- Επιστημονισμός ή ενότητα της επιστημονικής μεθόδου
- . Μεθοδολογικά ο θετικισμός δεν δέχεται καμιά διαφορά μεταξύ των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών. Η υιοθέτηση όμως της ενότητας της επιστημονικής μεθόδου γίνεται με ταυτόχρονη παραδοχή του κυρίαρχου ρόλου των φυσικών επιστημών, αφού γενικώς αυτές εκλαμβάνονται ως το μοντέλο των κοινωνικών επιστημών. Το αποτέλεσμα είναι ο επιστημονισμός, δηλαδή, η άποψη ότι η σημασιολογική ερμηνεία της γνώσης απορρέει μόνο από τις φυσικές επιστήμες.
- Φυσιοκρατία ή φαινομενοκρατία
- . Για τον θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου είναι μια εξωτερική στην επιστήμη πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείται από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφενός την φυσιοκρατία, δηλαδή, την ανάδειξη της φυσικής-εμπειρικής προέλευσης της γνώσης, κι αφετέρου την φαινομενοκρατία ή αντικειμενισμό, δηλαδή, την αποδοχή μιας αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.
Ουδετερότητα ή αξιολογική αδιαφορίαΣύμφωνα με τον θετικισμό, η επιστήμη δεν πρέπει να ενέχεται σε καμία αξιολογική κρίση του αντικειμένου της μελέτης της. Είναι μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Η αποστολή της είναι να περιορίζεται στα εμπειρικά γεγονότα, από τα οποία, ο θετικισμός πιστεύει, δεν μπορούν να παράγονται αξίες. Επιπλέον, η αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας γίνεται με μοναδικό γνώμονα την εμπειρική επαλήθευση, ανεξάρτητα ηθικής ή αυτοσυνειδησίας.
Εργαλειακή γνώση
.Στον θετικισμό, η εμπειρική φόρτιση της θεωρίας οδηγεί αυτόματα σε μια εργαλειακή σύλληψη της επιστήμης. Έτσι, αυτή γίνεται κατανοητή σαν ένα χρήσιμο τεχνικό εργαλείο που μπορεί να εφαρμοσθεί εξίσου καλά σε μια πληθώρα διαφορετικών περιπτώσεων. Κάποιες φορές όμως, η έμφαση στον εργαλειακό και άρα ουδέτερο ρόλο της επιστήμης κρύβει μια πολιτικά συντηρητική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή της επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της επιστήμης.
Πέρα όμως από τις αγεφύρωτες διαφορές σε θεμελιώδη θέματα αρχής, ο θετικισμός δέχθηκε σημαντικές επικρίσεις και στις βασικές μεθοδολογικές παραδοχές του. Οι κυριότερες από αυτές τις αμφισβητήσεις προέρχονται από τους
Popper και Kuhn. Ο Karl Popper, μάλιστα από την δεκαετία του ’30, επιτίθεται στην θετικιστική επικύρωση και απορρίπτει τη λογική της επαγωγής. Στην θέση τους ο Popper θεμελιώνει την αρχή της διαψευσιμότητας και δέχεται μόνο την παραγωγική λογική. Από την άλλη μεριά, η αντιθετικίστικη ιστορικίστικη στροφή στην δεκαετία του ’60 του Thomas Kuhn ανέδειξε την παραδειγματική δομή και την επαναστατική εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών. Περισσότερα όμως για τις επιστημολογίες των Popper και Kuhn θα δούμε σε ξεχωριστές επόμενες παραγράφους.
Αξίζει τώρα να πούμε εδώ κάτι ακόμη για την απόλυτη αντίθεση του
Popper με οποιαδήποτε μορφή επαγωγικής λογικής. Μάλιστα, με την ανένδοτη επιμονή του να θεωρεί ότι κάθε επιστημονικός διαλογισμός είναι υπόθεση της παραγωγικής λογικής, ο Popper εμφανίζεται δογματικότερος και των θετικιστών. Για τον Popper, οι επιστημονικές θεωρίες έχουν πάντα τη λογική μορφή των καθολικών γενικεύσεων, όπως στην πρόταση “όλα τα Α είναι Β.” Αλλά για τον έλεγχο της αλήθειας τέτοιων προτάσεων, ο Popper εστιάζεται στο αν ισχύει η άρνησή τους, αφού το ψευδές τους απορρέει αυτόματα (παραγωγικά) από οποιαδήποτε μαρτυρία που είναι διατυπωμένη σαν μια πρόταση του τύπου “αυτό το Α δεν είναι Β.” Συνεπώς, για τον Popper, το έργο της επιστήμης για την επικύρωση των θεωριών είναι να παράγει μαρτυρίες από εμπειρικές παρατηρήσεις, οι οποίες μπορεί να διαψεύδουν λογικά τις θεωρίες αυτές. Βέβαια, με τη μέθοδο αυτή της διαψευσιμότητας, μπορεί να πει κανείς, το πρόβλημα της επαγωγής δεν λύνεται αλλά απλώς αποφεύγεται.
Τώρα, ας δούμε δυο επιμέρους κριτικές στον θετικισμό που στηρίζονται στην θέση του υποπροσδιορισμού της θεωρίας από τις εμπειρικές ενδείξεις και την θέση της θεωρητικής επιβάρυνσης της παρατήρησης. Και οι δυο αυτές οι επικριτικές για τον θετικισμό θέσεις κυοφορήθηκαν αρχικά στα πλαίσια του συμβατισμού, που ιστορικά αποτελεί τον πρώτο κύριο πόλο αντίθεσης στον θετικισμό (ή, καλύτερα, τον επαγωγισμό). Η βασική θέση της επιστημολογίας του συμβατισμού είναι ότι οι επιστημονικοί νόμοι (όπως της Νευτώνειας μηχανικής) και τα μαθηματικά αξιώματα (όπως της Ευκλείδειας γεωμετρίας) δεν είναι ούτε πειραματικές επαγωγικές γενικεύσεις ούτε
a priori γνώση αλλά αποτελούν συμβάσεις ή μεταμφιεσμένους ορισμούς. Ο Jules Henri Poincare; θεωρείται ο κύριος εμπνευστής του συμβατισμού και συνήθως αναφέρεται μαζί με τον Pierre Duhem, παρά τις μεταξύ τους σημαντικές διαφορές (δείτε Gillies, 1993, σελ. 67, 90).
Η θέση του υποπροσδιορισμού της θεωρίας από τις εμπειρικές ενδείξεις απορρίπτει την δυνατότητα του πλήρως εμπειρικού προσδιορισμού της θεωρίας, δηλαδή, την δυνατότητα να υπάρχει μόνο ένας θεωρητικός σχηματισμός που να βρίσκεται σε καθολική συμφωνία με την εμπειρία. Η αιτιολόγηση της θέσης του υποπροσδιορισμού στηρίζεται σε κάποια επιχειρήματα που ανεπτύχθησαν από τους P.
Duhem και W.V. Quine και, για το λόγο αυτό, η θέση του εμπειρικού υποπροσδιορισμού της θεωρίας ονομάζεται και θέση Duhem-Quine (παρότι οι δυο εκδοχές των Duhem και Quine δεν συμπίπτουν πλήρως, όπως παρατηρεί ο Gillies [1993, σελ. 98]).
Ο Pierre
Duhem (1914) ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε τη σημασία των αρνητικών εμπειρικών ενδείξεων και, έτσι, ισχυρίσθηκε ότι σε αυτές δεν μπορεί να επαφίεται η ισχύς ενός θεωρητικού μοντέλου. Διότι, γενικώς, το μοντέλο έχει νόημα σε ένα σύνθετο πειραματικό πλαίσιο, το οποίο μερικώς καθορίζεται και από άλλα μοντέλα. Επομένως, μόνο στο συνολικό πειραματικό πλαίσιο, οι εμπειρικές ενδείξεις έχουν κάποιο νόημα. Αυτό σημαίνει ότι οι αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μαρτυρήσουν ότι συνολικά κάτι δεν πάει καλά, χωρίς όμως να μπορούν κατηγορηματικά να απορρίψουν την ισχύ του εξεταζομένου μοντέλου. Γιατί είναι πιθανό οι αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις να μην αφορούν αποκλειστικά το μοντέλο αυτό αλλά να προέρχονται από την ακαταλληλότητα κάποιων από τα άλλα μοντέλα που καθορίζουν το συνολικό πειραματικό πλαίσιο.
Οι απόψεις αυτές του
Duhem διαδόθηκαν ευρύτερα από τον W.V. Quine (1953), που υπερασπίζονταν με θέρμη την “ολιστική” θεώρηση της επιστημονικής γνώσης. Για τον Quine, οι απόψεις του Duhem ήταν συνέπεια του εξής απλού λογικού σχήματος. Έστω Η μια εμπειρικά δοκιμαζόμενη υπόθεση, Α οι απαιτούμενες βοηθητικές υποθέσεις στο σχετικό πειραματικό πλαίσιο και Ο οι συνεπαγόμενες εμπειρικές παρατηρήσεις. Τότε, κατά τη στοιχειώδη λογική, η πρόταση “οι Η και Α συνεπάγονται την Ο” είναι ισοδύναμη με την άρνησή της, δηλαδή, την πρόταση “η άρνηση των Ο συνεπάγεται είτε την άρνηση της Η ή την άρνηση των Α.” Αυτό σημαίνει ότι από τις αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις (η άρνηση των Ο) έπεται ότι ή η Η ή οι Α ή και τα δυο είναι ψευδείς αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μπορούμε a priori να αποφανθούμε ποιο από όλα αυτά τα ενδεχόμενα συμβαίνει.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από την θέση
Duhem-Quine είναι ότι, ακόμη κι όταν υπάρχουν αρνητικά εμπειρικά δεδομένα, η ισχύς μιας θεωρίας μπορεί πάντα να διατηρηθεί, αν γίνουν κάποιες κατάλληλες τροποποιήσεις στις βοηθητικές υποθέσεις της θεωρίας. Με την έννοια αυτή, η επικύρωση του συνόλου μιας θεωρίας δεν μπορεί να προσδιορισθεί πλήρως από τα εμπειρικά δεδομένα, αλλά μόνο ένα τμήμα της, και, για αυτό, μιλάμε για τον εμπειρικό υπό-προσδιορισμό της θεωρίας. Ο πυρήνας της θεωρίας μπορεί να επιβιώσει σε αρνητικές εμπειρικές ενδείξεις, εφόσον γίνουν μεθύστερες αλλαγές σε βοηθητικές υποθέσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα δίνεται από την υιοθέτηση των επικύκλων, μικρών κύκλων μέσα στις πλανητικές τροχιές, που χρησιμοποιήθηκαν στις πρώτες θεωρίες του ηλιακού συστήματος, για να εξηγήσουν τις παρατηρήσεις των πλανητών που παραβίαζαν την τέλεια κυκλική κίνηση.
Με τα παραπάνω βλέπουμε τη σημασία που έχουν οι αλλαγές στις βοηθητικές προτάσεις για την τελική επικύρωση της θεωρίας. Αφού λοιπόν κατά κανόνα υπάρχουν πάντα εναλλακτικές θεωρίες που ταιριάζουν στα δεδομένα λιγότερο ή περισσότερο, το καίριο ερώτημα είναι πώς, με ποια κριτήρια, επιλέγονται αυτές οι θεωρίες που διαφέρουν μεταξύ τους στις βοηθητικές υποθέσεις. Σύμφωνα με την θέση του υποπροσδιορισμού, τα κριτήρια αυτά δεν μπορεί να είναι εμπειρικά (γιατί θα είχαμε τότε μια θεωρία για την επιλογή των κριτηρίων που θα δεχόταν πλήρη εμπειρικό προσδιορισμό). Επιπλέον, επειδή για πολλούς στοχαστές (κι ο
Quine είναι ένας από αυτούς) θα ήταν προβληματική η αποδοχή της ύπαρξης της κατηγορίας της a priori αλήθειας, τα κριτήρια αυτά δεν φαίνεται να μπορεί να είναι ούτε λογικά. Έτσι, κάποιοι (μεταξύ των οποίων ο Bloor [1976, σελ. 12] και η Hesse [1980, σελ. 32]) οδηγούνται να συμπεράνουν ότι, αφού τα κριτήρια επιλογής της εύλογης θεωρίας ποικίλουν σε διαφορετικές ομάδες για διαφορετικές περιόδους, θα μπορούσαν τα κριτήρια αυτά να οφείλονται σε κοινωνικούς παράγοντες. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν είναι ιδιαίτερα πιστευτός και έχει ήδη ανασκευαστεί από τον Laudan (1981), που έδειξε ότι δεν μπορεί να απορρέει από τη λογική θέση του υποπροσδιορισμού η θέση ότι η επιλογή της θεωρίας πρέπει να εξαρτάται από κοινωνικούς παράγοντες. Πάντως, από την άλλη μεριά, στους θιασώτες των κοινωνικών μελετών της επιστήμης παραμένει ακλόνητη η πεποίθηση (όπως έχει επισημανθεί από τους Knorr-Cetina και Mulkay [1983]) ότι η θέση Duhem-Quine του υποπροσδιορισμού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα επιχείρημα εναντίον των απόψεων που θέλουν να αποκλείουν την δυνατότητα κοινωνιολογικής έρευνας της επιστημονικής γνώσης.
Ερχόμαστε τώρα στην θέση της θεωρητικής επιβάρυνσης της παρατήρησης, που κι αυτή αρχικά προέρχεται από τον
Pierre Duhem. Χαρακτηριστικά ο Duhem (1914, σελ. 144) διατύπωνε το κεντρικό σημείο της θέσης αυτής με τον εξής τίτλο ενός κεφαλαίου του βιβλίου του: “Ένα Πείραμα στην Φυσική Δεν Είναι Απλώς η Παρατήρηση Ενός Φαινομένου· Είναι, Επιπλέον, η Θεωρητική Ερμηνεία του Φαινομένου Αυτού.” Μεταγενέστερα η θέση αυτή υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από τους Kuhn, Feyerabend, Bohm, Hanson και Toulmin.
Η θεωρητική επιβάρυνση των παρατηρήσεων, δηλαδή, η θέση ότι οι παρατηρήσεις είναι διαποτισμένες από την θεωρία, συνήθως γίνεται κατανοητή με δυο έννοιες. (1) Με την έννοια ότι οι παρατηρήσεις περιλαμβάνουν βοηθητικές υποθέσεις με τη μορφή θεωριών μέτρησης, ψυχολογίας της παρατήρησης, γλωσσολογικής ταξινόμησης κοκ. (2) Και με την έννοια ότι αυτό που θεωρείται σαν η σχετική και
ακριβής εμπειρική ένδειξη προσδιορίζεται εν μέρει από το θεωρητικό παράδειγμα, το οποίο υποτίθεται η εμπειρική ένδειξη έχει σκοπό να ελέγξει.
Σαφώς, η πρώτη έννοια αντιστοιχεί στην θέση του εμπειρικού υποπροσδιορισμού της θεωρίας. Συνέπεια της έννοιας αυτής της θεωρητικής επιβάρυνσης των παρατηρήσεων είναι ότι οι επιστήμονες μπορούν εξ αρχής να δυσπιστούν μπροστά σε μια συγκεκριμένη παρατήρηση αμφισβητώντας την ισχύ των συστατικών της υποθέσεων.
Η δεύτερη έννοια της θέσης της θεωρητικής επιβάρυνσης των παρατηρήσεων έχει κάποιες ενδιαφέρουσες συνέπειες για το ρόλο των παρατηρήσεων στην επιλογή της θεωρίας. Προφανώς, με την έννοια αυτή, οι παρατηρήσεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν σαν αμερόληπτοι διαιτητές στην επιλογή θεωριών, όταν η σημασία τους, ο χαρακτήρας τους και ή ίδια η εκτίμηση-μέτρησή τους εξαρτώνται από ανταγωνιστικές θεωρίες. Έτσι, τελικά, οι θεωρητικά επιβαρημένες παρατηρήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε μεταξύ τους ασύμμετρα παραδείγματα (με την έννοια του
Kuhn που θα εξετάσουμε πιο κάτω). Ακόμη όμως κι αν οι υποστηρικτές διαφορετικών θεωριών συμφωνήσουν στη σημασία ενός κρισίμου πειράματος, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι διαφορετικές θεωρητικές προτεραιότητες των επιστημόνων θα διαφοροποιήσουν την φύση και της ίδιας της αξιολόγησής τους αλλά και των μέσων που χρησιμοποιούν για να εκτιμήσουν το πείραμα. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι η θέση της θεωρητικής επιβάρυνσης των παρατηρήσεων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη διαφορετικών επιστημονικών προτεραιοτήτων. Και είναι στις προθέσεις των κοινωνικών μελετών της επιστήμης η κοινωνιολογική κατανόηση αυτών των διαφορών στα πλαίσια συγκεκριμένων επιστημονικών πρακτικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου