Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

ΤΖΩΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ''ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ'' (Σελ.81-96τέλος)


-81-


6.

Το μαργαριτάρι


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


χαμόκλαδα. Ήταν μια φυγή πανικού. Ο Κίνο δεν προσπαθούσε

πια να κρύψει τα ίχνη του· έτρεχε, κλοτσώντας τις

πέτρες, πετώντας τα μαρτυριάρικα φύλλα από τα δέντρα. Ο

ήλιος ξεχυνόταν από ψηλά πάνω στη στεγνή ψημένη γη, έτσι

που ακόμα κι η βλάστηση έμοιαζε να τρίζει για να διαμαρτυρηθεί.

Αλλά μπροστά τους βρίσκονταν τα γυμνά γρανιτένια

βουνά που στέκονταν μονολιθικά με φόντο τον ουρανό.

Κι ο Κίνο έτρεχε για τα ψηλώματα, όπως κάνουν σχεδόν

όλα τα ζώα όταν τα κυνηγάνε.

Το μέρος ήταν άνυδρο, το σκέπαζαν κάκτοι που μπορούσαν

ν' αποθηκεύουν νερό και θάμνοι με μακριές ρίζες που

μπορούσαν να φτάσουν βαθιά στη γη για λίγη υγρασία κι

επιβίωναν με πολύ λίγο νερό. Και κάτω από τα πόδια τους

δεν υπήρχε χώμα αλλά σκεπασμένος βράχος, χωρισμένος σε

μικρούς κύβους και μεγάλες πλάκες χωρίς νερό πουθενά.

Μικρές τούφες θλιμμένο ξερό γρασίδι φύτρωναν ανάμεσα

στις πέτρες, χορτάρι που είχε φυτρώσει από μια και μόνη

βροχή και είχε ρίξει το σπόρο του και είχε πεθάνει. Βατράχια

κοίταζαν την οικογένεια να περνάει και γύριζαν τα μικρά

δρακοντίσια κεφάλια τους. Και κάπου κάπου κάποιο

αγριοκούνελο, ενοχλημένο στη σκιά του, πηδούσε μακριά

και κρυβόταν πίσω από τον πιο κοντινό βράχο. Μια λάβρα

που 'μοιαζε να τραγουδάει σκέπαζε την έρημο, και πέρα

μακριά τα πέτρινα βουνά έμοιαζαν δροσερά να τους καλωσορίζουν.

Κι ο Κίνο έτρεχε. Ήξερε τι θα συνέβαινε. Λίγο παραπέρα

οι ανιχνευτές θα καταλάβαιναν ότι είχαν χάσει τα ίχνη,

και θα ξαναγύριζαν, ψάχνοντας και κρίνοντας, και σε λίγο

θα έβρισκαν το μέρος όπου είχαν ξεκουραστεί ο Κίνο κι η

Χουάνα. Από κει θα ήταν εύκολο γι' αυτούς -τα χαλίκια,

τα πεσμένα φύλλα και τα σπασμένα κλαδιά, τα σκαμμένα

σημεία όπου κάποιο πόδι είχε γλιστρήσει. Ο Κίνο τους

έβλεπε με το μυαλό του, να γλιστράνε στο μονοπάτι, ν' αλυ-


-82-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


χτάνε λιγάκι απ' τη λαχτάρα, και πίσω τους, σκοτεινό και

σχεδόν αδιάφορο, τον καβαλάρη με το τουφέκι. Η δική του

δουλειά ήταν η τελευταία, γιατί δε θα τους έπαιρνε πίσω.

Ω, η μουσική του κακού τραγουδούσε δυνατά στο κεφάλι

του Κίνο τώρα, τραγουδούσε με το κλαψούρισμα της ζέστης

και με το ξερό κροτάλισμα των φιδιών. Δεν ήταν δυνατή κι

επιβλητική τώρα, αλλά κρυφή και φαρμακερή, και το σφυ-

ροκόπημα της καρδιάς του της έδινε τον τόνο και το ρυθμό.

Ο δρόμος άρχισε να γίνεται ανηφορικός και ταυτόχρονα

οι πέτρες μεγάλωσαν. Αλλά τώρα ο Κίνο είχε αφήσει κάποια

απόσταση ανάμεσα στην οικογένεια του και τους ανιχνευτές.

Τώρα, στο πρώτο ύψωμα, στάθηκε να ξαποστάσει.

Σκαρφάλωσε σ' ένα μεγάλο βράχο και κοίταξε την περιοχή

που είχαν αφήσει πίσω τους αλλά δε μπορούσε να δει τους

εχθρούς τους, ούτε καν τον ψηλό καβαλάρη να διασχίζει το

λόγγο. Η Χουάνα είχε κουρνιάσει στη σκιά του βράχου. Σήκωσε

το μπουκάλι με το νερό στα χείλια του Κογιοτίτο- η

στεγνή γλωσσίτσα του το βύζαξε άπληστα. Σήκωσε το κεφάλι

και κοίταξε τον Κίνο όταν γύρισε· τον είδε να περιεργάζεται

τους αστραγάλους της, που είχαν κοψίματα και

γρατζουνιές από τις πέτρες και τ' αγκάθια και τους σκέπασε

γρήγορα με τη φούστα της. Έπειτα του έδωσε το μπουκάλι,

αλλά εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τα μάτια

της έλαμπαν στο κουρασμένο της πρόσωπο. Ο Κίνο έβρεξε

τα σκασμένα του χείλια με τη γλώσσα του.

«Χουάνα» είπε, «εγώ θα συνεχίσω και σεις θα κρυφτείτε.

Θα τους παρασύρω στα βουνά κι όταν προσπεράσουν, θα

πάτε βόρεια προς το Λορέτο ή τη Σάντα Ροζαλία. Έπειτα,

αν μπορέσω να τους ξεφύγω, θα έρθω να σας βρω. Είναι ο

μόνος ασφαλής τρόπος».

Τον κοίταξε κατάματα για μια στιγμή. «Όχι» είπε. «Θα

έρθουμε μαζί σου».

«Μπορώ να πάω πιο γρήγορα μόνος» είπε απότομα. «Θα


-83-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


βάλεις το μικρούλι σε μεγαλύτερο κίνδυνο αν έρθετε μαζί

μου».

«Όχι» είπε η Χουάνα.

«Πρέπει. Είναι το φρονιμότερο και είναι η επιθυμία μου»

είπε.

«Όχι» είπε η Χουάνα.

Κοίταξε τότε για κάποιο σημάδι αδυναμίας στο πρόσωπο

της, για φόβο ή αναποφασιστικότητα, και δεν υπήρχε κανένα.

Τα μάτια της ήταν πολύ λαμπερά. Ανασήκωσε τους

ώμους ανίσχυρος τότε, αλλά είχε πάρει δύναμη απ' αυτήν.

Όταν συνέχισαν το δρόμο τους, η φυγή τους δεν ήταν πια

φυγή πανικού.

Η περιοχή, καθώς ανηφόριζε προς τα βουνά, άλλαζε γρήγορα.

Τώρα υπήρχαν μακριές λουρίδες γρανίτη, με βαθιές

ρωγμές ανάμεσα, κι ο Κίνο, όποτε μπορούσε, πατούσε πάνω

στη γυμνή πέτρα που δε σημαδεύεται και πηδούσε από

προεξοχή σε προεξοχή. Ήξερε ότι όποτε οι ανιχνευτές έχαναν

τα πατήματα του έπρεπε να κάνουν κύκλους και να χάνουν

ώρα πριν τα ξαναβρούν. Κι έτσι δε συνέχισε πια ολόισια

για τα βουνά· προχωρούσε σε ζιγκ ζαγκ, και καμιά φορά

έκοβε προς τα νότια κι άφηνε κάποιο σημάδι κι έπειτα

πήγαινε προς τα βουνά πάλι πάνω από τις γυμνές πέτρες.

Και το μονοπάτι είχε γίνει απόκρημνο τώρα, κι είχε λαχανιάσει

λίγο καθώς προχωρούσε.

Ο ήλιος άρχισε να πέφτει προς τις γυμνές πέτρινες κορφές

των βουνών κι ο Κίνο ξεκίνησε για μια σκοτεινή και

σκιερή χαράδρα στην πλαγιά. Αν υπήρχε καθόλου νερό, θα

ήταν εκεί όπου έβλεπε, ακόμα κι από μακριά, κάποια ένδειξη

βλάστησης. Κι αν υπήρχε πέρασμα μέσα από το λείο πέτρινο

βουνό θα ήταν κοντά στο ίδιο εκείνο μέρος. Ήταν

επικίνδυνο γιατί την ίδια σκέψη θα έκαναν κι οι ανιχνευτές

αλλά το άδειο μπουκάλι του νερού δεν του επέτρεπε να το

λάβει αυτό υπόψη του. Και καθώς ο ήλιος βασίλευε, ο Κίνο


-84-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


κι η Χουάνα άρχισαν να σκαρφαλώνουν την απόκρημνη

πλαγιά προς τη χαράδρα.

Ψηλά στα γκρίζα πέτρινα βουνά, κάτω από μια βλοσυρή

κορφή, μια μικρή πηγή ξεχείλιζε από μια χαραγματιά στο

βράχο. Την έτρεφε το χιόνι που το διατηρούσε η σκιά το

καλοκαίρι, και κάπου κάπου έσβηνε εντελώς και γυμνά

βράχια και ξερά φύκια σκέπαζαν το βυθό της. Αλλά σχεδόν

πάντα ανάβλυζε κρύα και διάφανη και όμορφη. Όταν έπεφταν

οι πυκνές βροχές, γινόταν χείμαρρος κι έστελνε μια

κολόνα άσπρο νερό στη σχισμάδα του βουνού, αλλά σχεδόν

πάντα ήταν μια μικρή ισχνή πηγούλα. Ξεχυνόταν σε μια λιμνούλα

κι έπειτα έπεφτε εκατό πόδια παρακάτω σε άλλη λιμνούλα,

κι εκείνη ξεχειλίζοντας, έπεφτε πάλι, έτσι που συνέχιζε

ολοένα και παρακάτω μέχρι που έφτανε στα χαλίκια

στα ριζά του βουνού κι εκεί εξαφανιζόταν εντελώς. Δεν είχε

μείνει πια και τίποτα απ' αυτήν έτσι κι αλλιώς, γιατί κάθε

φορά που έπεφτε από κάποιο γκρεμό, τη ρουφούσε ο διψασμένος

αέρας, και από τις λιμνούλες τιναζόταν στη στεγνή

βλάστηση. Τα ζώα από μίλια ολόκληρα έρχονταν να

πιούνε από τις λιμνούλες και τ' άγρια πρόβατα και τα ελάφια,

τα πούμα και τα ρακούν, και τα ποντίκια -όλα έρχονταν

να πιουν. Και τα πουλιά που πέρναγαν τη μέρα στο

λόγγο έρχονταν το βράδυ στις λιμνούλες που ήταν σα σκαλοπάτια

στη σχισμάδα του βουνού. Δίπλα στο μικροσκοπικό

αυτό ποτάμι, όπου τυχόν μαζευόταν αρκετό χώμα ώστε

να μπορεί να πιάνει η ρίζα, φύτρωναν διάφορα φυτά,

αγράμπελες και μικρά φοινικόδεντρα, φτέρες, ιβίσκοι και

ψηλό χορτάρι των πάμπας με θυσσανωτά καλάμια ψηλά

πάνω από τ' αγκαθωτά φύλλα. Και στη λίμνη ζούσαν βατράχια

και νεροζούζουνα και νεροσκούληκα σέρνονταν στο

βυθό της. Ό,τι αγαπούσε το νερό ερχόταν στα λίγα αυτά

μέρη. Οι γάτες έβρισκαν τη λεία τους εκεί, και έσπερναν

φτερά και κατάπιναν νερό μέσα από τα ματωμένα τους δόν-


-85-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


τια. Οι λιμνούλες ήταν μέρη ζωής εξαιτίας του νερού, και

μέρη σκοτωμού, πάλι εξαιτίας του νερού.

Το πιο χαμηλό σκαλοπάτι όπου μαζευόταν το ποταμάκι

πριν κατρακυλήσει εκατό πόδια και εξαφανιστεί στα χαλίκια

της ερήμου, ήταν μια μικρή πλατφόρμα από πέτρα και

άμμο. Μόνομια λεπτή μολυβιά νερό έπεφτε στη λιμνούλα

αλλά αρκούσε για να την κρατάει γεμάτη και να κρατάει τη

φτέρη πράσινη κάτω από την προεξοχή, κι αγράμπελες

σκαρφάλωναν το πέτρινο βουνό και κάθε λογιών μικρά φυτά

έβρισκαν καταφύγιο εδώ. Οι χείμαρροι είχαν σχηματίσει

μια μικρή αμμώδη όχθη γύρω γύρω απ' τη λιμνούλα και

ζωηρό πράσινο νεροκάρδαμο φύτρωνε στην υγρή άμμο. Η

όχθη ήταν κομμένη και σημαδεμένη και χαραγμένη από τα

πόδια των ζώων που είχαν έρθει να πιουν και να κυνηγήσουν.

Ο ήλιος είχε περάσει πάνω από τα πέτρινα βουνά όταν ο

Κίνο κι η Χουάνα σκαρφάλωσαν με κόπο στην απόκρημνη

πλαγιά και έφτασαν επιτέλους στο νερό. Από το σκαλοπάτι

αυτό μπορούσαν να δουν την έρημο που μαστίγωνε ο ήλιος

μέχρι το γαλάζιο Κόλπο πέρα μακριά. Έφτασαν εντελώς

εξουθενωμένοι στη λίμνη, κι η Χουάνα έπεσε στα γόνατα

και πρώτα έπλυνε το πρόσωπο του Κογιοτίτο κι έπειτα γέμισε

τη μπουκάλα της και του έδωσε να πιει. Και το μωρό

ήταν κουρασμένο και γκρίνιαζε, και έκλαιγε σιγανά μέχρι

που η Χουάνα του έδωσε το στήθος της και τότε άρχισε να

γουργουρίζει και να πλαταγίζει τη γλώσσα του σφιγμένο

πάνω της. Ο Κίνο ήπιε πολύ και διψασμένα στη λίμνη. Για

μια στιγμή, έπειτα, ξαπλώθηκε δίπλα στο νερό και χαλάρωσε

όλους του τους μυς και κοίταξε τη Χουάνα να θηλάζει

το μωρό, κι έπειτα σηκώθηκε όρθιος και πήγε στην άκρη

του σκαλοπατιού όπου το νερό γλιστρούσε κι έπεφτε κι

έψαξε προσεχτικά τον ορίζοντα. Τα μάτια του σταμάτησαν

σ' ένα σημείο και πάγωσαν. Πέρα μακριά κάτω στην πλαγιά


-86-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


έβλεπε τους δυο ανιχνευτές· δεν ήταν τίποτα παραπάνω

από δυο κουκίδες ή μυρμήγκια και πίσω τους ένα μεγαλύτερο

μυρμήγκι.

Η Χουάνα είχε γυρίσει να τον κοιτάξει και είδε τη ράχη

του να τεντώνεται.

«Πόσο μακριά;» ρώτησε ήσυχα.

«Θα είναι εδώ μέχρι το βράδυ» είπε ο Κίνο. Κοίταξε τη

μακριά απόκρημνη κατακόρυφη χαράδρα όπου κατέβαινε

το νερό. «Πρέπει να πάμε προς τη δύση» είπε και τα μάτια

του έψαξαν την πέτρινη προεξοχή πίσω από τη χαράδρα.

Και τριάντα πόδια ψηλά στο γκρίζο ώμο είδε μια σειρά από

μικρές σπηλιές που είχαν σχηματιστεί από τη διάβρωση.

Έβγαλε τα σανδάλια του και σκαρφάλωσε γατζώνοντας τα

γυμνά δάχτυλα των ποδιών του στα βράχια και κοίταξε μέσα

στις ρηχές σπηλιές. Ήταν μόνο μερικά πόδια σε βάθος,

σκαμμένες από τον άνεμο, αλλά έκαναν μια μικρή κλίση

προς τα κάτω και προς τα πίσω. Ο Κίνο σύρθηκε μέσα στην

πιο μεγάλη και ξάπλωσε και κατάλαβε ότι δε μπορούσαν να

τον δουν απέξω. Γρήγοραγύρισε στη Χουάνα.

«Πρέπει ν' ανέβουμε εκεί πάνω. Ίσως να μη μας βρουν

εκεί» είπε.

Δίχως ερωτήσεις γέμισε τη μπουκάλα για το νερό μέχρι

πάνω, κι έπειτα ο Κίνο τη βοήθησε ν' ανέβει στη ρηχή σπηλιά

κι έφερε τα πακέτα με τις τροφές και της τα έδωσε. Και

η Χουάνα κάθισε στην είσοδο της σπηλιάς και τον κοίταζε.

Είδε ότι δεν προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη τους στην άμμο.

Αντί γι' αυτό, σκαρφάλωσε στη σχισμάδα δίπλα στο νερό,

γαντζωμένος απ' τις φτέρες και τις αγράμπελες για να στηριχτεί.

Κι όταν είχε σκαρφαλώσει εκατό πόδια μέχρι το

επόμενο πλάτωμα, κατέβηκε πάλι κάτω. Κοίταξε προσεχτικά

τη λεία πέτρινη προεξοχή προς τη σπηλιά για να βεβαιωθεί

ότι δεν υπήρχαν ίχνη περάσματος και τελευταίος σκαρφάλωσε

και χώθηκε στη σπηλιά δίπλα στη Χουάνα.


-87-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


«Όταν θ' ανέβουν» είπε, «θα τους ξεφύγουμε, θα κατέβουμε

πάλι προς τα κάτω. Φοβάμαι μόνο μην κλάψει το μωρό.

Πρέπει να φροντίσεις να μην κλάψει».

«Δε θα κλάψει» είπε και σήκωσε το πρόσωπο του μωρού

κοντά στο δικό της και το κοίταξε στα μάτια κι εκείνο της

αντιγύρισε σοβαρά το βλέμμα.

«Ξέρει» είπε η Χουάνα.

Τώρα ο Κίνο καθόταν στην είσοδο της σπηλιάς, στηρίζοντας

το σαγόνι του στα σταυρωμένα του μπράτσα, και

κοίταζε τη γαλάζια σκιά του βουνού να περνάει πάνω από

την έρημο μέχρι που έφτασε στον Κόλπο και το μακρύ μισοσκόταδο

της σκέπασε τη γη.

Οι ανιχνευτές άργησαν να 'ρθουν, λες και είχαν δυσκολίες

με τα ίχνη που είχε αφήσει ο Κίνο. Ήταν σούρουπο

όταν έφτασαν επιτέλους στη λιμνούλα. Κι ήταν κι οι τρεις

πεζοί τώρα, γιατί το άλογο δε μπορούσε να σκαρφαλώσει

την τελευταία απόκρημνη πλαγιά. Από πάνω ήταν λεπτές

σιλουέτες στο σκοτάδι. Οι δυο ανιχνευτές πήγαν κι ήρθαν

στην όχθη και είδαν ότι ο Κίνο είχε προχωρήσει προς τα

πάνω πριν πιουν. Ο άντρας με το τουφέκι κάθισε να ξεκουραστεί

και οι ανιχνευτές κούρνιασαν δίπλα του, και μέσα

στο σκοτάδι οι άκρες των τσιγάρων τους έλαμπαν κι έπειτα

εξαφανίζονταν. Και τότε ο Κίνο είδε ότι έτρωγαν κι έφτασε

στ' αυτιά του το σιγανό μουρμουρητό από τις ομιλίες τους.

Έπειτα έπεσε το σκοτάδι, βαθύ και μαύρο στη χαράδρα

του βουνού. Τα ζώα που χρησιμοποιούσαν τη λιμνούλα

πλησίασαν και μύρισαν ανθρώπους εκεί και απομακρύνθηκαν

πάλι στο σκοτάδι.

Άκουσε έναν ψίθυρο πίσω του. Η Χουάνα ψιθύριζε:

«Κογιοτίτο». Τον ικέτευε να ησυχάσει. Ο Κίνο άκουσε το

μωρό να κλαψουρίζει και από τους πνιχτούς ήχους κατάλαβε

ότι η Χουάνα είχε σκεπάσει το κεφάλι του με το σάλι της.

Κάτω στην όχθη ένα σπίρτο άστραψε και στη στιγμιαία


-88-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


του λάμψη ο Κίνο είδε ότι δυο από τους άντρες κοιμόντουσαν,

κουβαριασμένοι σα σκυλιά, ενώ ο τρίτος φύλαγε σκοπιά

και είδε το τουφέκι να λάμπει στο φως του σπίρτου. Κι

έπειτα το σπίρτο έσβησε αλλά άφησε μια εικόνα στα μάτια

του Κίνο. Έβλεπε, ακριβώς πώς ήταν ο κάθε άντρας, δυο

να κοιμούνται κουβαριασμένοι και τον τρίτο καθισμένο

στις φτέρνες του στην άμμο με το τουφέκι ανάμεσα στα γόνατα

του.

Ο Κίνο επέστρεψε σιωπηλά στη σπηλιά. Τα μάτια της

Χουάνα ήταν δυο σπίθες που αντανακλούσαν ένα χαμηλό

αστέρι. Ο Κίνο σύρθηκε σιωπηλά κοντά της κι έβαλε τα χείλια

του κοντά στο μάγουλο της.

«Υπάρχει τρόπος» είπε.

«Μα θα σε σκοτώσουν».

«Αν φτάσω πρώτα σ' αυτόν με το τουφέκι» είπε ο Κίνο

«πρέπει να φτάσω πρώτα σ' αυτόν, τότε θα πάνε όλα καλά.

Οι δυο κοιμούνται».

Το χέρι της γλίστρησε από κάτω από το σάλι της και

άδραξε το μπράτσο του. «Θα δουν τ' άσπρα σου ρούχα στο

φως των αστεριών».

«Όχι» είπε. «Και πρέπει να φύγω πριν βγει το φεγγάρι».

Έψαξε για μια γλυκιά κουβέντα κι έπειτα παράτησε την

προσπάθεια. «Αν με σκοτώσουν» είπε, «μείνε ακίνητη. Κι

όταν φύγουν, πήγαινε στο Λορέτο».

Το χέρι της έτρεμε λίγο, καθώς κρατούσε τον καρπό του.

«Δεν έχουμε εκλογή» είπε. «Είναι ο μόνος τρόπος. Θα

μας βρουν το πρωί».

Η φωνή της έτρεμε λίγο. «Ο Θεός μαζί σου» είπε.

Την κοίταξε προσεχτικά και είδε τα μεγάλα της μάτια. Το

χέρι του βρήκε ψαχουλευτά το μωρό και για μια στιγμή η

παλάμη του σκέπασε το κεφάλι του Κογιοτίτο. Κι έπειτα ο

Κίνο σήκωσε το χέρι του και άγγιξε το μάγουλο της Χουάνα

και κείνη κράτησε την αναπνοή της.


-89-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


Στο φόντο του ουρανού, στην είσοδο της σπηλιάς, η

Χουάνα είδε ότι ο Κίνο έβγαζε τα άσπρα του ρούχα, γιατί

όσο βρόμικα κι αν ήταν θα φάνταζαν στη σκοτεινή νύχτα.

Το μελαψό πετσί του ήταν καλύτερη προστασία γι' αυτόν.

Κι έπειτα είδε πώς γάντζωσε το κολιέ του με τα φυλαχτά

γύρω από τη λαβή του μαχαιριού του έτσι που κρεμόταν

μπροστά του αφήνοντας και τα δυο του χέρια ελεύθερα. Δε

γύρισε να την κοιτάξει. Για μια στιγμή το κορμί του φάνταζε

κατάμαυρο στην είσοδο της σπηλιάς, κουρνιασμένο και

σιωπηλό κι έπειτα εξαφανίστηκε.

Η Χουάνα πλησίασε στην είσοδο και κοίταξε έξω. Κοίταζε

σαν κουκουβάγια από την τρύπα στο βουνό και το μωρό

κοιμόταν κάτω από την κουβέρτα στην πλάτη της, με το

πρόσωπο του στραμμένο στο πλάι πάνω στο λαιμό και τον

ώμο της. Ένιωθε τη ζεστή ανάσα του πάνω στο δέρμα της

και η Χουάνα ψιθύρισε το ανακάτεμα της από προσευχές

και ξόρκια, τα Χαίρε Μαρία της και την παμπάλαια ικεσία

της ενάντια στα μαύρα απάνθρωπα πράγματα.

Η νύχτα της φάνηκε λιγότερο σκοτεινή όταν κοίταξε έξω,

και προς την ανατολή υπήρχε μια λάμψη στον ουρανό, χαμηλά

κοντά στον ορίζοντα από κει που θα 'βγαινε το φεγγάρι.

Και, κοιτάζοντας προς τα κάτω, έβλεπε το τσιγάρο

του άντρα που φύλαγε σκοπιά.

Ο Κίνο κατέβαινε σαν αργοκίνητη σαύρα το λείο πέτρινο

ύψωμα. Είχε γυρίσει το κολιέ του έτσι που το μακρύ μαχαίρι

κρεμόταν από τη ράχη του για να μη χτυπήσει πάνω στην

πέτρα. Τ' απλωμένα του δάχτυλα άδραχναν το βουνό και τα

γυμνά δάχτυλα των ποδιών του έβρισκαν στήριγμα με την

επαφή, κι ακόμα και το στήθος του ακουμπούσε πάνω στην

πέτρα για να μη γλιστρήσει. Γιατί οποιοσδήποτε θόρυβος,

ένα χαλίκι που κυλούσε ή ένας αναστεναγμός, ένα γλίστρη-

μα της σάρκας στο βράχο, θα ξυπνούσε τους κυνηγούς από

κάτω. Οποιοσδήποτε ήχος που δεν ανήκε στον κόσμο της


-90-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


νύχτας, θα τους ειδοποιούσε να προσέχουν. Αλλά η νύχτα

δεν ήταν σιωπηλή· τα μικρά βατράχια των δέντρων που

ζούσαν κοντά στο ποταμάκι τιτϊβιζαν σαν πουλιά και το

διαπεραστικό μεταλλικό κουδούνισμα των τζιτζικιών γέμιζε

τη χαράδρα. Κι η ίδια η μουσική του Κίνο ήταν μέσα στο

κεφάλι του, η μουσική του εχθρού, χαμηλή, τρεμουλιαστή,

σχεδόν αποκοιμισμένη. Αλλά το Τραγούδι της Οικογένειας

είχε γίνει άγριο και διαπεραστικό και γατίσιο σαν το γρύλι-

σμα της θηλυκιάς πούμα. Το Τραγούδι της Οικογένειας είχε

ζωντανέψει τώρα και τον έσπρωχνε ενάντια στο σκοτεινό

εχθρό. Το βραχνό τζιτζίκι έμοιαζε να επαναλαμβάνει τη μελωδία

του και τα βατράχια στα δέντρα τραγουδούσαν μικρές

φράσεις του.

Κι ο Κίνο σύρθηκε σιωπηλά σα σκιά στη λεία επιφάνεια

του βουνού. Το ένα γυμνό πόδι μετακινήθηκε μερικές ίντσες

και τα δάχτυλα άγγιξαν την πέτρα και την άδραξαν, και το

άλλο πόδι μερικές ίντσες κι έπειτα η παλάμη του ενός χεριού

λίγο προς τα κάτω, κι έπειτα το άλλο χέρι, μέχρι που

ολόκληρο το κορμί, δίχως να φαίνεται να κινείται, είχε μετακινηθεί.

Το στόμα του Κίνο ήταν ανοιχτό έτσι που ακόμα

κι η ανάσα του να μην κάνει θόρυβο, γιατί ήξερε ότι δεν

ήταν αόρατος. Αν ο σκοπός, έχοντας διαισθανθεί κάποια

κίνηση, κοίταζε στο σκοτεινό σημείο πάνω στην πέτρα που

ήταν το κορμί του, θα μπορούσε να τον δει. Ο Κίνο έπρεπε

να κουνιέται τόσο αργά ώστε να μην τραβήξει τα μάτια του

σκοπού. Χρειάστηκε πολλή ώρα για να φτάσει κάτω και να

συρθεί πίσω από ένα μικρό φοίνικα. Η καρδιά του βροντο-

κοπούσε στο στήθος τουκαι τα χέρια του και το πρόσωπο

του ήταν μουσκεμένα από τον ιδρώτα. Κούρνιασε και πήρε

αργές μακριές ανάσες για να ηρεμήσει.

Είκοσι πόδια μόνο τον χώριζαν από τον εχθρό τώρα, και

προσπάθησε να θυμηθεί το έδαφος ανάμεσα. Υπήρχε καμιά

πέτρα στην οποία ίσως να σκόνταφτε πάνω στη βιασύνη


-91-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


του; Μάλαξε τα πόδια του για να μην πάθει κράμπα κι ανακάλυψε

ότι οι μύες του πηδούσαν μετά από τη μακριά υπερένταση.

Κι έπειτα κοίταξε φοβισμένα προς την ανατολή.

Το φεγγάρι θ' ανέτειλε από στιγμή σε στιγμή τώρα, και

έπρεπε να επιτεθεί πριν ανατείλει. Έβλεπε τη σιλουέτα του

σκοπού, αλλά οι κοιμισμένοι άντρες ήταν κάτω από το

Οπτικό του πεδίο. Το σκοπό έπρεπε να βρει ο Κίνο -γρήγορα

και αδίστακτα. Αθόρυβα τράβηξε το σπάγκο με τα χαϊμαλιά

πάνω από τον ώμο του και χαλάρωσε τη θηλιά από

τη λαβή του μεγάλου του μαχαιριού.

Είχε αργήσει, γιατί καθώς σηκώθηκε στα πόδια του, η

ασημένια κόψη του φεγγαριού γλίστρησε πάνω από τον

ανατολικό ορίζοντα κι ο Κίνο βούλιαξε πάλι πίσω από το

θάμνο του.

Το φεγγάρι ήταν γέρικο και ξεφτισμένο, αλλά έριχνε

σκληρό φως και σκληρές σκιές στη χαράδρα και τώρα ο Κίνο

έβλεπε την καθιστή μορφή του σκοπού στη μικρή όχθη

δίπλα στη λιμνούλα. Ο σκοπός κοίταξε το φεγγάρι, κι έπειτα

άναψε κι άλλο τσιγάρο και το σπίρτο φώτισε το σκοτεινό

πρόσωπο του για μια στιγμή. Δε μπορούσε να περιμένει

πια· όταν ο σκοπός θα γύριζε το κεφάλι του, ο Κίνο έπρεπε

να πηδήξει. Τα πόδια του ήταν σφιγμένα σαν κουρντισμένα

ελατήρια.

Και τότε από ψηλά ακούστηκε μια σιγανή κραυγούλα. Ο

σκοπός γύρισε το κεφάλι για ν' αφουγκραστεί κι έπειτα σηκώθηκε,

κι ένας από τους κοιμισμένους άντρες σάλεψε στο

χώμα και ξύπνησε και ρώτησε χαμηλόφωνα. «Τι είναι;»

«Δεν ξέρω» είπε ο σκοπός. «Μου φάνηκε σαν κραυγή,

σχεδόν ανθρώπινη -σα μωρό».

Ο άντρας που κοιμόταν είπε, «Δε μπορείς να ξεχωρίσεις.

Κάποια μάνα κογιότ με τα μικρά της. Έχω ακούσει κουτάβι

κογιότ να κλαίει σα μωρό».

Ο ιδρώτας κύλησε σε σταγόνες από το μέτωπο του Κίνο


-92-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


κι έπεσε στα μάτια του και τα 'τσουξε. Η κραυγούλα ακούστηκε

πάλι και ο σκοπός κοίταξε ψηλά στην πλαγιά του λόφου

προς τη σκοτεινή σπηλιά.

«Κογιότ ίσως» είπε, κι ο Κίνο άκουσε το σκληρό κλικ καθώς

όπλισε το τουφέκι του.

«Αν είναι κογιότ, αυτό θα το σταματήσει» είπε ο σκοπός

καθώς σήκωσε τ' όπλο του.

Ο Κίνο είχε ήδη αρχίσει να πηδάει όταν έσκασε η τουφεκιά

και η κάνη άστραψε στα μάτια του. Το μεγάλο μαχαίρι

αιωρήθηκε και έτριξε κούφια. Δάγκωσε στο λαιμόκαι βαθιά

στο στήθος κι ο Κίνο τώρα είχε γίνει μια τρομερή μηχανή.

Άδραξε το τουφέκι ενώ ταυτόχρονα τραβούσε το μαχαίρι

του. Η δύναμη του και η κίνηση του και η ταχύτητα

του ήταν μια μηχανή. Σα στρόβιλος γύρισε και χτύπησε το

κεφάλι του καθιστού άντρα σα να 'τανε πεπόνι. Ο τρίτος

απομακρύνθηκε με τα τέσσερα και προς το πλάι σαν κάβουρας,

γλίστρησε μέσα στη λίμνη κι έπειτα άρχισε να σκαρφαλώνει

σαν τρελός, να σκαρφαλώνει το λόφο απ' όπου έτρεχε

το νερό. Τα χέρια του και τα πόδια του χτυπιόνταν στ'

άγρια μπερδεμένα χαμόκλαδα και κλαψούριζε κι έβγαζε

άναρθρες κραυγές καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο Κίνο

όμως είχε γίνει ψυχρός και θανατηφόρος σαν ατσάλι.

Ψυχρά όπλισε το τουφέκι κι έπειτα σήκωσε την κάνη σημάδεψε

και ψυχρά τράβηξε τη σκανδάλη. Είδε τον εχθρό του

να πέφτει προς τα πίσω στη λιμνούλα κι έπειτα ο Κίνο πλησίασε

το νερό. Στο φως του φεγγαριού έβλεπε τα αλαφιασμένα

μάτια γεμάτα τρόμο και σημάδεψε και χτύπησε στο

σταυρό.

Κι έπειτα ο Κίνο στάθηκε αβέβαιος. Κάτι δεν πήγαινε

καλά, κάποιο σημάδι προσπαθούσε να περάσει στο μυαλό

του. Τα βατράχια και τα τζιτζίκια ήταν σιωπηλά τώρα. Και

τότε το μυαλό του Κίνο καθάρισε από την πυρωμένη λύσσα

του και γνώρισε τον ήχο -το κλαψούρισμα, το βογκητό, την


-93-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


υστερική κραυγή από τη μικρή σπηλιά στην πλαγιά του πέτρινου

βουνού, την κραυγή του θανάτου.

Όλοι στο Λα Παζ θυμούνται την επιστροφή της οικογένειας

· ίσως να υπάρχουν μερικοί γέροι που την είδαν, αλλά

κι εκείνοι που τους το είπαν οι πατεράδες τους και οι παππούδες

τους τη θυμούνται κι εκείνοι. Είναι κάτι που συνέβηκε

σε όλους.

Το χρυσαφένιο απόγευμα είχε προχωρήσει όταν τα πρώτα

αγοράκια έτρεξαν σαν υστερικά στην πόλη και διέδωσαν

τα νέα ότι ο Κίνο και η Χουάνα γύριζαν. Κι όλοι έτρεξαν

να τους δουν. Ο ήλιος βασίλευε πίσω από τα βουνά και οι

σκιές στο χώμα ήταν μακριές. Κι ίσως αυτό να ήταν που

άφησε τη βαθιά εντύπωση σ' αυτούς που τους είδαν.

Οι δυο έρχονταν από το χωματόδρομο έξω από την πόλη

και δεν περπατούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο, ο Κίνο

μπροστά κι η Χουάνα από πίσω, όπως συνήθως, αλλά πλάι

πλάι. Ο ήλιος ήταν πίσω τους και οι μακριές σκιές τους

προπορεύονταν, κι έμοιαζαν να κουβαλάνε δυο πύργους

σκοταδιού μαζί τους. Ο Κίνο είχε ένα τουφέκι στο χέρι και

η Χουάνα κουβαλούσε το σάλι της σα σακί πάνω από τον

ώμο της. Και μέσα ήταν ένα μαλακό βαρύ μπογαλάκι. Το

σάλι ήταν σκεπασμένο με μια κρούστα ξεραμένο αίμα και

το μπογαλάκι αιωρούνταν λίγο καθώς περπατούσε. Το πρόσωπο

της ήταν σκληρό και ρυτιδιασμένο και σαν πετσί από

την κούραση και την υπερένταση με την οποία αντιστεκόταν

στην κούραση. Και τα ορθάνοιχτα μάτια της ήταν γυρισμένα

προς τα μέσα, προς τον εαυτό της. Ήταν απόμακρη

και μακρινή σαν τον Ουρανό. Τα χείλια του Κίνο ήταν τραβηγμένα

και το σαγόνι του σφιγμένο και οι άνθρωποι λένε

ότι κουβαλούσε το φόβο μαζί του, ότι ήταν επικίνδυνος σαν

καταιγίδα που ξεσπάει. Οι άνθρωποι λένε ότι οι δυο τους


-94-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


έμοιαζαν να έχουν απομακρυνθεί από την ανθρώπινη εμπειρία

· ότι είχαν περάσει από τον πόνο και είχαν βγει στην

άλλη όχθη· ότι τους περιέβαλλε μια σχεδόν μαγική προστασία.

Κι εκείνοι που είχαν τρέξει να τους δουν, οπισθοχώρησαν

για να τους αφήσουν να περάσουν και δεν τους μίλησαν.

Ο Κίνο κι η Χουάνα διέσχισαν την πόλη σα να μην υπήρχε.

Τα μάτια τους δεν κοίταξαν ούτε αριστερά ούτε δεξιά,

ούτε πάνω ούτε κάτω, αλλά μόνο ίσια μπροστά. Τα πόδια

τους κουνιόντουσαν λίγο σπασμωδικά, σαν καλοφτιαγμένες

ξύλινες κούκλες, και κουβαλούσαν στήλες μαύρου φόβου

μαζί τους. Και καθώς περπατούσαν μέσα από την πόλη της

πέτρας και του γύψου, οι έμποροι τους κοίταζαν από τα

καγκελωτά τους παράθυρα κι οι υπηρέτες έβαζαν το ένα

τους μάτι στις χαραμάδες και οι μανάδες γύριζαν τα πρόσωπα

των πιο μικρών παιδιών τους προς τα μέσα πάνω στις

φούστες τους. Ο Κίνο κι η Χουάνα διέσχισαν πλάι πλάι την

πόλη της πέτρας και του γύψου και έφτασαν στα καλύβια

και οι γείτονες έκαναν πίσω και τους άφησαν να περάσουν.

Ο Χουάν Τομάς σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό και δεν

είπε το χαιρετισμό κι άφησε το χέρι του στον αέρα για μια

στιγμή, αβέβαια.

Στ' αυτιά του Κίνο το Τραγούδι της Οικογένειας ήταν

άγριο σαν κραυγή. Ήταν άτρωτος και φοβερός, και το τραγούδι

του είχε γίνει πολεμική κραυγή. Προσπέρασαν με βαριά

βήματα το καμένο τετράγωνο όπου ήταν κάποτε το σπίτι

τους δίχως καν να το κοιτάξουν. Προσπέρασαν τους θάμνους

κοντά στην αμμουδιά και προχώρησαν στην ακτή

προς το νερό. Και δεν κοίταξαν προς το σπασμένο κανό του

Κίνο.

Κι όταν έφτασαν στην άκρη του νερού σταμάτησαν και

κοίταξαν πέρα από τον Κόλπο. Και τότε ο Κίνο άφησε κάτω

το τουφέκι κι έψαξε στα ρούχα του κι έπειτα έπιασε το


-95-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


μεγάλο μαργαριτάρι στο χέρι του. Κοίταξε την επιφάνεια

του κι ήταν γκρίζα και γεμάτη πληγές. Μοχθηρά πρόσωπα

κοίταζαν από κει στα μάτια του, και είδε το φως της πυρκαγιάς.

Και στην επιφάνεια του μαργαριταριού είδετα φοβισμένα

μάτια του άντρα στη λιμνούλα. Και στην επιφάνεια

του μαργαριταριού είδε τον Κογιοτίτο ξαπλωμένο στη σπηλιά

με το πάνω μέρος του κεφαλιού του να λείπει. Και το

μαργαριτάρι ήταν άσκημο- ήταν γκρίζο σαν κακοήθης

όγκος. Κι ο Κίνο άκουσε τη μουσική του μαργαριταριού, διαστρεβλωμένη

κι ανισόρροπη. Το χέρι του Κίνο άρχισε να

τρέμει λίγο και στράφηκε αργά στη Χουάνα και της έδωσε

το μαργαριτάρι. Εκείνη στάθηκε δίπλα του, κρατώντας

ακόμα το νεκρό μπογαλάκι της πάνω από τον ώμο της. Κοίταξε

το μαργαριτάρι στο χέρι του για μια στιγμή κι έπειτα

κοίταξε τον Κίνο στα μάτια και είπε σιγανά, «Όχι, εσύ».

Κι ο Κίνο σήκωσε το χέρι του και πέταξε το μαργαριτάρι

μ' όλη του τη δύναμη. Ο Κίνο κι η Χουάνα το κοίταξαν να

φεύγει, αχνοφεγγίζοντας κάτω από τον ήλιο που έδυε. Είδαν

το νερό να τινάζεται πέρα μακριά και στάθηκαν δίπλα

δίπλα κοιτάζοντας το σημείο ώρα πολλή.

Και το μαργαριτάρι κάθισε στα όμορφα πράσινα νερά

και γλίστρησε προς το βυθό. Τα κυματιστά κλαδιά των φυκιών

το φώναζαν και του έγνεφαν. Το φως στην επιφάνεια

του ήταν πράσινο κι όμορφο. Κάθισε στον αμμουδερό βυθό

ανάμεσα στα φυτά που έμοιαζαν με φτέρες. Από πάνω, η

επιφάνεια του νερού ήταν ένας πράσινος καθρέφτης. Και

το μαργαριτάρι έμεινε στο βυθό. Ένας κάβουρας που περνούσε

σήκωσε ένα μικρό σύννεφο από άμμο, κι όταν κατακάθισε

πάλι, το μαργαριτάρι είχε εξαφανιστεί.

Και η μουσική του μαργαριταριού έγινε ψίθυρος και χάθηκε

οριστικά.


-96-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


τ ο
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


Το Μαργαριτάρι

είναι ένα κλασικό παραμύθι για


όλες τις εποχές, γραμμένο απλά και γοητευτικά, όπως

ταιριάζει σ' ένα παραμύθι. Ο Στάινμπεκ διηγείται

την ιστορία του ψαρά που βρίσκει ένα ανεκτίμητο

μαργαριτάρι, το Μαργαριτάρι του Κόσμου. Μ' αυτό,

σχεδιάζει ν' αγοράσει ειρήνη κι ευτυχία για τον ίδιο,

τη γυναίκα του και το γιό του, αλλά στο τέλος ανακαλύπτει

πως η ειρήνη και η ευτυχία δεν αγοράζονται

με τίποτα- πως είναι, με τη σειρά τους, ανεκτίμητα

μαργαριτάρια.

Ο Τζων Στάινμπεκ γεννήθηκε στο Σαλίνας της Καλιφόρνια

το 1902 -μια περιοχή που έγινε καμβάς για

ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων του. Σπούδασε υδρο-

βιολογία στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, αλλά διέκοψε

τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο, κι αφού άλλαξε

τα πιο διαφορετικά χειρωνακτικά επαγγέλματα,

άρχισε να γράφει. Έμεινε για ένα διάστημα στη Νέα

Υόρκη, αλλά δεν τα κατάφερε'να ζήσει από τη συγγραφική

δουλειά του, κι έτσι ξαναγύρισε στην Καλιφόρνια,

όπου συνέχισε να γράφει σ' ένα απομονωμένο

σπιτάκι στην εξοχή. Η πρώτη του επιτυχία ήρθε το

1935 με την

Πεδιάδα της Τορτίγια, και εδραιώθηκε με


τα βιβλία που ακολούθησαν:

Αμφίβολη μάχη, Άνθρωποι


και ποντίκια,

και προπάντων Γα σταφύλια


της οργής,

το μυθιστόρημα που έχει πια αρχετυπικό


κύρος για τα γράμματα της Αμερικής. Τα επόμενα έργα

του, που διαδραματίζονται συχνά στην Καλιφόρνια,

περιλαμβάνουν το

Δρόμο με τις φάμπρικες, και


το

Ανατολικά της Εδέμ. Ο Στάινμπεκ πέθανε το 1968,


αφού προηγουμένως τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ

το 1962.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου