Ο Άρθουρ Σοπεγχάουερ (Σοπενχάουερ, Arthur Schopenhauer) βασίστηκε στον Καντιανό θεωρητικό διαχωρισμό της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον οποίο, η πραγματικότητα υπάρχει όπως την αντιλαμβανόμαστε και τη γνωρίζουμε (φαινομενική), με τις γενικές μορφές που εισάγονται από τη νόηση και τις αισθήσεις μας (χώρο, χρόνο, κατηγορίες), ενώ η ίδια από μόνη της είναι τελείως διαφορετική. Ο διαχωρισμός αυτός άφηνε μία κενή θέση για τη δημιουργία και την υποστήριξη άλλων κοσμοθεωριών. Το έργο «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΑΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΣΑΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ» (Die Welt als Wille and Vorstellung) είναι αναμφίβολα το πιο σπουδαίο, που μπορούσε να γίνει αξιοποιώντας αυτήν τη φιλοσοφική θέση και, ο Σοπεγχάουερ προσέγγισε σε πολλές πανθεϊστικές λύσεις, αν και πάνω σε λάθος βάση.
Ο κόσμος σαν αντικείμενο είναι η φαινομενική πραγματικότητα, η οποία δεν υπάρχει ποτέ χωρίς ένα υποκείμενο, χωρίς αυτήν την ύπαρξη που τον αντιλαμβάνεται με τον τρόπο της. Επομένως, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένας άλλος όρος και να εκφραστεί μία ευρύτερη έννοια, για να δειχθεί η σχετική-αντιληπτή πραγματικότητα μαζί με το αναγκαίο συσχετικό της, που είναι το λεγόμενο υποκείμενο. Αυτήν την ευρύτερη έννοια -ευρύτερη, όπως επισημαίνει, από εκείνη του χώρου, του χρόνου και της ύλης- με την οποία δείχνει τη μία όψη του κόσμου, τη βρίσκει στη λέξη «παράσταση». Δείχνοντας τον κόσμο σαν παράσταση, στην έννοιά της συμπεριλάμβανε κάθε τι που μπορεί να γίνει από εμάς αντιληπτό και γνωστό. Ασχέτως αν εμείς εδώ και τώρα αντιλαμβανόμαστε πολύ λιγότερα. Με τον όρο "παράσταση" όλα τα πράγματα «φαίνονταν» σα να ήταν ταυτόχρονα αντιληπτά, ενώ δεν είναι. Όπως είχε εξηγήσει ο Καντ, (1724-1804) τα δυνατά πράγματα είναι πάντοτε όσα μας γίνονται αντιληπτά και γνωστά σαν φαινόμενα με τους προεμπειρικούς όρους του εαυτού μας.
Στην ευρύτερη έννοια της παράστασης εκτός από τα σχετικά πράγματα (εκτός από το αντικείμενο), ο Σοπεγχάουερ συμπεριλαμβάνει και την ύπαρξη, με την οποία εκείνα υπάρχουν σαν φαινόμενα (το υποκείμενο που τα αντιλαμβάνεται και τα εννοεί). Ο κόσμος σαν παράσταση προϋποθέτει να υπάρχουν και τα δύο μαζί - υποκείμενο και αντικείμενο/φαινόμενο. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς ν’ αποφύγει την παραπλανητική αντιπαράθεση της αντιληπτικής ύπαρξης (του υποκειμένου) με την αντιληπτή πραγματικότητα (του αντικειμένου), θεώρησε πως κανένα από τα δύο δεν είναι η αιτία του άλλου, όπως υποστήριζαν οι δύο αντίθετες κοσμοθεωρήσεις του υλισμού και του ακραίου ιδεαλισμού. Γιατί ο κόσμος είναι παράσταση και αυτή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του ενός από τα δύο και δε νοείται το ένα χωρίς το άλλο.
Η αντίληψη και η εμπειρική γνώση δε μας αποκαλύπτουν τίποτε για την πραγματικότητα όπως είναι αυτή μόνη της, ωστόσο υπήρχε μία ανεξάρτητη πραγματικότητα, που αποτελεί τη βάση, το φορέα, την ουσία της φαινομενικής και σχετικής. Αυτή δεν ήταν ένα σχετικό πράγμα (ένα αντικείμενο) ούτε μία εσω-διανοητική ύπαρξη (ένα υποκείμενο). Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό και ανεξάρτητο «από τα δύο άκρα της παράστασης», κάτι το οποίο μόνο με την ενδοσκόπηση μας αποκαλύπτεται. Η ουσία των σχετικών πραγμάτων, μας διδάσκει ο Σοπεγχάουερ, δεν είναι μέσα στο χώρο και στο χρόνο, δεν είναι μία αιτία ή ένα αποτέλεσμα (μορφές με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο εμείς οι άνθρωποι) και δεν μπορούμε να τη γνωρίσουμε από την εμπειρία ούτε με αφηρημένους συλλογισμούς, ούτε να την αποδείξουμε, όπως κάνει ο φυσικός για τα φαινόμενα. Αλλά το υποκείμενο, ο εαυτός μας, δεν είναι άσχετος από αυτήν την ανεξάρτητη πραγματικότητα και το σώμα μας δεν το αντιλαμβανόμαστε όπως όλα τα υπόλοιπα πράγματα, μόνο σαν μία παράσταση. Γνωρίζουμε τον εαυτό μας ταυτόχρονα μ’ έναν άλλο τελείως διαφορετικό τρόπο και ά-μεσα, σαν κάτι ορμητικό, τη σημασία του οποίου εκφράζει η έννοια της βούλησης (ενώ τη συσκοτίζει η έννοια της δύναμης). Επομένως, αυτό που είναι ο κόσμος έξω από την παράσταση του υποκειμένου, η εσωτερική ουσία του, είναι αυτό το οποίο εμείς βρίσκουμε άμεσα στον εαυτό μας και το ονομάζουμε βούληση.
Η βούληση είναι η εσωτερική αρχή κάθε φαινομένου και έχει μία έννοια ευρύτερη από αυτήν που συνήθως αναγνωρίζουμε μόνο στον άνθρωπο. Αυτή, μία και η ίδια, πραγματοποιείται αναίτια, τυφλά, άσκοπα και ατελείωτα μέσα σε όλο τον αντιληπτό κόσμο, μέσα στη φυσική δύναμη και στον κρύσταλλο ως και στην ανθρώπινη συμπεριφορά σύμφωνα με τις γενικές μορφές των φαινομένων.
Η κατεύθυνση της φιλοσοφίας του Σοπεγχάουερ δεν του επέτρεψε να συμπεράνει αυτό, το οποίο είναι κοινό σαν ουσία σε όλα τα πράγματα και να δει το σύνολό τους σαν άμεση αρχή ή σαν αυτοτελές σύνολο όπως ο Σπινόζα. Ωστόσο, ο Σοπεγχάουερ αναγνώρισε την ανεπάρκεια κάθε αιτιολόγησης για το είναι των πραγμάτων, αν η ουσία τους δεν είναι κοινή και αν η ύπαρξη των πραγμάτων δεν είχε κάποιο είδος ά-μεσης σχέσης με τον εαυτό της, όπως συμβαίνει πάντα με την εμβιότητα. Επειδή η πραγματικότητα από μόνη της -ανεξάρτητα από την παράστασή μας- ήταν μία αφηρημένη ύπαρξη χωρίς χρονικές, χωρικές και αιτιακές σχέσεις, συνεπώς αυτή η ουσιαστική πραγματικότητα δεν ήταν κανένα μέρος του κόσμου. Από αυτήν την παρεννόηση προσέγγισε στην έννοια ενός εξωπραγματικού συνόλου ή μάλλον ενός κοινού και απλού πράγματος, που δεν μπορούσε να συνταυτιστεί με το πολυσύνθετο Σύμπαν. Η ουσία των φαινομένων έπρεπε να μην είναι κανένα από τα αντιληπτά πράγματα ούτε το σύνολό τους, ωστόσο αυτή η ουσία υπήρχε και έπρεπε να είναι αυτο-εξήγητη. Τελικά, μετά από την αφαίρεση όλων των φαινομένων του κόσμου, το μόνο που υπολειπόταν να είναι, ήταν ένα αφηρημένο γνώρισμα του εσωτερικού κόσμου μας και αυτό που συνταίριαζε καλύτερα ήταν η βούληση.
Αν καταλάβουμε τη φιλοσοφική θεωρία του Αρ. Σοπεγχάουερ, δε θα μας φανεί έτσι υπερβολική ούτε τελείως λανθασμένη η ευρύτητα, με την οποία χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο της "βούλησης". Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ευρύτερα, έξω από τον ανθρώπινο εσωτερικό κόσμο και αυτό το είχε κάνει και ο Λάιμπνιτς (1646-1716). Τα φαινόμενα δεν ήταν μία αυταπάτη και υπήρχε μία πραγματικότητα τελείως διαφορετική και ανεξάρτητη, η οποία έπρεπε να συνδέεται με αυτά με κάποιον αδιανόητο τρόπο. Αυτή η άγνωστη πραγματικότητα έπρεπε ακόμα να εξηγεί την αλλαγή των φαινομένων, χωρίς όμως η ίδια να ενεργεί όπως τα φαινόμενα. Με τον όρο «βούληση» εννοείται μία τάση, μία ροπή προς κάτι και με αυτήν τη διάθεση προτρεπόμαστε να πράξουμε και να πραγματοποιήσουμε έννοιες. Γι’ αυτό μπορεί να διαπιστωθεί σα να υπάρχει βούληση παντού, όπου γίνεται μία αλλαγή και ειδικότερα μία συνθετική εξέλιξη.
Ονόμασε βούληση μία εξω-κόσμια ανόητη ύπαρξη, που εκδηλώνεται αυθόρμητα διαμέσου της ύλης, και κάθε φαινόμενο έπρεπε να εκφράζει την ουσία της, από το απλούστερο ως τον άνθρωπο. Η ίδια η βούληση, που, εκτός των άλλων, εξωτερικευόταν με τα αναρίθμητα ανθρώπινα φαινόμενα, «συμπεριφερόταν» σαν φυτό, σύμφωνα με τις περιστάσεις και τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις του φαινομενικού κόσμου. Της αφαίρεσε όχι μόνο τη διάνοια που θα μπορούσε να της αναγνωρίσει, αλλά ακόμα και αυτήν που αναγνωρίζει σε πολυάριθμες εκδηλώσεις της. Αυτό, το οποίο είναι μία διάθεσή μας, μία εσωτερική κοινή δυνατότητα της πολύπλοκης διανοητικής δραστηριότητας και που ωστόσο, είναι αλήθεια, δεν μπορούμε να το δούμε με τα μάτια (η βούληση), ο Σοπεγχάουερ το απόσπασε και το απομόνωσε από την αληθινή πραγματικότητα στη θεωρία του. Μας το έδειξε σαν μία άλλη ανεξάρτητη πραγματικότητα, με κρυμμένες τις έννοιες της αιτίας, της ποιότητας, της αλλαγής, για να επιλυθεί, ανάμεσα στα άλλα, το πρόβλημα της αδιανόητης αλληλεπίδρασης του πράγματος καθαυτό με τα φαινόμενα. Πίσω από αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο έκφρασης βρισκόταν η αλήθεια: ότι το πράγμα καθαυτό του Καντ δεν είναι τελείως διαφορετικό και άσχετο απ’ όσα μας δείχνουν οι αντιλήψεις μας και ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ένα μέρος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου