-61-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
τρόμο για μια στιγμή, κι έπειτα τα χείλια της τραβήχτηκαν
από τα δόντια της σαν τα χείλια της γάτας. Άφησε τον Κογιοτίτο
στο χώμα. Άρπαξε μια πέτρα από το λάκκο της φωτιάς
κι όρμησε έξω, αλλά όλα είχαν κιόλας τελειώσει. Ο Κίνο
ήταν ξαπλωμένος στο χώμα και προσπαθούσε να σηκωθεί
και δεν υπήρχε κανένας δίπλα του. Μόνο οι σκιές και το
χτύπημα και το θρόισμα του κύματος και το σφύριγμα της
απόστασης. Αλλά το κακό ήταν ολόγυρα, κρυμμένο πίσω
από το φράχτη, κουρνιασμένο δίπλα στο σπίτι στη σκιά, να
πλανιέται στον αέρα.
Η Χουάνα άφησε την πέτρα της να πέσει, και αγκάλιασε
τον Κίνο και τον βοήθησε να σηκωθεί και τον στήριξε να
μπει στο σπίτι. Αίμα κυλούσε πηχτό από το κεφάλι του κι
είχε μια μακριά βαθιά μαχαιριά στο μάγουλο του από το
αυτί μέχρι το σαγόνι, μια βαθιά χαρακιά που αιμορραγούσε.
Κι ο Κίνο ήταν μισολιπόθυμος. Κουνούσε το κεφάλι του
πέρα δώθε. Το πουκάμισο του είχε σκιστεί και τα ρούχα
του ήταν μισοβγαλμένα. Η Χουάνα τον έβαλε να καθίσει
στην ψάθα του και σκούπισε το πηχτό αίμα από το πρόσωπο
του με τη φούστα της. Του έφερε πούλκε να πιει σε μια
μικρή
κανάτα, και εκείνος εξακολουθούσε να τινάζει το κεφάλι
του για να διώξει το σκοτάδι.
«Ποιος;» ρώτησε η Χουάνα.
«Δεν ξέρω» είπε ο Κίνο, «δεν είδα».
Τώρα η Χουάνα έφερε το πήλινο δοχείο με το νερό και
έπλυνε το κόψιμο στο πρόσωπο του ενώ εκείνος κοίταζε ζαλισμένος
ίσια μπροστά του.
«Κίνο, άντρα μου» φώναξε. Τα μάτια του κοίταζαν κάπου
πέρα απ' αυτήν. «Κίνο, μ' ακούς;»
«Σ' ακούω» είπε.
«Κίνο, αυτό το μαργαριτάρι είναι κακό. Ας το καταστρέψουμε
πριν μας καταστρέψει αυτό. Ας το συντρίψουμε ανάμεσα
σε δυο πέτρες. Ας -ας το πετάξουμε πίσω στη θάλασ-
-62-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
σα όπου ανήκει. Κίνο, είναι κακό, είναι κακό!»
Και καθώς εκείνη μιλούσε, το φως ξαναγύρισε στα μάτια
του Κίνο έτσι που γυάλισαν άγρια και οι μύες του σκλήρυναν
και η θέληση του σκλήρυνε.
«Όχι» είπε. «Θα το παλέψω αυτό το πράγμα. Θα νικήσω.
Θα έχουμε την ευκαιρία μας». Η γροθιά του σφυροκόπησε
την ψάθα. «Κανένας δε θα μας πάρει την καλή μας τύχη
» είπε. Τα μάτια του μαλάκωσαν τότε και σήκωσε το χέρι
να χαϊδέψει τον ώμο της Χουάνα. «Πίστεψε με» είπε. «Είμαι
άντρας». Και το πρόσωπο του έγινε πονηρό.
«Το πρωί θα πάρουμε το κανό μας και θα πάμε πέρα από
τη θάλασσα και πίσω από τα βουνά στην πρωτεύουσα, εσύ
κι εγώ. Δε θα μας εξαπατήσουν. Είμαι άντρας».
«Κίνο» είπε εκείνη βραχνά. «Φοβάμαι. Ακόμα κι ένας
άντρας μπορεί να σκοτωθεί. Ας ξαναπετάξουμε το μαργαριτάρι
στη θάλασσα».
«Σώπα» είπε εκείνος άγρια. «Είμαι άντρας. Σώπα». Κι
έμεινε σιωπηλή, γιατί η φωνή του ήταν προσταγή. «Ας κοιμηθούμε
λίγο» είπε. «Μόλις χαράξει θα ξεκινήσουμε. Δε
φοβάσαι να πας μαζί μου;»
«Όχι, άντρα μου».
Τα μάτια του έπεσαν γλυκά και ζεστά πάνω της τότε, το
χέρι του άγγιξε το μάγουλο της. «Ας κοιμηθούμε λίγο» είπε.
-63-
5
Το φεγγάρι ανέτειλε αργά, λίγο πριν λαλήσει ο πρώτος κόκορας.
Ο Κίνο άνοιξε τα μάτια του στο σκοτάδι, γιατί διαισθάνθηκε
κάποια κίνηση κοντά του, αλλά δε σάλεψε. Μόνο
τα μάτια του έψαξαν το σκοτάδι, και στο χλομό φως του
φεγγαριού που έμπαινε μέσα από τις τρύπες στο καλύβι, ο
Κίνο είδε τη Χουάνα να σηκώνεται σιωπηλά από δίπλα του.
Την είδε να κινιέται προς τη φωτιά. Τόσο προσεχτικά δούλευε,
που άκουσε μόνο έναν ανεπαίσθητο ήχο όταν εκείνη
μετακίνησε την πέτρα στο λάκκο της φωτιάς. Κι έπειτα σα
σκιά γλίστρησε προς την πόρτα. Σταμάτησε για μια στιγμή
δίπλα στο κρεμαστό κουτί όπου κοιμόταν ο Κογιοτίτο, κι
έπειτα για ένα δευτερόλεπτο την είδε ξανά στο κατώφλι, κι
ύστερα η Χουάνα εξαφανίστηκε.
Κι η οργή φούντωσε μέσα στο στήθος του Κίνο. Σηκώθηκε
όρθιος και την ακολούθησε τόσο σιωπηλά όσο είχε περπατήσει
κι εκείνη, κι άκουγε τα γρήγορα βήματα της να πηγαίνουν
προς την αμμουδιά. Σιωπηλά την ακολούθησε και
ο νους του είχε πυρώσει από το θυμό. Εκείνη βγήκε από
τους θάμνους και προχώρησε σκοντάφτοντας στα μικρά κοτρόνια
προς το νερό, κι έπειτα τον άκουσε να έρχεται και
βάλθηκε να τρέχει. Το χέρι της είχε σηκωθεί για να πετάξει
όταν πήδηξε πάνω της και άρπαξε το χέρι της και την
ανάγκασε ν' αφήσει το μαργαριτάρι. Τη χτύπησε στο πρόσωπο
με τη σφιγμένη γροθιά του κι εκείνη έπεσε ανάμεσα
στις πέτρες και την κλότσησε στα πλευρά. Στο χλομό φως
-64-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
έβλεπε τα κυματάκια να σκάνε πάνω της και τη φούστα της
να επιπλέει κι έπειτα να κολλάει στα πόδια της όταν τραβιόταν
το νερό.
Ο Κίνο την κοίταξε κι έδειξε τα δόντια. Σφύριξε σα φίδι
και η Χουάνα τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα δίχως φόβο,
σαν πρόβατο μπροστά στο χασάπη. Ήξερε ότι υπήρχε
φόνος μέσα στην ψυχή του, και δεν πείραζε· το είχε δεχτεί
και δε θα αντιστεκόταν, ούτε καν θα διαμαρτυρόταν. Κι
έπειτα η οργή τον άφησε και μια αρρωστημένη αηδία την
αντικατέστησε. Έκανε μεταβολή και προχώρησε στην παραλία
και πέρα από τους θάμνους. Οι αισθήσεις του είχανε
στομώσει από τη συγκίνηση του.
Άκουσε το θρόισμα, έβγαλε το μαχαίρι του και όρμησε
σε μια σκοτεινή μορφή κι ένιωσε το μαχαίρι να βρίσκει το
στόχο του κι έπειτα έπεσε στα γόνατα κι έπειτα πάλι στο
χώμα. Άπληστα δάχτυλα έψαξαν τα ρούχα του, ξέφρενα
δάχτυλα τον έψαξαν, και το μαργαριτάρι, που του το είχαν
πετάξει από το χέρι, στραφτάλιζε δίπλα σ' ένα πετραδάκι
στο μονοπάτι. Γυάλιζε στο γλυκό φως του φεγγαριού.
Η Χουάνα σύρθηκε από τα βράχια στην άκρη του νερού.
Το πρόσωπο της ήταν ένας μουντός πόνος και το πλευρό
της πονούσε. Έμεινε γονατιστή για ένα διάστημα και η
υγρή φούστα της κολλούσε πάνω της. Δεν υπήρχε θυμός μέσα
της ενάντια στον Κίνο. Είχε πει, «Είμαι άντρας» κι αυτό
σήμαινε ορισμένα πράγματα για τη Χουάνα. Σήμαινε ότι
ήταν μισότρελος-μισόθεος. Σήμαινε ότι ο Κίνο θα έβαζε τη
δύναμη του ν' αντιμετωπίσει ένα βουνό και θα την έβαζε ν'
αντιμετωπίσει τη θάλασσα. Η Χουάνα, με τη γυναικεία ψυχή
της, ήξερε ότι το βουνό θ' άντεχε ενώ ο άντρας θα γινόταν
κομμάτια· ότι η θάλασσα θα φούσκωνε ενώ ο άντρας θα
πνιγόταν μέσα της. Κι ωστόσο αυτό ήταν που τον έκανε άντρα
μισ,ότρελο-μισόθεο, κι η Χουάνα είχε ανάγκη από έναν
άντρα· δε μπορούσε να ζήσει δίχως άντρα. Μόλο που ίσως
-65-
5.
Το μαργαριτάρι
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
να τη μπέρδευαν οι διαφορές αυτές ανάμεσα στον άντρα
και τη γυναίκα, τις ήξερε και τις δεχόταν και τις χρειαζόταν.
Φυσικά θα τον ακολουθούσε, δεν υπήρχε θέμα πάνω σ'
αυτό. Καμιά φορά η ποιότητα της γυναίκας, η λογική, η
επιφύλαξη, η αίσθηση της συντήρησης μπορούσαν να διαπεράσουν
τον ανδρισμό του Κίνο και να τους σώσουν
όλους. Σηκώθηκε με κόπο και βούτηξε τις παλάμες της στα
κυματάκια και ξέπλυνε το μωλωπισμένο της πρόσωπο με το
καυτερό αλμυρό νερό κι έπειτα βάλθηκε να σέρνεται στην
αμμουδιά για να βρει τον Κίνο.
Ένα κοπάδι σύννεφα είχαν έρθει στον ουρανό από το νότο.
Το χλομό φεγγάρι έκανε βουτιές ανάμεσα τους κι αναδυόταν
πάλι έτσι που η Χουάνα περπατούσε στο σκοτάδι
για μια στιγμή και στο φως την άλλη. Η ράχη της είχε λυγίσει
από τον πόνο και το κεφάλι της ήταν σκυμμένο. Πέρασε
μέσα από τους θάμνους όταν το φεγγάρι είχε κρυφτεί, κι
όταν ξαναβγήκε είδε το μεγάλο μαργαριτάρι να λαμπυρίζει
στο μονοπάτι πίσω από το βράχο. Έπεσε στα γόνατα και το
σήκωσε και το φεγγάρι μπήκε πάλι στο σκοτάδι των σύννεφων.
Η Χουάνα έμεινε γονατιστή ενώ ζύγιαζε μέσα της αν
έπρεπε να γυρίσει στη θάλασσα και να αποτελειώσει αυτό
που είχε αρχίσει και καθώς σκεφτόταν, το φως ήρθε πάλι κι
είδε δυο σκοτεινές μορφές ξαπλωμένες στο μονοπάτι μπροστά
της. Πήδηξε μπροστά και είδε ότι η μια ήταν ο Κίνο και
η άλλη ένας ξένος μ' ένα σκούρο γυαλιστερόυγρό να κυλάει
απ' το λαρύγγι του.
Ο Κίνο κουνήθηκε νωθρά, τα χέρια του και τα πόδια του
σάλεψαν σαν τα μέλη πατημένου εντόμου, κι ένα πηχτό
μουρμουρητό βγήκε από το στόμα του. Τώρα, μέσα σε μια
στιγμή, η Χουάνα κατάλαβε ότι η παλιά ζωή είχε χαθεί για
πάντα. Ο νεκρός άντρας στο μονοπάτι και το μαχαίρι του
Κίνο, με τη σκούρα λεπίδα δίπλα του, την έπεισαν. Όλη
την ώρα η Χουάνα προσπαθούσε να διασώσει κάτι από την
-66-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
παλιά γαλήνη, από τον καιρό πριν από το μαργαριτάρι.
Τώρα όμως είχε χαθεί και δεν υπήρχε τρόπος να ξαναβρεθεί.
Κι επειδή το ήξερε, εγκατέλειψε το παρελθόν αμέσως.
Δεν υπήρχε τίποτα να κάνουν πέρα από το να σωθούν οι
ίδιοι.
Ο πόνος, η βραδύτητα είχαν φύγει τώρα. Γρήγορα έσυρε
το νεκρό από το μονοπάτι στο καταφύγιο των θάμνων. Πήγε
στον Κίνο και έπλυνε το πρόσωπο του με τη μουσκεμένη
φούστα της. Είχε αρχίσει να συνέρχεται και βόγκηξε.
«Πήραν το μαργαριτάρι. Το έχασα. Τώρα όλα τέλειωσαν»
είπε. «Το μαργαριτάρι χάθηκε».
Η Χουάνα τον ησύχασε όπως θα ησύχαζε ένα άρρωστο
παιδί. «Σώπα» είπε. «Να το μαργαριτάρι σου. Το βρήκα
στο μονοπάτι. Μ' ακούς; Να το μαργαριτάρι σου. Καταλαβαίνεις;
Σκότωσες έναν άνθρωπο. Πρέπει να φύγουμε. Θα
έρθουν να μας πιάσουν, καταλαβαίνεις; Πρέπει να φύγουμε
πριν ξημερώσει».
«Μου επιτέθηκε» είπε αμήχανα ο Κίνο. «Χτύπησα για να
σώσω τη ζωή μου».
«Θυμάσαι χτες;» ρώτησε η Χουάνα. «Νομίζεις ότι αυτό
θα έχει σημασία; Θυμάσαι τους άντρες της πόλης; Νομίζεις
ότι η εξήγηση σου θα βοηθήσει;»
Ο Κίνο πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε να διώξει την
αδυναμία του. «Όχι» είπε. «Έχεις δίκιο». Και η θέληση
του σκλήρυνε και έγινε πάλι άντρας.
«Πήγαινε στο σπίτι μας και φέρε τον Κογιοτίτο» είπε,
«και φέρε όλο μας το καλαμπόκι. Θα ρίξω το κανό στο νερό
και θα φύγουμε».
Πήρε το μαχαίρι του και την άφησε. Προχώρησε σκοντάφτοντας
προς την αμμουδιά κι έφτασε στο κανό του. Κι
όταν το φως του φεγγαριού πέρασε πάλι από τα σύννεφα,
είδε ότι μια μεγάλη τρύπα είχε ανοιχτεί στον πάτο. Και μια
καυτή αγανάκτηση τον πλημμύρισε και του έδωσε δύναμη.
-67-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
Τώρα το σκοτάδι είχε αρχίσει να τυλίγει την οικογένεια
του- τώρα η κακιά μουσική γέμισε τη νύχτα, κρεμάστηκε
πάνω από τα μαγγρόβια, στρίγκλισε στο ρυθμό των κυμάτων.
Το κανό του παππού του, το χιλιοκαλαφατισμένο, το
είχαν τρυπήσει. Αυτό ήταν ένα κακό που ξεπερνούσε τη
σκέψη. Ο σκοτωμός ενός ανθρώπου δεν ήταν τέτοια αμαρτία
όσο ο σκοτωμός ενός σκάφους. Γιατί το σκάφος δεν έχει
γιους, και το σκάφος δε μπορεί να αμυνθείκαι το λαβωμένο
σκάφος δε μπορεί να γειάνει. Υπήρχε θλίψη στην οργή τού
Κίνο, αλλά το τελευταίο αυτό χτύπημα τον είχε τόσο σκληρύνει
που κανείς δε μπορούσε πια να τον σπάσει. Ήταν ένα
ζώο τώρα, για να κρυφτεί, για να επιτεθεί, και ζούσε μόνο
για να επιζήσει αυτός και η οικογένεια του. Δεν καταλάβαινε
τον πόνο στο κεφάλι του. Έφυγε από την ακτή και
πήγε προς το σπίτι του και δε σκέφτηκε να πάρει ένα από
τα κανό των γειτόνων του. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε η
ιδέα από το μυαλό του, όπως και δε θα σκεφτόταν ποτέ να
καταστρέψει ένα κανό.
Τα κοκόρια λαλούσαν και η αυγή δεν αργούσε πια. Καπνός
από τις πρώτες φωτιές πέρασε από τους τοίχους των
καλυβιών, και οι πρώτες μυρωδιές από τις καλαμποκόπιτες
που ψήνονταν γέμισαν τον αέρα. Ήδη τα πουλιά της αυγής
χοροπηδούσαν στους θάμνους. Το αδύναμο φεγγάρι έχανε
το φως του και τα σύννεφα πύκνωσαν κι έπειτα διαλύθηκαν
προς τα νότια. Ο άνεμος φύσηξε στον Κόλπο, ένας νευρικός,
ανήσυχος άνεμος με τη μυρωδιά της καταιγίδας στην
ανάσα του, κι υπήρχε αλλαγή κι αναστάτωση στην ατμόσφαιρα.
Ο Κίνο, προχωρώντας βιαστικά προς το σπίτι του, ένιωσε
να τον πλημμυρίζει μια αγαλλίαση. Τώρα δεν υπήρχε
σύγχυση στο νου του, γιατί μόνο ένα πράγμα μπορούσε να
κάνει, και το χέρι του Κίνο πήγε πρώτα στο μεγάλο μαργαριτάρι
στο πουκάμισο του και έπειτα στο μαχαίρι του που
-68-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
κρεμόταν κάτω από το πουκάμισο του.
Είδε μια μικρή λάμψη μπροστά του, κι έπειτα δίχως διακοπή
μια ψηλή φλόγα πήδησε στο σκοτάδι μ' ένα τρίξιμο κι
ένα βρυχηθμό, κι ένας ψηλός πύργος από φλόγες φώτισε το
μονοπάτι. Ο Κίνο άρχισε να τρέχει· ήταν η καλύβα του, το
ήξερε. Και ήξερε ότι τα σπίτια αυτά μπορούσαν να γίνουν
στάχτη μέσα σε πολύ λίγες στιγμές. Και καθώς έτρεχε, μια
άλλη μορφή έτρεξε προς το μέρος του -η Χουάνα, με τον
Κογιοτίτο στην αγκαλιά και την κουβέρτα του Κίνο σφιγμένη
στο χέρι της. Το μωρό βογκούσε από το φόβο και τα μάτια
της Χουάνα ήταν ορθάνοιχτα και τρομοκρατημένα. Ο
Κίνο έβλεπε ότι το σπίτι δεν υπήρχε πια και δεν έκανε καμιά
ερώτηση στη Χουάνα. Ήξερε, αλλά εκείνη του είπε,
«Τα 'χαν γκρεμίσει όλα κι είχαν σκάψει το πάτωμα κι ακόμα
και το κουτί του μωρού είχαν αναποδογυρίσει, και καθώς
κοίταζα, έβαλαν φωτιά απέξω».
Το άγριο φως του σπιτιού που καιγόταν φώτισε δυνατά
το πρόσωπο του Κίνο. «Ποιοι;» ζήτησε να μάθει.
«Δεν ξέρω» είπε. «Οι σκοτεινοί».
Οι γείτονες ξεχύνονταν βιαστικά από τα σπίτια τους τώρα,
και κοίταζαν τις σπίθες και τις ποδοπατούσαν για να
σώσουν τα δικά τους σπίτια. Ξαφνικά ο Κίνο φοβήθηκε. Το
φως τον έκανε να φοβάται. Θυμήθηκε τον άντρα που κείτονταν
νεκρός στους θάμνους δίπλα στο μονοπάτι και πήρε
τη Χουάνα από το μπράτσο και την τράβηξε στη σκιά ενός
σπιτιού μακριά από το φως, γιατί το φως ήταν κίνδυνος γι'
αυτόν. Για μια στιγμή έμεινε συλλογισμένος κι έπειτα πέρασε
από τις σκιές μέχρι που έφτασε στο σπίτι του Χουάν Τομάς,
του αδερφού του, και γλίστρησε στο κατώφλι και τράβηξε
τη Χουάνα μαζί του. Έξω, άκουγε τα σκληρίσματα
των παιδιών και τις κραυγές των γειτόνων, γιατί οι φίλοι
του νόμιζαν ότι ίσως να ήταν ακόμα μέσα στο σπίτι που
καιγόταν.
-69-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
Το σπίτι του Χουάν Τομάς ήταν σχεδόν ακριβώς πανομοιότυπο
με το σπίτι του Κίνο· σχεδόν όλα τα καλύβια ήταν
ίδια, κι όλα έσταζαν φως και αέρα, έτσι που η Χουάνα κι ο
Κίνο, καθισμένοι τη γωνιά του σπιτιού του αδερφού, έβλεπαν
μέσα από τον τοίχο τις φωτιές που πηδούσαν. Είδαν
τις φλόγες, ψηλές και μανιασμένες, είδαν τη στέγη να πέφτει
και είδαν τη φωτιά να σβήνει τόσο γρήγορα όσο μια
φωτιά από ξερόκλαδα. Άκουσαν τις προειδοποιήσεις των
φίλων τους, και τη στριγκιά, άγρια κραυγή της Απολόνια,
της γυναίκας του Χουάν Τομάς. Εκείνη, μια και ήταν η πιο
κοντινή συγγενισσα, ξεκίνησε το επίσημο μοιρολόι για τους
νεκρούς της οικογένειας. Η Απολόνια αντιλήφθηκε ότι φορούσε
το δεύτερο καλύτερο σάλι της και όρμησε στο σπίτι
για να πάρει το καινούργιο της. Καθώς έψαχνε σε μια κασέλα
κοντά στον τοίχο, η φωνή του Κίνο είπε σιγανά,
«Απολόνια, μη φωνάξεις. Δεν πάθαμε τίποτα».
«Πώς ήρθατε εδώ;» ζήτησε να μάθει εκείνη.
«Μη ρωτάς» είπε. «Πήγαινε τώρα στον Χουάν Τομάς και
φερ' τον εδώ και μην το πεις σε κανέναν άλλο. Έχει σημασία
για μας, Απολόνια».
Σταμάτησε, με τα χέρια κρεμασμένα μπροστά της, κι
έπειτα, «Ναι, κουνιάδε μου» είπε.
Σε μερικά λεπτά ο Χουάν Τομάς γύρισε πίσω μαζί της.
Άναψε ένα κερί και τους πλησίασε εκεί που ήταν κουρνιασμένοι
σε μια γωνιά και είπε, «Απολόνια, πήγαινε στην
πόρτα και μην αφήσεις να μπει κανένας». Ήταν πιο μεγάλος,
ο Χουάν Τομάς, και πήρε την πρωτοβουλία. «Λοιπόν,
αδερφέ μου» είπε.
«Μου επιτέθηκαν στο σκοτάδι» είπε ο Κίνο. «Και στην
πάλη πάνω σκότωσα έναν άνθρωπο».
«Ποιον;» ρώτησε γρήγορα ο Χουάν Τομάς.
«Δεν ξέρω. Είναι όλα σκοτάδι -όλα σκοτάδι και σχήμα
σκοταδιού».
-70-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
«Είναι το μαργαριτάρι» είπε ο Χουάν Τομάς. «Υπάρχει
ένας διάβολος σ' αυτό το μαργαριτάρι. Θα έπρεπε να το είχες
πουλήσει και να είχες δώσει αλλού το διάβολο. Ίσως να
μπορείς ακόμα να το πουλήσεις και ν' αγοράσεις γαλήνη
για σένα».
Κι ο Κίνο είπε, «Ω αδερφέ μου, μου έγινε μια προσβολή
που είναι πιο βαθιά από τη ζωή μου. Γιατί στην αμμουδιά
το κανό μου είναι σπασμένο, το σπίτι μου κάηκε και στους
θάμνους είναι ξαπλωμένος ένας άντρας νεκρός. Μας έχουν
αποκόψει κάθε δρόμο διαφυγής. Πρέπει να μας κρύψεις,
αδερφέ μου».
Κι ο Κίνο, που κοίταζε προσεχτικά, είδε βαθιά στεναχώρια
να έρχεται στα μάτια του αδερφού του και πρόλαβε την
πιθανή του άρνηση. «Όχι για πολύ» είπε γρήγορα. «Μόνο
μέχρι να περάσει μια μέρα και να έρθει η καινούργια νύχτα.
Τότε θα φύγουμε».
«Θα σας κρύψω» είπε ο Χουάν Τομάς.
«Δε θέλω να σου φέρω κίνδυνο» είπε ο Κίνο, «Ξέρω ότι
είμαι σαν τη λέπρα. Θα φύγω απόψε και τότε θα είσαι
ασφαλής».
«Θα σε προστατέψω» είπε ο Χουάν Τομάς και φώναξε,
«Απολόνια, κλείσε καλά την πόρτα. Και ούτε καν να ψιθυρίσεις
πως είναι εδώ ο Κίνο».
Κάθισαν σιωπηλά όλοι μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού κι
άκουγαν τους γείτονες να μιλάνε γι' αυτούς. Μέσα από τους
τοίχους του σπιτιού έβλεπαν τους γείτονες να σκαλίζουν τις
στάχτες για να βρουν τα κόκαλα. Κουρνιασμένοι στο σπίτι
του Χουάν Τομάς άκουσαν την ταραχή και την έκπληξη να
πλημμυρίζουν τους γείτονες με τα νέα του σπασμένου σκάφους.
Ο Χουάν Τομάς βγήκε μαζί με τους γείτονες για να
μην τον υποψιαστούν, και τους είπε θεωρίες και σκέψεις
για το τι είχε συμβεί στον Κίνο και τη Χουάνα και το μωρό.
Σε άλλους έλεγε, «Νομίζω ότι τράβηξαν νότια από την πα-
-71-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
ραλία για να ξεφύγουν από το κακό που τους κυνηγούσε».
Και σε άλλους, «Ο Κίνο δε θα άφηνε ποτέ τη θάλασσα.
Ίσως βρήκε άλλο κανό». Και έλεγε, «Η Απολόνια αρρώστησε
από τη στεναχώρια».
Κι εκείνη τη μέρα ο άνεμος σηκώθηκε να χτυπήσει τον
Κόλπο και ξερίζωσε τα αγριόχορτα και τα φύκια στην αμμουδιά
κι ο άνεμος πέρασε μέσα από τα καλύβια και κανένα
σκάφος δεν ήταν ασφαλές στο νερό. Τότε ο Χουάν Τομάς
είπε στους γείτονες. «Ο Κίνο έχει φύγει. Αν πήγε από
τη θάλασσα θα έχει πνιγεί τώρα». Και μετά από κάθε διαδρομή
ανάμεσα στους γείτονες, ο Χουάν Τόμας γύριζε με
κάτι δανεικό. Έφερε μια μικρή ψάθινη πλεχτή σακούλα με
κόκκινα φασόλια κι ένα σακί γεμάτο ρύζι. Δανείστηκε ένα
φλιτζάνι ξερές πιπεριές κι έναν κύβο αλάτι, κι έφερε ένα
μαχαίρι δεκαοχτώ ίντσες μακρύ και βαρύ σα μικρή αξίνα,
εργαλείο και όπλο μαζί. Κι όταν ο Κίνο είδε το μαχαίρι αυτό
τα μάτια του φωτίστηκαν, και χάιδεψε τη λεπίδα και το
δάχτυλο του δοκίμασε την κόψη.
Ο άνεμος ούρλιαζε πάνω από τον Κόλπο κι άσπριζε το
νερό, και τα μαγγρόβια λύγιζαν σα φοβισμένο κοπάδι, και
μια λεπτή σκόνη σηκώθηκε από την ξηρά και έμεινε κρεμασμένη
σ' ένα αποπνιχτικό σύννεφο πάνω από τη θάλασσα.
Ο άνεμος έδιωξε τα σύννεφα και καθάρισε τον ουρανό και
παρέσυρε την άμμο σα χιόνι.
Τότε ο Χουάν Τομάς, όταν πλησίασε το βράδυ, μίλησε
πολύ με τον αδερφό του. «Πού θα πάτε;»
«Στα βόρεια» είπε ο Κίνο. «Έχω ακούσει ότι υπάρχουν
πόλεις στο βορρά».
«Ν' αποφεύγεις την ακτή» είπε ο Χουάν Τομάς. «Ετοιμάζουν
μια ομάδα να ψάξει την ακτή. Οι άντρες της πόλης θα
ψάξουν να σε βρουν. Έχεις ακόμα το μαργαριτάρι;»
«Το έχω» είπε ο Κίνο. «Και θα το κρατήσω. Θα μπορούσα
να το είχα χαρίσει σα δώρο, αλλά τώρα είναι η κακοτυ-
-72-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
χία μου και η ζωή μου και θα το κρατήσω». Τα μάτια του
ήταν σκληρά και πικραμένα.
Ο Κογιοτίτο κλαψούρισε και" η Χουάνα μουρμούρισε
ξόρκια από πάνω του για να τον ησυχάσει.
«Ο άνεμος είναι καλός» είπε ο Χουάν Τομάς. «Θα σβήσει
τα ίχνη».
Έφυγαν αθόρυβα στο σκοτάδι πριν βγει το φεγγάρι. Η
οικογένεια στάθηκε επίσημα στο σπίτι του Χουάν Τομάς. Η
Χουάνα κουβαλούσε τον Κογιοτίτο στη ράχη της, σκεπασμένο
και πιασμένο με το σάλι της, και το μωρό κοιμόταν
με το μάγουλο γυρισμένο στο πλάι πάνω στον ώμο της. Το
σάλι σκέπαζε το μωρό και μια άκρη περνούσε πάνω από τη
μύτη της Χουάνα για να την προστατεύει από τον κακό αέρα
της νύχτας. Ο Χουάν Τομάς αγκάλιασε τον αδερφό του
με το διπλό αγκάλιασμα και τον φίλησε και στα δυο μάγουλα.
«Ο Θεός μαζί σου» είπε, κι ήταν σα θάνατος. «Δε θα
εγκαταλείψεις το μαργαριτάρι;»
«Το μαργαριτάρι τούτο έγινε η ψυχή μου» είπε ο Κίνο.
«Αν το εγκαταλείψω, θα χάσω την ψυχή μου. Ο Θεός μαζί
σου επίσης».
-73-
6
Ο άνεμος φύσαγε άγριος και δυνατός, και τους πετροβολούσε
με κλαδάκια, άμμο και χαλίκια. Η Χουάνα κι ο Κίνο
τυλίχτηκαν πιο σφιχτά στα ρούχα τους και σκέπασαν τις
μύτες τους και βγήκαν στον κόσμο. Ο άνεμος είχε καθαρίσει
τον ουρανό και τα αστέρια έλαμπαν ψυχρά στο μαύρο
στερέωμα. Οι δυο περπατούσαν προσεχτικά και απέφυγαν
το κέντρο της πόλης όπου κάποιος από κείνους που συνηθίζουν
να κοιμούνται στα κατώφλια θα μπορούσε να τους δει
να περνούν. Γιατί η πόλη κλεινόταν στον εαυτό της για να
προστατευτεί από τη νύχτα, κι όποιος περπατούσε στο σκοτάδι
θα γινόταν αμέσως αντιληπτός. Ο Κίνο έκανε το γύρο
της πόλης κι έστριψε προς το βορρά, με οδηγό τ' αστέρια,
και βρήκε τον τραχύ χωματόδρομο που οδηγούσε μέσα από
το λόγγο προς το Λορέτο, όπου η θαυματουργή Παναγία
έχει την εκκλησία της.
Ο Κίνο ένιωθε τον άνεμο να φυσάει την άμμο γύρω από
τους αστραγάλους του και χαιρόταν γιατί ήξερε ότι δε θα
έμεναν ίχνη. Η αχνή αστροφεγγιά τού έδειχνε το στενό δρόμο
μέσα από τους θάμνους. Κι ο Κίνο άκουγε τα βήματα
της Χουάνα πίσω του. Εκείνος προχωρούσε γρήγορα και
σιωπηλά κι η Χουάνα σιγότρεχε πίσω του για να τον προλαβαίνει.
Κάτι το αρχέγονο σάλεψε μέσα στην ψυχή του Κίνο. Μέσα
από το φόβο του για το σκοτάδι και τους διαβόλους που
στοιχειώνουν τη νύχτα, ήρθε ορμητικά μια αγαλλίαση· κάτι
-74-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
το κτηνώδες αναδευόταν μέσα του κι έτσι ήταν επιφυλακτικός
και προσεχτικός κι επικίνδυνος· κάποιο πράγμα αρχέγονο
από το παρελθόν του λαού του είχε ζωντανέψει μέσα
στην ψυχή του. Ο άνεμος ήταν πίσω του και τ' αστέρια τον
οδηγούσαν. Ο άνεμος φώναζε και φυσούσε στους θάμνους
κι η οικογένεια προχωρούσε μονότονα, ώρα την ώρα. Δεν
προσπέρασαν κανέναν και δεν είδαν κανέναν. Επιτέλους,
δεξιά τους, το αδύναμο φεγγάρι ανέτειλε κι όταν σηκώθηκε
ψηλά, ο άνεμος έπεσε κι όλα καταλάγιασαν.
Τώρα έβλεπαν το δρομάκο μπροστά τους, σκαμμένο βαθιά
από ίχνη τροχών. Όταν έπεφτε ο άνεμος θα έμεναν οι
πατημασιές τους, αλλά βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση
από την πόλη κι ίσως να μην πρόσεχαν τα ίχνη τους. Ο Κίνο
προχωρούσε προσεχτικά στο αυλάκι που είχε σκάψει ο τροχός
κι η Χουάνα ακολουθούσε πατώντας πάνω στα δικά
του ίχνη. Ένα μεγάλο κάρο, που θα πήγαινε στην πόλη το
πρωί, θα έσβηνε κάθε ίχνος από το πέρασμα τους.
Όλη νύχτα περπατούσαν με σταθερό βήμα. Μια φορά ο
Κογιοτίτο ξύπνησε, και η Χουάνα τον έφερε μπροστά της
και τον νανούριζε μέχρι που αποκοιμήθηκε ξανά. Και τα
κακά της νύχτας βρίσκονταν γύρω τους. Τα·κογιότ φώναζαν
και γέλαγαν στους θάμνους και οι κουκουβάγιες τσίριζαν
και σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους. Και μια φορά
κάποιο μεγάλο ζώο απομακρύνθηκε με βαριά βήματα,
κάνοντας τα χαμόκλαδα να τρίζουν. Κι ο Κίνο έσφιξε τη
λαβή του μεγάλου μαχαιριού κι αυτό του έδωσε μια αίσθηση
προστασίας.
Η μουσική του μαργαριταριού αντηχούσε θριαμβευτικά
στο κεφάλι του Κίνο και από κάτω της η ήσυχη μελωδία της
οικογένειας και οι δυο μαζί γίνονταν ένα με το μαλακό θόρυβο
των ποδιών τους στο μισοσκόταδο. Όλη νύχτα περπατούσαν,
και μόλις χάραξε ο Κίνο έψαξε το πλάι του δρόμου
για κάποιο καταφύγιο για να μείνουν τη μέρα. Βρήκε
-75-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
το μέρος αυτό κοντά στο δρόμο, ένα μικρό ξέφωτο όπου
ίσως να είχαν ξαπλώσει ελάφια και τα πυκνά ξερά δέντρα
που πλαισίωναν το δρόμο το έκρυβαν από τη θέα. Κι όταν
η Χουάνα κάθισε και βολεύτηκε για να θηλάσει το μωρό, ο
Κίνο γύρισε στο δρόμο. Έσπασε ένα κλαδί και προσεχτικά
σάρωσε τις πατημασιές στο σημείο όπου είχαν αφήσει τη
δημοσιά. Κι έπειτα, με το πρώτο φως, άκουσε το τρίξιμο
ενός κάρου και κούρνιασε δίπλα στο δρόμο και είδε να περνάει
ένα βαρύ δίτροχο κάρο που το τράβαγαν δυο αργοκίνητα
βόδια. Κι όταν το κάρο χάθηκε, ξαναγύρισε στο δρόμο
και κοίταξε το αυλάκι και είδε ότι τα ίχνη είχαν εξαφανιστεί.
Και σάρωσε πάλι τις πατημασιές του και ξαναγύρισε
στη Χουάνα.
Του έδωσε τις μαλακές καλαμποκόπιτες που τους είχε
ετοιμάσει η Απολόνια και μετά κοιμήθηκε λίγο. Αλλά ο Κίνο
καθόταν στο έδαφος και κοίταζε το χώμα μπροστά του.
Παρακολουθούσε τα μυρμήγκια να πηγαινόρχονται, μια μικρή
φάλαγγα από δαύτα κοντά στο πόδι του, κι έβαλε το
πόδι του στο μονοπάτι τους. Τότε η φάλαγγα σκαρφάλωσε
πάνω από το πόδι του και συνέχισε το δρόμο της κι ο Κίνο
άφησε το πόδι του εκεί και' τα κοίταξε να το σκαρφαλώνουν
και να το προσπερνάνε.
Ο ήλιος σηκώθηκε ζεστός. Δεν ήταν κοντά στον Κόλπο,
τώρα, κι ο αέρας ήταν στεγνός και ζεστός και οι θάμνοι
έτριξαν από τη ζέστη κι ανέδιναν μια όμορφη μυρωδιά ρετσίνας.
Κι όταν η Χουάνα ξύπνησε, όταν ο ήλιος ήταν ψηλά,
ο Κίνο της είπε πράγματα που ήξερε κιόλας.
«Να προσέχεις εκείνο εκεί το δέντρο» είπε δείχνοντας.
«Μην το αγγίξεις, γιατί αν το αγγίξεις, κι έπειτα αγγίξεις
τα μάτια σου, θα σε τυφλώσει. Και να προσέχεις το δέντρο
που ματώνει. Βλέπεις, αυτό εκεί. Γιατί αν το σπάσεις, το
κόκκινο αίμα θα κυλήσει από μέσα κι είναι γρουσουζιά».
Κι εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και του χαμογέ-
-76-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
λασε γιατί τα ήξερε αυτά τα πράγματα.
«Θα μας ακολουθήσουν;» ρώτησε. «Λες να προσπαθήσουν
να μας βρουν;»
«Θα προσπαθήσουν» είπε ο Κίνο. «Όποιος μας βρει θα
πάρει το μαργαριτάρι. Ω, θα προσπαθήσουν».
Κι η Χουάνα είπε, «Ίσως οι έμποροι να είχαν δίκιο και
το μαργαριτάρι να μην έχει αξία. Ίσως όλα αυτά να ήταν
ψευδαίσθηση».
Ο Κίνο έβαλε το χέρι του στα ρούχα του κι έβγαλε το
μαργαριτάρι. Άφησε τον ήλιο να παιχνιδίσει πάνω του μέχρι
που του 'καψε τα μάτια. «Όχι» είπε «δε θα είχαν προσπαθήσει
να το κλέψουν αν δεν είχε αξία».
«Ξέρεις ποιος σου επιτέθηκε; Ήταν οι έμποροι;»
«Δεν ξέρω» είπε. «Δεν τους είδα».
Κοίταξε το μαργαριτάρι για να βρει το όραμα του.
«Όταν επιτέλους το πουλήσουμε, θα πάρω τουφέκι» είπε,
και κοίταξε την αστραφτερή επιφάνεια για το τουφέκι του,
αλλά είδε μόνο ένα σκοτεινό κορμί κουλουριασμένο στο χώμα
με γυαλιστερό αίμα να στάζει από το λαρύγγι του. Και
είπε βιαστικά, «Θα παντρευτούμε σε μια μεγάλη εκκλησία».
Και στο μαργαριτάρι είδε τη Χουάνα με μελανιασμένο πρόσωπο
να σέρνεται προς το σπίτι τους μέσα στη νύχτα. «Ο
γιος μας πρέπει να μάθει να διαβάζει» είπε έξαλλος, κι εκεί
στο μαργαριτάρι, το πρόσωπο του Κογιοτίτο ήταν πρησμένο
και πυρετώδικο από το γιατρικό.
Κι ο Κίνο ξανάριξε το μαργαριτάρι μέσα στα ρούχα του,
και η μουσική του μαργαριταριού αντηχούσε εφιαλτική στ'
αυτιά του και ήταν ανάκατη με τη μουσική του κακού.
Ο ζεστός ήλιος χτύπαγε τη γη κι έτσι ο Κίνο κι η Χουάνα
μετακινήθηκαν στη δαντελωτή σκιά των θάμνων και μικρά
γκρίζα πουλιά χοροπηδούσαν στο χώμα στη σκιά. Μέσα
στη ζέστη της μέρας ο Κίνο χαλάρωσε και σκέπασε τα μάτια
του με το καπέλο του και τύλιξε την κουβέρτα του γύρω
-77-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
από το πρόσωπο του για να προφυλαχτεί από τις μύγες και
κοιμήθηκε.
Η Χουάνα όμως δεν κοιμήθηκε. Καθόταν ασάλευτη σαν
πέτρα και το πρόσωπο της ήταν ήρεμο. Το στόμα της ήταν
ακόμα πρησμένο εκεί που την είχε χτυπήσει ο Κίνο και μεγάλες
μύγες βούιζαν γύρω από το κόψιμο στο σαγόνι της.
Αλλά καθόταν ακίνητη σα φρουρός κι όταν ο Κογιοτίτο ξύπνησε,
τον έβαλε στο χώμα μπροστά της και τον κοίταζε να
ανεμίζει τα χέρια του και να κλοτσάει τα πόδια του και της
χαμογελούσε και γουργούριζε μέχρι που του χαμογέλασε κι
εκείνη. Πήρε ένα κλαδάκι από το χώμα και τον γαργάλησε
και του έδωσε νερό από το φλασκί που κουβαλούσε στο
μπογαλάκι της.
Ο Κίνο σάλεψε μέσα στ' όνειρο του και έβγαλε μια βαθιά
κραυγή και το χέρι του κουνήθηκε σα να πάλευε. Κι έπειτα
μούγκρισε και ανασηκώθηκε ξαφνικά, με μάτια ορθάνοιχτα
και ρουθούνια που έτρεμαν. Αφουγκράστηκε κι άκουσε μόνον
τη ζέστη που έτριζε και το σφύριγμα της απόστασης.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Χουάνα.
«Σώπα» είπε.
«Ονειρευόσουν».
«Ίσως». Αλλά ήταν ανήσυχος, κι όταν του έδωσε μια κα-
λαμποκόπιτα, σταματούσε το μάσημα για ν' αφουγκραστεί.
Ήταν ταραγμένος και νευρικός· κοίταζε πάνω απ' τον ώμο
του- σήκωσε το μακρύ μαχαίρι και δοκίμασε την κόψη του.
Όταν ο Κογιοτίτο γουργούρισε στο χώμα, ο Κίνο είπε,
«Ησύχασε τον».
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Χουάνα.
«Δεν ξέρω».
Αφουγκράστηκε πάλι και τα μάτια του έλαμπαν σαν του
ζώου. Σηκώθηκε έπειτα, σιωπηλά· και σκυφτός, πέρασε μέσα
από τους θάμνους προς τη δημοσιά. Αλλά δε βγήκε στο
δρόμο· σύρθηκε κάτω από ένα αγκαθωτό δέντρο για να φυ-
-78-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
λαχτεί και κοίταξε προς τη μεριά απ' όπου είχε έρθει.
Καιτότε τους είδε να προχωρούν. Το κορμί του ολόκληρο
τεντώθηκε και έχωσε το κεφάλι στους ώμους και κρυφοκοίταξε
κάτω από ένα πεσμένο κλαδί. Πέρα μακριά έβλεπε
τρεις σιλουέτες, δυο πεζούς κι έναν καβαλάρη. Αλλά ήξερε
τι ήταν, και ένα ψυχρό κύμα φόβου τον διαπέρασε. Ακόμα
κι από μακριά έβλεπε τους δυο πεζούς να προχωρούν αργά
σκυμμένοι χαμηλά στο χώμα. Να, ο ένας σταματούσε και
κοίταζε το χώμα ενώ ο άλλος ερχόταν κοντά του. Ήταν οι
ανιχνευτές, μπορούσαν ν' ακολουθήσουν τα ίχνη ενός κρια-
ριού στα βράχια των βουνών. Ήταν ευαίσθητοι σα λαγωνικά.
Ίσως σ' αυτό το σημείο, εκείνος κι η Χουάνα να είχαν
βγει από το αυλάκι του τροχού κι αυτοί οι άνθρωποι από
τα μεσόγεια, αυτοί οι κυνηγοί, μπορούσαν ν' ακολουθήσουν,
μπορούσαν να διαβάσουν ένα σπασμένο άχυρο ή ένα
κομματιασμένο σβόλο χώμα. Πίσω τους, καβάλα, ήταν ένας
μελαχρινός άντρας, με τη μύτη σκεπασμένη με κουβέρτα,
και πάνω στη σέλα του ένα τουφέκι άστραφτε στον ήλιο.
Ο Κίνο έμεινε ακίνητος, σαν κλαδί. Μόλις που ανάσαινε,
και τα μάτια του πήγαν στο σημείο όπου είχε σαρώσει τα
ίχνη του. Ακόμα κι αυτό θα μπορούσε να ήταν μήνυμα για
τους ανιχνευτές. Τους ήξερε αυτούς τους κυνηγούς από τα
μεσόγεια. Σε μια χώρα όπου το κυνήγι ήταν λιγοστό κατάφερναν
να ζουν χάρη στην ικανότητα τους να κυνηγούν,
και τώρα το θήραμα ήταν αυτός. Χοροπηδούσαν ανάλαφρα
στο χώμα σα ζώα κι έβρισκαν ένα σημάδι κι έσκυβαν από
πάνω του ενώ ο καβαλάρης περίμενε.
Οι ανιχνευτές έβγαλαν πνιχτές κραυγούλες σαν ερεθισμένοι
σκύλοι στο κυνήγι. Ο Κίνο τράβηξε αργά το μεγάλο μαχαίρι
του στο χέρι και το ετοίμασε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Αν οι ανιχνευτές έβρισκαν το μέρος που είχε σαρώσει
έπρεπε να ορμήσει στον καβαλάρη, να τον σκοτώσει γρήγορα
και να πάρει το τουφέκι. Αυτό ήταν η μοναδική του ελ-
-79-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
πίδα στον κόσμο. Και καθώς οι τρεις πλησίασαν στο δρόμο,
ο Κίνο έσκαψε μικρούς λάκκους με τα δάχτυλα των ποδιών
του για να μπορέσει να πηδήξει χωρίς προειδοποίηση για
να μη γλιστρήσουν τα πόδια του. Το οπτικό του πεδίο ήταν
πολύ περιορισμένο κάτω από το πεσμένο κλαδί.
Η Χουάνα, πίσω στο δικό της κρυψώνα, άκουσε το ποδο-
βολητό του αλόγου και ο Κογιοτίτο ρουθούνισε. Τον σήκωσε
γρήγορα και τον έβαλε κάτω από το σάλι της και του
έδωσε το στήθος της κι εκείνος σώπασε.
Όταν οι ανιχνευτές ζύγωσαν, ο Κίνο έβλεπε μόνο τα πόδια
τους και μόνο τα πόδια του αλόγου από κάτω από το
πεσμένο κλαδί. Είδε τα σκούρα ροζιασμένα πόδια των αντρών
και τα κουρελιασμένα άσπρα ρούχα τους κι άκουσε το
τρίξιμο της δερμάτινης σέλας και το κουδούνισμα των σπιρουνιών.
Οι ανιχνευτές σταμάτησαν στο μέρος που είχε σαρώσει
και το μελέτησαν κι ο καβαλάρης σταμάτησε. Το άλογο
τίναξε το κεφάλι του και τράβηξε το χαλινάρι και το σίδερο
απ' το καπίστρι έτριξε κάτω από τη γλώσσα του και το
άλογο χλιμίντρισε. Τότε οι μελαψοί ανιχνευτές έκαναν μεταβολή
και μελέτησαν το άλογο και παρακολούθησαν τ' αυτιά
του.
Ο Κίνο δεν ανάσαινε, αλλά η ράχη του τεντώθηκε λίγο
και οι μύες στα μπράτσα του και τα πόδια του πετάχτηκαν
από την υπερένταση και μια γραμμή από ιδρώτα σχηματίστηκε
στο πάνω χείλι του. Για μια ατέλειωτη στιγμή οι ανιχνευτές
έμειναν σκυμμένοι πάνω από το δρόμο κι έπειτα
προχώρησαν αργά, μελετώντας το χώμα μπροστά τους, ενώ
ο καβαλάρης προχωρούσε πίσω τους. Οι ανιχνευτές συνέχισαν,
σταματώντας, κοιτάζοντας, και φεύγοντας πάλι βιαστικά.
Θα ξαναγύριζαν, ο Κίνο το ήξερε. Θα έκαναν κύκλο
και θα έψαχναν, κοιτάζοντας, σκύβοντας και θα ξανάρχον-
ταν πάλι αργά ή γρήγορα στα σκεπασμένα ίχνη του.
Γλίστρησε προς τα πίσω δίχως να κάνει τον κόπο να σκε-
-80-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
πάσει τα ίχνη του. Δε μπορούσε· ήταν πολλά τα σημαδάκια,
πολλά τα σπασμένα κλαδάκια και τα σκαμμένα σημεία κι οι
πέτρες που είχαν κλοτσήσει. Κι ο Κίνο ένιωθε πανικό τώρα,
τον πανικό της φυγής. Οι ανιχνευτές θα έβρισκαν τα ίχνη
του, το ήξερε. Δεν υπήρχε άλλη σωτηρία από τη φυγή.
Απομακρύνθηκε από το δρόμο και πήγε αργά και σιωπηλά
στο κρυφό μέρος όπου ήταν η Χουάνα. Σήκωσε τα μάτια
και τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Ανιχνευτές» είπε. «Έλα!»
Κι έπειτα τον πλημμύρισε μια αίσθηση ανισχυρότητας και
απελπισίας και το πρόσωπο του μαύρισε και τα μάτια ήταν
λυπημένα. «Ίσως θα έπρεπε να τους αφήσω να με πιάσουν
».
Αμέσως η Χουάνα πετάχτηκε πάνω και το χέρι της
ακούμπησε στο μπράτσο του. «Έχεις το μαργαριτάρι» φώναξε
βραχνά. «Νομίζεις ότι θα σε πήγαιναν πίσω ζωντανό
για να λες ότι το έκλεψαν;»
Το χέρι του πήγε χαλαρά στο σημείο όπου ήταν κρυμμένο
το μαργαριτάρι κάτω από τα ρούχα του. «Θα το βρουν» είπε
αδύναμα.
«Έλα» του είπε εκείνη. «Έλα!»
Κι όταν δεν αντέδρασε, «Νομίζεις ότι θα μ' άφηναν να
ζήσω; Νομίζεις ότι θ' άφηναν το μικρό να ζήσει;»
Το τσίγκλισμά της του ταρακούνησε το μυαλό· τα χείλια
του γρύλισαν και τα μάτια του έγιναν και πάλι άγρια.
«Έλα» είπε. «Θα πάμε στα βουνά. Ίσως μπορέσουμε να
τους ξεφύγουμε στα βουνά».
Βιαστικά μάζεψε τα φλασκιά και τα σακούλια που ήταν
τα υπάρχοντα τους. Ο Κίνο κουβαλούσε έναμπόγο στο αριστερό
του χέρι, αλλά το μακρύ μαχαίρι αιωρούνταν ελεύθερο
στο δεξί του χέρι. Άνοιξε δρόμο στους θάμνους για τη
Χουάνα και προχώρησαν βιαστικά κατά τη δύση, προς τα
ψηλά βραχώδη βουνά. Προχωρούσαν γρήγορα μέσα από τα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου