Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

ΤΖΩΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ''ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ'' (Σελ.20-40)


-21-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


τελόνι του κι ακούμπησε το καπέλο του στον πάτο του κανό.

Το νερό ήταν λείο σα λάδι. Πήρε το κοτρόνι του με το

ένα χέρι και το καλάθι του με το άλλο και γλίστρησε με τα

πόδια μπροστά πάνω από την κουπαστή και το κοτρόνι τον

τράβηξε στο βυθό. Οι φυσαλίδες ανέβηκαν πίσω του μέχρι

που το νερό καθάρισε και μπόρεσε να δει. Πάνω, η επιφάνεια

του νερού ήταν ένας φωτεινός κυματιστός καθρέφτης

κι έβλεπε τους πάτους των κανό να τον τρυπάνε.

Ο Κίνο κινιόταν με προφυλάξεις έτσι ώστε να μη σκοτεινιάσει

το νερό από τη λάσπη ή την άμμο. Γάντζωσε το πόδι

του στη θηλιά της κοτρόνας του και τα χέρια του δούλευαν

γρήγορα, ξεκολλώντας τα στρείδια, άλλα ένα ένα, άλλα

πολλά μαζί σε τσαμπιά. Τα έβαζε στο καλάθι του. Σε μερικά

σημεία τα στρείδια ήταν κολλημένα το ένα πάνω στ' άλλο,

έτσι που έβγαιναν όλα μαζί.

Λοιπόν, ο λαός του Κίνο είχε τραγουδήσει όλα όσα είχαν

συμβεί ή υπήρχαν. Είχαν κάνει τραγούδια για τα ψάρια,

για τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και την ήρεμη θάλασσα,

για το φως και το σκοτάδι και τον ήλιο και τό φεγγάρι και

τα τραγούδια βρίσκονταν όλα μέσα στην ψυχή του Κίνο και

του λαού του -όλα τα τραγούδια που είχαν τραγουδηθεί

ποτέ, ακόμα και τα ξεχασμένα. Και καθώς γέμιζε το καλάθι

του, το τραγούδι βρισκόταν τώρα μέσα στον Κίνο και ο

ρυθμός του τραγουδιού ήταν η καρδιά του που σφυροκοπούσε

καθώς έτρωγε το οξυγόνο από την ανάσα που κράταγε,

και η μελωδία του τραγουδιού ήταν το γκριζοπράσινο

νερό και τα ζωάκια που περνούσαν τρέχοντας και τα σύννεφα

από ψάρια που πηγαινοέρχονταν δίπλα του και χάνονταν.

Αλλά μέσα στο τραγούδι υπήρχε ένα μυστικό μικρό

εσωτερικό τραγούδι, σχεδόν ανεπαίσθητο, αλλά πάντα παρόν,

γλυκό και μυστικό και σταθερό, που κρυβόταν σχεδόν

στην αντίστιξη της μελωδίας κι αυτό ήταν το Τραγούδι του

Μαργαριταριού που Ίσως να Υπήρχε γιατί κάθε όστρακο


-22-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


που έπεφτε στο καλάθι θα μπορούσε να περιέχει ένα μαργαριτάρι.

Οι πιθανότητες ήταν εναντίον του, αλλά η τύχη κι

οι θεοί ίσως να 'ταν μαζί του. Και στο κανό από πάνω του ο

Κίνο ήξερε ότι η Χουάνα έκανε τα ξόρκια της με το πρόσω-

ΛΟ άκαμπτο και τους μυς της σφιγμένους για να πιέσουν

την τύχη, να απαγγιστρώσουν την τύχη από τα χέρια του

θεού. γιατί τους χρειαζόταν η τύχη για τον πρησμένο ώμο

του Κογιοτίτο. Κι επειδή η ανάγκη ήταν μεγάλη κι η λαχτάρα

ήταν μεγάλη, η μικρή μυστική μελωδία του μαργαριτα-

ριού που ίσως να υπήρχε ήταν πιο δυνατή εκείνο το πρωί.

Ολόκληρες φράσεις του έρχονταν καθαρά κι απαλά μέσα

στο Τραγούδι του Βυθού.

Ο Κίνο, περήφανος και νέος και γερός, μπορούσε να μείνει

κάτω πάνω από δυο λεπτά δίχως προσπάθεια, κι έτσι

δούλευε αβίαστα, διαλέγοντας τα μεγαλύτερα όστρακα.

Επειδή τα είχαν ενοχλήσει τα όστρακα ήταν σφιχτά κλεισμένα.

Λίγο στα δεξιά του προεξείχε ένας λοφίσκος από

βράχια, σκεπασμένος με νεαρά στρείδια που δεν ήταν ακόμα

έτοιμα. Ό Κίνο πέρασε.δίπλα από το λοφίσκο, κι έπειτα,

πλάι του, κάτω από μια προεξοχή, είδε ένα πολύ μεγάλο

στρείδι, που ήταν μόνο του, κι όχι σκεπασμένο με άλλα

αδέρφια. Το όστρακο ήταν λίγο ανοιχτό, γιατί η προεξοχή

προστάτευε το παμπάλαιο αυτό στρείδι, και στο μούσκλο

που έμοιαζε με χείλι ο Κίνο είδε μια φαντασμαγορική λάμψη

κι έπειτα το όστρακο έκλεισε. Η καρδιά του χτύπησε

ένα βαρύ ρυθμό και η μελωδία τού πιθανού μαργαριταριού

στρίγκλισε στ' αυτιά του. Αργά ξεκόλλησε με τη βία το

στρείδι και το κράτησε σφιχτά στο στήθος του. Ελευθέρωσε

το πόδι του από τη θηλιά της κοτρόνας του, και το κορμί

του ανέβηκε στην επιφάνεια και τα μαύρα του μαλλιά γυάλισαν

στη λιακάδα. Έσκυψε πάνω από το πλάι του κανό

και ακούμπησε το στρείδι στον πάτο.

Έπειτα η Χουάνα κράτησε τη βάρκα σταθερή μέχρι να


-23-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


σκαρφαλώσει μέσα. Τα μάτια του έλαμπαν από την ταραχή,

αλλά από φιλότιμο τράβηξε το κοτρόνι του κι έπειτα το καλάθι

με τα στρείδια και τα έφερε μέσα. Η Χουάνα ένιωσε

την ταραχή του και προσποιήθηκε ότι κοίταζε αλλού. Δεν

είναι καλό να θέλεις πάρα πολύ κάτι. Καμιά φορά διώχνεις

έτσι την τύχη. Πρέπει να το θέλεις ακριβώς όσο πρέπει, και

πρέπει να είσαι πολύ διακριτικός με το Θεό ή τους θεούς.

Αλλά η Χουάνα σταμάτησε ν' ανασαίνει. Πολύ προσεχτικά

ο Κίνο άνοιξε το κοντό γερό σουγιά του. Κοίταξε σκεφτικά

το καλάθι. Ίσως να 'ταν προτιμότερο ν' ανοίξει τελευταίο


Το

Στρείδι. Πήρε ένα μικρό στρείδι από το καλάθι, έκοψε


το μούσκλο, έψαξε τις πτυχές της σάρκας, και το πέταξε

στο νερό. Τότε φάνηκε να βλέπει το μεγάλο μαργαριτάρι

για πρώτη φορά. Κάθισε στις φτέρνες του στον πάτο του

κανό, πήρε το όστρακο και το περιεργάστηκε. Οι ραβδώσεις

έλαμπαν μαύρες και καφετιές και μόνο μερικές πολύ

μικρές πεταλίδες ήταν κολλημένες στο όστρακο. Τώρα ο Κίνο

δεν είχε διάθεση να τ' ανοίξει. Αυτό που είχε δει, ήξερε,

ίσως να ήταν μια αντανάκλαση, ένα κομμάτι όστρακο που

είχε μπει μέσα στο μεγαλύτερο όστρακο τυχαία ή μια τέλεια

παραίσθηση. Στον Κόλπο αυτό του αβέβαιου φωτός οι παραισθήσεις

ήταν περισσότερες από τις πραγματικότητες.

Τα μάτια της Χουάνα ήταν όμως καρφωμένα πάνω του κι

εκείνη δε μπορούσε να περιμένει. Έβαλε το χέρι της πάνω

στο σκεπασμένο κεφάλι του Κογιοτίτο. «Άνοιξε το» είπε

σιγανά.

Ο Κίνο γλίστρησε επιδέξια το σουγιά του στο χείλος του

όστρακου. Μέσα από το σουγιά ένιωθε το μούσκλο να σφίγγεται

και να σκληραίνει. Χρησιμοποίησε τη λεπίδα σα μοχλό

και το μούσκλο που έκλεινε χώρισε και το όστρακο διαλύθηκε.

Η σάρκα σα χείλι ζάρωσε κι έπειτα ηρέμησε. Ο Κίνο

σήκωσε τη σάρκα, και το είδε, το μεγάλο μαργαριτάρι,

τέλειο σαν το φεγγάρι. Αιχμαλώτισε το φως και το διύλισε


-24-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


και το 'στείλε πίσω σε μια ασημένια λάμψη. Ήταν μεγάλο

σαν αυγό γλάρου. Ήταν το μεγαλύτερο μαργαριτάρι στον

κόσμο.

Της Χουάνα της κόπηκε η ανάσα και της ξέφυγε ένα μι-

κρο βογκητό. Και για τον Κίνο η μυστική μελωδία του πιθανού

μαργαριταριού ξέσπασε καθάρια και πανέμορφη,

πλούσια και ζεστή και γλυκιά, αστραφτερή και θριαμβευτική.

Στην επιφάνεια του μεγάλου μαργαριταριού έβλεπε

μορφές ονείρου. Πήρε το μαργαριτάρι από την ετοιμοθάνατη

σάρκα και το κράτησε στην παλάμη του και το γύρισε

ανάποδα και είδε ότι η καμπύλη του ήταν τέλεια. Η Χουάνα

πλησίασε για να το κοιτάξει μέσα στο χέρι του, κι ήταν

το χέρι που είχε βροντήξει την πόρτα του γιατρού κι η σκισμένη

σάρκα είχε γίνει λευκόγκριζη από το νερό.

Ενστικτώδικα η Χουάνα πλησίασε τον Κογιοτίτο εκεί

που ήταν ξαπλωμένος πάνω στην κουβέρτα του πατέρα του.

Σήκωσε το κατάπλασμα από φύκια και κοίταξε τον ώμο.

«Κίνο» στρίγκλισε.

Εκείνος κοίταξε πέρα από το μαργαριτάρι του και είδε

ότι το πρήξιμο είχε αρχίσει να φεύγει από τον ώμο του μωρού,

το φαρμάκι τραβιόταν από το κορμί του. Τότε η γροθιά

του Κίνο έκλεισε γύρω από το μαργαριτάρι κι η συγκίνηση

του ξέσπασε. Έριξε το κεφάλι του πίσω και ούρλιαξε.

Τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω και έβγαλε κραυγές

και το κορμί του είχε τεντωθεί. Οι άντρες στ' άλλα κανό σήκωσαν

ξαφνιασμένοι τα μάτια, κι έπειτα βύθισαν τα κουπιά

τους στη θάλασσα κι όρμησαν στο κανό του Κίνο.


-25-

3


Οι πόλεις είναι κάπως σα ζωντανά όντα. Οι πόλεις έχουν

νευρικό σύστημα και κεφάλι και ώμους και πόδια. Η κάθε

πόλη είναι κάτι ξεχωριστό από κάθε άλλη πόλη, κι έτσι δεν

υπάρχουν δυο όμοιες πόλεις. Κι οι πόλεις συγκινούνται.

Πώς τα νέα ταξιδεύουν σε μια πόλη είναι ένα μυστήριο που

δε λύνεται εύκολα. Τα νέα μοιάζουν να κινιούνται πιο γρήγορα

απ' όσο μπορούν να τρέξουν τ' αγοράκια για να τα

πουν, πιο γρήγορα απ' όσο μπορούν νατα φωνάξουν οι γυναίκες

πάνω από τους φράχτες.

Πριν ο Κίνο κι η Χουάνα κι οι άλλοι ψαράδες φτάσουν

στην καλύβα του Κίνο, τα νεύρα της πόλης έσφυζαν και

πάλλονταν από το νέο -ο Κίνο είχε βρει Το Μαργαριτάρι

του Κόσμου. Πριν τα λαχανιασμένα αγοράκια προλάβουν

να προφέρουν τα λόγια, οι μανάδες τους το είχαν μάθει. Το

νέο συνέχισε το δρόμο του πέρα από τις καλύβες και ξέσπασε

σ' ένα αφρισμένο κύμα στην πόλη της πέτρας και του γύψου.

Έφτασε στον παπά που περπατούσε στον κήπο του,

κι έβαλε ένα σκεφτικό βλέμμα στα μάτια του και μια θύμηση

ορισμένων επισκευών που έπρεπε να γίνουν στην εκκλησία.

Αναρωτήθηκε πόσο ν' άξιζε το μαργαριτάρι. Κι αναρωτήθηκε

αν είχε βαφτίσει το μωρό του Κίνο, ή αν τον είχε

καν παντρέψει. Το νέο έφτασε στους μαγαζάτορες, και κοίταξαν

τα αντρικά ρούχα που δεν πουλιόνταν και πολύ τελευταία.

Το νέο έφτασε στο γιατρό εκεί που καθόταν με μια γυναί-


-26-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


χα που η αρρώστια της ήταν η ηλικία, μόνο που ούτε κείνη

ούτε ο γιατρός δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Κι όταν έγινε

σαφές ποιος ήταν ο Κίνο, ο γιατρός έγινε αυστηρός και

συνετός ταυτόχρονα. «Είναι πελάτης μου» είπε ο γιατρός.

-Παρακολουθώ το παιδί του που το τσίμπησε σκορπιός».

Και τα μάτια του γιατρού γύρισαν λίγο προς τα πάνω μέσα

στα μαξιλαράκια τους και σκέφτηκε το Παρίσι. Θυμόταν το

δωμάτιο όπου είχε ζήσει εκεί σαν ένα μεγάλο και πολυτελές

διαμέρισμα, και θυμόταν τη γυναίκα με το σκληρό πρόσωπο

που είχε ζήσει μαζί του σαν ένα όμορφο και καλοσυνάτο

κορίτσι, μόλο που δεν ήταν κανένα απ' όλα αυτά τα πράγματα.

Ο γιατρός κοίταξε πέρα από τη γριά ασθενή του και

είδε τον εαυτό του, να κάθεται σ' ένα εστιατόριο στο Παρίσι

κι ένα γκαρσόνι ν' ανοίγει ένα μπουκάλι κρασί.

Το νέο έφτασε νωρίς στους ζητιάνους μπροστά στην εκκλησία,

και τους έκανε να χαχανίσουν λιγάκι από τη χαρά,

γιατί ήξεραν ότι δεν υπάρχει πιο απλόχερης άνθρωπος στον

κόσμο από το φτωχό που άνοιξε ξαφνικά η τύχη του.

Ο Κίνο βρήκε το Μαργαριτάρι του Κόσμου. Στην πόλη,

σε μικρά γραφεία, κάθονταν οι άντρες που αγόραζαν μαργαριτάρια

από τους ψαράδες. Περίμεναν στις καρέκλες

τους μέχρι που έρχονταν τα μαργαριτάρια και έπειτα κακάριζαν

και τσακώνονταν και φώναζαν και φοβέριζαν μέχρι

που έφταναν στην πιο χαμηλή τιμή που δεχόταν ο ψαράς.

Υπήρχε όμως μια τιμή κάτω από την οποία δεν τολμούσαν

να πέσουν γιατί είχε τύχει ένας ψαράς σε απόγνωση να χαρίσει

τα μαργαριτάρια του στην εκκλησία. Κι όταν τέλειωνε

η αγορά, οι αγοραστές εκείνοικάθονταν μόνοι και τα δάχτυλα

τους έπαιζαν ανήσυχα με τα μαργαριτάρια, και εύχονταν

να 'ταν δικά τους. Γιατί δεν υπήρχαν στ' αλήθεια

πολλοί αγοραστές -υπήρχε μόνο ένας, και είχε τους πράκτορες

αυτούς σε χωριστά γραφεία για να δίνει την εντύπωση

του ανταγωνισμού. Τα νέα έφτασαν στους άντρες αυ-


-27-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


τους, και τα μάτια τους στένεψαν, και οι άκρες των δαχτύλων

τους τους έκαψαν λίγο, κι ο καθένας σκέφτηκε ότι το

αφεντικό δε θα ζούσε αιώνια και κάποιος θα έπρεπε να πάρει

τη θέση του. Κι ο καθένας σκέφτηκε πως με λίγο κεφάλαιο

θα μπορούσε να κάνει ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Κάθε λογιών άνθρωποι ενδιαφέρθηκαν για το μαργαριτάρι

του Κίνο -άνθρωποι με πράγματα για πούλημα και άνθρωποι

που ήθελαν κάποια χάρη. Ο Κίνο είχε βρει το Μαργαριτάρι

του Κόσμου. Η ουσία του μαργαριταριού ανακατευόταν

με την ουσία των ανθρώπων κι έβγαινε ένα αλλόκοτο

σκούρο κατακάθι. Όλοι οι άνθρωποι συγγένεψαν

ξαφνικά με το μαργαριτάρι του Κίνο, και το μαργαριτάρι

του Κίνο μπήκε στα όνειρα, τους λογαριασμούς, τα σχέδια,

τα προγράμματα, το μέλλον, τις ευχές, τις ανάγκες, τις λαχτάρες,

τις πείνες του καθενός, και μόνο ένας άνθρωπος

στεκόταν εμπόδιο κι αυτός ήταν ο Κίνο, έτσι που κατά περίεργο

τρόπο έγινε εχθρός του καθενός. Τα νέα ανακίνησαν

κάτι άπειρα μαύρο και κακό στην πόλη· το μαύρο απόσταγμα

ήταν σαν το σκορπιό, ή σαν την πείνα στο άρωμα του

φαγητού ή σαν τη μοναξιά όταν σου αρνιούνται την αγάπη.

Οι φαρμακεροί σάκοι της πόλης άρχισαν να κατασκευάζουν

φαρμάκι, κι η πόλη φούσκωσε και πρήστηκε από την

πίεση του.

Ο Κίνο κι η Χουάνα όμως δεν τα 'ξεραν αυτά τα πράγματα.

Επειδή ήταν ευτυχισμένοι και συγκινημένοι, νόμιζαν

ότι όλοι συμμερίζονταν τη χαρά τους. Ο Χουάν Τομάς κι η

Απολόνια τη συμμερίζονταν, κι ήταν κι αυτοί κόσμος. Το

απόγευμα, όταν ο ήλιος είχε περάσει τα βουνά της Χερσονήσου

για να βυθιστεί στη θάλασσα, ο Κίνο κάθισε ανα-

κούρκουδα μπροστά στο σπίτι του με τη Χουάνα δίπλα του.

Κι η καλύβα ήταν γεμάτη γείτονες. Ο Κίνο κρατούσε το μεγάλο

μαργαριτάρι στο χέρι του κι ήταν ζεστό και ζωντανό

στη χούφτα του. Και η μουσική του μαργαριταριού είχε γί-


-28-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


νει ένα με τη μουσική της οικογένειας έτσι που η μια ομόρφαινε

την άλλη. Οι γείτονες κοίταζαν το μαργαριτάρι στο

χέρι του Κίνο κι αναρωτιόνταν πώς τόση τύχη μπορούσε να

έρθει σ' οποιονδήποτε.

Κι ο Χουάν Τομάς, που ήταν καθισμένος στα δεξιά του

Κίνο. γιατί ήταν αδερφός του, ρώτησε, «Τι θα κάνεις τώρα

που έγινεςπλούσιος;»

Ο Κίνο κοίταξε το μαργαριτάρι του, κι η Χουάνα κατέβασε

τις βλεφαρίδες και ταχτοποίησε το σάλι της έτσι που

να σκεπάζει το πρόσωπο της για να μη φαίνεται η συγκίνηση

της. Και στο πυράκτωμα του μαργαριταριού σχηματίστηκαν

οι εικόνες των πραγμάτων που το μυαλό του Κίνο

είχε σκεφτεί στο παρελθόν και που είχε απαρνηθεί σαν αδύνατα.

Στο μαργαριτάρι είδε τη Χουάνα και τον Κογιοτίτο

και τον εαυτό του να στέκονται και να γονατίζουν στην

αγία τράπεζα και να παντρεύονται τώρα που μπορούσαν να

πληρώσουν. Μίλησε σιγανά, «Θα παντρευτούμε -στην εκκλησία

».

Στο μαργαριτάρι είδε πώς ήταν ντυμένοι -η Χουάνα μ'

ένα σάλι τόσο καινούργιο που ήταν ατσάκιστο και καινούργια

φούστα και κάτω από τη μακριά φούστα ο Κίνο έβλεπε

ότι φορούσε παπούτσια. Ήταν στο μαργαριτάρι -η εικόνα

έλαμπε εκεί. Ο ίδιος ήταν ντυμένος με καινούργια άσπρα

ρούχα, και κρατούσε καινούργιο καπέλο -όχι από ψάθα

αλλά από λεπτή μαύρη τσόχα -και φορούσε κι εκείνος παπούτσια

-όχι σανδάλια αλλά παπούτσια με κορδόνια. Ο

Κογιοτίτο όμως -εκείνος ήταν- φορούσε μπλε ναυτικό κοστούμι

από την Αμερική κι ένα ναυτικό κασκέτο από κείνα

που είχε δει κάποτε ο Κίνο όταν ένα γιοτ είχε αράξει στον

Κόλπο. Όλα αυτά τα πράγματα ο Κίνο τα είδε στο στιλπνό

μαργαριτάρι και είπε, «Θα πάρουμε καινούργια ρούχα».

Κι η μουσική του μαργαριταριού υψώθηκε σα συγχορδία

από τρομπέτες στ' αυτιά του.


-29-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


Κι έπειτα στην όμορφη γκρίζα επιφάνεια του μαργαριτα-

ριού ήρθαν τα μικρά πράγματα που ήθελε ο Κίνο: ένα καμάκι

για ν' αντικαταστήσει εκείνο που είχε χάσει πριν από

ένα χρόνο, ένα καινούργιο σιδερένιο καμάκι μ' έναν κρίκο

στην άκρη του κονταριού· και -το μυαλό του με δυσκολία

έκανε το άλμα- ένα τουφέκι -αλλά γιατί όχι, μια και ήταν

τόσο πλούσιος. Κι ο Κίνο είδε τον Κίνο στο μαργαριτάρι,

τον Κίνο να κρατάει μια καραμπίνα Γουιντσέστερ. Ήταν

τρελά όνειρα και πολύ ευχάριστα. Τα χείλια του κουνήθηκαν

δισταχτικά, «Ένα τουφέκι» είπε. «Ίσως ένα τουφέκι».

Το τουφέκι ήταν εκείνο που έσπασε τους φραγμούς. Αυτό

ήταν κάτι το αδύνατο, κι αν μπορούσε να σκεφτεί ότι θ'

αποκτούσε τουφέκι, γκρέμιζε πια ολόκληρους ορίζοντες και

μπορούσε να προχωρήσει. Γιατί λένε ότι οι άνθρωποι δεν

είναι ποτέ ικανοποιημένοι, ότι τους δίνεις ένα πράγμα και

θέλουν κάτι ακόμα. Κι αυτό το λένε υποτιμητικά, ενώ είναι

ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του ανθρώπινου είδους κι

εκείνο που το έκανε ανώτερο από τα ζώα που είναι ικανοποιημένα

μ' αυτά που έχουν.

Οι γείτονες, στριμωγμένοι και σιωπηλοί μέσα στο σπίτι,

κούνησαν τα κεφάλια τους με τις τρελές του φαντασιώσεις.

Κι ένας άντρας πίσω πίσω μουρμούρισε, «Τουφέκι. Θα πάρει

τουφέκι».

Αλλά η μουσική του μαργαριταριού αντηχούσε θριαμβευτικά

στην ψυχή του Κίνο. Η Χουάνα σήκωσε τα μάτια, και

είχαν γουρλώσει με το θάρρος του Κίνο και με τη φαντασία

του. Μια ηλεκτρική δύναμη τον είχε πλημμυρίσει τώρα που

είχαν ανοίξει οι ορίζοντες. Στο μαργαριτάρι είδε τον Κογιοτίτο

να κάθεται σ' ένα μικρό θρανίο σ' ένα σχολείο,

ακριβώς όπως το είχε δει μια φορά ο Κίνο από μια ανοιχτή

πόρτα. Κι ο Κογιοτίτο φορούσε σακάκι, και άσπρο κολάρο

και πλατιά μεταξωτή γραβάτα. Επιπλέον, ο Κογιοτίτο

έγραφε πάνω σ' ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί. Ο Κίνο κοίταξε


-30-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


άγρια τους γείτονες τους. «Ο γιος μου θα πάει σχολείο» είπε

κι οι γείτονες σώπασαν. Η Χουάνα νόμιζε ότι θα της κοπεί

η ανάσα. Τα μάτια της γυάλιζαν καθώς τον κοίταζε και

κοίταξε βιαστικά τον Κογιοτίτο στην αγκαλιά της για να δει

αν αυτό ήταν δυνατόν.

Το πρόσωπο του Κίνο όμως έλαμπε σαν του προφήτη. «Ο

γιος μου θα διαβάζει και θ' ανοίγει τα βιβλία, κι ο γιος μου

θα γράφει και θα ξέρει τη γραφή. Κι ο γιος μου θα κάνει

αριθμούς, κι αυτά τα πράγματα θα μας κάνουν ελεύθερους

γιατί εκείνος θα έχει γνώση -θα έχει γνώση και μέσα από

κείνον θα έχουμε γνώση κι εμείς». Και στο μαργαριτάρι ο

Κίνο είδε τον εαυτό του και τη Χουάνα να κάθονται δίπλα

στη φωτιά στην καλύβα, ενώ ο Κογιοτίτο διάβαζε από ένα

μεγάλο βιβλίο. «Αυτό θα κάνει το μαργαριτάρι» είπε ο Κίνο.

Και ποτέ δεν είχε πει τόσα λόγια στη ζωή του. Και ξαφνικά

φοβήθηκε τις κουβέντες του. Έσφιξε τη γροθιά του

γύρω από το μαργαριτάρι και του έκοψε το φως. Ο Κίνο

φοβόταν όπως φοβάται ο άνθρωπος που λέει, «θα το κάνω

», δίχως να ξέρει.

Τώρα οι γείτονες κατάλαβαν ότι είχαν σταθεί μάρτυρες σ'

ένα μεγάλο θαύμα. Κατάλαβαν ότι ο χρόνος τώρα θα μετρούσε

από το μαργαριτάρι του Κίνο, κι ότι θα συζητούσαν

τη στιγμή αυτή για πολλά χρόνια. Αν τα πράγματα αυτά

συνέβαιναν, θα διηγούνταν πώς ήταν ο Κίνο και τι είχε πει,

και πώς γυάλιζαν τα μάτια του, και θα 'λεγαν, «Ήταν ένας

άνθρωπος μεταρσιωμένος. Κάποια δύναμη του είχε δοθεί,

κι εκεί άρχισε. Βλέπετε τι μεγάλος άντρας που έγινε, αρχινώντας

από τη στιγμή εκείνη. Και το είδα με τα μάτια μου».

Κι αν τα σχέδια του Κίνο αποτύχαιναν, οι ίδιοι αυτοί

γείτονες θα έλεγαν, «Εκεί άρχισε. Μια ανόητη τρέλα τον

πλημμύρισε έτσι που μίλησε ανόητα λόγια. Ο Θεός να μας

φυλάει από τέτοια πράγματα.Ναι, ο Θεός τιμώρησε τον

Κίνο γιατί επαναστάτησε ενάντια στην τάξη των πραγμά-


-31-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


των. Βλέπετε τι απέγινε. Κι είδα με τα μάτια μου τη στιγμή

που τον εγκατέλειψε η λογική του».

Ο Κίνο κοίταξε το κλεισμένο του χέρι και είχαν ξεραθεί

τα γδαρσιματα στους κόμπους της γροθιάς του και τον

έτσουζαν εκεί που είχε βροντήξει την πύλη.

Τώρα ερχόταν το σούρουπο. Κι η Χουάνα τύλιξε το σάλι

της κάτω από το μωρό έτσι που κρεμόταν πάνω στο γοφό

της, και πήγε στο λάκκο με τη φωτιά και ξέθαψε ένα κάρβουνο

από τις στάχτες και έσπασε μερικά κλαδάκια από

πάνω κι έκανε αέρα να ζωντανέψει η φλόγα. Οι μικρές

φλόγες χόρευαν πάνω στα πρόσωπα των γειτόνων. Ήξεραν

ότι έπρεπε να πάνε σπίτι τους για φαγητό, αλλά δεν έδειχναν

προθυμία να φύγουν.

Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, κι η φωτιά της Χουάνα έριχνε

σκιές στους τοίχους όταν ήρθε μέσα ο ψίθυρος, που πέρναγε

από στόμα σε στόμα. «Έρχεται ο Πάτερ -έρχεται ο παπάς

». Οι άντρες ξεσκέπασαν τα κεφάλια τους και έκαναν

πίσω, κι οι γυναίκες μάζεψαν τα σάλια τους γύρω από τα

πρόσωπα τους και χαμήλωσαν τα μάτια. Ο Κίνο κι ο Χουάν

Τομάς, ο αδερφός του, σηκώθηκαν όρθιοι. Ο παπάς μπήκε

μέσα -ένας γκριζομάλλης άντρας που είχε αρχίσει να γερνάει,

με γερασμένο δέρμα και νεανικά διαπεραστικά μάτια.

Παιδιά, θεωρούσε τους ανθρώπους αυτούς, και τους φερόταν

σαν παιδιά.

«Κίνο» είπε σιγανά, «έχεις τ' όνομα ενός μεγάλου άντρα

-κι ενός μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας». Το έκανε ν'

ακούγεται σαν ευλογία. «Ο συνονόματος σου δάμασε την

έρημο και γλύκανε το νου του λαού σου, το ήξερες αυτό; Το

γράφουν τα βιβλία».

Ο Κίνο έριξε μια γρήγορη ματιά στο κεφάλι του Κογιοτίτο,

εκεί που ήταν κρεμασμένος στο γοφό της Χουάνα. Μια

μέρα, έλεγε το μυαλό του, το αγόρι τούτο θα ξέρει ποια

πράγματα ήταν στα βιβλία και ποια πράγματα δεν ήταν. Η


-32-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


μουσική είχε φύγει από το κεφάλι του Κίνο, αλλά τώρα,

αραιά, αργά, η μελωδία του πρωινού, η μουσική του κακού,

του εχθρού αντήχησε, αλλά ήταν αμυδρή και αδύναμη.

Κι ο Κίνο κοίταξε τους γείτονες του για να δει ποιος θα

μπορούσε να είχε φέρει μέσα αυτό το τραγούδι.

Ο παπάς όμως μιλούσε πάλι. «Έμαθα ότι βρήκες μια μεγάλη

περιουσία, ένα μεγάλο μαργαριτάρι».

Ο Κίνο άνοιξε το χέρι του και το άπλωσε, και του ιερέα

του κόπηκε λίγο η ανάσα με το μέγεθος και την ομορφιά

του μαργαριταριού. Κι έπειτα είπε, «Ελπίζω ότι θα θυμηθείς

να ευχαριστήσεις, τέκνον μου, Εκείνον που σου έδωσε

αυτό το θησαυρό, και να προσευχηθείς για καθοδήγηση στο

μέλλον».

Ο Κίνο κούνησε αμίλητος το κεφάλι, κι η Χουάνα είπε

σιγανά. «Θα το κάνουμε, Πάτερ. Και θα παντρευτούμε τώρα.

Το είπε ο Κίνο». Κοίταξε τους γείτονες για επιβεβαίωση,

κι εκείνοι κούνησαν επίσημα το κεφάλι.

Ο ιερέας είπε, «Είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς ότι οι

πρώτες σας σκέψεις είναι καλές σκέψεις. Ο Θεός να σας ευλογεί,

τέκνα μου». Έκανε μεταβολή κι έφυγε ήσυχα, κι οι

άνθρωποι τον άφησαν να περάσει.

Αλλά το χέρι του Κίνο έκλεισε πάλι σφιχτά γύρω από το

μαργαριτάρι, και έριχνε γύρω του ματιές γεμάτες υποψία,

γιατί το κακό τραγούδι ήταν στ' αυτιά του, τσιρίζοντας

ενάντια στη μουσική του μαργαριταριού.

Οι γείτονες ξεκίνησαν για τα σπίτια τους κι η Χουάνα

κάθισε δίπλα στη φωτιά κι έβαλε την πήλινη χύτρα με τα

βραστά φασόλια πάνω στη μικρή φλόγα. Ο Κίνο πήγε στο

κατώφλι και κοίταξε έξω. Όπως πάντα, μύριζε τον καπνό

από πολλές φωτιές κι έβλεπε τα θολά αστέρια κι ένιωθε την

υγρασία του νυχτερινού αέρα και σκέπασε τη μύτη του για

να τον αποφύγει. Ο αδύνατος σκύλος τον πλησίασε και τινάχτηκε

για να τον χαιρετήσει σα λάβαρο που το φυσούσε ο


-33-


3.

Το μαργαριτάρι


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


αγέρας, κι ο Κίνο τον κοίταξε και δεν τον είδε. Είχε ανοίξει

τους ορίζοντες κι είχε βρεθεί σ' έναν κρύο και μοναχικό τόπο.

Ένιωθε μόνος κι απροστάτευτος, και τα τριζόνια και

τα βατράχια που έκρωζαν έμοιαζαν να φέρνουν τη μελωδία

του κακού. Ο Κίνο ανατρίχιασε λίγο και τράβηξε την κουβέρτα

του πιο σφιχτά πάνω στη μύτη του. Είχε το μαργαριτάρι

ακόμα στο χέρι του, σφιχτά κλεισμένο στην παλάμη

του, κι ήταν ζεστό και λείο πάνω στο πετσί του.

Πίσω του άκουσε τη Χουάνα να πλάθει τις πίτες για να

τις βάλει πάνω στο πήλινο ταψί. Ο Κίνο ένιωσε όλη τη ζεστασιά

και την ασφάλεια της οικογένειας του πίσω του, και

το Τραγούδι της Οικογένειας ήρθε από πίσω του σα ρου-

θούνισμα γατιού. Αλλά τώρα, λέγοντας πώς θα ήταν το

μέλλον του, το είχε πλάσει. Το σχέδιο είναι αληθινό πράγμα,

και τα πράγματα που προβάλλεις τα νιώθεις. Όταν

έχεις κάνει ένα σχέδιο και το έχεις οραματιστεί, γίνεται

πραγματικότητα μαζί με άλλες πραγματικότητες -που ποτέ

δεν καταστρέφεται αλλά εύκολα απειλείται. Έτσι το μέλλον

του, Κίνο ήταν αληθινό, αλλά αφού το είχε στήσει, άλλες

δυνάμεις είχαν στηθεί για να το καταστρέψουν, κι αυτό το

ήξερε, και γι' αυτό έπρεπε να ετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει

την επίθεση. Και το ήξερε κι αυτό ο Κίνο -ότι οι θεοί

δεν αγαπάνε τα σχέδια των ανθρώπων, κι οι θεοί δεν αγαπάνε

την επιτυχία εκτός κι αν έρχεται τυχαία. Ήξερε ότιοι

θεοί παίρνουν εκδίκηση από έναν άντρα αν πετυχαίνει από

δικές του προσπάθειες. Κατά συνέπεια ο Κίνο φοβόταν τα

σχέδια, αλλά αφού είχε κάνει ένα, δε μπορούσε να το καταστρέψει

πια. Και για ν' αντιμετωπίσει την επίθεση ο Κίνο

σκλήραινε κιόλας το πετσί του ενάντια στον κόσμο. Τα μάτια

του και το μυαλό του έψαχναν να βρουν τον κίνδυνο

πριν εμφανιστεί..·

Καθώς στεκόταν στην πόρτα, είδε δυο άντρες να πλησιάζουν

· κι ο ένας τους κρατούσε ένα φανάρι που φώτιζε το


-34-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


χώμα και τα πόδια των αντρών. Μπήκαν μέσα από το

άνοιγμα του φράχτη του Κίνο και πλησίασαν την πόρτα

του. Κι ο Κίνο είδε ότι ο ένας ήταν ο γιατρός κι ο άλλος ο

υπηρέτης που είχε ανοίξει την πόρτα το πρωί. Τα γδαρσί-

ματα στο δεξί χέρι του Κίνο άρχισαν να τον καίνε όταν είδε

ποιοι ήταν.

Ο γιατρός είπε, «Δεν ήμουν εκεί όταν ήρθες το πρωί. Τώρα

όμως, με την πρώτη ευκαιρία, ήρθα να δω το μωρό».

Ο Κίνο στεκόταν στην πόρτα, γεμίζοντας την, και το μίσος

λύσσαγε κι έκαιγε πίσω από τα μάτια του, κι ο φόβος

επίσης, γιατί οι εκατοντάδες χρόνια υποταγής ήταν βαθιά

χαραγμένα μέσα του.

«Το μωρό είναι σχεδόν καλά τώρα» είπε απότομα.

Ο γιατρός χαμογέλασε, αλλά τα μάτια του στα λυμφατικά

τους μαξιλάρια δε χαμογέλασαν.

Είπε, «Καμιά φορά, φίλε μου, το τσίμπημα του σκορπιού

έχει περίεργη εξέλιξη. Υπάρχει μια φαινομενική βελτίωση,

κι έπειτα δίχως προειδοποίηση -πουφ!» Σούφρωσε τα χείλια

του κι έκανε μια μικρή έκρηξη για να δείξει πόσο γρήγορο

μπορούσε να είναι, και μετακίνησε τη μικρή μαύρη ιατρική

τσάντα του έτσι που το φως της λάμπας έπεσε πάνω

της, γιατί ήξερε ότι η φυλή του Κίνο αγαπάει τα εργαλεία

οποιασδήποτε τέχνης και τα εμπιστεύεται. «Καμιά φορά»

συνέχισε σε υγρό τόνο ο γιατρός, «καμιά φορά μένει ένα

ατροφικό πόδι ή τυφλό μάτι, ή καμπουριασμένη ράχη. Ω,

ξέρω το τσίμπημα του σκορπιού, φίλε μου, και μπορώ να το

γιατρέψω».

Ο Κίνο ένιωσε την οργή και το μίσος να λιώνουν και να

γίνονται φόβος. Δεν ήξερε, κι ίσως ετούτος ο γιατρός να

ήξερε. Και δε μπορούσε να ριψοκινδυνέψει ν' αναμετρήσει

τη βέβαιη άγνοια του ενάντια στην πιθανή γνώση του ανθρώπου

αυτού. Ήταν παγιδευμένος όπως ο λαός του ήταν

πάντα παγιδευμένος, και θα έμενε παγιδευμένος μέχρι που,


-35-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


όπως είχε πει, να μπορούσαν να βεβαιωθούν ότι τα πράγματα

στα βιβλία ήταν στ' αλήθεια στα βιβλία. Δε μπορούσε

να το ρισκάρει -όχι με τη ζωή ή την αρτιμέλεια του Κογιοτίτο.

Έκανε στο πλάι κι άφησε το γιατρό και τον άνθρωπο

του να μπουν στην καλύβα.

Η Χουάνα ανασηκώθηκε από τη φωτιά κι έκανε πίσω

βλέποντας τον να μπαίνει μέσα, και σκέπασε το πρόσωπο

του μωρού με τα κρόσια από το σάλι της. Κι όταν ο γιατρός

την πλησίασε κι άπλωσε το χέρι του, έσφιξε το μωρό στην

αγκαλιά της και κοίταξε τον Κίνο εκεί που στεκόταν με τις

σκιές από τη φωτιά να πηδάνε στο πρόσωπο του.

Ο Κίνο κούνησε το κεφάλι και μόνο τότε άφησε το γιατρό

να πιάσει το μωρό.

«Κράτα το φως» είπε ο γιατρός, κι όταν ο υπηρέτης σήκωσε

ψηλά το φανάρι, ο γιατρός κοίταξε για μια στιγμή την

πληγή στον ώμο του μωρού. Έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή

κι έπειτα σήκωσε το βλέφαρο του μωρού και κοίταξε το

βολβό του ματιού. Κούνησε το κεφάλι του ενώ ο Κογιοτίτο

πάλευε να του ξεφύγει.

«Είναι όπως το φαντάστηκα» είπε. «Το δηλητήριο πήγε

προς τα μέσα και θα χτυπήσει σύντομα. Έλα να δεις!» Κατέβασε

το βλέφαρο. «Βλέπεις -είναι μελανιασμένο». Κι ο

Κίνο, κοιτάζοντας ανήσυχα, είδε πραγματικά ότι ήταν λίγο

μαβί. Και δεν ήξερε εάν ήταν πάντα λίγο μαβί ή όχι. Αλλά

η παγίδα είχε στηθεί. Δε μπορούσε να το ρισκάρει.

Τα μάτια του γιατρού νερούλιασαν στα μαξιλαράκια

τους. «Θα του δώσω κάτι για να προσπαθήσουμε ν' απομακρύνουμε

το δηλητήριο» είπε. Κι έδωσε το μωρό στον Κίνο.

Έπειτα από την τσάντα του έβγαλε μια μικρή μποτίλια με

άσπρη σκόνη και μια κάψουλα από ζελατίνη. Γέμισε την

κάψουλα με τη σκόνη και την έκλεισε κι έπειτα γύρω από

την πρώτη κάψουλα έβαλε μια δεύτερη και την έκλεισε.

Έπειτα δούλεψε πολύ επιδέξια. Πήρε το μωρό και τσίμπη-


-36-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


σε το κάτω χείλι του μέχρι που άνοιξε το στόμα του. Τα παχιά

του δάχτυλα τοποθέτησαν την κάψουλα στη γλώσσα του

μωρού, προς το βάθος πέρα από το σημείο που θα μπορούσε

να τη φτύσει, κι έπειτα από το πάτωμα σήκωσε τη μικρή

κανάτα με το πούλκε κι έδωσε στον Κογιοτίτο να πιει και

τελείωσε. Κοίταξε πάλι το βολβό του μωρού και σούφρωσε

τα χείλια του κι έμοιαζε να σκέφτεται.

Τέλος έδωσε το μωρό πίσω στη Χουάνα και στράφηκε

στον Κίνο. «Νομίζω ότι το δηλητήριο θα επιτεθεί μέσα σε

μια ώρα» είπε. «Το φάρμακο μπορεί να σώσει το μωρό, αλλά

εγώ θα ξανάρθω σε μια ώρα. Ίσως προλάβω να το σώσω

». Πήρε βαθιά ανάσα και βγήκε από την καλύβα κι ο

υπηρέτης του τον ακολούθησε με το φανάρι.

Τώρα η Χουάνα είχε το μωρό κάτω από το σάλι της, και

το κοίταζε με ανησυχία και φόβο. Ο Κίνο την πλησίασε και

σήκωσε το σάλι και κοίταξε κι αυτός το μωρό. Σήκωσε το

χέρι του για να κοιτάξει κάτω από το βλέφαρο και τότε μόνο

είδε ότι το μαργαριτάρι ήταν ακόμα στο χέρι του. Τότε

πήγε σ' ένα κουτί κοντά στον τοίχο κι απ' αυτό έφερε ένα

κουρέλι. Τύλιξε το μαργαριτάρι στο κουρέλι, έπειτα πήγε

στη γωνιά της καλύβας και άνοιξε μια τρύπα με τα δάχτυλα

του στο χωμάτινο δάπεδο, και έβαλε το μαργαριτάρι στην

τρύπα και το σκέπασε και έκρυψε το μέρος. Και έπειτα πήγε

στη φωτιά όπου ήταν καθισμένη η Χουάνα και παρακολουθούσε

το πρόσωπο του μωρού.

Ο γιατρός, πίσω στο σπίτι του, βολεύτηκε στην πολυθρόνα

του και κοίταξε το ρολόι του. Οι άνθρωποι του του έφεραν

ένα ελαφρό δείπνο από σοκολάτα και κέικ και φρούτα

και κοίταξε το φαγητό με δυσαρέσκεια.

Στα σπίτια των γειτόνων το θέμα που θα κυριαρχούσε σ'

όλες τις συζητήσεις για πολύ καιρό ακόμα αναφέρθηκε για

πρώτη φορά για να δουν πώς θα πήγαινε. Οι γείτονες έδειχναν

ο ένας στον άλλο με τα δάχτυλα τους πόσο μεγάλο


-37-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


ήταν το μαργαριτάρι, κι έκαναν μικρές χαϊδευτικές χειρονομίες

για να δείξουν πόσο ωραίο ήταν. Από δω και στο

εξής θα παρακολουθούσαν πολύ στενά τον Κίνο και τη

Χουάνα για να δουν αν θα τους ξεμυάλιζαν τα πλούτη

όπως ξεμυαλίζουν όλους τους ανθρώπους. Όλοι ήξεραν

γιατί είχε έρθει ο γιατρός. Δεν ήταν καλός υποκριτής και

τον καταλάβαιναν πολύ καλά.

Έξω στον Κόλπο ένα πυκνό κοπάδι μικρά ψάρια άστραψε

κι έσκισε το νερό για να γλιτώσει από ένα κοπάδι μεγάλα

ψάρια που είχαν πλησιάσει να τα φάνε. Και στα σπίτια

οι άνθρωποι άκουγαν το σουρσούρισμα των μικρών και τον

παφλασμό των μεγάλων καθώς η σφαγή συνεχιζόταν. Η

υγρασία υψώθηκε από τον Κόλπο και κάθισε στους θάμνους

και τους κάκτους και τα μικρά δέντρα σε αλμυρές

σταγόνες. Και τα ποντίκια της νύχτας σέρνονταν στο χώμα

και τα μικρά γεράκια της νύχτας τα κυνηγούσαν σιωπηλά.

Το κοκαλιάρικο μαύρο κουτάβι με τους λεκέδες της φωτιάς

πάνω από τα μάτια του ήρθε στην πόρτα του Κίνο και

κοίταξε μέσα. Παραλίγο να ξεβιδωθεί από το τρεμούλιασμα

όταν το κοίταξε ο Κίνο, και ηρέμησε μόνο όταν ο Κίνο κοίταξε

αλλού. Το κουτάβι δε μπήκε στο σπίτι, αλλά παρακολουθούσε

με ξέφρενο ενδιαφέρον ενώ ο Κίνο έτρωγε τα φασόλια

του από το μικρό πήλινο πιάτο που το σκούπισε μ'

ένα κομμάτι καλαμποκόψωμο και ξέπλυνε το στόμα του πίνοντας

λίγο πούλκε.

Ο Κίνο είχε τελειώσει και έστριβε ένα τσιγάρο όταν η

Χουάνα μίλησε απότομα. «Κίνο». Της έριξε μια ματιά κι

έπειτα σηκώθηκε και την πλησίασε γρήγορα γιατί έβλεπε το

φόβο στα μάτια της. Στάθηκε από πάνω της κοιτάζοντας

προς τα κάτω, αλλά το φως ήταν πολύ αχνό. Κλότσησε ένα

δεμάτι φρύγανα στο λάκκο της φωτιάς για να φουντώσει

και τότε είδε το πρόσωπο του Κογιοτίτο. Το πρόσωπο του

μωρού ήταν ξαναμμένο και το λαρύγγι του ανεβοκατέβαινε


-38-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


κι ένα παχύ ρυάκι σάλιο έβγαινε από τα χείλια του. Οι

σπασμοί των μυώνων του στομαχιού άρχισαν, και το μωρό

έκανε εμετό.

Ο Κίνο γονάτισε δίπλα στη γυναίκα του. «Ώστε ο γιατρός

ήξερε» είπε, αλλά το είπε για τον εαυτό του όσο και

για τη γυναίκα του, γιατί το μυαλό του ήταν σκληρό και δύσπιστο

και θυμόταν την άσπρη σκόνη. Η Χουάνα κουνιόταν

πέρα δώθε και

βογκούσε τραγουδώντας το μικρό Τραγούδι


της Οικογένειας, λες και θα μπορούσε ν' αποτρέψει τον κίνδυνο

και το μωρό έκανε εμετό και σπαρταρούσε στην αγκαλιά

της. Τώρα η αβεβαιότητα πλημμύρισε τον Κίνο, και η

μουσική του κακού έσφυζε στο κεφάλι του και παραλίγο να

διώξει το τραγούδι της Χουάνα.

Ο γιατρός τέλειωσε τη σοκολάτα του και μασούλησε τα

μικρά κομματάκια από το γλυκό που είχαν πέσει κάτω.

Σκούπισε τα δάχτυλα του σε μια πετσέτα, κοίταξε το ρολόι

του, σηκώθηκε και πήρε την τσάντα του.

Τα νέα της αρρώστιας του μωρού ταξίδεψαν γρήγορα

ανάμεσα στα καλύβια, γιατί την αρρώστια μόνο η πείνα την

ξεπερνάει σαν εχθρός της φτωχολογιάς. Και μερικοί είπαν

σιγανά, «Η τύχη, βλέπετε, φέρνει πικρούς φίλους». Και

κούνησαν το κεφάλι και σηκώθηκαν να πάνε στο σπίτι του

Κίνο. Οι γείτονες έτρεξαν με σκεπασμένες μύτες μέσα από

το σκοτάδι μέχρι που συνωστίστηκαν πάλι μέσα στο σπίτι

του Κίνο. Στέκονταν και κοίταζαν, κι έκαναν μικρά σχόλια

για το πόσο θλιβερό ήταν που αυτό το πράγμα τύχαινε σε

μια ώρα χαράς, και είπαν, «Όλα βρίσκονται στα χέρια του

Θεού». Οι γριές γονάτισαν δίπλα στη Χουάνα για να προσπαθήσουν

να της δώσουν βοήθεια αν μπορούσαν και παρηγοριά

αν δε μπορούσαν.

Τότε ο ίδιος ο γιατρός μπήκε βιαστικά μέσα, με τον άνθρωπο

του από πίσω του. Έκανε τις γριές να σκορπίσουν

σαν κοτόπουλα. Πήρε το μωρό και το εξέτασε και ψαχούλε-


-39-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


ψε το κεφάλι του. «Το δηλητήριο εκδηλώθηκε» είπε. «Νομίζω

ότι μπορώ να το νικήσω. Θα κάνω ό,τι μπορώ». Ζήτησε

νερό και στο φλιτζάνι έβαλε τρεις σταγόνες αμμωνία, και

ανάγκασε το μωρό ν' ανοίξει το στόμα του και του το έχυσε

μέσα. Το μωρό έφτυνε και τσίριζε με τη θεραπεία, κι η

Χουάνα το κοίταζε με κυνηγημένο βλέμμα. Ο γιατρός μιλούσε

λίγο καθώς δούλευε. «Ευτυχώς που ξέρω για το φαρμάκι

του σκορπιού, αλλιώς -» και σήκωνε τους ώμους για

να δείξει τι θα μπορούσε να είχε συμβεί.

Ο Κίνο όμως είχε τις υποψίες του και δε μπορούσε να

τραβήξει τα μάτια του από την ανοιχτήτσάντα του γιατρού

και από τη μποτίλια με την άσπρη σκόνη εκεί μέσα. Λίγο λίγο

οι σπασμοί ατόνισαν και το μωρό χαλάρωσε κάτω από

τα χέρια του γιατρού. Και τότε ο Κογιοτίτο αναστέναξε βαθιά

κι αποκοιμήθηκε, γιατί είχε εξαντληθεί πολύ από τον

εμετό.

Ο γιατρός έβαλε το μωρό στην αγκαλιά της Χουάνα. «Θα

γίνει καλά τώρα» είπε. «Κέρδισα τη μάχη». Και η Χουάνα

τον κοίταξε με λατρεία.

Ο γιατρός έκλεινε την τσάντα του τώρα. Είπε, «Πότε νομίζεις

ότι μπορείς να πληρώσεις αυτό το λογαριασμό;» Το

είπε μάλιστα καλοσυνάτα.

«Όταν πουλήσω το μαργαριτάρι μου θα σε πληρώσω» είπε

ο Κίνο.

«Έχεις μαργαριτάρι; Καλό μαργαριτάρι;» ρώτησε μ' ενδιαφέρον

ο γιατρός.

Και τότε η χορωδία των γειτόνων τους διέκοψε. «Βρήκε

το Μαργαριτάρι του Κόσμου» φώναξαν κι ένωσαν το δείχτη

με τον αντίχειρα για να δείξουν πόσο μεγάλο ήταν το μαργαριτάρι.

«Ο Κίνο θα γίνει πλούσιος» φώναξαν. «Τέτοιο μαργαριτάρι

δεν έχει ξαναδεί κανείς».

Ο γιατρός φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Δεν το είχα ακούσει.


-40-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


Έχεις το μαργαριτάρι σε ασφαλές μέρος; Μήπως θέλεις να

το βάλω στο χρηματοκιβώτιο μου;»

Τα μάτια του Κίνο ήταν κουκουλωμένα τώρα, τα μάγουλα

του είχαν τεντωθεί. «Το έχω ασφαλισμένο» είπε. «Αύριο

θα το πουλήσω και τότε θα σε πληρώσω».

Ο γιατρός σήκωσε τους ώμους, και τα υγρά του μάτια δεν

άφησαν στιγμή τα μάτια του Κίνο. Ήξερε ότι το μαργαριτάρι

θα ήταν θαμμένο στο σπίτι και έλπιζε ότι ίσως ο Κίνο

να κοίταζε προς το μέρος όπου ήταν θαμμένο. «Θα ήταν

κρίμα να σου το κλέψουν πριν μπορέσεις να το πουλήσεις»

είπε ο γιατρός, και είδε τα μάτια του Κίνο να τινάζονται

άθελα του προς το πάτωμα κοντά στην κολόνα της καλύβας.

Όταν ο γιατρός έφυγε κι όλοι οι γείτονες γύρισαν απρόθυμα

στα σπίτια τους, ο Κίνο κάθισε κοντά στα μικρά κάρβουνα

που έλαμπαν στη φωτιά και αφουγκράστηκε τους

ήχους της νύχτας, το σιγανό παφλασμό των μικρών κυμάτων

στην ακτή και το μακρινό γάβγισμα των σκυλιών, την

αύρα να σέρνεται μέσα από τη στέγη της καλύβας και τις

χαμηλόφωνες κουβέντες των γειτόνων του στα σπίτια τους

στο χωριό. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν κοιμούνται βαθιά

όλη νύχτα· ξυπνάνε κατά διαστήματα και κουβεντιάζουν

λίγο κι έπειτα αποκοιμιούνται πάλι. Και μετά από λίγο ο

Κίνο σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα του σπιτιού του.

Οσμίστηκε την αύρα κι αφουγκράστηκε για οποιοδήποτε

κλεφτό ή ανεπαίσθητο ξένο ήχο και τα μάτια του έψαξαν το

σκοτάδι, γιατί η μουσική του κακού αντηχούσε στο μυαλό

του κι ήταν αγριεμένος και φοβισμένος. Αφού έψαξε τη νύχτα

με τις αισθήσεις του πήγε στο σημείο κοντά στην κολόνα

όπου ήταν θαμμένο το μαργαριτάρι και το ξέθαψε και το

έφερε στην ψάθα του και κάτω από την ψάθα του άνοιξε

μια άλλη μικρή τρύπα στο χωμάτινο δάπεδο και έθαψε το

μαργαριτάρι του και το σκέπασε πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου