Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

ΤΖΩΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ''ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ'' (Σελ. 1-19)






«Στην πόλη λένε την ιστορία του μεγάλου μαργαριταριού

-πώς βρέθηκε και πώς χάθηκε ξανά. Λένε για τον Κίνο, τον

ψαρά, και για τη γυναίκα του, τη Χουάνα, και για το μωρό,

τον Κογιοτίτο. Κι επειδή την είπανε τόσες φορές, η ιστορία

ρίζωσε στο νου κάθε ανθρώπου. Και, όπως γίνεται με όλες

τις χιλιοειπωμένες ιστορίες που βρίσκονται στις καρδιές

των ανθρώπων, έχει μόνο καλά και κακά πράγματα και

μαύρα κι άσπρα πράγματα και τίποτα ανάμεσα πουθενά.

»Αν η ιστορία τούτη είναι παραβολή, ίσως ο καθένας να

βγάλει κάποιο δικό του νόημα απ' αυτήν και να διαβάσει τη

δικιά του ζωή σ' αυτήν. Πάντως, λένε στην πόλη ότι...»






1






Ο Κίνο ξύπνησε στο μισοσκόταδο. Τ' αστέρια φέγγιζαν

ακόμα κι η μέρα είχε τραβήξει μόνο μια αχνή πινελιά από

φως χαμηλά στον ουρανό προς την ανατολή. Οι κόκορες

λαλούσαν εδώ και λίγη ώρα, και τα αγουροξυπνημένα γουρούνια

είχαν κιόλας αρχίσει το αδιάκοπο σκάλισμα τους

στα φρύγανα, για να δουν μήπως τους είχε ξεφύγει τίποτα

φαγώσιμο. Έξω από την ψαθοκαλύβα, σε μια συστάδα

αγριαπιδιές, ένα σμήνος μικρά πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν.

Τα μάτια του Κίνο άνοιξαν, και στράφηκαν πρώτα στο

φωτεινό τετράγωνο που σχημάτιζε η πόρτα κι έπειτα στο






-5-






ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ






κρεμαστό κουτί όπου κοιμόταν ο Κογιοτίτο. Τέλος γύρισε

το κεφάλι του στη Χουάνα, τη γυναίκα του, που ήταν ξαπλωμένη

δίπλα του στην ψάθα, με το γαλάζιο σάλι της πάνω

από τη μύτη της και τα στήθια της και γύρω από τους

γοφούς της. Τα μάτια της Χουάνα ήταν κι αυτά ανοιχτά. Ο

Κίνο δε θυμόταν να τα είχε δει ποτέ κλειστά όταν ξυπνούσε.

Τα σκούρα μάτια της έλαμπαν σαν αστέρια. Τον κοίταζε

όπως τον κοίταζε πάντα όταν ξυπνούσε.

Ο Κίνο άκουσε τα πρωινά κύματα να παφλάζουν στην

αμμουδιά. Ήταν πολύ όμορφα -ο Κίνο έκλεισε πάλι τα μάτια

του για ν' ακούσει τη μουσική του. Ίσως μόνο εκείνος

να το έκανε αυτό κι ίσως να το 'καναν όλοι στη φυλή του. Ο

λαός του έφτιαχνε κάποτε σπουδαία τραγούδια, έτσι που

ό,τι έβλεπαν ή σκέφτονταν ή έκαναν ή άκουγαν, γινόταν

τραγούδι. Αυτό γινόταν πριν πολλά χρόνια. Τα τραγούδια

είχαν μείνει· ο Κίνο τα ήξερε, αλλά καινούργια τραγούδια

δεν προστίθενταν πια σ' αυτά. Αυτό δε σήμαινε ότι δεν

υπήρχαν προσωπικά τραγούδια. Στο μυαλό του Κίνο αντηχούσε

ένα τραγούδι τώρα, καθάριο κι απαλό κι αν μπορούσε

να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της Οικογένειας.

Η κουβέρτα του ήταν πάνω από τη μύτη του, για να τον

προστατεύει από την υγρασία. Τα μάτια του στράφηκαν

στο θρόισμα δίπλα του. Ήταν η Χουάνα που σηκωνόταν

σχεδόν αθόρυβα. Ξυπόλυτη πήγε στο κρεμαστό κουτί όπου

κοιμόταν ο Κογιοτίτο, και έσκυψε και του μουρμούρισε κάποιο

γλυκόλογο. Ο Κογιοτίτο την κοίταξε για μια στιγμή κι

έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε πάλι.

Η Χουάνα πήγε στο λάκκο με τη φωτιά και ξεσκέπασε

ένα κάρβουνο και το φύσηξε να ζωντανέψει κι έσπασε μικρά

κλαδάκια πάνω του.

Τώρα σηκώθηκε κι ο Κίνο και τύλιξε την κουβέρτα του

γύρω από το κεφάλι του και τη μύτη του και τους ώμους






-6-






ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ






του. Γλίστρησε τα πόδια του στα σανδάλια του και βγήκε

έξω να δει το χάραμα.

Έξω από την πόρτα κάθισε ανακούρκουδα και μάζεψε

τις άκρες της κουβέρτας γύρω από τα γόνατα του. Είδε τα

σύννεφα του Κόλπου σα φλόγες ψηλά στον αέρα. Κι ένα

κατσίκι τον πλησίασε και τον οσμίστηκε και τον κοίταξε με

τα ψυχρά κίτρινα μάτια του. Πίσω του η φωτιά της Χουάνα

ξεπήδησε σε φλόγα ρίχνοντας φωτεινές μαχαιριές μέσα από

τις χαραμάδες στον τοίχο της καλύβας κι ένα τρεμουλιαστό

τετράγωνο από φως έξω από την πόρτα. Ένα καθυστερημένο

ζουζούνι όρμησε μέσα ψάχνοντας τη φωτιά. Το Τραγούδι

της Οικογένειας ερχόταν τώρα από πίσω από τον Κίνο.

Και το ρ^θμό του κράταγε η μυλόπετρα όπου άλεθε η

Χουάνα το καλαμπόκι για τις πρωινές πίτες.

Η αυγή ήρθε γρήγορα τώρα, μια πινελιά, ένα αντιφέγγισμα,

μια λάμψη, κι έπειτα μια έκρηξη φωτιάς καθώς ο

ήλιος αναδύθηκε από τον Κόλπο. Ο Κίνο χαμήλωσε τα μάτια

για να τα προστατέψει από τη λάμψη. Άκουγε τη γυναίκα

του να βάζει τις καλαμποκόπιτες στο τηγάνι και το

πλούσιο άρωμα τους ξεχυνόταν απ' το σπίτι. Τα μυρμήγκια

πηγαινόρχονταν πολυάσχολα στο χώμα, μεγάλα, μαύρα

μυρμήγκια με γυαλιστερά κορμιά, και μικρά γρήγορα μυρμήγκια

που 'μοιαζαν σα σκονισμένα. Ο Κίνο παρακολουθούσε

απόμακρος σα Θεός ενώ ένα σκονισμένο μυρμήγκι

πάσχιζε απεγνωσμένα να ξεφύγει από την παγίδα που του

είχε στήσει ένας μυρμηγκοχάφτης. Ένα κοκαλιάρικο, δειλό

σκυλί πλησίασε και, με μια χαμηλόφωνη λέξη του Κίνο,

κουλουριάστηκε, ταχτοποίησε την ουρά του πάνω από τα

πόδια του και ακούμπησε το σαγόνι του με προσοχή πάνω

στο σωρό. Ήταν μαύρος σκύλος με κιτρινόχρυσους λεκέδες

εκεί που θα έπρεπε να είναι τα φρύδια του. Ήταν ένα

πρωινό σαν άλλα πρωινά κι ωστόσο τέλειο ανάμεσα στ' άλλα.






-7-






ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ






Ο Κίνο άκουσε το τρίξιμο του σκοινιού όταν η Χουάνα

πήρε τον Κογιοτίτο από το κρεμαστό κουτί του και τον

έπλυνε και τον τύλιξε στο σάλι της έτσι ώστε να βρίσκεται

κοντά στο στήθος της. Ο Κίνο έβλεπε αυτά τα πράγματα δίχως

να τα κοιτάζει, Η Χουάνα τραγουδούσε σιγανά ένα

παμπάλαιο τραγούδι που είχε μόνο τρεις νότες κι ωστόσο

ατέλειωτες παραλλαγές. Κι ήταν κι αυτό μέρος του τραγουδιού

της οικογένειας. Όλα ήταν. Καμιά φορά σκαρφάλωνε

σε μια οδυνηρή χορδή που σκάλωνε στο λαιμό, λέγοντας

αυτή είναι η ασφάλεια, αυτή είναι η ζεστασιά, αυτό είναι

το

Παν.






Πέρα από το φράχτη που σχημάτιζαν οι θάμνοι υπήρχαν

κι άλλες καλύβες, κι έβγαινε κι απ' αυτές καπνός κι ο ήχος

του πρωινού φαγητού, αλλά αυτά ήταν άλλα τραγούδια, τα

γουρούνια τους ήταν άλλα γουρούνια, οι γυναίκες τους δεν

ήταν η Χουάνα. Ο Κίνο ήταν νέος και γερός και τα μαύρα

μαλλιά του κρέμονταν πάνω στο μελαψό μέτωπο του. Τα

μάτια του ήταν ζεστά και άγρια και ζωηρά και το μουστάκι

του ήταν λεπτό και τραχύ. Κατέβασε την κουβέρτα του από

τη μύτη του τώρα, γιατί ο σκοτεινός φαρμακερός αέρας είχε

φύγει και το κίτρινο φως του ήλιου έπεφτε στο σπίτι. Κοντά

στο φράχτη ήταν σκυμμένα δυο κοκόρια κι έμοιαζαν να

πυγμαχούν με φτερούγες ανοιχτές και τα φτερά του λαιμού

αναπουπουλιασμένα. Θα ήταν άγαρμπος αγώνας. Δεν έκαναν

αυτά για κοκορομαχίες. Ο Κίνο τα κοίταξε για μια

στιγμή κι έπειτα τα μάτια του σηκώθηκαν προς ένα σμήνος

αγριόπαπιες που προχωρούσαν προς το εσωτερικό της χώρας,

κατά τους λόφους. Ο κόσμος είχε ξυπνήσει τώρα, κι ο

Κίνο σηκώθηκε και μπήκε στην καλύβα του.

Καθώς έμπαινε μέσα, η Χουάνα σηκώθηκε από τη φωτιά.

Έβαλε ξανά τον Κογιοτίτο στο κουτί του κι έπειτα χτένισε

τα μαύρα της μαλλιά και τα έπλεξε σε δυο πλεξούδες και

έδεσε τις άκρες με λεπτή πράσινη κορδέλα. Ο Κίνο κάθισε






-8-






ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ






ανακούρκουδα κοντά στο λάκκο με τη φωτιά και τύλιξε μια

καλαμποκόπιτα και τη βούτηξε στη σάλτσα και την έφαγε.

Κι ήπιε λίγο πούλκε κι αυτό ήταν το πρωινό του. Αυτό ήταν

το μοναδικό πρωινό που είχε ποτέ γνωρίσει πέρα από τις

μέρες γιορτής και ένα μοναδικό απίστευτο ξεφάντωμα με

μπισκότα που παραλίγο να τον σκοτώσει. Όταν ο Κίνο τέλειωσε,

η Χουάνα γύρισε στη φωτιά και έφαγε κι αυτή το

πρωινό της. Μιλούσαν κάποτε, αλλά δεν είναι ανάγκη να

μιλάς αν το κάνεις μόνο από συνήθεια. Ο Κίνο αναστέναξε

από ικανοποίηση -κι αυτή ήταν η κουβέντα τους.

Ο ήλιος ζέσταινε την καλύβα, μπαίνοντας σε λεπίδες μέσα

από τις χαραμάδες της. Και μια από τις λεπίδες έπεσε

στο κρεμαστό κουτί όπου κοιμόταν ο Κογιοτίτο και στα

σκοινιά που το συγκρατούσαν.

Μια ανεπαίσθητη κίνηση ήταν που τράβηξε τα μάτια τους

στο κρεμαστό κουτί. Ο Κίνο κι η Χουάνα πάγωσαν στις θέσεις

τους. Στο σκοινί απ' όπου κρεμόταν το κουτί του μωρού

από το δοκάρι της στέγης προχωρούσε αργά ένας σκορπιός.

Η ουρά του ήταν τεντωμένη ολόισια πίσω του, αλλά

μπορούσε να τη σηκώσει σε χρόνο αστραπής.

Η ανάσα του Κίνο σφύριξε στα ρουθούνια του κι άνοιξε

το στόμα του για να τη σταματήσει. Κι έπειτα η ξαφνιασμένη

έκφραση έφυγε από πάνω του κι η ακαμψία από το κορμί

του. Στο μυαλό του είχε έρθει ένα καινούργιο τραγούδι,

το Τραγούδι του Κακού, η μουσική του εχθρού, οποιουδήποτε

εχθρού της οικογένειας, μια άγρια, μυστική, επικίνδυνη

μελωδία, κι από κάτω, το Τραγούδι της Οικογένειας

έκλαιγε παραπονιάρικα.

Ο σκορπιός κατέβαινε αργά το σκοινί προς το κουτί. Μέσα

από τα δόντια της η Χουάνα επανέλαβε ένα παλιό ξόρκι

για να τη φυλάξει από τέτοιο κακό, και έπειτα μουρμούρισε

ένα Χαίρε Μαρία. Ο Κίνο όμως βρισκόταν σε κίνηση. Το

κορμί του γλίστρησε σιωπηλά στο δωμάτιο, αθόρυβα και






-9-






ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ






ομαλά. Τα χέρια του ήταν μπροστά του, με τις παλάμες

προς τα κάτω, και τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο σκορπιό.

Από κάτω του, μέσα στο κουτί, ο Κογιοτίτο γέλασε κι

άπλωσε το χέρι του να τον αγγίξει. Ο σκορπιός διαισθάνθηκε

τον κίνδυνο όταν ο Κίνο κόντευε σχεδόν να τον φτάσει.

Σταμάτησε, η ουρά του ορθώθηκε πάνω από τη ράχη του με

μικρά τινάγματα και το κυρτό αγκάθι στην άκρη της ουράς

άστραψε.

Ο Κίνο έμεινε ακίνητος. Άκουγε τη Χουάνα να ψιθυρίζει

πάλι το ξόρκι, κι άκουγε την κακιά μουσική του εχθρού.

Δε μπορούσε να κουνηθεί μέχρι να κουνηθεί ο σκορπιός κι

εκείνος έμοιαζε να ψάχνει να βρει από πού τον πλησίαζε ο

θάνατος. Το χέρι του Κίνο απλώθηκε πολύ αργά, πολύ σταθερά.

Η αγκαθωτή ουρά τινάχτηκε όρθια. Και τη στιγμή

εκείνη ο γελαστός Κογιοτίτο τράνταξε το σκοινί κι ο σκορπιός

έπεσε.

Το χέρι του Κίνο πήδηξε να τον πιάσει, αλλά πέρασε

πλάι από τα δάχτυλα του, έπεσε στον ώμο του μωρού,

προσγειώθηκε και χτύπησε. Τότε, γρυλίζοντας, ο Κίνο τον

έπιασε, τον βούτηξε στα δάχτυλα του και τον έκανε λιώμα

μέσα στα χέρια του. Τον πέταξε κάτω και τον έτριψε πάνω

στο χώμα με τη γροθιά του, ενώ ο Κογιοτίτο ούρλιαζε από

τον πόνο στο κουτί του. Αλλά ο Κίνο χτύπαγε και ποδοπατούσε

τον εχθρό μέχρι που δεν έμεινε παρά μια μικρή μάζα

κι ένας υγρός λεκές στο χώμα. Τα δόντια του ήταν γυμνά

και η οργή άστραφτε στα μάτια του και το Τραγούδι του

Εχθρού βρυχιόταν στ' αυτιά του.

Η Χουάνα όμως είχε το μωρό στην αγκαλιά της τώρα.

Βρήκε τη δαγκωματιά που είχε κιόλας αρχίσει να κοκκινίζει.

Έβαλε τα χείλια της πάνω και ρούφηξε με δύναμη και

έφτυσε και ρούφηξε πάλι ενώ ο Κογιοτίτο τσίριζε.

Ο Κίνο στεκόταν αλαφιασμένος· αυτή τη στιγμή ήταν

ανίσχυρος, ήταν εμπόδιο.






-10-






ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ






Τα ουρλιαχτά του μωρού ξεσήκωσαν τους γείτονες. Ξεχύθηκαν

από τις καλύβες τους -ο αδερφός του Κίνο, ο Χουάν

Τομάς. και η χοντρή γυναίκα του Απολόνια και τα τέσσερα

παιδιά τους στριμώχτηκαν στην πόρτα και έφραξαν την είσοδο,

ενώ πίσω τους άλλοι προσπαθούσαν να δουν, κι ένα

αγοράκι σύρθηκε ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων για να

κοιτάξει. Κι όσοι ήταν μπροστά μετέδιδαν το μήνυμα στους

πίσω -«Σκορπιός. Δάγκωσε το μωρό».

Η Χουάνα σταμάτησε να ρουφάει τη δαγκωματιά για μια

στιγμή. Η τρυπούλα είχε μεγαλώσει ελαφρά και τα χείλη

της είχαν ασπρίσει από το ρούφηγμα, αλλά το κόκκινο πρήξιμο

απλωνόταν πιο μακριά γύρω της σ' ένα σκληρό λυμφατικό

εξόγκωμα. Κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν για το

σκορπιό. Ίσως ένας μεγάλος ν' αρρώσταινε βαριά από το

τσίμπημα, αλλά ένα μωρό μπορούσε εύκολα να πεθάνει από

το φαρμάκι. Πρώτα, ήξεραν, θα ερχόταν το πρήξιμο κι ο

πυρετός και το σφίξιμο στο λαιμό, κι έπειτα πόνοι στο στομάχι,

κι έπειτα μπορεί και να πέθαινε ο Κογιοτίτο αν είχε

μπει μέσα αρκετό δηλητήριο. Αλλά ο καυτός πόνος του

τσιμπήματος έσβηνε σιγά σιγά και τα σκληρίσματα του Κογιοτίτο

έγιναν βογκητά.

Ο Κίνο συχνά απορούσε με τη σιδερένια δύναμη που

έκρυβε μέσα της η υπομονετική εύθραυστη γυναίκα του.

Εκείνη, που ήταν υπάκουη και ταπεινή και χαρούμενη και

καρτερική μπορούσε να τεντώσει τη ράχη της στους πόνους

της γέννας δίχως ούτε μια κραυγή. Μπορούσε ν' αντέξει την

κούραση και την πείνα σχεδόν καλύτερα από τον Ίδιο τον

Κίνο. Στο κανό μέσα ήταν σα δυνατός άντρας. Και τώρα

έκανε ένα πράγμα που τον άφησε άναυδο.

«Το γιατρό» είπε. «Φωνάξτε το γιατρό».

Τα λόγια της διαδόθηκαν ανάμεσα στους γείτονες που

στέκονταν στριμωγμένοι στην αυλίτσα πίσω από το φράχτη.

Κι επανέλαβαν ανάμεσά τους, «Η Χουάνα θέλει το γιατρό».






-11-






ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ






Θαυμαστό πράγμα, αξέχαστο πράγμα, να θέλεις το γιατρό.

Το να τον φέρεις θα ήταν αξιοσημείωτο πράγμα. Ο γιατρός

δεν ερχόταν ποτέ στις καλύβες. Για ποιο λόγο να έρθει,

όταν δεν προλάβαινε να φροντίσει ούτε τους πλούσιους ανθρώπους

που ζούσαν στα σπίτια από πέτρα κι από γύψο

της πόλης.

«Δε θα θελήσει να 'ρθει» είπαν οι άνθρωποι στην αυλή.

«Δε θα θελήσει να 'ρθει» είπαν οι άνθρωποι στην πόρτα,

και η σκέψη έφτασε στον Κίνο.

«Ο γιατρός δε θα θελήσει να 'ρθει» είπε ο Κίνο στη

Χουάνα.

Τον κοίταξε με μάτια ψυχρά σαντα μάτια της λιονταρίνας.

Το μωρό αυτό ήταν το πρώτο της Χουάνα -ήταν σχεδόν

το παν στον κόσμο της. Κι ο Κίνο είδε την αποφασιστικότητα

της κι η μουσική της οικογένειας αντήχησε στο νου

του σαν ατσάλι.

«Τότε θα πάμε εμείς σ' αυτόν» είπε η Χουάνα, και με το

ένα χέρι ταχτοποίησε το σκούρο μπλε σάλι της πάνω από το

κεφάλι της κι έκανε τη μια του άκρη σαν κούνια για να κρατάει

το μωρό που βογκούσε κι έβαλε την άλλη πάνω από τα

μάτια του για να το προστατεύει από το φως. Οι άνθρωποι

στην πόρτα έσπρωξαν εκείνους που ήταν από πίσω για να

μπορέσει να περάσει. Ο Κίνο την ακολούθησε. Βγήκαν από

την πύλη στο χωματόδρομο κι οι γείτονες τους ακολούθησαν.

Το θέμα είχε γίνει υπόθεση της γειτονιάς. Σχημάτισαν μια

γρήγορη αλαφροπόδαρη πομπή προς το κέντρο της πόλης,

μπροστά η Χουάνα κι ο Κίνο και πίσω τους ο Χουάν Τομάς

κι η Απολόνια, με το στομάχι της να ανεβοκατεβαίνει από

τον έντονο ρυθμό, κι έπειτα όλοι οι γείτονες με τα παιδιά

τους πλαγιοφυλακή. Κι ο κίτρινος ήλιος έριχνε μπροστά

τους τις μαύρες τους σκιές έτσι που πατούσαν πάνω στις

ίδιες τους τις σκιές.

-12-





Έφτασαν σ' ένα σημείο όπου οι καλύβες σταματούσαν κι

άρχιζε η πόλη της πέτρας και του γύψου, η πόλη των σπιτιών

με τους ψηλούς φράχτες γύρω γύρω και τους δροσερούς

κήπους από μέσα όπου έπαιζαν τα νερά και οι μπου-

κανβίλιες σκέπαζαν τους τοίχους με μαβιά και κόκκινη κεραμιδιά

και άσπρη κρούστα. Άκουγαν από τους μυστικούς

κήπους πουλιά σε κλουβιά να τραγουδάνε κι άκουγαν το πι-

τσίλισμα του δροσερού νερού πάνω στις καυτές πλάκες. Η

πομπή διέσχισε την τυφλωμένη από τον ήλιο πλατεία και

πέρασε μπροστά από την εκκλησιά, Είχε μεγαλώσει τώρα,

και όσοι ήταν έξω έξω πληροφορούσαν χαμηλόφωνα τους

νιοφερμένους πώς ένας σκορπιός είχε δαγκώσει το μωρό,

πώς ο πατέρας κι η μάνα το πήγαιναν στο γιατρό.

Κι οι νιοφερμένοι, ιδιαίτερα οι ζητιάνοι από την εκκλησιά

που ήταν μεγάλοι εμπειρογνώμονες στην οικονομική

ανάλυση, έριξαν μια βιαστική ματιά στην παλιά μπλε φούστα

της Χουάνα, είδαν τα σκισίματα στο σάλι της, υπολόγισαν

την αξία της πράσινης κορδέλας στις πλεξούδες της,

διάβασαν την ηλικία της κουβέρτας του Κίνο και τα χίλια

πλυσίματα των ρούχων του και τους κατέταξαν στη φτωχο-

λογιά και πήγαν από κοντά για να δουν σε τι είδους δράμα

θα εξελισσόταν η ιστορία. Οι τέσσερις ζητιάνοι της εκκλησίας

ήξεραν τα πάντα στην πόλη. Μελετούσαν τις εκφράσεις

των νεαρών γυναικών όταν έμπαιναν στο εξομολογητήριο,

κι έπειτα πάλι όταν έβγαιναν και διάβαζαν τη φύση

της αμαρτίας. Ήξεραν όλα τα μικρά σκάνδαλα και μερικά

πολύ μεγάλα εγκλήματα. Κοιμόντουσαν στα πόστα τους,

στον ίσκιο της εκκλησιάς κι έτσι κανένας δε μπορούσε να

μπει μέσα για παρηγοριά δίχως να το μάθουν. Κι ήξεραν το

γιατρό. Ήξεραν την αμάθεια του, τη σκληρότητα του, τη

τσιγκουνιά του, τους καημούς του, τ' αμαρτήματα του.

Ήξεραν τις αδέξιες εκτρώσεις του και τις μικρές καφετιές

δεκάρες που έδινε σφιχτοχέρικα για ελεημοσύνη. Είχαν δει

-13-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

τα πτώματα των πελατών του να μπαίνουν στην εκκλησία.

Και μια και ο όρθρος είχε τελειώσει κι η δουλειά είχε πέσει,

ακολούθησαν την πομπή, οι ακούραστοι αυτοί ερευνητές

για την τέλεια γνώση των συνανθρώπων τους, για να δουν

τι θα έκανε ο χοντρός τεμπέλης γιατρός για ένα άπορο μωρό

με δάγκωμα σκορπιού.

Η πομπή έφτασε επιτέλους στη μεγάλη πύλη, στον τοίχο

του σπιτιού του γιατρού. "Ακουσαν τα νερά να πιτσιλάνε

και τα πουλιά να κελαηδάνε στα κλουβιά και τις σκούπες

να σαρώνουν τις πλάκες. Και μύρισαν το καλό μπέικον που

τηγάνιζαν στο σπίτι του γιατρού.

Ο Κίνο κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Ο γιατρός δεν ήταν

από το λαό του. Ο γιατρός αυτός ήταν από μια φυλή που

επί τετρακόσια σχεδόν χρόνια έδερνε και ρήμαζε κι έκλεβε

και περιφρονούσε τη φυλή του Κίνο, και την τρόμαζε, έτσι

που οι ιθαγενείς έρχονταν ταπεινά στην πόρτα. Κι όπως

πάντα όταν πλησίαζε κάποιον από τη ράτσα αυτή, ο Κίνο

ένιωθε ανίσχυρος και φοβισμένος και θυμωμένος συνάμα.

Η οργή κι ο τρόμος πήγαιναν χέρι χέρι. Πιο εύκολο θα το

'βρισκε να σκοτώσει το γιατρό παρά να του μιλήσει, γιατί

όλοι της φυλής του γιατρού μιλούσαν σ' όλους της φυλής

του Κίνο σα να 'ταν ηλίθια ζώα. Και καθώς ο Κίνο σήκωσε

το δεξί του χέρι στο στρογγυλό σιδερένιο κρίκο για να χτυπήσει

την πόρτα, η οργή φούντωσε μέσα του, κι η μουσική

του εχθρού αντήχησε στ' αυτιά του, και τα χείλια του τραβήχτηκαν

γυμνώνοντας τα δόντια του -αλλά το αριστερό

του χέρι το σήκωσε για να βγάλει το καπέλο του. Ο σιδερένιος

κρίκος βρόντηξε πάνω στην πύλη. Ο Κίνο έβγαλε το

καπέλο του και στάθηκε να περιμένει. Ο Κογιοτίτο βόγκηξε

λιγάκι στην αγκαλιά της Χουάνα κι εκείνη τον παρηγόρησε

μ' ένα γλυκόλογο. Η πομπή στριμώχτηκε για να βλέπει και

ν' ακούει καλύτερα.

Μετά από μια στιγμή η μεγάλη πύλη άνοιξε μερικές ίν-

-14-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

τσες. Ο Κίνο είδε την πράσινη δροσιά του κήπου και το μικρό

σιντριβάνι μέσα από το άνοιγμα. Ο άντρας που τον

κοίταζε ήταν από τη δικιά του φυλή. Ο Κίνο του μίλησε με

την παλιά γλώσσα. «Το μικρό - το πρωτοπαίδι μας, το φαρ-

μάκωσε σκορπιός» είπε ο Κίνο. «Έχει ανάγκη την τέχνη

τον θεραπευτή».

Η πύλη έκλεισε λίγο κι ο υπηρέτης αρνήθηκε να μιλήσει

την παλιά γλώσσα. «Μια στιγμούλα» είπε. «Θα πάω να τον

πληροφορήσω ο ίδιος» κι έκλεισε την πόρτα κι έσυρε την

αμπάρα. Ο ήλιος έριχνε τις σκιές των ανθρώπων κατάμαυρες

πάνω στον άσπρο τοίχο.

Στο δωμάτιο του ο γιατρός ανακάθισε στο ψηλό του κρεβάτι.

Φορούσε μια παριζιάνικη ρόμπα από κόκκινο μετάξι

με νερά που του έπεφτε λίγο στενή στο στήθος τώρα όταν

την κούμπωνε. Στα γόνατα του ήταν ένας ασημένιος δίσκος

μ' ένα ασημένιο τσαγιερό κι ένα μικρό φλιτζανάκι από πορσελάνη,

λεπτή σαν τσόφλι, τόσο λεπτή που φαινόταν γελοίο

όταν το έπιανε με το χοντρόχερό του, το σήκωνε με την

άκρη του δείχτη και του αντίχειρα κι άπλωνε τ' άλλα τρία

δάχτυλα για να μην τον εμποδίζουν. Τα μάτια του στέκονταν

σε μικρά σάρκινα μαξιλαράκια και το στόμα του κρεμόταν

από τη δυσαρέσκεια. Είχε αρχίσει να παχαίνει πολύ,

και η φωνή του είχε βραχνιάσει από το λίπος που σπρωχνόταν

στο λαιμό του. Δίπλα του σ' ένα τραπέζι ήταν ένα μικρό

ανατολίτικο γκονγκ κι ένα μπολ με τσιγάρα. Η επίπλωση

του δωματίου ήταν βαριά και σκούρα και μελαγχολική.

Οι πίνακες ήταν θρησκευτικοί, ακόμα κι η μεγάλη χρωματισμένη

φωτογραφία της νεκρής γυναίκας του, που, αν οι

Λειτουργίες που είχε πληρώσει και παραγγείλει μόνη της

στη διαθήκη της είχαν τη δύναμη για κάτι τέτοιο, ήταν τώρα

στον Παράδεισο. Ο γιατρός είχε ζήσει κάποτε για ένα

σύντομο διάστημα στο μεγάλο κόσμο κι ολόκληρη η υπόλοιπη

ζωή του ήταν μια ανάμνηση και μια νοσταλγία για τη

-15-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

Γαλλία. «Αυτό» έλεγε, «ήταν πολιτισμένη ζωή» -εννοώντας

ότι με μικρό εισόδημα μπορούσε να συντηρεί μετρέσα και

να τρώει σ' εστιατόρια. Γέμισε ένα δεύτερο φλιτζάνι σοκολάτα

κι έλιωσε ένα γλυκό μπισκότο με τα δάχτυλα του. Ο

υπηρέτης από την πύλη μπήκε από την ανοιχτή πόρτα και

στάθηκε περιμένοντας να τον προσέξει ο αφέντης.

«Ναι;» είπε ο γιατρός.

«Είναι ένας Ινδιανάκος με το μωρό του. Λέει ότι το δάγκωσε

σκορπιός».

Ο γιατρός ακούμπησε προσεχτικά το φλιτζάνι του πριν

αφήσει το θυμό του να ξεσπάσει.

«Δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω από το να γιατρεύω

τσιμπήματα εντόμων στους "Ινδιανάκους"; Γιατρός είμαι,

όχι κτηνίατρος».

«Ναι, αφέντη» είπε ο υπηρέτης.

«Έχει καθόλου λεφτά;» ζήτησε να μάθει ο γιατρός.

«Όχι, ποτέ δεν έχουν λεφτά. Εγώ, μόνο εγώ στον κόσμο

πρέπει να δουλεύω τζάμπα -κι έχω βαρεθεί. Δες αν έχει λεφτά!

»

Στην πύλη ο υπηρέτης άνοιξε ελάχιστα την πόρτα και

κοίταξε τους ανθρώπους που περίμεναν. Κι αυτή τη φορά

μίλησε στην παλιά γλώσσα.

«Έχεις λεφτά να πληρώσεις για τη γιατρειά;»

Τώρα ο Κίνο έβαλε το χέρι του σ' ένα μυστικό μέρος, κάπου

κάτω από την κουβέρτα του. Έβγαλε ένα χαρτί χιλιο-

διπλωμένο. Δίπλα τη δίπλα το ξετύλιξε, μέχρι που στο τέλος

φάνηκαν οχτώ μικρά κακοσχηματισμένα μαργαριτάρια,

άσκημα και γκρίζα σαν έλκη, πλατιά και σχεδόν δίχως

αξία. Ο υπηρέτης πήρε το χαρτί και έκλεισε πάλι την πόρτα,

αλλά αυτή τη φορά δεν έλειψε πολύ. Άνοιξε την πόρτα

όσο ακριβώς χρειαζόταν για να δώσει πίσω το χαρτί.

«Ο γιατρός έχει βγει» είπε. «Τον φώναξαν για μια σοβαρή

περίπτωση». Κι έκλεισε την πόρτα γρήγορα από τη ντροπή

του.

—16-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

Και τώρα ένα κύμα ντροπής πέρασε σ' όλη την πομπή.

Διαλύθηκαν. Οι ζητιάνοι γύρισαν πίσω στα σκαλιά της εκκλησίας,

οι χασομέρηδες απομακρύνθηκαν, κι οι γείτονες

έφυγαν για να μη βλέπουν το δημόσιο εξευτελισμό του Κίνο.

Ώρα πολλή ο Κίνο στάθηκε μπροστά στην πύλη με τη

Χουάνα δίπλα του. Αργά φόρεσε τοκαπέλο του στο κεφάλι.

Κι έπειτα, απροειδοποίητα έδωσε ένα φοβερό χτύπημα

στην πύλη με τη γροθιά του. Κοίταξε έκπληκτος το σκισμένο

του δέρμα και το αίμα που κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα

του.

2.
Το μαργαριτάρι

-17-

2

Η πόλη ήταν χτισμένη στις πλατιές εκβολές ενός ποταμού

και τα παλιά κίτρινα ασβεστωμένα κτίρια της αγκάλιαζαν

την αμμουδιά. Και στην αμμουδιά ήταν αραγμένα τ' άσπρα

και γαλάζια κανό που έρχονταν από το Ναγιαρίτ, κανό

διατηρημένα γενιές ολόκληρες από μια σκληρή σαν όστρακο

κι αδιάβροχη μπογιά που η κατασκευή της ήταν μυστικό

του λαού. Ήταν ψηλά κανό γεμάτα χάρη, με κυρτή πλώρη

και πρύμνη κι ενισχυμένα στο κέντρο ώστε να μπορούν να

σηκώνουν ένα κατάρτι μ' ένα μικρό τριγωνικό ιστίο.

Η αμμουδιά ήταν κίτρινη άμμος, αλλά στην άκρη του νερού

έδινε τη θέση της σε σωρούς από όστρακα ανάκατα με

φύκια.

Καβούρια πλατσούριζαν στις τρύπες τους στην άμμο, και

στα ρηχά, αστακουδάκια μπαινόβγαιναν στις φωλιές τους στα

χαλίκια και την άμμο. Ο βυθός της θάλασσας ήταν γεμάτος

πράγματα που σέρνονταν και κολυμπούσαν και φύτρωναν.

Καφετιά φύκια κυμάτιζαν στα απαλά ρεύματα και ψηλά

πράσινα χόρτα αιωρούνταν πέρα δώθε και πάνω τους κολλούσαν

τ' αλογάκια της θάλασσας. Τα πιτσιλωτά μποτέτε,

τα φαρμακερά ψάρια, φώλιαζαν στο βυθό, πάνω στα φύκια,

κι από πάνω τους περνούσαν κολυμπώντας βιαστικά

τα ζωηρόχρωμα καβούρια.

Στην αμμουδιά, τα πεινασμένα σκυλιά και τα πεινασμένα

γουρούνια της πόλης έψαχναν αδιάκοπα για ό,τι ψόφιο ψάρι

ή θαλασσοπούλι είχε φέρει η παλίρροια.

-18-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

Μόλο που ήταν ακόμα νωρίς, υπήρχε κιόλας μια διάχυτη

θολούρα στην ατμόσφαιρα. Το αβέβαιο φως, που άλλα

πράγματα τα έκανε να φαίνονται πιο μεγάλα κι άλλα τα

έσβηνε εντελώς, κρεμόταν πάνω από ολόκληρο τον Κόλπο,

σε σημείο το καθετί να είναι σαν ψεύτικο και να μη μπορείς

να έχεις εμπιστοσύνη στα μάτια σου- έτσι η ξηρά και η θάλασσα

είχαν τη διαύγεια και συνάμα την αοριστία ενός

ονείρου. Ίσως γιαυτό οι άνθρωποι του Κόλπου να έχουν

εμπιστοσύνη στα πράγματα του νου και στα πράγματα της

φαντασίας, αλλά όχι στα μάτια τους για να υπολογίσουν

την απόσταση ή να ξεχωρίσουν κάποιο σαφές περίγραμμα ή

οτιδήποτε χρειάζεται ακρίβεια. Στις εκβολές του ποταμού

μερικά μαγγρόβια στέκονταν πεντακάθαρα και τηλεσκοπικά

προσδιορισμένα, ενώ μια άλλη συστάδα μαγγρόβια ήταν

ένας θολός μαυροπράσινος λεκές. Ένα μέρος της μακρινής

ακτής εξαφανιζόταν σε μια γυαλάδα που έμοιαζε σα νερό.

Δεν υπήρχε βεβαιότητα στην όραση, καμιά απόδειξη ότι

αυτό που έβλεπες υπήρχε ή δεν υπήρχε. Κι οι άνθρωποι του

Κόλπου πίστευαν ότι παντού έτσι ήταν, και δεν τους φάνταζε

παράξενο. Μια μπρούντζινη θολούρα κρεμόταν πάνω

από το νερό κι ο ζεστός πρωινός ήλιος τη χτύπαγε κάνοντας

την να πάλλεται εκτυφλωτικά.

Τα καλύβια των ψαράδων ήταν στο πίσω μέρος της ακτής

και στο δεξί μέρος της πόλης και τα κανό τους ήταν αραγμένα

μπροστά σ' αυτή την περιοχή.

Ο Κίνο κι η Χουάνα κατέβηκαν αργά στην αμμουδιά και

πλησίασαν το κανό του Κίνο, που ήταν το μοναδικό πολύτιμο

πράγμα που είχε στον κόσμο. Ήταν πολύ παλιό. Το είχε

φέρει ο παππούς του Κίνο από το Ναγιαρίτ και το είχε χαρίσει

στον πατέρα του Κίνο, κι έτσι είχε φτάσει στον Κίνο.

Ήταν συνάμα περιουσία και πηγή τροφής, γιατί ένας άντρας

με βάρκα μπορεί να εγγυηθεί σε μια γυναίκα ότι θα

έχει να φάει. Είναι το προπύργιο ενάντια στην πείνα. Και

-19-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

κάθε χρόνο ο Κίνο καλαφάτιζε το κανό του με τη σκληρή

σαν όστρακο μπογιά, με τη μυστική μέθοδο κληρονομημένη

κι αυτή από τον πατέρα του. Τώρα πλησίασε το κανό και

άγγιξε τρυφερά την πρύμνη όπως έκανε πάντοτε. Άφησε το

κοτρόνι του για τις βουτιές και το καλάθι του και τα δυο

σκοινιά στην άμμο κοντά στο κανό. Και δίπλωσε την κουβέρτα

του και την ακούμπησε στην πλώρη.

Η Χουάνα έβαλε τον Κογιοτίτο πάνω στην κουβέρτα και

τοποθέτησε το σάλι της από πάνω του για να μην τον χτυπάει

ο ζεστός ήλιος. Ήταν ήσυχος τώρα, αλλά το πρήξιμο

στο ώμο του είχε συνεχιστεί στο λαιμό του και κάτω από τ'

αυτί του και το πρόσωπο του ήταν πρησμένο και έκαιγε

από τον πυρετό. Η Χουάνα πήγε στο νερό και μπήκε μέσα.

Μάζεψε μερικά καφετιά φύκια και έκανε ένα πλατύ υγρό

κατάπλασμα και το έβαλε πάνω στον πρησμένο ώμο του

μωρού, πράγμα που ήταν εξίσου καλό σα γιατρικό και ίσως

και καλύτερο απ' ό,τι θα είχε δώσει ο γιατρός. Αλλά το γιατρικό

δεν είχε το δικό του κύρος γιατί ήταν απλό και δε

στοίχιζε τίποτα. Ο Κογιοτίτο δεν είχε πάθει ακόμα στομα-

χόπονο. Ίσως η Χουάνα να είχε ρουφήξει έγκαιρα το δηλητήριο,

αλλά δεν είχε απαλλαγεί από την ανησυχία για το

πρωτοπαίδι της. Δεν είχε προσευχηθεί άμεσα να γίνει καλά

το μωρό - είχε προσευχηθεί να βρουν ένα μαργαριτάρι για

να πληρώσουν το γιατρό να κάνει καλά το μωρό, γιατί το

μυαλό των ανθρώπων επηρεασμένο από τη θολή ατμόσφαιρα

του Κόλπου αρνιόταν να λειτουργήσει απλά και συγκεκριμένα.

Τώρα ο Κίνο κι η Χουάνα έσπρωξαν το κανό στην άμμο

μέχρι το νερό, κι όταν βούτηξε η πλώρη η Χουάνα μπήκε

μέσα, ενώ ο Κίνο έσπρωχνε την πρύμνη και περπατούσε δίπλα

του στο ρηχό νερό μέχρι που το σκάφος μπήκε ολόκληρο

μέσα και βάλθηκε να τρέμει λίγο πάνω στα κυματάκια.

Έπειτα με συντονισμένες κινήσεις η Χουάνα κι ο Κίνο βύ-

-20-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

θιοαν τα κουπιά τους με τις διπλές λάμες στη θάλασσα, και

ίο κανό έσκισε το νερό σφυρίζοντας από την ταχύτητα. Οι

άλλοι ψαράδες μαργαριταριών είχαν βγει εδώ και ώρα. Σε

λίγες στιγμές ο Κίνο θα τους έβλεπε μαζεμένους στην καταχνιά

πάνω από το στρειδότοπο.

Το φως φιλτραριζόταν μέσα από το νερό μέχρι το στρει-

δότοπο όπου τα στρείδια ήταν αγκιστρωμένα στο βυθό,

ανάμεσα σε άλλα, σπασμένα ή ανοιγμένα. Αυτός ήταν ο

στρειδότοπος που είχε κάνει το βασιλιά της Ισπανίας ισχυρό

στην Ευρώπη παλιότερα, τον είχε βοηθήσει να πληρώσει

για τους πολέμους τους και να στολίσει τις εκκλησίες για να

σώσει την ψυχή του. Γκρίζα στρείδια με κρόσια σα φούστες

πάνω στα όστρακα τους, στρείδια σκεπασμένα με κρούστες

από πεταλίδες, με κομματάκια φύκια κολλημένα στις φούστες

τους και καβουράκια να σκαρφαλώνουν πάνω τους.

Κάποιο ατύχημα μπορούσε να συμβεί στα στρείδια αυτά,

ένας κόκκος άμμου μπορούσε να σφηνωθεί στις πτυχές των

μούσκλων τους και να ερεθίσει τη σάρκα μέχρι που για αυτοπροστασία

η σάρκα κάλυπτε τον κόκκο μ' ένα στρώμα

λείας λιθόσκονης. Όταν όμως άρχιζε, η σάρκα εξακολουθούσε

να τυλίγει το ξένο σώμα μέχρι που ελευθερωνόταν

από κάποια παλιρροιακή αναταραχή ή μέχρι που το στρείδι

καταστρεφόταν. Αιώνες τώρα οι άντρες βουτούσαν και ξεκολλούσαν

τα στρείδια από τον τόπο τους και τα 'σκιζαν,

ψάχνοντας για τους κόκκους της άμμου. Κοπάδια ψαριών

ζούσαν κοντά στο στρειδότοπο για να βρίσκονται κοντά

στα στρείδια που πέταγαν οι άντρες και να δαγκώνουν τα

γυαλιστερά εσωτερικά των οστράκων. Αλλά τα μαργαριτάρια

ήταν ατυχήματα, και το να βρεις ένα ήταν τύχη, ένα

χαΐδεμα στην πλάτη από το Θεό ή τους θεούς ή και τους

δυο.

Ο Κίνο είχε δύο σκοινιά, ένα δεμένο σ' ένα βαρύ κοτρόνι

κι ένα σ' ένα καλάθι. Έβγαλε το πουκάμισο του και το παν-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου