Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Βιογραφικό ενός παρεξηγημένου φιλοσόφου

«Ο καλύτερος φίλος θα έχει την καλύτερη σύζυγο επειδή ο γάμος βασίζεται στο ταλέντο της φιλίας» Τάδε έφη Νίτσε. Ακριβώς πριν από 106 χρόνια ένας μεγάλος φιλόσοφος πέρασε στην αιωνιότητα.


Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Νίτσε, γιος του Κάρολου - Λουδοβίκου Νίτσε, γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1844 στο χωριό Ραίκεν, κοντά στη Λειψία. Η οικογένειά του ήταν βαθειά θρησκευόμενη, ο πατέρας και ο παππούς του κληρικοί ενώ και ο ίδιος σπούδασε θεολογία για να ακολουθήσει αυτή την παράδοση. Το 1846 (10 Ιουλίου) γεννιέται η μικρότερη αδερφή του Ελισάβετ. Δύο χρόνια (1848) αργότερα ο πατέρας του Νίτσε τραυματίζεται στο κεφάλι μετά από πτώση και ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει κατάκοιτος. Ο Φρειδερίκος μένει ορφανός σε ηλικία πέντε ετών. Το χειμώνα του 1850 πεθαίνει ο μικρός αδερφός του.

Μετά το γυμνάσιο (1854-58) του Νάουμπουργκ ο Νίτσε μπαίνει εσωτερικός στη διάσημη σχολή της Πφόρτα όπου εξασκείται στη μουσική ενώ κάνει και τα πρώτα του συγγραφικά βήματα. Κατά το διάστημα των σπουδών εκδηλώνει ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία ενώ δεν παραλείπει να δείξει την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του. Υπάρχει μάλιστα μια ιστορία σύμφωνα με την οποία, όταν συμμαθητές του νεαρού Νίτσε δήλωσαν πως «κανένας δεν θα είχε το θάρρος να βάλει το χέρι του στη φωτιά» ο ίδιος τους προσέφερε ένα... αναμμένο κάρβουνο. Το 1861 έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με το μουσικό έργο του Βάγκνερ, από το οποίο συγκλονίζεται ιδιαίτερα. Το 1862 ο εκδηλώνονται για πρώτη φορά πόνοι στο κεφάλι που πρόκειται να ταλαιπωρήσουν τον μεγάλο φιλόσοφο καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τις σπουδές του καθώς και τη συγγραφική του δραστηριότητα.

Τον Οκτώβριο του 1862 πηγαίνει στη Βόννη προκειμένου να σπουδάσει θεολογία και φιλολογία. Τρία χρόνια αργότερα, ακολουθούμενος τον γνωστό καθηγητή Ριτσλ, μετακομίζει στη Λειψία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Την ίδια χρονιά (1865) έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, από το οποίο συγκλονίζεται βαθύτατα. Λίγο καιρό αργότερα πρόκειται να πει «τρία είναι τα πράγματα που μου δίνουν έμπνευση: Ο Σοπενχάουερ μου, η μουσική του Σούμαν και οι μοναχικές βόλτες.» Παρά τις εσωτερικές ανησυχίες του ο Νίτσε διαπρέπει στα μαθήματα και ο καθηγητής Ριτσλ τον ενθαρρύνει να ασχοληθεί με επιστημονικό έργο. Στο επόμενο χρονικό διάστημα δημοσιεύει σειρά μελετών στο επιστημονικό περιοδικό του Ριτσλ «Reinisches Museum» που προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση. Ο Νίτσε υπήρξε ο μόνος φοιτητής που είδε τα κείμενά του δημοσιευμένα σε όλη την ιστορία του περιοδικού. Το όνομά του αρχίζει να ακούγεται όταν 23 ετών πια, ο Φρειδερίκος καλείται να υπηρετήσει την πατρίδα. Τον Μάρτιο του 1868 απαλλάσσεται από τη στρατιωτική θητεία υστέρα από σοβαρό τραυματισμό στο θώρακα.

Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου του 1868 ο Νίτσε συναντιέται για πρώτη φορά με το μουσικό του είδωλο, τον Βάγκνερ. Μετά από πολύωρη συζήτηση ο Βάγκνερ του ζητά να κάνει συχνές επισκέψεις για παράλληλη ενασχόληση με μουσική και φιλοσοφία. Μετά το τρίτο και τέταρτο δημοσίευμα του Νίτσε για τον Διογένη Λαέρτη στο «Reinisches Museum», αφού προτάθηκε από τον ίδιο τον Ριτσλ, ο 24χρονος Φρειδερίκος καταλαμβάνει την θέση έκτακτου καθηγητή Κλασσικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία μη έχοντας ολοκληρώσει ούτε την διδακτορική ούτε τη συμπληρωματική διατριβή, γεγονός που δεν είχε συμβεί μέχρι τότε στα γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μετά τη μονιμοποίησή του στη θέση του διδάκτορα του δόθηκε και η ελβετική υπηκοότητα. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, ενώ διδάσκει την ελληνική γλώσσα, μελετά διεξοδικά τα αρχαιοελληνικά κείμενα και δημοσιεύει μια σειρά από σχετικά δοκίμια που θα τον οδηγήσουν στο πρώτο του βιβλίο «Η γένεση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής».

Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος έχει ξεσπάσει και ο Νίτσε, ως γνήσιος Πρώσος δεν μπορεί να μείνει απλός θεατής. Μετά και τις επικρίσεις που δέχεται, ζητάει άδεια από τις αρχές για να υπηρετήσει ως εθελοντής. Η ουδέτερη Ελβετία του επιτρέπει να πάει στο μέτωπο μόνο ως τραυματιοφορέας. Διασχίζοντας όλη τη Γερμανία ο Νίτσε βρίσκεται σε ένα στρατόπεδο κοντά στο Στρασβούργο όπου και έρχεται αντιμέτωπος με εικόνες φρίκης που πρόκειται να τον επηρεάσουν βαθύτατα. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1870 ο Νίτσε επιστρέφει στα διδακτικά του καθήκοντα στη Βασιλεία αφού η υγεία του έχει κλονιστεί τελείως. Την τελευταία ημέρα του 1871 ολοκληρώνεται η συγγραφή του βιβλίου «Η γένεση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής». Στο επόμενο χρονικό διάστημα δημοσιεύει μερικά ακόμα κείμενα για την τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα ενώ παράλληλα γράφει μουσικές συνθέσεις. Η υγεία του επιδεινώνεται περισσότερο με κλονισμό όρασης, στομαχικούς πόνους και αϋπνίες.


Στις αρχές του 1876 η υγεία του τον αναγκάζει να διακόψει τα καθήκοντά του στο πανεπιστήμιο. Το καλοκαίρι του '76 έρχεται μεγάλη ρήξη με τον Ρίτσαρντ Βάγκνερ. Ο σωβινισμός και αντισημιτισμός του συνθέτη ενοχλούσαν ανέκαθεν τον μεγάλο φιλόσοφο αλλά η «χαριστική βολή» στην φιλία τους δόθηκε από τη σύνθεση του Βάγκνερ «Παρσιφάλ» που υμνούσε τον χριστιανισμό. Μερικούς μήνες αργότερα έρχεται η δεύτερη μεγάλη στεναχώρια του Νίτσε, ο θάνατος του καθηγητή Ριτσλ.

Το 1878 βγαίνει το αφοριστικό «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» που θα τύχει πλήρους αποδοκιμασίας της διανόησης της εποχής. Στις 2 Μαΐου του επόμενου έτους ο Νίτσε ζητά από το πανεπιστήμιο την πλήρη παύση από τα καθήκοντά του αφού πλέων αδυνατεί να διδάξει. Το αίτημά του γίνεται δεκτό και ο ίδιος θα λαμβάνει μια μικρή ετήσια αποζημίωση. Γράφει και ολοκληρώνει το «Ταξιδιώτης και η Σκιά του» όταν δέχεται άλλη μια επιδείνωση της υγείας του. Το 1880 κάνει αναρρωτικά ταξίδια και ξεκινάει τη συγγραφή της «Χαραυγής». 1882 γράφει τη «Χαρούμενη Επιστήμη».

Τα χρόνια που ακολουθούν ο Νίτσε έχοντας καταρρεύσει σωματικά αλλά απόλυτα διαυγής πνευματικά, απομονώνεται σε οικοτροφεία της Ελβετίας, της Γαλλικής Ριβιέρας και της Ιταλίας και εργάζεται βαθύτερα στο φιλοσοφικό του έργο. Μπαίνοντας πια στην ώριμη συγγραφική του ηλικία γράφει τα: «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» σε τέσσερα μέρη, το «Στην Αντίπερα Όχθη του Καλού και του Κακού», «Η γενεολογία της Ηθικής», «Το Λυκόφως των ειδώλων», «Υπόθεση Βάγκνερ» και τον «Αντίχριστο». Στις 15 Οκτωβρίου του 1888 (ημέρα γενεθλίων του) ξεκινά τη συγγραφή του «Ιδέ ο Άνθρωπος», ενός βιβλίου με αρκετές αυτοβιογραφικές αναφορές.

Το 1889 ήταν η χρονιά όπου κλονίστηκε η ψυχική υγεία του Νίτσε. Την κηδεμονία του ανέλαβαν η μητέρα και η αδερφή του φιλοσόφου και αργότερα μόνο η αδερφή του (μετά τον θάνατο της μητέρας του το 97). Όντας στη Βαϊμάρη της Γερμανίας, το μεσημέρι της 25ης Αυγούστου του 1900 ο Φρίντριχ Νίτσε έφυγε από τη ζωή.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η αδερφή του (αργότερα στέλεχος του Εθνοσοσιαλιστικού Κόμματος) οργάνωσε το αρχείο και τις σημειώσεις του Φρειδερίκου. Υπό την καθοδήγησή της εκδόθηκε το βιβλίο «Η θέληση της δύναμης». Οι μελετητές αμφιβάλλουν για την γνησιότητα πολλών σημείων του βιβλίου. Πρόκειται για τα σημεία που χρησιμοποίησε το ναζιστικό καθεστώς για την «ιδεολογική του βάση».

Σ' όλη τη ζωή του ο Νίτσε υπήρξε ιδεολόγος της ελευθερίας και εραστής της τέχνης, πολέμιος του ολοκληρωτισμού, του σωβινισμού και αντισημιτισμού. Το έργο του Νίτσε θεωρείται κατεξοχήν του 21ου αιώνα επειδή επηρέασε μια ολόκληρη σειρά σύγχρονων διανοητών και καλλιτεχνών. Ένας απ' αυτούς που επηρεάστηκαν περισσότερο, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το γεγονός ότι το όνομά του Φρειδερίκου Νίτσε λασπώθηκε από τους χιτλερικούς αποτελεί κατάφορη αδικία για έναν άνθρωπο που αναζητούσε μονάχα την αλήθεια, είτε την βρήκε είτε όχι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου