ως περιεχόμενο, μπορεί να ε­μπλου­τι­στεί ή να αλλάξει από τη σχέση ανάμεσα στον εξωτερικό κό­σμο και τη μορφή της Εμφάνισής του. Σ’ αυτή τη διαλεκτική σχέση, όπως εξηγεί ο Λένιν: «(Η εμφάνιση είναι πλουσιότερη από το νόμο)», (όπ.π.) γιατί εκπροσωπεί την «ολότητα», ενώ «νό­μος = μέ­ρος» σε κατευ­θείαν σύνδεση με την Ουσία.

Ο Λένιν το αναπτύσσει αυτό πάρα πέρα στη σελίδα 137, όπου γρά­φει:
«Ο Κόσμος καθεαυτός και διεαυτόν είναι ταυτόση­μος με τον Κόσμο των Εμφανίσεων, αλλά ταυτόχρονα είναι αντίθε­τος σ’ αυτόν», (όπ.π.). Ο «Κόσμος των Εμφανίσεων» είναι τώρα το Απόλυτο με τις σχε­τι­κές αλλαγές να συμβαίνουν στην Ουσία.

Κι ο Λένιν συνεχίζει:
«Αυτό που είναι θετικό στον ένα είναι αρνη­τικό στον άλλο. Αυτό που είναι κακό στον Κόσμο των Εμφανίσεων εί­ναι καλό στον Κόσμο που είναι καθεαυτός και διεαυτόν», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 137).

Αυτή είναι μια επίδειξη των «αντίθετων» αυτοσχετιζόμενων εν­νοιών, ιδιαίτερα σημαντική για την ανάλυση της ταξικής πάλης.

Ο Λένιν συνεχίζει:
«Η ουσία εδώ είναι ότι και ο κόσμος των εμ­φα­νίσεων και ο κόσμος καθεαυτός είναι στιγμές της γνώσης του αν­θρώ­που για τη Φύση, στάδια, μεταβολές ή βαθέματα (της γνώ­σης). Η απο­μά­κρυνση του κόσμου καθεαυτού όλο και περισσότερο από τον κό­σμο των εμφανίσεων –αυτό είναι που μέχρι τώρα δεν μπορεί κανείς να δει στον Χέγκελ», (όπ.π., σελ. 138).

Ο Λένιν Στήνει τον Χέγκελ στα «Υλιστικά» του Πόδια

Οι παρατηρήσεις του Λένιν εδώ, σ’ αυτή την τελευταία φράση, αφο­ρούν τον αντικειμενικό ιδεαλισμό του Χέγκελ, που εξίσωνε τον εξω­τερικό κό­σμο ως προϊόν της «Απόλυτης Ιδέας» του και την «ουσία» που αφαι­ρού­νταν από την «Απόλυτη Ιδέα» του, ενώ ο καθολικός εξωτερικός κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από την ου­σία που αφαι­ρείται από το άτομο στη διαλεκτική λογική. Ο άπει­ρος αντι­κειμενι­κός κόσμος υπάρχει ανεξάρ­τητα από το υποκεί­μενο και αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως ταυ­τόσημα (σχετικά), αλλά απόλυτα αντί­θετα.

Στο τέλος της ίδιας παραγράφου (σελ. 138), ο Λένιν, σε μια προ­σπάθεια να στήσει τον Χέγκελ στα υλιστικά του πόδια, βάζει το ερώ­τημα: «Δεν έχουν οι χεγκελιανές “στιγμές” της έννοιας τη ση­μασία των “στιγμών” της μετάβασης;», (όπ.π.). Αυτό αναφέρεται σε ένα προη­γού­μενο απόσπασμα του Λένιν που ήδη χρησιμο­ποιήσαμε σε αυτό το άρθρο και είναι το εξής: «(Εδώ, επίσης, βλέ­πουμε μια μετά­βαση, μια ροή από το ένα στο άλλο: η ουσία εμφα­νίζεται. Η εμφάνιση είναι ου­σιώδης)», (όπ.π., σελ. 227 –η υπο­γράμμιση είναι δική μας).

Ο Λένιν συνεχίζει, παραθέτοντας τον Χέγκελ: «...“Έτσι, ο νό­μος είναι ουσιαστική σχέση”... (η υπο­γράμ­μιση είναι του Χέγκελ)», (Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 138).

Στην επόμενη παράγραφο ο Λένιν εξηγεί το πώς «Ο νόμος εί­ναι σχέση». «Αυτό ΝΒ για τους μα­χιστές και άλλους αγνωστικιστές, και για τους καντια­νούς, κλπ. Σχέ­ση ου­σιών ή ανάμεσα σε ουσίες», (όπ.π., η τελευταία υπογράμμιση είναι δική μας). Πιο πριν ο Λένιν έχει ορίσει τις «υποδιαιρέσεις της Ουσίας»: ως «Έκφανση ή Φανέ­ρωμα (Schein), Εμφάνιση (Εrschei­nung), Ενεργός Πραγματι­κό­τητα (Wirklich­keΙt)», (όπ.π., σελ. 116).

Οι σχέσεις «μεταξύ ουσιών» είναι «νόμος», που, για να επα­να­λά­βουμε αυτό που λέει ο Λένιν, είναι έννοιες του ίδιου είδους. «Και το τρίτο κεφάλαιο» (του Χέγκελ), («Ουσιώδης Σχέση»), σημειώνει ο Λέ­νιν, αρχίζει με την πρό­τα­ση: «...“Η αλήθεια της Εμφάνισης είναι Ου­σια­στική Σχέση”...», (όπ.π., σελ. 138, η υπογράμμιση είναι του Χέ­γκελ).

Όλο και Μέρη

Η παράγραφος που τιτλοφορείται «Υποδιαιρέσεις» από τον Λένιν, αφορά τη σχέση του Όλου προς τα Μέρη (sic!!!). Για τον Χέγκελ, το «όλο» ήταν η «απόλυτη ιδέα» του, γι’ αυτό και η ειρωνεία του Λέ­νιν. «...Αυτή η σχέση περνάει στην εξής: της Δύναμης προς την Εκδή­λωσή της, –του Εσωτερικού προς το Εξωτερικό. –Η μετά­βαση στην Υπό­σταση, Ενεργό Πραγματικότητα», (όπ.π., σελ. 138). Οι κατηγο­ρίες του όλου και των μερών ξεκινούν από τη γνώση του όλου ως της εξωτε­ρικής πηγής του αισθήματος προς την έννοια της έκφανσης· η ένωση της ανά­λυσης και της σύνθε­σης.

Το όλο διασπάται σε έναν αριθμό μερών, που όταν αναλυ­θούν με τη διαλεκτική λογική αναδημιουργούνται σε ένα νέο όλο, (βλ. «Θε­ωρία της Γνώσης», Μέρος Πρώτο και Δεύτερο).

Τα μέρη δεν μπορούν να χωριστούν από το όλο που, με τη σειρά του, δεν μπορεί να αναχθεί στο άθροισμα των «μερών» του. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, κάθε «μέρος» περιέχει το «όλο» με έναν μονό­πλευρο τρόπο, που όταν «συντεθεί» εμφανίζεται σε ένα διαλε­κτικά δο­μημένο «όλο» που αποτελείται από «αναλυμένα» μέρη.

Ο Λένιν καταλήγει στο κεφάλαιο για την «Εμφάνιση» στη σε­λίδα 139 των Φιλοσοφικών Τετραδίων:
«Η αρχή κάθε πράγματος μπορεί να θεωρηθεί ως εσωτερική – πα­θη­τική – και την ίδια στιγμή εξωτερική. Αλλά εκείνο που είναι ενδια­φέρον εδώ δεν είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο: Το κριτήριο του Χέγκελ για τη διαλεκτική που έχει παρεισφρή­σει τυχαία: “σε κάθε φυσική, επι­στημονική και δια­νοη­τική εξέλιξη”: εδώ έχουμε έναν κόκκο βα­θιάς αλήθειας στο μυ­στικι­στικό περίβλημα του χεγκελιανισμού!», (όπ.π.).

Το απόσπασμα αυτό του Χέγκελ είναι έντονα υπογραμμι­σμένο στην προτελευταία παράγραφο της σελίδας 139.



Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



Μέρος Τέταρτο


Το περιεχόμενο της Εμφάνισης είναι Ουσία που είναι «το πράγ­μα (το φαινόμενο, κλπ.) ως το άθροισμα και η ενότητα των αντι­θέ­των». Η άρ­νηση της άρνησης, που εγκαθιδρύει την ένωση της ανάλυ­σης και της σύνθεσης, αλλάζει το περιεχόμενο και τη μορφή κάθε ου­σια­στι­κού «αντίθετου» μέσα σε αυτή την «ενότητα». Η αντίφαση ανά­μεσα σε πε­ριεχόμενο και μορφή είναι επίσης η αυτοσχε­τιζόμενη ενό­τητα του περιε­χομένου και της μορφής κάθε «αντίθετου».

Είναι η ουσία, ως μια εκδήλωση εσωτερικών αντιφάσεων μέσα στο «πράγμα», που τώρα εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο. Είναι ακόμη το αποτέλεσμα της αιτίας του αρχικού αισθήματος. Σαν τέ­τοιο, είναι ένα άθροισμα όλων των «μερών», «πλευρών» και συνδέ­σεων του αντικειμέ­νου ή των αντικειμένων που εξωτερικά ήταν υπεύ­θυνα για το αίσθημα.

«Εμφάνιση» της Αιτίας του Αισθήματος

Η εμφάνιση είναι «το πράγμα» (αντικείμενο ή αντικείμενα) που ήταν η αιτία του αισθήματος, η Ουσία του οποίου «Εμφανίζεται» τώρα. Όπως εξηγεί ο Λένιν: «Η Μορφή είναι ουσιαστική, η Ουσία μορφο­ποιείται», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 129). Η μορφή του αντικειμένου που Εμφανίζεται προσ­διορίζε­ται από το περιε­χόμενό του, την Ουσία. Αλλά, στην πραγματικότητα, είναι η μορφή του αντι­κειμένου ή των αντι­κειμένων, που ήταν στην εξωτε­ρική πηγή του αρ­χικού αισθήματος, εκείνη που, μέσα από τη «διαλε­κτική λογική» ως «η θεωρία της γνώ­σης», έχει προσδιορίσει τη δική της ου­σία.

Ο Λένιν αναφέρεται σ’ αυτό ως «1) Ο προσδιορισμός της έν­νοιας μέσα από τον εαυτό της (το πράγμα το ίδιο πρέπει να εξετά­ζεται στις σχέ­σεις του και στην ανάπτυξή του)», (όπ.π., σελ. 202)· ή για να το εξηγή­σουμε διαφορετικά: αυτό που ήταν η ενότητα της μορφής και του περιε­χομένου της εξωτερικής αιτίας του αισθήμα­τος, έχει τώρα αναδυθεί ως η ενότητα του περιεχόμενου (ουσία) με τη μορφή της, την Εμφάνιση.

Ο Λένιν το τονίζει αυτό σαν το αποτέλεσμα της «αντιφατικής φύ­σης του πράγματος του ίδιου [das Αndere seiner (το άλλο του εαυ­τού του)], των αντιφατικών δυνάμεων και τάσεων σε κάθε φαι­νό­μενο», (όπ.π., σελ. 202). Ενώ η Εμφάνιση είναι η εξωτερική μορφή της Ου­σίας, αυτές δεν συμπίπτουν και δεν είναι το ίδιο, αφού η κα­θεμιά πε­ριέχει «αυτές τις αντιφατικές δυνάμεις και τάσεις».

Η Ουσία, σε αυτό το σημείο, δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν το συ­νολικό άθροισμα της μορφής και του περιεχομένου. Πρέπει να α­ναλυθεί ως ένα ανώτερο στάδιο της Ουσίας, που είναι περιεχό­μενο στην ανώ­τερη μορφή της Εμφάνισης. Η «διαλεκτική λο­γική» το αποκα­λύπτει ως αντι­κείμενο ή αντι­κείμενα στον εξωτερικό κό­σμο. Μέ­σα από άρνηση της άρνησης φτάνουμε τώρα στην Ενεργό Πραγ­μα­τικότητα, το ανώτατο στάδιο της ουσίας της «αφηρημένης σκέ­ψης», (όπ.π., σελ. 152).

Η Ουσία στην Ενεργό Πραγματικότητα

Όταν αναφερόμαστε στην Ενεργό Πραγματικότητα, εννοούμε την Πραγ­ματικότητα όπου η Ουσία αποκαλύπτεται μέσα από την κί­νηση συγκε­κριμένων αντικειμένων στον εξωτερικό κόσμο. Ο Χέ­γκελ πε­ριέ­γραφε αυτό το προτσές ως «...“Το συνολικό άθροι­σμα, την ο­λότητα των στιγμών της Ενερ­γού Πραγ­ματι­κό­τη­τας που στο ξετύ­λιγμά της αποκαλύπτεται ότι είναι Αναγκαιό­τη­τα”...», (όπ.π., σελ. 141).

Ο Λένιν είναι υλιστικά συγκεκριμένος όταν, κάτω από τα λόγια του Χέγκελ, γράφει μέσα στο ίδιο πλαίσιο: «Το ξετύλιγμα του συνο­λι­κού αθροίσματος των στιγμών της ενεργού πραγματικότητας Ν.Β.= η Ουσία της διαλεκτικής γνώσης», (όπ.π., οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Η πρώτη από αυτές τις στιγμές είναι η δυνατότητα.

Στην «Ενεργό Πραγματικότητα», η δυνατότητα είναι μια μορφή χω­ρίς περιεχόμενο, μια αρνητική άρνηση αυτής της μορ­φής. Είναι ένα αφηρημένο περίγραμμα ενός νέου αντικειμένου, που το πε­ριεχό­μενο του είναι ακόμη άγνωστο, και κρυμμένο. Μπο­ρεί να πραγ­ματο­ποιηθεί μόνο μέσα από την αντικειμενική επανα­στατική πράξη.

Στη σελίδα 141 των Φιλοσοφικών Τετραδίων ο Λένιν γράφει:
«Για το ζήτημα της “δυνατότη­τας”, ο Χέγκελ σημειώνει την κενότητα αυτής της κατηγορίας και γρά­φει στην Εγκυκλοπαί­δεια: “Το αν ένα πράγμα είναι δυνατό ή αδύνατο ε­ξαρ­τάται από το περιεχόμενο, δηλαδή από το συνολικό άθροισμα των στιγμών της Ενεργού Πραγματικότητας που στο ξε­τύλιγμά της αποκα­λύπτεται ότι είναι Αναγκαιότητα”...», (ο Χέγκελ παρατίθεται εδώ επι­δοκιμαστικά από τον Λένιν, όπ.π.).

Ο Χέγκελ συνεχίζει στη σελίδα 142: «...“Συμβαίνει σ’ αυτόν [dem Menschen (στον άνθρωπο)] ...από τη δραστηριότητά του να προ­κύπτει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εννοούσε και ήθελε”...», (όπ.π.).

Η Έννοια της Υπόστασης

Η Υπόσταση, τονίζει ο Λένιν, είναι «Ένα σημαντικό στάδιο στο προ­τσές της ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης για τη Φύση και την ύλη», (όπ.π., σελ. 142). Η Υπόσταση αρχίζει από το αποτέ­λεσμα του «αθροί­σματος και της ενότητας των αντιθέτων» που η αι­τία τους εί­ναι η αρχική εξωτερική πηγή του αισθήματος. Οι αλλα­γές «μορφής και πε­ριε­χομένου» μέσα στην ίδια την ουσία είναι η αρχή της Υπό­στασης. Ο Λέ­νιν γράφει σε πλαίσιο στο τέλος της σελίδας 142 και στην αρχή της 143:

«Από τη μια, η γνώση της ύλης πρέπει να βαθύνει σε γνώση (ως την έννοια) της Υπόστασης, για να βρει τις αιτίες των φαινομέ­νων. Από την άλλη, η πραγματική γνώση της αιτίας είναι η εμβά­θυνση της γνώ­σης από την εξωτερικότητα των φαινομένων στην Υπόσταση. Δυο είδη πα­ραδειγ­μάτων θα πρέπει να το εξηγήσουν αυτό: 1) από την ιστο­ρία της φυσικής επιστήμης, και 2) από την ιστορία της φιλοσοφίας. Ακριβέ­στερα: δεν είναι τα “παραδείγματα” που θα πρέπει να έχουμε εδώ –comparaison n’ est pas raison (η σύγκριση δεν είναι απόδειξη)– αλλά η πεμπτουσία της ιστορίας και της μιας και της άλλης + την ιστορία της τεχνικής», (όπ.π.).

Έχουμε αναλύσει την πηγή της Υπόστασης στην Ουσία από την αι­τία της στον εξωτερικό κόσμο μέχρι το αποτέλεσμά της στην Ου­σία ως «το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων». Ο Χέγκελ επιση­μαί­νει με την επιδοκιμασία του Λένιν: «...“Το Αποτέλε­σμα δεν πε­ριέχει τί­ποτε απολύτως που δεν το περιέχει η Αιτία...”, und um­ge­kehrt (και αντί­στροφα)», προσθέτει ο Λένιν, (όπ.π., σελ. 143).

Ο Λέ­νιν πα­ραθέ­τει ξανά τον Χέγκελ επιδοκιμαστικά: «Ν.Β.», όταν ο Χέ­γκελ επιμέ­νει: «...“Είναι το ίδιο γεγονός που εκτίθεται πρώτα ως Αι­τία και μετά ως Αποτέλεσμα –εδώ ως ιδιαίτερη επιμονή και εκεί ως τίθε­σθαι ή προσ­διο­ρισμός σε ένα Άλλο”...», (όπ.π.).

Αιτιότητα και Υπόσταση

Σε πλαίσιο στο μέσο της σελίδας 143 των Φιλοσοφικών Τετραδίων, ο Λένιν γράφει: «Ν.Β.: Ο ολό­πλευρος και ολομερής (all-embracing) χα­ρα­κτήρας της αλ­ληλο­σύνδεσης του κόσμου, που μόνο μονόπλευρα, αποσπα­σματικά και ατε­λώς εκφράζεται από την αιτιότητα», (όπ.π.).

Η αιτιότητα (αιτία σε αποτέλεσμα και αντίστροφα), «όπως συνή­θως την καταλαβαίνουμε», γράφει ο Λένιν στη σελίδα 144, «είναι μόνο ένα κομματάκι της καθολικής αλληλοσύνδεσης, αλλά (μια υλι­στική προέκταση) ένα κομματάκι όχι της υποκειμενι­κής, αλλά της α­ντι­κειμε­νικά πραγματι­κής αλληλοσύνδεσης», (όπ.π.).
Στην ίδια σελίδα, ο Λένιν παραθέτει πολύ επιδοκιμαστικά τον Χέ­γκελ σχετικά με την Αιτιότητα:
«...“Αλλά η κίνηση της Προσδιορισμένης Σχέσης της Αιτιό­τη­τας έχει τώρα καταλήξει σ’ αυτό: ότι η αιτία δεν εξαλείφεται απλά στο αποτέλεσμα, και μαζί της το αποτέλεσμα επίσης (όπως συμ­βαίνει με την Τυπική Αιτιότητα) –αλλά η αιτία στην εξά­λειψή της, στο αποτέ­λε­σμα, γίνε­ται πάλι· ότι το αποτέλεσμα εξα­φανίζεται στην αιτία, αλλά εξί­σου γίνεται πάλι σ’ αυτήν. Κάθε ένας απ’ αυτούς τους προσδιο­ρι­σμούς ακυρώνει τον εαυτό του στο τίθε­σθαί του και θέτει τον εαυτό του στην ακύρωσή του· αυτό που συμ­βαίνει δεν είναι μια εξωτε­ρική με­τά­βαση της αιτιότητας από το ένα υπόστρωμα στο άλλο, αλλά αυτό το γί­γνεσθαι του άλλου του είναι ταυ­τόχρονα το δικό του τίθε­σθαι. Η αιτιό­τητα, λοι­πόν, προϋποθέτει ή κα­θορίζει τον εαυτό της” ...», (όπ.π.).

Σε πλαίσιο κάτω ακριβώς από αυτή την παράγραφο, ο Λέ­νιν στή­νει τον Χέγκελ στα υλιστικά του πόδια:
«...“Η κίνηση της σχέσης της αιτιότητας”...» (Χέγκελ) «= στην πραγματικότητα: η κίνηση της ύλης, αντίστοιχα η κίνηση της Ιστο­ρίας, που αρπάζεται, κυριαρχείται από την εσωτερική της σύνδεση ως τον ένα ή τον άλλο βαθμό πλάτους ή βάθους...», (όπ.π., σελ. 144-145).

Μέσα από μια σειρά «αρνήσεις της άρνησης», η υπόσταση ανα­πτύσσεται από το «κατώτερο στο ανώτερο», από ουσία κατώ­τερης τά­ξης σε ουσία ανώτερης τάξης, από το άθροισμα και την ενό­τητα των αντιθέ­των σε Εμφάνιση και τώρα στην πραγματικότητα της Ενεργού Πραγμα­τικότητας. Το «αντικείμενο» ή τα «αντικείμενα» που ήταν στην αρχική πηγή του αισθήματος, τώρα γίνονται πιο αλληλοσυν­δε­μένα και ορατά στον εξωτερικό κόσμο γύρω μας. Η κινητήρια δύ­ναμη στην ανάπτυξη της Υπόστασης είναι η Αιτιότητα (Αιτία σε απο­τέλε­σμα και αντίστροφα) που είναι μια αυτοσχετιζόμενη έννοια, της οποίας η αφετη­ρία ήταν στην αρχική πηγή του αισθήματος.

Η Υπόσταση απλά φέρνει το «αντικείμενο» ή τα «αντικεί­μενα» μαζί στην πορεία της πραγμάτωσης της ουσίας τους. Αυτά με τη σειρά τους αλλάζουν, κινούμενα από την «εσωτερική» ουσία στην «εξω­τε­ρική» ου­σία για να εμφανισθούν εξωτερικά στην πραγματικό­τητα μέσα από αμοιβαία δράση.

Αμοιβαιότητα της Αιτιότητας και Υπόσταση

Ο Λένιν παραθέτει τον Χέγκελ για να υπογραμμίσει το διαλε­κτικό αυτό προτσές:
«...“Σ’ αυτό το σημείο η Αμοιβαιότητα παρουσιάζε­ται ως μια αμοιβαία αιτιότητα προϋποτιθέμενων υποστάσεων που αλληλο­καθορίζο­νται· η κάθε μια, σε σχέση με την άλλη, είναι ταυ­τόχρονα ενεργη­τική και παθητική υπόσταση”...», (όπ.π., σελ. 145).

Ο Χέγκελ συνεχίζει με την υλιστική επιδοκιμασία του Λένιν: «...“Η Αναγκαιότητα και η Αιτιότητα έχουν, λοιπόν, εξαφανισθεί σ’ αυ­τήν· και οι δυο περιέχουν και την άμεση ταυτότητα (ως σύνδεση και σχέση)”...», (όπ.π.). Κι ο Λένιν υπογραμμίζει στο περιθώριο «“Σύν­δεση και σχέση”», (όπ.π.).

Ο Χέγκελ συνεχίζει με την επιδοκιμασία του Λένιν: «...“και την απόλυτη υποστασιακότητα των διακεκριμένων, και επομέ­νως την από­λυτη συ­μπτωματικότητά τους, την αρχική ενότητα της ποικι­λίας των υπο­στάσεων, άρα απόλυτη αντίφαση. Η Αναγκαιότητα εί­ναι το Εί­ναι, γιατί αυτό είναι· η αυτοενότητα του Είναι, που έχει τον εαυτό του για θεμέ­λιο” ...», (όπ.π.). (Εδώ ο Λένιν παραθέτει από τον Χέγκελ στο πε­ριθώριο: «“Ενότητα της υπόστασης στο διακε­κρι­μέ­νο”»), (όπ.π.). Και συνεχίζει με τον Χέγκελ στην ίδια σελίδα: «...“Η αυτοενότητα του Εί­ναι, που έχει τον εαυτό του για θεμέλιο, αλλά και αντίστροφα, επειδή έχει ένα θεμέλιο, εί­ναι μη-Είναι(η υπογράμ­μιση είναι δική μας), “δεν είναι τίποτε άλλο από Έκ­φανση, σχέση ή διαμεσοποί­ηση”...», (όπ.π., η υπογράμμιση είναι στο πρωτότυπο).

Ο Έγκελς εξηγεί αυτήν την επιστροφή στην Έκφανση στη σε­λίδα 194 της Διαλεκτικής της Φύσης: «Ταυ­τό­τητα και διαφορά – αναγκαιότητα και τυχαίο – αι­τία και αποτέ­λεσμα – εί­ναι τα δύο κύρια αντίθετα(*), που όταν εξε­ταστούν χωριστά μετα­σχηματί­ζονται το ένα στο άλλο. Και τότε πρέ­πει να βοηθήσουν οι “πρώτες αρχές”».

Στο τέλος της σελίδας ο αστερίσκος παραπέμπει στο εξής: «Στο κείμενο: “die beiden Ηauptgegensatze” (τα δύο κύρια αντί­θετα), ο Έγκελς εννοεί μ’ αυτό: 1) την αντί-θεση ανάμεσα στην ταυ­τότητα και τη διαφορά και 2) ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Οι λέξεις “ανα­γκαιότητα και τυχαίο” προστέθηκαν αργότερα ανά­μεσα στις γραμ­μές. (Συντ.)».

Η Αντί-θεση Ταυτότητας και Διαφοράς

Η αντί-θεση Ταυτότητας και Διαφοράς εμφανίζεται στην Έκφανση ως (1) «Τίποτε, το μη-υπάρχον (Nichtigkeit), που υπάρχει», (όπ.π., σελ. 119). Η αιτία και το αποτέλεσμα στην εξωτερική πηγή του αι­σθήμα­τος είναι επίσης μια αντί-θεση που περιέχεται στην Ουσία και την Υπό­σταση, απ’ όπου αναδύονται στην Ενεργό Πραγματικό­τητα ως Αι­τιότητα και Αμοιβαιότητα. Η «αντί-θεση» της «αναγκαιό­τητας και του τυχαίου» θα αναδυθεί τώρα και θα ενσωματωθεί. Αυτό θα το εξη­γήσουμε στο Πέμπτο Μέρος της «Θεωρίας της Γνώσης».

Ο Χέγκελ συνεχίζει (παρατίθεται στη σελίδα 145 των Φιλοσοφι­κών Τετραδίων): «...“η αρ­χική ενότητα της ποικιλίας των υποστά­σεων, άρα από­λυτη αντί­φαση” ...». Κι ο Λένιν υπογραμμίζει τον Χέ­γκελ στο περιθώ­ριο «“ενότητα της υπόστασης στο διακεκριμένο”».

Η πραγματικότητα της Ενεργού Πραγματικότητας μέσα από την «“ενότητα της υπόστασης στο διακεκριμένο”» έχει αναδείξει το αρ­χικό «αντικείμενο» ή «αντικείμενα» στην εξωτερική πηγή του αρ­χι­κού αι­σθήματος.

Αυτή η σειρά των άρθρων για τη «Θεωρία της Γνώσης» θα συ­νε­χιστεί ιδιαίτερα εμπνεόμενη από τα λόγια του Λένιν σε ένα σχόλιο πάνω στην Αλληλογραφία Μαρξ-Έγκελς στα τέλη του 1913:

«Εάν επιχειρούσε κανείς να ορίσει με μια μόνο λέξη την εστία, ας πούμε, ολόκληρης της αλληλογραφίας, το κεντρικό σημείο στο οποίο συ­γκλίνει όλο το σώμα ιδεών που εκφράζονται και συζητιού­νται –αυτή η λέξη θα ήταν η διαλεκτική. Η εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής στην αναμόρφωση όλης της πολιτικής οικονομίας από τα θεμέλια της, η εφαρ­μογή της στην ιστορία, τη φυσική επιστήμη, τη φιλοσοφία, και την πολι­τική και την τακτική της εργατικής τάξης –αυτό ήταν που εν­διέφερε τον Μαρξ και τον Έγκελς πάνω απ’ όλα, σ’ αυτό ήταν που συ­νεισέφε­ραν ό,τι το πιο ουσιαστικό και νέο, και αυτό ήταν που συνι­στούσε τη δε­ξιοτε­χνική πρόοδο που επιτέλεσαν στην ιστορία της επα­ναστατικής σκέ­ψης», (Λένιν: «Άπαντα» τόμος 24, σελ. 259).

Οι αντίπαλοί μας δεν μπορούν να προσαρμόσουν τον αστικό ιδε­αλι­σμό, όποια μορφή και να παίρνει, στην υλιστική διαλεκτική του Μαρξ και του Έγκελς.



Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



Μέρος Πέμπτο


Η «Διαλεκτική Λογική» ως «Θεωρία της Γνώσης» αρχίζει με την αντα­νάκλαση του εξωτερικού κόσμου στη σκέψη διαμέσου της Εικό­νας του αισθήματος. Αυτή η εικόνα αποκαλύπτει στη συ­νεί­δη­ση, που εν δυ­νάμει εμπεριέχει τη σύνθεση με τον εξωτερικό κό­σμο, το στοι­χείο της ανάλυ­σης. Στην πραγματικότητα είναι η ένωση της ανάλυ­σης και της σύνδε­σης.

Ο Ρόλος της Πράξης στη Θεωρία της Γνώσης

Η αφηρημένη εικόνα του αισθήματος αντανακλά την πρακτική αλ­λη­λε­πίδραση ανάμεσα στο άτομο και τα αντικείμενα και φαινόμενα στον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η συμπερίληψη της πράξης στη «Θεω­ρία της Γνώσης» ήταν μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές του Καρλ Μαρξ στη διαλεκτική λογική. Στις ένδεκα Θέσεις για τον Φόι­ερμπαχ (Θέση 5) έγραψε:

«Ο Φόιερμπαχ, επειδή δεν είναι ικανοποιημένος με την αφη­ρη­μένη σκέψη, επικαλείται την αισθητηριακή ενατένιση αλλά δεν συλ­λαμβάνει την αισθητηριακότητα ως πρακτική ανθρώπινη-αι­σθη­τη­ρια­κή δραστηριό­τητα», (Κ.Μαρξ: Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, σελ. 88, Εκ­δό­σεις «Θεμέ­λιο»).
Η Θέση 8 εξηγεί ότι:
«Η κοινωνική ζωή είναι ουσιαστικά πρακτική. Όλα τα μυστή­ρια που αποπροσανατολίζουν τη θεωρία στο μυστικισμό βρίσκουν την ορ­θο­λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατα­νόηση αυ­τής της πράξης», (όπ.π., σελ. 89).

Τέλος, στη Θέση 11, ο Μαρξ τονίζει ότι:
«Οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν μόνο τον κόσμο με ποικίλους τρό­πους· το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε», (όπ.π., σελ. 90).
Αυτό που ο Μαρξ τόνισε στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ είναι η αδιαχώριστη ενότητα ανάμεσα στη θεωρία της γνώσης και την πρα­κτική φύση του ατόμου. Η διαφορά ανάμεσα στο διαλεκτικό προτσές της γνώ­σης και την πρακτική δραστηριότητα αποκαλύπτε­ται στην τε­λευταία.

Η αδιαχώριστη φύση της πράξης από τη θεωρία της γνώσης ε­γκα­θιδρύει τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στη διαλεκτική υλιστική μέθοδο εκπαίδευσης κι όλα τα είδη ιδεαλιστικής και μεταφυσικής σκέψης. Η πράξη δεν είναι απλά μια ακόμα έννοια στο προτσές της γνώσης, είναι η πιο αποφασιστική κατηγορία στη μέθοδο του δια­λε­κτικού και ιστορικού υλισμού ως ένα και μόνο όλο.

Αφού η πράξη δεν μπορεί να χωριστεί από τη γνώση, είναι, συ­νε­πώς, αξεχώριστη κι από την εξωτερική πηγή της Αντανάκλα­σης. Τα άτομα, διαμέσου της πράξης τους, όχι μόνο αποκτούν γνώ­ση, μέσω του διαλεκτικού προτσές της γνώσης, αλλά και είναι ικανά να χρησι­μοποιούν αυτή τη γνώση για τη μεταμόρφωσή της πράξης, δια­μέσου των συνθη­κών για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανά­σταση.

Αυτή είναι η αλληλε­πίδραση των αντιθέτων, αντικειμέ­νου και υπο­κειμέ­νου, διαμέσου της άμεσης και διαρκώς συνε­χιζόμενης συλ­λογι­κής πράξης των κοινωνικών Όντων σε μια ταξική κοι­νωνία που περι­λαμβάνει και την ιστορικά δο­σμένη κοινωνική τους πράξη στο παρελ­θόν.

Ενάντια στις Αυτοδημιούργητες Εικονοκατασκευές

Η υλιστική διαλεκτική εξηγεί το αντικείμενο ως το μέρος εκεί­νο της τα­ξικής πάλης στο καπιταλιστικό σύστημα προς το οποίο το υποκεί­μενο ως επαναστάτης μαχητής κατευθύνει την ατομική του προ­σοχή. Εφόσον όλα τα ανθρώπινα Όντα είναι μέρος της Φύσης, το αντικεί­μενο και το υποκείμενο εκδηλώνονται σε αυτή την «ενό­τητα».

Ο Λένιν αναφέρεται σε μια τέτοια «ενότητα» στο προτσές της γνώ­σης, μιλώντας για «το σπάσιμο ενός και μόνου όλου και τη γνώση των αντιφατικών του μερών», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 316). Ως μέρος αυτού του «ενός και μόνου όλου», το αντικείμενο υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο, το οποίο αναγνωρί­ζει το μέρος όπου βρίσκονται τα ταξικά του συμφέ­ρο­ντα. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει σε προηγού­μενα άρθρα, το προ­τσές της γνώσης είναι «από τη ζωντανή αντί­ληψη στην αφηρημένη σκέψη και απ’ αυτήν στην πράξη», (όπ.π., σελ. 152-153). Η «θεωρία της γνώ­σης» (η δια­λεκτική λο­γική) μπορεί να αναπτυχθεί μόνο επιστημο­νικά, με την προϋπόθεση η διαλεκτική εκπαίδευση να κάνει ικανό το άτομο να γνωρίζει τους «αντι­κειμενικούς νόμους κίνησης» του αντι­κειμένου ή των αντικειμένων που προκάλεσαν το αίσθημα.

Η διαλεκτική αυτή μέθοδος εκπαίδευσης αποκλείει τελείως κάθε ποικιλία καντιανής εικονοπλασίας, σκεπτικισμού, φιχτεϊκού υποκει­με­νι­κού ιδεαλισμού και εκλεκτικισμού που καθοδηγεί πρα­κτι­κές ή που δια­λύεται σε πρακτικές. Κι ούτε επιτρέπει αυτές οι ει­κόνες να αυτοδη­μιουργούνται από τους «τυφλούς ακτιβιστές» που τρέχουν γύρω γύρω από απεργία σε απεργία ή από τη μια μορφή δραστηριότη­τας στην άλλη, φτιάχνοντας στο διάβα τους τις εικόνες τους. Απο­κλείει, επίσης, τον ιμπρεσιονισμό και το περιεχόμενό του, τον εμπει­ρισμό.

Το άτομο, επαναλαμβάνουμε, πρέπει να συλλαμβάνει επιστη­μο­νικά τους νόμους κίνησης του αντικειμένου ή των αντικειμένων στον εξωτε­ρικό κόσμο που είναι η αιτία του αισθήματος. Αυτό είναι η πρώ­τη υπο­κειμενική εικόνα του αντικειμενικού κόσμου ή όπως ο Λέ­νιν το εξηγεί: «Η πρώτη καθολική έννοια (επίσης = η πρώτη κα­θο­λική έννοια που συ­ναντάμε)», (βλ. στο περιθώριο της σελίδας 207 των Φιλοσοφικών Τετραδίων). Το αί­σθημα και οι αντιλήψεις αναπτύσ­σονται από τη δρα­στη­ριότητα των Κοι­νωνικών Όντων και την αντανάκλασή της στη συ­νεί­δηση του ατόμου.

«Η Ουσία της Διαλεκτικής Γνώσης»

Η «Ταυτότητα» της εξωτερικής πηγής του αισθήματος, αρνημένη σε «Διαφορά» συνιστά την πρώτη αντί-θεση στη «διαλεκτική λο­γική». Η Αιτία σε Αποτέλεσμα και αντίστροφα είναι η δεύτερη αντί-θεση –και τα δυο έχουν την καταγωγή τους στον εξωτερικό κόσμο, μετα­τρε­πόμενα το ένα στο άλλο. Η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης εί­ναι η πηγή και των δυο, Αιτίας και Αποτελέσματος και αντίστροφα, (Αιτιότητα) που ενσωματώνεται στο «πράγμα», «ως το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων» (ουσία σε ύπαρξη).

Αυτό το προτσές συνιστά την ανάδυση της κατηγορίας της Υπό­στασης που είναι η εσωτερική ενότητα όλων των «μερών» που έχουμε γνωρίσει στην αυτοανάπτυξή τους. Η Υπόσταση ως ύλη (Εί­ναι) είναι το αντίθετο της σκέψης (συνείδηση). Ο εκλεκτικισμός ως μέθοδος α­πορρί­πτει κι αντιτίθεται στην υπόσταση, προτιμώ­ντας, αντίθετα, να επιλέγει εκ των προτέρων τις δικές του κενές ιδεαλιστι­κές εικόνες, αδιαφορώντας για το υλιστικό τους περιεχό­μενο.

Η εμφάνιση της Ουσίας αποκαλύπτει την ταυτότητα του αντι­κειμέ­νου στην εξωτερική πηγή του αισθήματος. Αυτά τα αντικεί­μενα ή αντι­κείμενο εμφανίζονται τώρα με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι όταν ανα­λύονταν με την ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης δια­μέ­σου της ανάπτυξης της υπόστασης από την Αιτιότητα στην Αμοι­βαία σχέση (Αμοιβαιότητα) αιτίας σε αποτέλεσμα και αντί­στροφα.

Στην Αμοιβαιότητα, «η ουσία της διαλεκτικής γνώσης», (βλ. κάτω κάτω στη σελίδα 141 των Φιλοσοφικών Τετραδίων), ως «το συνολικό άθροι­σμα των στιγμών της ενεργού πραγματικότητας» αναπαράγει το αντικεί­μενο ή τα αντικείμενα που είναι υπεύθυνα για το αίσθημα.

Αντιπαράθεση της Εμφάνισης στην Ουσία

Η ένωση της ανάλυσης και της σύνθεσης απαιτεί τώρα την αντιπα­ρά­θεση της Εμφάνισης στην Ουσία.

Ο Λένιν εξηγεί το προτσές της γνώσης στη σελίδα 318 με τον εξής τρόπο:
«Κάθε ατομικό συνδέεται με χιλιάδες μεταβάσεις με άλλα είδη ατο­μικών (πραγμάτων, φαινομένων, προτσές), κλπ. Εδώ ήδη έχουμε τα στοιχεία, τα σπέρματα, τις έννοιες της αναγκαι­ότητας, της αντι­κει­με­νικής σύνδεσης στη Φύση, κλπ. Εδώ ήδη έχουμε το τυχαίο και το ανα­γκαίο, το φαινόμενο και την ου­σία. Γιατί όταν λέμε: ο Ιβάν είναι άνθρω­πος, ο Αζόρ είναι σκύλος, αυτό είναι το φύλλο ενός δένδρου, κλπ., παραβλέ­πoυμε έναν αριθμό κατηγο­ρημάτων ως τυχαία, χωρί­ζουμε την ουσία από την εμφάνιση και αντιπαραθέ­τουμε τη μια στην άλλη», (όπ.π.).

Στα παραδείγματα του Λένιν, ο Ιβάν είναι η ουσία, ο Άν­θρω­πος εί­ναι η Εμφάνιση. Ο Αζόρ είναι η ουσία, ο σκύλος είναι η Εμ­φάνιση. Το Φύλλο είναι η ουσία, το δένδρο είναι η Εμφά­νιση. Ανε­ξάρτητα από το αν αυτός είναι ένας γέρος ή ένας νέος άνθρωπος, η ουσία εγκα­θιδρύεται γιατί αυτός απαντά στο όνομα «Ιβάν». Το ίδιο ισχύει και στα άλλα πα­ραδείγματα του Λένιν.

Αιτιότητα και Αμοιβαιότητα ως Στιγμές της Υλιστικής Σύν­δεσης

«Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι στην Εγκυκλοπαί­δεια, ο Χέ­γκελ τονί­ζει την ανεπάρκεια και την κενότητα της γυμνής έν­νοιας της “αμοι­βαίας δράσης”», γράφει ο Λένιν στη σελίδα 146, συνεχίζοντας να παρα­θέτει από τον Χέγκελ και στην επόμενη σελίδα (147) για να εξηγήσει τι σημαίνει η λέξη «γυμνή».

«...“Η αμοιβαιότητα είναι αναμφίβολα η κατά προσέγγιση αλή­θεια της σχέσης αιτίας και αποτελέσματος, και στέκεται, θα λέγαμε, στο κα­τώ­φλι της Έννοιας, παρ’ όλο που, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, δεν πρέπει κανείς να μείνει ικανοποιημένος με το να εφαρμόζει αυτή τη σχέση, στο βαθμό που είναι θέμα εννοιο­λογικής γνώσης. Αν δεν πάει κανείς πιο πέρα από το να θεωρεί ένα δοσμένο περιε­χόμενο απλά από τη σκοπιά της αμοιβαιό­τη­τας, τότε, μια τέτοια στάση, είναι στην πραγ­ματικότητα εντελώς χωρίς έννοια· είναι τότε απλά θέμα ενός ξερού γε­γονότος, και η απαί­τηση της διαμεσοποίη­σης, που είναι το ζήτημα της άμεσης φρο­ντίδας στην εφαρ­μογή της σχέσης της αιτιότητας, παραμέ­νει ακόμα ανι­κανοποίητη”...», (όπ.π., σελ. 146-147).

Σ’ αυτό, ο Λένιν σχολιάζει στα περιθώρια των αντίστοιχων σε­λί­δων: «Απλή “αμοιβαιότητα” = κενότητα» και «Η απαίτηση της δια­με­σο­ποίησης, (της σύνδεσης), αυτό είναι το ζήτημα στην εφαρ­μογή της σχέ­σης της αιτιότητας», (όπ.π., η υπογράμμιση είναι δική μας).

Ο Λένιν, εξηγεί μέσα σε πλαίσιο στην πρώτη σελίδα (146):
«Όταν διαβάζει κανείς τον Χέγκελ σχετικά με την αιτιότητα, του φαί­νε­ται παράξενο στην πρώτη ματιά που ασχολείται σχετικά τόσο ελα­φριά με αυτό το αγαπημένο θέμα των καντιανών. Γιατί; Γιατί, πραγμα­τικά, γι’ αυτόν η αιτιότητα είναι μόνο ένας από τους προσ­διο­ρισμούς της κα­θολι­κής σύνδεσης, την οποία κά­λυψε προηγού­μενα, μέσα σε ολό­κληρη την έκ­θεση του, πολύ πιο βαθιά και ολό­πλευρα, το­νίζο­ντας πά­ντα, κι από την αρχή αρχή, αυτή τη σύν­δεση, τις αμοι­βαίες με­ταβάσεις, κλπ., κλπ.», (όπ.π., η τελευταία υπο­γράμμιση είναι δική μας).

Η Αμοιβαιότητα ως αιτιότητα τονίζει την ανάδυση των συνδέ­σεων και μεταβάσεων, ανάμεσα στο αντικείμενο ή τα αντικεί­μενα στην αρ­χική εξωτερική πηγή του αισθήματος. Έτσι η πραγ­ματικό­τητα γίνε­ται τώρα πιο συγκεκριμένη στην εικόνα ή μεταξύ των εικό­νων των άλ­λων αντικειμένων στην ενεργό πραγματικότητα.

Η Αντί-θεση του Τυχαίου και της Αναγκαιότητας

Αυτό μας φέρνει στην τελευταία αντί-θεση, του τυχαίου και της ανα­γκαιότητας, πριν το «άλμα» στην αφηρημένη έννοια, και έτσι, στην υλι­στική ανάλυση της ιδέας του Χέγκελ για τη «σύν­δεση». Στο μέσο της σελίδας 147, ο Λένιν παραθέτει από τον Χέγκελ, σχε­τικά με τους Σπαρ­τιάτες:

«...“Αν, για παράδειγμα, βλέπουμε τα έθιμα των Σπαρτια­τών σαν το αποτέλεσμα του συντάγματός τους, και το τελευταίο, αντί­στροφα, σαν το αποτέλεσμα των εθίμων τους, μια τέτοια θεώρηση μπορεί να εί­ναι ίσως σωστή, αλλά είναι μια αντίληψη που δε δί­νει τε­λική ικα­νοποί­ηση, γιατί πράγματι δεν επιτρέ­πει να κατα­νοηθούν ούτε το σύ­νταγμα ούτε τα έθιμα αυτού του λαού. Μια τέτοια κατανόηση μπορεί νά ’ρθει μόνο όταν ανα­γνωριστεί ότι αυτές οι δυο πλευρές, όπως κι όλες οι άλ­λες ειδι­κές πλευρές της ζωής και της ιστορίας των Σπαρτια­τών, θεμε­λιώνο­νται σε αυτήν την Έν­νοια”...», (όπ.π., σελ. 147).

Την αναφορά του Χέγκελ στο «σύνταγμα» και τα «έθιμα» του σπαρ­τιατικού λαού, σχολιάζει ο Λένιν στο περιθώριο, κάτω κάτω στη σελίδα 147 των Φιλοσοφικών Τετραδίων: «Όλες οι “ειδικές πλευρές” και το όλο [“Be­griff” (“Έν­νοια” )]», (όπ.π.).

Οι «ειδικές πλευρές», όπως τις κατανοεί ο Λένιν με έναν υλι­στικό τρόπο, ήταν «συνδέσεις» από το χαμηλό στο υψηλό, ως εξής: Η Ου­σία ως «το άθροισμα και η ενότητα των αντιθέτων», η Ου­σία με τη μορφή της Εμφάνισης, η Υπόσταση, η Αιτιότητα, η Αμοιβαιότητα (η Ουσία σε Ενεργό Πραγματικότητα).

Η έννοια της Αναγκαιότητας και του Τυχαίου είναι αντικει­με­νική στη διαλεκτική λογική (αφηρημένη σκέψη). Διέπεται από τους αντικει­μενικούς νόμους της ποσότητας σε ποιότητα και αντίστροφα· της ενότη­τας και σύγκρουσης, και της αλληλοδιείσδυ­σης των αντιθέ­των· της Άρνησης της Άρνησης.
Στη Διαλεκτική της Φύσης του Έγκελς η διαλεκτική φύση του «Τυ­χαίου και της Αναγκαιότητας» εξηγείται ως εξής:

«Μια άλλη αντίθεση στην οποία περιπλέκεται η μεταφυσική, είναι η αντίθεση ανάμεσα στο τυχαίο και την αναγκαιότητα. Τί άλλο μπορεί να είναι πιο αντιφατικό από τους δυο αυτούς νοητικούς προσ­διορι­σμούς; Πώς είναι δυνατόν τα δυο αυτά να είναι ταυ­τόσημα, δηλαδή το τυ­χαίο να είναι αναγκαίο και το αναγκαίο να είναι επίσης τυχαίο;» ... «Και τότε δηλώνε­ται ότι το αναγκαίο εί­ναι το μόνο πράγμα που εν­δια­φέρει την επιστήμη και ότι το τυ­χαίο της είναι αδιάφορο» ... «Έτσι κάθε επι­στήμη φτάνει στο τέλος της, γιατί ακριβώς έχει να διε­ρευνά αυτό που δεν ξέ­ρουμε. Είναι σαν να λέμε: εκείνο που μπορεί να υπα­χθεί σε γενι­κούς νό­μους θεωρείται ως αναγκαίο και εκείνο που δεν μπορεί να υπα­χθεί σ’ αυ­τούς τους νό­μους, θεωρείται ως τυχαίο», (όπ.π., σελ. 196-197).

Παρακάτω στο ίδιο τμήμα, στη σελίδα 198, ο Έγκελς γρά­φει:
«Σε αντιπαράθεση με τέτοιου είδους αντιλήψεις», (το χωρι­σμό του τυ­χαίου από το αναγκαίο), «ο Χέγκελ εμφανίζεται με ανήκουστες ως τότε προτά­σεις: ότι το τυχαίο έχει μια αιτία γιατί είναι τυχαίο, και ακριβώς για τον ίδιο λόγο δεν έχει αιτία γιατί εί­ναι τυχαίο, ότι το τυ­χαίο είναι αναγκαίο, ότι η αναγκαιότητα προσδιορίζεται σαν τυχαίο, και ότι, από την άλλη με­ριά, αυτό το τυχαίο είναι μάλλον μια από­λυτη αναγκαιό­τητα, (Λογική, βι­βλίο ΙΙ, τμήμα ΙΙ, κεφάλαιο 2: Πραγματικό­τη­τα)», (όπ.π.).

Στην Ενεργό Πραγματικότητα, τα διαλεκτικά προτσές που πε­ρι­γρά­φονται ως αναγκαία, περιέχουν την αιτία των αντιφατι­κών τους συνδέ­σεων μέσα στον ίδιο τον εαυτό τους ως ου­σία. Εκεί­να που έχουν την αι­τία τους έξω από τον εαυτό τους, αλλά κα­θορί­ζο­νται από τις εξωτερι­κές τους συνδέσεις με άλλα αντικείμενα, αποκαλού­νται τυχαία που αντικει­μενικά είναι σχετικά.

Το τυχαίο είναι μια μορφή εκδήλωσης της αναγκαιότητας, μια και η ίδια η αναγκαιότητα δεν υπάρχει σε μια καθαρή μορφή.

Η Αναγκαιότητα, που είναι το υψηλότερο στάδιο της Ου­σίας, προ­παρασκευαστικό στο άλμα στην Αφηρημένη Έννοια, μπορεί αιφ­νιδια­στικά να διακοπεί από το τυχαίο με τη μορφή ενός απρόβλε­πτου γεγο­νό­τος, που μπορεί να μας αναγκάσει να κάνουμε αλλα­γές τακτι­κής, ενώ θα ερευνούμε και θα αναλύουμε την αι­τία αυτού του γεγονότος. Όταν οι αναγκαίοι όροι είναι παρόντες στην ουσία, η Αφηρη­μένη Έννοια ανα­δύ­εται, προσανατολι­σμένη στις ανάγκες της επα­ναστατι­κής μας πρά­ξης. Η Αφηρη­μένη Έννοια είναι τώρα σε με­τάβαση στη Θεωρητική Ιδέα μέσα στον αντικειμενικό κό­σμο της πράξης.



Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ



Μέρος Έκτο


Το Διαλεκτικό προτσές της γνώσης βασίζεται στις σχέσεις ανάμεσα στο «ατομικό» και το «καθολικό». Αυτά τα «αντίθετα» εί­ναι «ταυτό­σημα» στην ενότητά τους. Όπως εξηγεί ο Λένιν: «Το κα­θολικό υπάρ­χει μόνο στο ατομικό και διαμέσου του ατομικού. Κάθε ατομικό είναι (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) ένα κα­θολικό», (Λένιν: Φιλοσο­φικά Τετράδια, σελ. 318).

Αυτή η ταυτόσημη φύση της ενότητάς τους είναι η πηγή της άπει­ρης αντίφασης στη διαλεκτική λογική σκέψη του «ατό­μου». Συ­νιστά τον πρώτο αντικειμενικό νόμο στην υλιστική δια­λεκτική ως νόμο της «ενό­τητας, σύγκρουσης, και αλληλοδιείσ­δυσης» των αντι­θέ­των. Οι άλλοι δυο αντικειμενικοί νόμοι, πο­σότητα σε ποιότητα και αντί­στροφα, και άρνηση της άρνησης, εκδηλώνονται μέσα σ’ αυτήν την «Ενότητα». Οι «νό­μοι» αυτοί, όπως τονίζει ο Έγκελς, αφαι­ρού­νται «...από την ι­στο­ρία της Φύ­σης... της ανθρώπινης κοινω­νίας... και της σκέψης», (Έγκελς: Διαλε­κτική της Φύσης, σελ. 44).

Η Ενότητα του Λογικού και του Ιστορικού

Στην αφαίρεση του «νόμου της άρνησης της άρνησης», αναδύονται τρεις αντι-θέσεις στη διαλεκτική λογική, που εκδη­λώνουν τους τρεις νόμους. Αυτές είναι: η αντί-θεση της Ταυτό­τητας και της Διαφο­ράς, της Αιτίας και του Αποτελέσματος και της Αναγκαιό­τητας και του Τυχαίου. Προ­χω­ρώντας από το χαμηλό στο υψηλό, εμπλέκονται άμεσα τρεις υποδιαι­ρέ­σεις της ουσίας: Ουσία και Έκ­φανση, Ουσία και Eμφάνιση και Ουσία στην Ενεργό Πραγματικό­τητα. Η ανάπτυξή τους, διαμέσου της ένωσης της ανάλυσης και της σύν­θεσης, μας έχει φέρει στο άλμα (Μέρος Έκτο) προς την Αφηρη­μένη Έννοια, που το αντί­θετό της, στον πραγματικό κό­σμο είναι η Θεωρητική Ιδέα.

Η «θεωρητική ιδέα» συνίσταται από την ενότητα του λογικού με το ιστορικό και είναι ένα αντικειμενικό προτσές της ίδιας της πρά­ξης. Μια τέτοια προσέγγιση απαιτεί την ξεκάθαρη οριοθέτηση των τριών υποδιαι­ρέσεων της ουσίας και την απόδειξη της μετά­βασης από τη μια στην άλλη. Η ενότητά τους είναι το ιστορικό (καθολικό) που πε­ριέχει μέσα του το λογικό (ατομικό-μερικό). Στη «θεωρία της γνώ­σης», κάθε προ­τσές ανάπτυξης περικλείει το δικό του αντικειμενικό προσανατολισμό, ως τη δική του αναγκαι­ότητα, που οδηγεί σ’ ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Συνε­πώς, η θεω­ρητική ιδέα είναι το αποτέλε­σμα της «ένωσης της ανάλυ­σης και της σύνθεσης». Όπως η αντί-θεση της Ταυτότητας και της Δια­φοράς, οι κατηγορίες του λογικού και του ιστορικού πρέπει να εξετα­σθούν στην ενό­τητά τους που ενσωματώ­νει τις αντιφάσεις που έχουν μέσα τους.

Η διαλεκτική λογική της Θεωρίας της Γνώσης αρνείται το πραγ­μα­τικό προτσές στην «ατομική» και υποκειμενική πλευρά του αντι­κειμε­νικά καθολικού. Η Πράξη ως το ιστορικό καθολικό αντα­να­κλά την ενό­τητά της με τη «θεωρία της γνώσης» (λογικό) που καθο­δηγεί την πράξη μας. Στην ενότητα του ιστορικού και του λογικού, η ου­σία στις υποδιαι­ρέσεις της είναι το σχετικό, ενώ το απόλυτο των νο­μοτε­λειακών σχέ­σεων ανάμεσα στο ατομικό και το καθολικό περιέ­χεται μέσα σε αυτό το σχετικό. Έτσι, η «θεωρία της γνώσης» ως νο­μοτε­λειακό προτσές γίνεται η λογική του ίδιου του συγκεκριμένου ιστορικού προτσές. H ανατολικο­γερμανίδα φι­λόσοφος Γκούντρουν Ρί­χτερ εκφράζει ένα τέτοιο προτσές ως «ιστορικοποίηση του λογικού και λογικοποίηση του ιστορικού», (Γκ. Ρί­χτερ: Το Νομοτε­λειακό και Ιστο­ρικό Προτσές, – Dietz Verlag, Βε­ρολίνο, 1985, σελ. 75 στα γερ­μα­νικά).

Η διαλεκτική στιγμή της ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ της εξωτερικής πη­γής του αισθήματος εμπεριέχει Διαφορά όταν αρνείται στο Αί­σθημα ως μια αυ­τοσχετιζόμενη έννοια, αυτή ενσωματώνει την ενό­τητα του λο­γι­κού και του ιστορικού επίσης ως αυτοσχετιζόμενες έν­νοιες. Αυτό συ­νε­πάγεται για τη «θεωρία της γνώσης», ότι προχω­ράει στην ανά­λυση δια­μέσου του «Σκεπτόμενου Λόγου (κατανόηση)» που «οξύ­νει την αμ­βλυμ­μένη διαφορά του διαφορετικού, την απλή πολ­λα­πλό­τητα της φαντα­σίας, σε ουσιαστική διαφορά, σε αντίθεση. Μόνο όταν υψω­θούν στην κορυφή της αντίφασης, οι πολύπλευρες οντότη­τες γίνο­νται δρα­στή­ριες (reg­sam) και ζωντανές στη μεταξύ τους σχέση –δέχο­νται/αποκτούν εκείνη την αρνητικότητα που είναι ο εγγε­νής παλ­μός της αυ­τοκίνη­σης και της ζωτικότητας», (όπ.π., σελ. 128, 3η πα­ρά­γραφος).

Σ’ αυτή τη διαλεκτική σχέση, αναλύουμε, διαμέσου της ένωσης της ανάλυσης και της σύνθεσης, το «μερικό» ή το μέρος στο βαθμό που δια­τη­ρείται και ξεπερνιέται στο «πράγμα ...ως το άθροισμα και η ενό­τητα των αντίθετων» (όπ.π., σελ. 202). Το μέλλον του, που ανα­δύ­εται ως «ου­σία σε ύπαρξη», αναπαράγει τις δικές του προϋποθέσεις από τα «μέρη» ή τις «πλευρές» της αρχικής πη­γής του αισθή­μα­τος, τα οποία, στη σύνθεσή τους με αυτή την πηγή, έχουν ανα­λυθεί και απο­κτήσει μια μορφή και ένα περιεχό­μενο για το κάθε «μέ­ρος».

Η «Λογική» στη Διάσπαση του Ε.Ε.Κ. το 1985

Στο «σχίσμα» που έγινε στο Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα στα τέλη του φθινοπώρου του 1985, έγινε μια οπορτουνιστική από­πειρα να ξε­κο­πεί το διαλεκτικό από το ιστορικό. Κάλπικα ισχυρί­στηκαν ότι ο συγ­γρα­φέας αυτών των άρθρων για τη «Θεωρία της Γνώσης» ήταν ένο­χος του «εγκλήματος» του Χεγκελιανισμού στο έργο του πάνω στην υλι­στική διαλεκτική· ότι «αγνόησε» τον ιστο­ρικό υλισμό. Ένας τέτοιος δια­χωρι­σμός ανάμεσα στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό δεν ήταν τυ­χαίος.

Στην περίπτωση του Κ.Σλότερ και του αμε­ρικανού Ντέιβιντ Νορθ, –και οι δυο δε συμμετείχαν ποτέ στην καθη­μερινή πρά­ξη της οικοδό­μη­σης του Κόμματος, είτε της Διεθνούς Επιτροπής της Τέ­ταρτης Διε­θνούς και του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος, είτε, όσον αφορά τον Νορθ, ενός κόμματος στις ΕΠΑ.

Ο Σλότερ, από το 1966 μέχρι την εποχή του σχίσματος, υιοθέ­τη­σε μια εκλεκτικιστική στάση απέναντι στη θεωρία, ενώ από­φευγε τε­λείως κάθε είδους πράξη για το χτίσιμο του ΕΕΚ.

Ο αμερικανός Ντέιβιντ Νορθ, όταν έγινε γενικός γραμματέας του τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής στις ΕΠΑ, απόκτησε ένα τμήμα με πάνω από 100 μέλη, που είχε οικοδομηθεί κύρια από τον Γούλ­φορθ, ο οποίος λιποτάκτησε και προσχώρησε στο ελεγχόμενο από το Στέιτ Ντι­πάρτμεντ Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΣΕΚ). Χάρη στη δικιά του πράξη, ο Νορθ κατάφερε να μειώσει τα μέλη του σε λιγότερα από 80. Δεν είχε καμιά δυσκολία, λοιπόν, ο Νορθ για να κάνει μια συμμα­χία κλί­κας με τον Σλότερ. Και οι δυο είχαν κάτι το κοινό –την πολι­τική ανικα­νότητα και άρνηση να στρατευθούν στην επαναστα­τική πράξη της οικο­δόμησης των τμημάτων της Δ.Ε.Τ.Δ.

Από την άλλη μεριά, όμως, οι αδελφοί Μπάντα ήταν διαφορετι­κοί. Για 35 χρόνια, μ’ έναν δυναμικό πρακτικό τρόπο, έκαναν μια συ­νει­σφορά στην οικοδόμηση του ΕΕΚ και της Δ.Ε.Τ.Δ., σύμφωνα με τις κα­λύτερες παραδό­σεις του ιστο­ρικού υλισμού. Αλλά στο επίπεδο της επι­στημονικής κοσμοθεωρίας, απότυχαν να καταλάβουν την αξε­χώ­ριστη σύνδεση της υλιστικής δια­λεκτικής με τον ιστορικό υλιστικό ρόλο μιας τέτοιας πράξης. Έτσι, όταν η αντικειμενική οι­κο­νομική και πολιτική κρίση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, με επι­κεφαλής τις ΕΠΑ, εκδηλώ­θηκε με την πάλη της Θάτσερ να συντρίψει τον συν­δι­κα­λισμό στη Βρε­τανία (την ιστορική πατρίδα του συνδικαλι­σμού) στις απεργίες των αν­θρακωρύχων και των τυπογράφων, οι α­δελφοί Μπάντα έγι­ναν φιχτεϊκοί υποκειμενικοί ιδεαλιστές.

Αυτό οδήγησε στον πρόσκαιρο σχηματισμό μιας χωρίς αρχές κλί­κας ανάμεσα στον Νορθ και τον Σλότερ και τους Μπάντα, που λί­γες βδομάδες μετά το «σχίσμα» κατάρρευσε καθώς ο Νορθ διέ­γραψε τον Σλότερ και οι αδελφοί Μπάντα απλά παραιτήθηκαν από την ενεργό πολι­τική. Μετά την εμπειρία της κλίκας Χάστον, Γκραντ και Λι, τη δε­καετία του ’40, αυτή ήταν η ισχυρότερη εκδήλωση της αδιέ­ξοδης πολι­τικής χρεοκοπίας της πολιτικής που χαρακτηρίζει μια κλίκα.
Η Ενότητα του Διαλεκτικού και του Ιστορικού Υλισμού

Ο Λένιν έγραψε, τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, τον τόμο 18 των «Απάντων» του, ανάμεσα στο Φλεβάρη και τον Οκτώβρη του 1908. Εκ­δόθηκε, με τη μορφή βιβλίου, το Μάη του 1909. Στη νέα εισαγωγή του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, περι­γρά­φεται η κατάσταση που ακολούθησε την ήττα της αστικής επανά­στα­σης του 1905 ως εξής:

«Μέσα στο αστικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στους κύκλους της δια­νόη­σης είχε πάρει πλατιά διάδοση η “θεοαναζήτηση”, ένα αντι­δρα­στικό θρη­σκευτικό-φιλοσοφικό ρεύμα, που οι εκπρόσωποί του υποστή­ριζαν ότι ο ρωσικός λαός “έχασε το θεό” και ότι το καθήκον του ήταν να τον “βρει”. Στη λογοτεχνία και στην τέχνη εκθειάζο­νταν η λατρεία του ατομι­κισμού, η αδιαφορία προς την πολιτική, η “κα­θαρή τέχνη”, η εγκατάλειψη των επαναστατικών-δημοκρατικών παραδόσεων της ρω­σικής κοινωνικής σκέψης. Οι αντεπαναστατι­κές δυνάμεις έκαναν το παν για να συκοφαντή­σουν την εργατική τάξη και το Κόμμα της, να υπονομεύσουν τα θεωρητικά βάθρα του μαρξισμού. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η υπεράσπιση της μαρ­ξι­στικής φιλοσοφίας είχε γίνει το σπουδαιότερο και το πιο επείγον καθήκον», (βλ. τον Πρόλογο στην ελληνική έκ­δοση του Υλισμού και Εμπειριο­κριτικισμού, σελ. VIII-IΧ ).

Γι’ αυτό, στην υπεραντιδραστική αυτή περίοδο της ιστορίας, ο Υλι­σμός και Εμπειριοκριτικισμός έγινε, και παραμένει ακόμα το ση­μα­ντικό­τερο φιλοσοφικό έργο του Λένιν. Οχτώ χρόνια μετά την έκ­δοσή του, ο Λένιν και ο Τρότσκι οδήγησαν το Μπολσεβίκικο Κόμμα στην εξουσία, με την πρώτη επιτυχή Σοσιαλιστική Επανά­σταση στην ιστο­ρία. Στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, ο Λένιν ασχολεί­ται εκτετα­μένα με το ζή­τημα της αδιαχώριστης φύσης του Διαλεκτι­κού και Ιστορικού Υλισμού στη σελίδα 352). Γράφει:

«Ο υλισμός αναγνωρίζει γενικά το πραγματικά αντικειμενικό Εί­ναι (ύλη), ως ανε­ξάρ­τητο από τη συνείδηση, από το αίσθημα, από την εμπει­ρία, κτλ., της ανθρωπότη­τας. Ο ιστορικός υλισμός αναγνωρίζει το κοινω­νικό Είναι ως ανεξάρτητο από την κοινωνική συνείδηση της αν­θρωπότη­τας. Και στις δυο περιπτώσεις η συνείδηση δεν είναι πα­ρά η αντα­νά­κλαση του Είναι», (η υπογράμμιση εί­ναι δική μας), «στην καλύτερη πε­ρίπτωση μια κατά προσέγγιση πιστή (επαρκή, ιδιαί­τερα ακριβή) αντανά­κλασή του. Από τη φιλοσοφία αυτή του μαρξι­σμού, που είναι χυμένη σαν ένα ατόφιο κομμάτι ατσάλι, δεν μπορείς να εξα­λείψεις ούτε μια βασική πρόταση, ούτε ένα ουσιαστικό μέρος, χωρίς ν’ απομακρυνθείς από την αντικειμενική αλήθεια, χωρίς να πέσεις στην αρ­πάγη της αντιδραστι­κής αστικής ψευτιάς».

Οι λέξεις διαλεκτικός υλισμός τονίζουν το «ατόφιο κομ­μάτι ατσά­λι» ως την ενότητα του διαλεκτικού με τον ιστορικό υλισμό. Παρό­μοια, η «ε­νό­τητα του λογικού και του ιστορικού» εκφράζει την ενό­τητα της «δια­λε­κτι­κής» (λογικής) και του «ιστορικού» (υλι­σμού). Λίγο πιο κάτω, ο Λέ­νιν εξηγεί ότι: «Ο Μαρξ και ο Έγκελς, κα­θώς στην εξέ­λιξή τους ξεκί­νησαν από τον Φόιερμπαχ και ωρίμασαν στην πάλη ενά­ντια σ’ αυτούς τους γρα­φιάδες, έδoσαν, όπως ήταν φυ­σικό, τη με­γα­λύ­τερή τους προσοχή στο να επιστεγάσουν τη δομή του φι­λοσοφι­κού υλι­σμού, δη­λαδή όχι στην υλιστική επιστημολογία, αλλά στην υλι­στική αντίληψη της ιστορίας. Αυτός ήταν ο λόγος που στα έργα τους ο Μαρξ και ο Έγκελς υπογράμμιζαν πε­ρισσότερο το διαλεκτικό υλισμό, παρά το διαλεκτικό υλισμό, επέμεναν περισ­σό­τερο στον ιστορικό υλι­σμό, παρά στον ιστο­ρικό υλισμό», (όπ.π., σελ 356, οι υπο­γραμμί­σεις εί­ναι στο πρωτότυπο).

Η Ιστορική Πηγή του Υποκειμενικού Ιδεαλισμού

Η απόπειρα της κλίκας Μπάντα, Σλότερ, Νορθ να χωρίσουν το διαλε­κτικό από τον ιστορικό υλισμό ήταν η αντιδραστικότερη επι­δοκιμα­σία της υποκειμενικής ιδεαλιστικής εικονοπλασίας. Οι εικό­νες αυτές πλά­θο­νταν για να κολλήσουν πάνω στην αντικειμενική πραγματικό­τητα της παγκόσμιας ταξικής πάλης καθώς ξετυλίγεται τώρα, μέσα από τα «μέ­ρη» της, στην ταξική πάλη, σ’ όλες τις καπι­ταλιστικές χώ­ρες του κό­σμου.

Αλλά, θα αναρωτηθεί κανείς, και σωστά, πώς κατά­φεραν, για 30-35 χρόνια, οι Μπάντα κι ο Σλότερ να γράφουν, με τόση πολι­τική καθα­ρότητα, στην πάλη ενάντια στον Πάμπλο, τον Θόρνετ, την OCI και τα άλλα πολιτικά ράκη του ρεβι­ζιονισμού; Στην περί­πτωση του Σλότερ, αυ­τός συγκέντρωσε σε έξι τόμους, από τους οποί­ους ο τελευ­ταίος εκδόθηκε το 1975, την Ιστορία της Διεθνούς Επι­τρο­πής της Τέ­ταρτης Διεθνούς.

Ο Χέγκελ αναλύει ένα τέτοιο προτσές, με ένα συγκεκριμένο φι­λο­σοφικό τρόπο, όταν στρέφεται στα γραφτά του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (1762-1814):

«...“Ο άπειρος περιορισμός ή το εμπόδιο του ιδεαλισμού του Φί­χτε αρνείται, ίσως, να βασιστεί σε κάποιο Πράγμα-καθεαυτό, και έτσι γίνε­ται καθαρά μια προσδιοριστικότητα μέσα στο Εγώ. Αλλά αυτή η προσ­διορι­στικότητα είναι άμεση και ένα όριο στο Εγώ, που, υπερβαί­νο­ντας την εξωτερικότητά της την ενσωματώνει. Και παρότι το Εγώ μπο­ρεί να ξεπε­ράσει το όριο, αυτό το τελευταίο έχει μέσα του μια πλευρά αδιαφο­ρίας χάρη στην οποία περιέχει ένα άμεσο μη-Είναι του Εγώ, αν και το ίδιο πε­ριέχεται στο Εγώ”...», (Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, σελ. 118).

Ας αναλύσουμε τώρα αυτή την παράγραφο τμηματικά, για να κα­ταλάβουμε την υποκειμενική ιδεαλιστική μέθοδο των Φίχτε, Μπά­ντα, Σλότερ, Χάντερ και Σία.

α) «...“Ο άπειρος περιορισμός ή το εμπόδιο του ιδεαλισμού του Φί­χτε αρνείται, ίσως, να βασιστεί σε κάποιο Πράγμα-καθεαυτό, και έ­τσι γί­νεται καθαρά μια προσδιοριστικότητα μέσα στο Εγώ”...», (όπ.π.).

Εδώ ο Φίχτε προσδιόριζε το Εγώ του με λεκτικές μορφές που ήταν κενές, χωρίς κανένα Πράγμα-καθεαυτό για περιεχόμενο. Για πάνω από τρεις δεκαετίες, οι Μπάντα και ο Σλότερ συναρμολο­γού­σαν τις λε­κτικές τους μορφές σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ιστο­ρικών προπαγανδι­στι­κών αναγκών της Διεθνούς Επιτροπής της Τέ­ταρτης Διε­θνούς, της Σο­σιαλιστικής Εργατικής Ένωσης και του Ερ­γατικού Επανα­στατικού Κόμ­ματος, που ιδρύθηκε το 1973.

β) «...“Αλλά αυτή η προσδιοριστικότητα είναι άμεση και ένα όριο στο Εγώ, που, υπερβαίνοντας την εξωτερικότητά της την εν­σωμα­τώνει. Και παρότι το Εγώ μπορεί να ξεπεράσει το όριο, αυτό το τελευ­ταίο έχει μέσα του μια πλευρά αδιαφορίας χάρη στην οποία περιέ­χει ένα άμεσο μη-Είναι του Εγώ, αν και το ίδιο περιέχεται στο Εγώ”...», (όπ.π., η τε­λευ­ταία υπογράμμιση είναι δική μας).

Η κενή λεκτική μορφή «είναι άμεση και ένα όριο στο Εγώ», γιατί δεν έχει περιεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά οι Μπάντα, Σλότερ, Χά­ντερ και Σία συνέχιζαν να συνταιριάζουν «κενές λεκτικές μορφές» σύμ­φωνα με τις απαιτήσεις των ιστορικών και προπαγανδιστικών ανα­γκών της Διεθνούς Επιτροπής και του Κόμματος.

Αυτό που απέτυχαν να καταλάβουν είναι ότι αυτές οι κενές λε­κτι­κές μορφές έχουν μέσα τους ένα περιεχόμενο «Μη-Εί­ναι» –τη διαρκώς με­ταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομική και πο­λιτική κρίση, είτε το αντι­λαμβάνονταν αυτό είτε όχι. Η συσσώρευση τέ­τοιων ανα­ρίθμητων «Μη-Είναι» πήρε την εκδίκησή της όταν το πλήθος των «κενών λεκτικών μορφών», που δεν ήταν ικανοί να ανα­γνωρίσουν το «Μη-Είναι» περιε­χόμενό τους, τους έσκασε στα μού­τρα, πιάνο­ντάς τους τελείως απροε­τοίμαστους.

Πραγματισμός Εναντίον Υποκειμενικού Ιδεαλισμού

Βιάστηκαν τότε να φτιάξουν μια «συμμαχία κλίκας» με τον αμερι­κανό πραγματιστή απατεωνίσκο Νορθ, που αμέσως άρπαξε την ευ­καιρία να κάνει κάποια πραγματιστική δουλίτσα για τον «καλό γέρο-Σαμ»! Τον ξαπόστειλαν σε περιοδεία για να βρει μια χούφτα γερμα­νών πραγματι­στών, ενώ βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με μια άλλη φούχτα κεϋλανέ­ζων και αυστραλών πραγματιστών.

Στο 10ο Συνέδριο της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διε­θνούς, το Γενάρη του 1985, είχε αποκαλυφθεί ότι στις Γενικές Εκλο­γές του Νο­έμβρη 1984, στην Αυστραλία, είχαν πάρει κρατικά κονδύ­λια για να χρη­ματοδοτήσουν τις εκλογικές τους δαπάνες. Όταν αυτό κριτικαρίστηκε από τον Μπάντα και τον Σλότερ που χρησιμοποιού­σαν τις συνηθισμένες τους «κενές λεκτικές μορφές» κριτικής, οι Μαλ­γκριού, Μπιμς και Σία παραδέχτηκαν τον χοντρο­κομμένο οπορ­τουνι­σμό αυτής της ενέργειάς τους.

Αφού ολοκληρώθηκε το σχίσμα, ο πραγματιστής Νορθ ευθυ­γράμ­μισε μαζί του τις ομαδούλες των πραγματιστών από τη Δυτική Γερμα­νία, την Κεϋλάνη, την Αυστραλία, και, βεβαίως, τα δικά του 80 μέλη, και προχώρησε στη διαγραφή του Σλότερ και του Μπά­ντα, κα­τηγορώ­ντας τους για συνενοχή σε «ανηθικότητα». Σ’ αυτή την πε­ρί­πτωση ο αμερικάνικος πραγματισμός κέρδισε «στα ση­μεία» τον φι­χτεϊκό υποκει­μενικό ιδεαλισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου