-41-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
Κι η Χουάνα καθισμένη κοντά στο λάκκο με τη φωτιά,
τον κοίταζε με περιέργεια, κι όταν έθαψε το μαργαριτάρι
του τον ρώτησε, «Ποιον φοβάσαι;»
Ο Κίνο έψαξε για μια πραγματική απάντηση και τέλος είπε,
«Όλους». Κι ένιωσε ένα κέλυφος σκληράδας να τον τυλίγει.
Μετά από λίγο ξάπλωσαν μαζί στην ψάθα και η Χουάνα
δεν έβαλε το μωρό στο κουτί του εκείνη τη νύχτα αλλά το
νανούρισε στην αγκαλιά της και σκέπασε το πρόσωπο του
με το σάλι της. Και το τελευταίο φως έσβησε από τη θράκα
στο λάκκο της φωτιάς.
Αλλά το μυαλό του Κίνο έκαιγε ακόμα και στον ύπνο του
και ονειρεύτηκε ότι ο Κογιοτίτο ήξερε να διαβάζει, ότι ένας
από τους δικούς του ανθρώπους μπορούσε να του πει την
αλήθεια των πραγμάτων. Και στ' όνειρο του ο Κογιοτίτο
διάβαζε από ένα βιβλίο μεγάλο σα σπίτι, με γράμματα μεγάλα
σα σκυλιά και οι λέξεις κάλπαζαν και έπαιζαν πάνω
στο βιβλίο. Κι έπειτα σκοτάδι απλώθηκε στη σελίδα και με
το σκοτάδι ήρθε πάλι η μουσική του κακού κι ο Κίνο σάλεψε
στον ύπνο του· κι όταν κουνήθηκε, τα μάτια της Χουάνα
άνοιξαν στο σκοτάδι. Και τότε ο Κίνο ξύπνησε, με τη μουσική
του κακού να πάλλεται μέσα του, κι έμεινε ξαπλωμένος
στο σκοτάδι με τ' αυτιά τεντωμένα.
Τότε από τη γωνιά του σπιτιού ακούστηκε ένας ήχος τόσο
σιγανός που θα μπορούσε να ήταν απλώς μια σκέψη, μια
φευγαλέα κίνηση, ένα άγγιγμα ποδιού στο χώμα, το σχεδόν
ανεπαίσθητο ρουθούνισμα της ελεγχόμενης ανάσας. Ο Κίνο
κράτησε την αναπνοή του για ν' ακούσει, και κατάλαβε ότι
όποιο κι αν ήταν αυτό το σκοτεινό πράγμα, που βρισκόταν
στο σπίτι του, κρατούσε κι εκείνο την αναπνοή του για ν'
αφουγκραστεί. Για ένα διάστημα δεν ακούστηκε κανένας
ήχος από τη γωνία της καλύβας. Έπειτα ο Κίνο ίσως να νόμιζε
ότι είχε φανταστεί τον ήχο. Αλλά το χέρι της Χουάνα
-42-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
πλησίασε έρποντας στο δικό του για να τον προειδοποιήσει,
και τότε ο ήχος ακούστηκε πάλι! Ο ψίθυρος ενός ποδιού
πάνω σε στεγνό χώμα και το ξύσιμο των δαχτύλων στο χώμα.
Και τώρα ένας άγριος φόβος φούσκωσε στο στήθος του
Κίνο, και πάνω από το φόβο ήρθε η λύσσα, όπως πάντα. Το
χέρι του Κίνο σύρθηκε στο στήθος του όπου το μαχαίρι του
κρεμόταν από ένα σκοινί στο λαιμό του, κι έπειτα τινάχτηκε
σα θυμωμένη γάτα, πήδηξε χτυπώντας και φτύνοντας το
σκοτεινό πράγμα που ήξερε ότι ήταν στη γωνιά του σπιτιού.
Έπιασε ύφασμα, το χτύπησε με το μαχαίρι του και αστόχησε,
και χτύπησε πάλι κι ένιωσε το μαχαίρι να περνάει μέσα
από το ύφασμα, και τότε το κεφάλι του το χτύπησε αστραπή
κι εξερράγη από τον πόνο. Ακούστηκαν σιγανά βήματα
και τρεχαλητά στο κατώφλι για μια στιγμή κι έπειτα σιωπή.
Ο Κίνο ένιωθε ζεστό αίμα να τρέχει από το μέτωπο του,
και άκουγε τη Χουάνα να τον φωνάζει. «Κίνο! Κίνο!» Κι
υπήρχε τρόμος στη φωνή της. Έπειτα η ψυχρότητα ήρθε
γρήγορα όσο και η λύσσα, και είπε, «Είμαι καλά. Το πράγμα
έφυγε».
Γύρισε ψηλαφητά στην ψάθα. Η Χουάνα ανάδευε κιόλας
τη φωτιά. Ξεσκέπασε ένα κάρβουνο από τις στάχτες κι έριξε
κομματάκια καλαμποκόφλουδας πάνω του και φύσηξε
έτσι που ένα μικρό φως χόρεψε μέσα στο καλύβι. Και τότε
από ένα κρυφό μέρος η Χουάνα έφερε ένα μικρό κομμάτι
διαβασμένο κερί και το έστησε όρθιο πάνω σε μια πέτρα.
Δούλευε γρήγορα, ψέλνοντας σιγανά καθώς πηγαινοερχόταν.
Βούτηξε την άκρη του σαλιού της στο νερό και σκούπισε
το αίμα από το μωλωπισμένο μέτωπο του Κίνο. «Δεν είναι
τίποτα» είπε ο Κίνο, αλλά τα μάτια του και η φωνή του
ήταν σκληρά και ψυχρά κι ένα ανήσυχο μίσος μεγάλωνε μέσα
του.
Τώρα η ένταση που είχε φουντώσει μέσα στη Χουάνα
-43-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
βγήκε την επιφάνεια και τα χείλια της ήταν τραβηγμένα.
«Αυτό το πράγμα είναι κακό» φώναξε βραχνά. «Το μαργαριτάρι
τούτο είναι σαν την αμαρτία! Θα μας καταστρέψει».
Και η φωνή της υψώθηκε στριγκλιά. «Πέταξε το, Κίνο. Ας
το σπάσουμε ανάμεσα στις πέτρες. Ας το θάψουμε και ας
ξεχάσουμε το μέρος. Ας το ξαναπετάξουμε στη θάλασσα.
Έφερε κακό. Κίνο, άντρα μου, θα μας καταστρέψει». Και
στο φως της φωτιάς τα χείλια της και τα μάτια της είχαν
ζωντανέψει από το φόβο της. Αλλά το πρόσωπο του Κίνο
είχε σκληρύνει, το μυαλό του και η θέληση του είχαν σκληρύνει.
«Αυτή είναι η μοναδική ευκαιρία μας» είπε. «Ο γιος
μας πρέπει να πάει σχολείο. Πρέπει να ξεφύγει από τη χύτρα
που μας κρατάει φυλακισμένους».
«Θα μας καταστρέψει όλους» φώναξε η Χουάνα. «Ακόμα
και το γιο μας».
«Σώπα» είπε ο Κίνο. «Μη μιλάς άλλο. Το πρωί θα πουλήσουμε
το μαργαριτάρι, και τότε το κακό θα φύγει, και μόνο
το καλό θα μείνει. Σώπα τώρα, γυναίκα μου». Τα σκοτεινά
του μάτια αγριοκοίταξαν τη φωτιά και για πρώτη φορά αντιλήφθηκε
ότι το μαχαίρι ήταν ακόμα στα χέρια του, και σήκωσε
τη λεπίδα και την κοίταξε και είδε μια μικρή γραμμή
από αίμα στο ατσάλι. Για μια στιγμή πήγε να σκουπίσει τη
λεπίδα στο παντελόνι του, αλλά έπειτα έμπηξε το μαχαίρι
στο χώμα κι έτσι το καθάρισε.
Οι μακρινοί κοκόροι άρχισαν να λαλούνε, κι ο αέρας άλλαξε
κι ερχόταν η αυγή. Ο πρωινός άνεμος ανακάτεψε το
νερό του Κόλπου και ψιθύρισε μέσα από τα μαγγρόβια, και
τα μικρά κύματα έσκαγανστη χαλικένια ακτή ολοένα και
πιο γρήγορα. Ο Κίνο σήκωσε την ψάθα του και ξέθαψε το
μαργαριτάρι του και το έβαλε μπροστά του και το κοίταζε.
Κι η ομορφιά του μαργαριταριού, που στραφτάλιζε και
παιχνίδιζε στο φως του κεριού, τον ξεμυάλισε ξανά. Τόσο
όμορφο ήταν, τόσο λείο, και η δικιά του μουσική ερχόταν
-44-
^ _ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
από μέσα του -η μουσική της επαγγελίας και της χαράς, η
εγγύηση για το μέλλον, την άνεση, την ασφάλεια. Η ζεστή
του στιλπνότητα υποσχόταν ένα κατάπλασμα ενάντια στην
αρρώστια, κι ένα τείχος ενάντια στις προσβολές. Έκλεινε
την πόρτα της πείνας. Και καθώς το κοίταζε, τα μάτια του
Κίνο μαλάκωσαν και το πρόσωπο του χαλάρωσε. Έβλεπε
την εικόνα του διαβασμένου κεριού να καθρεφτίζεται στη
ΐεία επιφάνεια του μαργαριταριού, και άκουσε πάλι στ' αυτιά
του την όμορφη μουσική της θάλασσας, τον τόνο του
διάχυτου πράσινου φωτός του βυθού. Η Χουάνα, κοιτάζοντας
τον κρυφά, τον είδε να χαμογελάει. Κι επειδή οι δυο
τους ήταν κατά κάποιο τρόπο, ένα πράγμα κι ένας σκοπός,
χαμογέλασε μαζί του.
Και ξεκίνησαν τη μέρα εκείνη με ελπίδα.
-45-
ί
•
ι
•
4
Είναι θαυμάσιο το πώς μια μικρή πόλη κρατάει λογαριασμό
του εαυτού της και όλων των μονάδων της. Αν κάθε άντρας
και γυναίκα, παιδί και μωρό, ενεργεί και φέρεται σύμφωνα
μ' ένα γνωστό σχήμα και δε σπάει κανέναν τοίχο και δεν
τσακώνεται με κανέναν και δεν πειραματίζεται με κανέναν
τρόπο και δεν αρρωσταίνει και δε βάζει σε κίνδυνο την
άνεση και ηρεμία ή τη σταθερή αδιάκοπη ροή της πόλης,
τότε η μονάδα αυτή μπορεί να εξαφανιστεί και κανένας να
μην ξανακούσει πια γι' αυτήν. Αλλά ας ξεστρατίσει ένας
άντρας από τη συνηθισμένη σκέψη ή το γνωστό και δοκιμασμένο
σχήμα, και τα νεύρα των κατοίκων κουδουνίζουν
από τη νευρικότητα και η επικοινωνία ταξιδεύει πάνω στις
νευρικές γραμμές της πόλης. Τότε η κάθε μονάδα επικοινωνεί
με το σύνολο.
Έτσι, στο Λα Παζ ήταν γνωστό από νωρίς το πρωί σ' όλη
την πόλη ότι ο Κίνο θα πούλαγε το μαργαριτάρι του εκείνη
τη μέρα. Ήταν γνωστό ανάμεσα στους γείτονες στα καλύβια,
ανάμεσα στους ψαράδες μαργαριταριών· ήταν γνωστό
ανάμεσα στους Κινέζους μπακάληδες· ήταν γνωστό στην
εκκλησία, γιατί τα παπαδοπαίδια ψιθύριζαν γι' αυτό. Τα
νέα γλίστρησαν ανάμεσα στις καλόγριες· οι ζητιάνοι μπροστά
στην εκκλησία μίλησαν γι' αυτό, γιατί θα ήταν παρόντες
για να εισπράξουν το ποσοστό τους από τους πρώτους
καρπούς της τύχης τους. Τ' αγοράκια ήξεραν γι' αυτό κι
ήταν όλο αγωνία, αλλά περισσότερο απ' όλουςοι αγορα46-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
στές μαργαριταριών ήξεραν γι' αυτό, κι όταν η μέρα έφτασε,
στα γραφεία των αγοραστών, ο κάθε άντρας καθόταν
μόνος με το μικρό μαύρο βελουδένιο δίσκο του, και κάθε
άντρας στριφογύριζε τα μαργαριτάρια με τις άκρες των δαχτύλων
του και σκεφτόταν το δικό του ρόλο στην εικόνα.
Υποτίθεται ότι οι αγοραστές μαργαριταριών ήταν άτομα
που ενεργούσαν μόνα, πλειοδοτώντας ο ένας εναντίον του
άλλου για τα μαργαριτάρια που έφερναν οι ψαράδες. Και
κάποτε ήταν έτσι, Αλλά η μέθοδος αυτή ήταν πολυέξοδη
γιατί συχνά, πάνω στον ενθουσιασμό της πλειοδοσίας για
ένα όμορφο μαργαριτάρι, είχαν καταβληθεί υπερβολικά
πολλά λεφτά στους ψαράδες. Αυτό ήταν παράλογο και δεν
έπρεπε να ενθαρρυνθεί. Τώρα υπήρχε μόνο ένας αγοραστής
με πολλά χέρια, κι οι άντρες που κάθονταν στα γραφεία
τους και περίμεναν τον Κίνο ήξεραν τι τιμή θα προσέφεραν,
μέχρι ποιο ύψος θα έφτανε η προσφορά τους, και τι μέθοδο
θα χρησιμοποιούσε ο καθένας τους. Και μόλο που οι άντρες
αυτοί δε θα είχαν κανένα κέρδος πέρα από τους μισθούς
τους, είχαν κι αυτοί αγωνία, γιατί υπήρχε αγωνία στο κυνήγι,
κι αν δουλειά ενός'ανθρώπου είναι να ρίξει μια τιμή, τότε
πρέπει να χαίρεται και να ικανοποιείται όταν τη ρίχνει
όσο το δυνατόν περισσότερο. Γιατί ο κάθε άνθρωπος στον
κόσμο λειτουργεί όσο καλύτερα μπορεί μέσα στα όρια των
ικανοτήτων του, και κανένας δεν κάνει λιγότερο από το καλύτερο
που μπορεί, όποια κι αν είναι η γνώμη του γι' αυτό.
Εντελώς ξεχωριστά απ' οποιαδήποτε αμοιβή θα μπορούσε
να πάρει, απ' οποιοδήποτε έπαινο, απ' οποιαδήποτε προαγωγή,
ένας αγοραστής μαργαριταριών είναι αγοραστής
μαργαριταριών κι ο καλύτερος και πιο ευτυχισμένος αγοραστής
μαργαριταριών ήταν εκείνος που αγόραζε με τη χαμηλότερη
τιμή.
Ο ήλιος ήταν ζεστός και κίτρινος εκείνο το πρωί, και
τραβούσε την υγρασία από την ακτή και από τον Κόλπο και
-47-
/
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ __
την κρέμαγε σε αστραφτερά πέπλα στον αέρα έτσι που ο αέρας
έπαλλε και η όραση ήταν άυλη. Μια οπτασία ήταν κρεμασμένη
στον αέρα βόρεια από την πόλη -η οπτασία ενός
βουνού που ήταν πέρα από διακόσια μίλια μακριά και οι
ψηλές πλαγιές του βουνού αυτού ήταν τυλιγμένες με πεύκα
και μια μεγάλη πέτρινη κορφή σηκωνόταν πάνω από τη
γραμμή των δασών.
Και το πρωινό της μέρας εκείνης, τα κανό ήταν αραγμένα
στη σειρά στην παραλία- οι ψαράδες δε βγήκαν να βουτήξουν
για μαργαριτάρια, γιατί θα συνέβαιναν πολλά πράγματα,
θα είχαν πολλά να δουν όταν ο Κίνο θα πήγαινενα
πουλήσει το μεγάλο μαργαριτάρι.
Στα καλύβια στην αμμουδιά οι γείτονες του Κίνο χασομέρησαν
στα πρωινά τους, και μιλούσαν για το τι θα έκαναν
αν είχαν βρει εκείνοι το μαργαριτάρι. Και ένας είπε ότι θα
το έδινε σα δώρο στον Άγιο Πατέρα στη Ρώμη. Ένας άλλος
είπε ότι θα αγόραζε Λειτουργίες για τις ψυχές της οικογένειας
του για χίλια χρόνια. Ένας άλλος σκεφτόταν ότι
ίσως να έπαιρνε τα λεφτά και να τα μοίραζε ανάμεσα στους
φτωχούς του Λα Παζ· κι ένας τέταρτος σκεφτόταν όλα τα
καλά πράγματα που μπορούσε κάποιος να κάνει με τα λεφτά
από το μαργαριτάρι, όλες τις ελεημοσύνες, όλες τις
αγαθοεργίες, όλες τις περιθάλψεις που θα μπορούσε κάποιος
να κάνει αν είχε λεφτά. Όλοι οι γείτονες έλπιζαν ότι
ο ξαφνικός πλούτος δε θα ξεμυάλιζε τον Κίνο, δε θα τον
έκανε πλούσιο, δε θα του μεταμόσχευε τα κακά μέλη της
απληστίας και του μίσους και της ψυχρότητας. Γιατί ο Κίνο
ήταν άνθρωπος που όλοι συμπαθούσαν· θα ήταν κρίμα να
τον καταστρέψει το μαργαριτάρι. «Εκείνη η καλή γυναίκα,
η Χουάνα» έλεγαν, «και το όμορφο μωρό, ο Κογιοτίτο, και
τα άλλα που θα έρθουν. Τι κρίμα θα ήταν αν το μαργαριτάρι
τους κατέστρεφε όλους».
Για τον Κίνο και τη Χουάνα αυτό ήταν το πιο σπουδαίο
-48-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
πρωινό της ζωής τους, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με
τη μέρα που είχε γεννηθεί το μωρό. Αυτή θα ήταν η μέρα
από την οποία θα λογάριαζαν όλες τις άλλες μέρες. Έτσι
θα έλεγαν, «Ήταν δυο χρόνια πριν πουλήσουμε το μαργαριτάρι
» ή «Ήταν έξι βδομάδες αφού είχαμε πουλήσει το
μαργαριτάρι». Η Χουάνα, καθώς το σκεφτόταν, ξεθάρρεψε
και έντυσε τον Κογιοτίτο με τα ρούχα που είχε ετοιμάσει
για τη βάφτιση του, όταν θα υπήρχαν λεφτά για τη βάφτιση
του. Και η Χουάνα χτένισε τα μαλλιά της και τα έκανε πλεξούδες
και έδεσε τις άκρες με δυο μικρούς φιόγκους από
κόκκινη κορδέλα, κι έβαλε τη φούστα του γάμου της και τη
ζώνη. Ο ήλιος ήταν στο πρώτο τέταρτο του ουρανού όταν
ετοιμάστηκαν. Τα κουρελιασμένα άσπρα ρούχα του Κίνο
ήταν καθαρά τουλάχιστον, κι αυτή ήταν η τελευταία μέρα
που θα φορούσε κουρέλια. Γιατί αύριο, ή ακόμα και το ίδιο
απόγευμα, θα είχε καινούργια ρούχα.
Οι γείτονες, που παρακολουθούσαν την πόρτα του Κίνο
μέσ' από τις χαραμάδες στα δικά τους καλύβια, ήταν κι αυτοί
ντυμένοι κι έτοιμοι. Δεν τους ξένιζε το γεγονός ότι θα
πήγαιναν μαζί με τον Κίνο και τη Χουάνα να πουλήσουν το
μαργαριτάρι. Ήταν αυτονόητο, ήταν μια ιστορική στιγμή,
θα ήταν τρελοί αν δεν πήγαιναν. Θα ήταν σχεδόν σημάδι
μη-φιλίας.
Η Χουάνα φόρεσεπροσεχτικά το σάλι της και τύλιξε τη
μια άκρη κάτω από το δεξή της αγκώνα και το μάζεψε στο
δεξί της χέρι έτσι που μια κρεμαστή κούνια έπεφτε κάτω
από το χέρι της κι εκεί τοποθέτησε τον Κογιοτίτο, στερεωμένο
πάνω στο σάλι της έτσι που να μπορεί να βλέπει τα
πάντα κι ίσως να τα θυμάται. Ο Κίνο φόρεσε το μεγάλο ψάθινο
καπέλο του και το ψαχούλεψε με το χέρι του για να δει
αν ήταν σωστά τοποθετημένο, όχι στο πίσω μέρος του κεφαλιού
του ή στο πλάι, σαν εργένης απερίσκεπτος κι ανεύθυνος,
κι όχι επίπεδο όπως θα το φορούσαν οι γεροντότε-
-49-
4.
Το μαργαριτάρι
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
ροι, αλλά γερμένο λίγο μπροστά για να δείχνει επιθετικότητα
και σοβαρότητα και σφρίγος. Μπορούσε να δει κανείς
πολλά από την κλίση του καπέλου πάνω στο κεφάλι ενός
άντρα. Ο Κίνο έβαλε τα πόδια του στα σανδάλια του και
τράβηξε τα λουριά. Το μεγάλο μαργαριτάρι ήταν τυλιγμένο
σ' ένα παλιό μαλακό κομμάτι από δέρμα ελαφιού και τοποθετημένο
με μια μικρή πέτσινη σακουλίτσα κι η πέτσινη σα-
κουλίτσα ήταν σε μια τσέπη στο πουκάμισο του Κίνο. Δίπλωσε
προσεχτικά την κουβέρτα του και την πέρασε σε μια
στενή πτυχή πάνω από τον αριστερό του ώμο, και τώρα
ήταν έτοιμοι.
Ο Κίνο βγήκε με αξιοπρέπεια από το σπίτι, και τον ακολούθησε
η Χουάνα με τον Κογιοτίτο αγκαλιά. Και καθώς
προχώρησαν στο δρομάκι προς την πόλη, οι γείτονες τους
πήραν από πίσω. Τα σπίτια ρεύονταν ανθρώπους· τα κατώφλια
έφτυναν παιδιά. Αλλά λόγω της σοβαρότητας της περίστασης,
μόνο ένας άντρας περπατούσε με τον Κίνο, κι αυτός
ήταν ο αδερφός του, ο Χουάν Τομάς.
Ο Χουάν Τομάς προειδοποίησε τον αδερφό του. «Θα
πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός για να μη σε κοροϊδέψουν
» είπε.
Και, «Πολύ προσεχτικός» συμφώνησε ο Κίνο.
«Δεν ξέρουμε τι τιμές πληρώνουν σε άλλα μέρη» είπε ο
Χουάν Τομάς. «Πώς μπορούμε να ξέρουμε ποια τιμή είναι
καλή, αν δεν ξέρουμε τι παίρνει ο αγοραστής για το μαργαριτάρι
σε άλλο μέρος».
«Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Κίνο, «αλλά πώς μπορούμε
να ξέρουμε; Είμαστε εδώ, δεν είμαστε εκεί».
Και καθώς προχωρούσαν προς την πόλη, το πλήθος μεγάλωνε
πίσω τους κι ο Χουάν Τομάς, από σκέτη νευρικότητα,
συνέχισε να μιλάει.
«Πριν γεννηθείς, Κίνο» είπε, «οι γέροι είχαν σκεφτεί έναν
τρόπο να παίρνουν περισσότερα λεφτά για τα μαργαριτά-
-50-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
ρια τους. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλύτερα αν είχαν έναν
πράκτορα που θα έπαιρνε όλα τα μαργαριτάρια στην πρωτεύουσα
και θα τα πούλαγε κει και θα κρατούσε μόνο το
μερδικό του από το κέρδος».
Ο Κίνο κούνησε το κεφάλι.«Το ξέρω» είπε. «Ήταν καλή
σκέψη».
«Έτσι βρήκαν έναν τέτοιο άνθρωπο» είπε ο Χουάν Τομάς,
«κι έβαλαν όλα τα μαργαριτάρια τους μαζί, και έτσι
ξεκίνησε. Και ποτέ δεν ξανάκουσε κανείς γι' αυτόν και τα
μαργαριτάρια χάθηκαν. Κι έπειτα βρήκαν έναν άλλο άντρα
και τον
έστειλαν κι αυτόν, και χάθηκε κι εκείνος. Κι έτσι τα
παράτησαν και ξαναγύρισαν στον παλιό τρόπο».
«Το ξέρω» είπε ο Κίνο. «Άκουγα τον πατέρα μας που το
διηγιόταν. Ήταν καλή ιδέα, αλλά ήταν ενάντια στη θρησκεία,
κι ο Πατέρας το έκανε πολύ σαφές αυτό. Η απώλεια
των μαργαριταριών ήταν τιμωρία γι' αυτούς που προσπαθούσαν
ν' αφήσουν τη θέση τους. Κι ο Πατέρας το έκανε
σαφές ότι ο κάθε άντρας κι η κάθε γυναίκα είναι σα στρατιώτης
που έστειλε ο Θεός για να φυλάξει κάποιο μέρος του
Κάστρου του Σύμπαντος. Και άλλοι είναι στις επάλξεις κι
άλλοι βαθιά μέσα στο σκοτάδι των τειχών. Αλλά ο καθένας
πρέπει να μένει πιστός στο πόστο του και να μην τρέχει πέρα
δώθε, αλλιώς το κάστρο κινδυνεύει από τις επιθέσεις της
Κόλασης».
«Τον έχω ακούσει να κάνει αυτό το κήρυγμα» είπε ο
Χουάν Τομάς. «Το κάνει κάθε χρόνο».
Τ' αδέρφια, καθώς προχωρούσαν, μισόκλειναν τα μάτια
τους, όπως αυτοί κι οι παππούδες τους κι οι προπάπποι
τους έκαναν τετρακόσια χρόνια τώρα, από τότε που οι
πρώτοι ξένοι είχαν φτάσει με επιχειρήματα και κύρος και
μπαρούτι για να υποστηρίξουν και τα επιχειρήματα και το
κύρος. Και στα τετρακόσια χρόνια ο λαός του Κίνο είχε μάθει
μόνο έναν τρόπο άμυνας -να στενεύει ελαφρά τα μάτια
-51-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
και να σφίγγει ελαφρά τα χείλια και να κλείνεται στον εαυτό
του. Τίποτα δε μπορούσε να γκρεμίσει αυτό το τείχος και
μπορούσαν να μένουν ακέραιοι μέσα στο τείχος.
Η πομπή που είχε συγκεντρωθεί ήταν επίσημη, γιατί διαι-
σθάνονταν τη σπουδαιότητα της μέρας αυτής, κι αν κάποιο
παιδί έδειχνε την τάση να παίξει, να φωνάξει, να τσιρίξει,
να κλέψει καπέλα και να τραβήξει μαλλιά, οι μεγάλοι τού
επέβαλλαν τη σιωπή. Τόσο σπουδαία ήταν η μέρα αυτή, που
ένας γέρος ήρθε να δει, σκαρφαλωμένος στους ρωμαλέους
ώμους του ανιψιού του. Η πομπή άφησε πίσω τα καλύβια
και μπήκε στην πόλη της πέτρας και του γύψου όπου οι
δρόμοι ήταν λίγο πιο φαρδιοί και υπήρχαν στενά πεζοδρόμια
δίπλα στα κτίρια. Και όπως πριν, οι ζητιάνοι τους πήραν
από πίσω καθώς περνούσαν από την εκκλησία- οι μπα-
κάληδες τους κοίταζαν καθώς περνούσαν τα μικρά μπαρ
έχασαν τους πελάτες τους και οι ιδιοκτήτες κατέβασαν τα
ρολά κι ακολούθησαν κι εκείνοι. Κι ο ήλιος χτύπαγε τους
δρόμους της πόλης κι ακόμα και τα μικροσκοπικά χαλίκια
έριχναν σκιές στο χώμα.
Πριν από την ίδια την πομπή έτρεχαν τα νέα ότι πλησίαζε
και στα μικρά σκοτεινά γραφειάκια τους οι αγοραστές ετοιμάστηκαν
για δράση. Έβγαλαν χαρτιά ώστε να εργάζονται
όταν θα ερχόταν ο Κίνο, κι έβαλαν τα μαργαριτάρια τους
στα συρτάρια, γιατί δεν ήταν καλό να αφήσουν ένα κατώτερο
μαργαριτάρι να σταθεί δίπλα σε μια καλλονή. Κι η είδηση
για την ομορφιά του μαργαριταριού του Κίνο είχε φτάσει
μέχρι τ' αυτιά τους. Τα γραφεία των αγοραστών ήταν
όλα συγκεντρωμένα σ' ένα στενό δρομάκι κι είχαν κάγκελα
στα παράθυρα, και ξύλινα σανίδια έκοβαν το φως έτσι που
μόνο ένα γλυκό μισόφωτο έμπαινε στα γραφεία.
Ένας αργοκίνητος μεγαλόσωμος άντρας καθόταν σ' ένα
γραφείο και περίμενε. Το πρόσωπο του ήταν πατρικό και
καλοκάγαθο, και τα μάτια του γυάλιζαν από φιλική διάθε-
-52-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
ση. Ήταν ένας άντρας που πάντα έλεγε καλημέρα, έσφιγγε
επισήμως τα χέρια, ήταν ένας χαρούμενος άντρας που ήξερε
όλα τ' ανέκδοτα κι ωστόσο κινιόταν κοντά στη θλίψη, γιατί
στη μέση ενός γέλιου θυμόταν το θάνατο της θείας σου, και
τα μάτια του δάκρυζαν από τη λύπη για την απώλεια σου.
Σήμερα είχε τοποθετήσει ένα λουλούδι σ' ένα βάζο στο γραφείο
του, έναν μοναδικό άλικο ιβίσκο, και το 6άζο ήταν
δίπλα στο μαύρο βελουδένιο δίσκο για τα μαργαριτάρια
μπροστά του. Ήταν καλοξυρισμένος, και τα χέρια του ήταν
καθαρά και τα νύχια του γυαλισμένα. Η πόρτα του ήταν
ανοιχτή, και κάτι σιγοτραγουδούσε ενώ με το δεξί του χέρι
έκανε ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Περνούσε ένα νόμισμα
μπρος πίσω πάνω από το χέρι του και το έκανε να εμφανίζεται
και να εξαφανίζεται, να γυρίζει σα σβούρα και να
βγάζει σπίθες. Το νόμισμα εμφανιζόταν σα μάτι που ανοιγόκλεινε
και εξαφανιζόταν με την ίδια ταχύτητα κι ο άντρας
δεν έβλεπε καν τι έκανε. Τα δάχτυλα τα έκαναν όλα
μηχανικά, με ακρίβεια, ενώ ο άντρας σιγοτραγουδούσε και
κοίταζε έξω από την πόρτα. Έπειτα άκουσε το ποδοβολητό
του πλήθους που πλησίαζε και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού
του δούλευαν ολοένα και πιο γρήγορα μέχρι που, καθώς
η μορφή του Κίνο γέμισε το κατώφλι, το νόμισμα
άστραψε κι εξαφανίστηκε.
«Καλημέρα, φίλε μου» είπε ο μεγαλόσωμος άντρας. «Τι
μπορώ να κάνω για σένα;»
Ο Κίνο έμεινε για μια στιγμή να κοιτάζει στο μισόφωτο
του μικρού γραφείου, γιατί τα μάτια του είχαν πονέσει από
τη λάμψη του ήλιου έξω. Αλλά τα μάτια του αγοραστή είχαν
γίνει σταθερά και σκληρά και ακίνητα σαν τα μάτια του
γερακιού, ενώ το υπόλοιπο πρόσωπο του χαμογελούσε σ'
ένα χαιρετισμό. Και, κρυφά, πίσω από το γραφείο του, το
δεξί του χέρι έπαιζε με το νόμισμα.
«Έχω ένα μαργαριτάρι» είπε ο Κίνο. Κι ο Χουάν Τομάς
-53-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
που στεκόταν δίπλα του χλιμίντρισε λίγο με τη μετριοφροσύνη
της περιγραφής. Οι γείτονες κοίταζαν από το κατώφλι
και μια γραμμή από αγοράκια σκαρφάλωσαν στα κάγκελα
του παραθύρου και κοίταξαν μέσα. Μερικά αγοράκια, πεσμένα
στα τέσσερα, παρακολουθούσαν τη σκηνή ανάμεσα
από τα πόδια του Κίνο.
«Έχεις ένα μαργαριτάρι» είπε ο έμπορας. «Καμιά φορά
μου φέρνουν μια ντουζίνα. Λοιπόν, ας το δούμε το μαργαριτάρι
σου. Θα το εκτιμήσουμε και θα σου δώσουμε την καλύτερη
τιμή». Και τα δάχτυλα του δούλευαν σα μανιασμένα
με το νόμισμα.
Λοιπόν, ο Κίνο ήξερε ενστικτώδικα τη δραματική εντύπωση
που έπρεπε να κάνει. Αργά έβγαλε το πέτσινο σακουλάκι
του, αργά έβγαλε απ' αυτό το μαλακό και βρόμικο
κομμάτι δέρματος ελαφιού κι έπειτα άφησε το μαργαριτάρι
να κυλήσει στο μαύρο βελουδένιο δίσκο, κι αμέσως τα μάτια
του πήγαν στο πρόσωπο του αγοραστή. Αλλά δεν υπήρξε
κανένα σημάδι, καμιά κίνηση, το πρόσωπο δεν άλλαξε,
αλλά το μυστικό χέρι πίσω από το γραφείο έχασε την ακρίβεια
του. Το νόμισμα σκόνταψε σ' ένα δάχτυλο και γλίστρησε
αργά στα πόδια του έμπορα. Και τα δάχτυλα πίσω από
το γραφείο σφίχτηκαν σε γροθιά. Όταν το δεξί χέρι βγήκε
από την κρυψώνα, ο δείχτης άγγιξε το μεγάλο μαργαριτάρι,
το κύλησε στο μαύρο βελούδο· ο δείχτης κι ο αντίχειρας το
σήκωσαν και το έφεραν κοντά στα μάτια του αγοραστή και
το στριφογύρισαν στον αέρα.
Ο Κίνο χράτησε την ανάσα του, και οι γείτονες κράτησαν
την ανάσα τους, και το ψιθυρητό διέσχισε το πλήθος. «Το
εξετάζει -Δεν έχει αναφερθεί ακόμα καμιά τιμή -Δε συμφώνησαν
για την τιμή».
Τώρα το χέρι του αγοραστή είχε αποκτήσει προσωπικότητα.
Το χέρι πέταξε το μεγάλο μαργαριτάρι πίσω στο δίσκο,
ο δείχτης το σκούντησε και το πρόσβαλε, και στο πρό-
-54-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
σωπο του έμπορα ήρθε ένα θλιμμένο και περιφρονητικό χαμόγελο.
«Λυπάμαι, φίλε μου» είπε, και οι ώμοι του ανασηκώθηκαν
λίγο για να δείξει ότι η ατυχία δεν ήταν δικό του σφάλμα.
«Είναι μαργαριτάρι μεγάλης αξίας» είπε ο Κίνο.
Τα δάχτυλα του αγοραστή τσίγκλισαν το μαργαριτάρι
έτσι που χοροπήδησε μαλακά πέρα δώθε κι έκανε γκελ στις
πλευρές του δίσκου.
«Έχεις ακούσει για το χρυσάφι του τρελού» είπε ο έμπορας.
«Το μαργαριτάρι αυτό είναι σαν το χρυσάφι του τρελού.
Παραείναι μεγάλο. Ποιος θα το αγόραζε; Δεν υπάρχει
αγορά για τέτοια πράγματα. Είναι μόνο κάτι το αξιοπερίεργο.
Λυπάμαι. Νόμιζες ότι ήταν ένα πράγμα αξίας κι είναι
μόνο κάτι το αξιοπερίεργο».
Τώρα το πρόσωπο του Κίνο έδειχνε απορία και στενοχώρια.
«Είναι το
Μαργαριτάρι τον Κόσμου» φώναξε. «Κανένας
δεν έχει ξαναδεί τέτοιο μαργαριτάρι».
«Αντίθετα» είπε ο έμπορας, «είναι μεγάλο κι άκομψο.
Σαν αξιοπερίεργο αντικείμενο παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον.
Κάποιο μουσείο θα μπορούσε Ίσως να το πάρει για
να το βάλει σε μια συλλογή από όστρακα. Μπορώ να σου
δώσω, ας πούμε, χίλια πέσος».
Το πρόσωπο του Κίνο έγινε σκοτεινό κι επικίνδυνο.
«Αξίζει πενήντα χιλιάδες» είπε. «Το ξέρεις. Θέλεις να με
κοροϊδέψεις».
Κι ο έμπορας άκουσε τη δυσαρέσκεια σα μπουμπουνητό
να περνάει μέσα από το πλήθος καθώς άκουσαν την τιμή
του. Κι ο έμπορας ένιωσε ένα τρεμούλιασμα φόβου.
«Μη με κατηγορείς» είπε βιαστικά. «Εγώ είμαι μονάχα
εκτιμητής. Ρώτα και τους άλλους. Πήγαινε στα γραφεία
τους και δείξε το μαργαριτάρι σου -ή ακόμα καλύτερα ας
έρθουν εδώ, για να δεις ότι δεν υπάρχει συμπαιγνία. Μι-
-55-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
κρέ» φώναξε. Κι όταν ο υπηρέτης του έβαλε το κεφάλι του
μέσα από την πίσω πόρτα, «Μικρέ, πήγαινε στον τάδε, και
τον δείνα και τον άλλο. Πες τους να έρθουν εδώ και μην
τους πεις γιατί. Πες μόνο ότι θα χαρώ να τους δω». Και το
δεξί του χέρι πήγε πίσω από το γραφείο του και τράβηξε
ένα άλλο νόμισμα από την τσέπη του και το νόμισμα κύλησε
πέρα δώθε στην ανάστροφη του χεριού του.
Οι γείτονες του Κίνο ψιθύριζαν μεταξύ τους. Το είχαν
φοβηθεί κάτι τέτοιο. Το μαργαριτάρι ήταν μεγάλο, αλλά είχε
αλλόκοτο χρώμα. Από την αρχή τους είχε φανεί ύποπτο.
Και στο κάτω κάτω, χίλια πέσος δεν ήταν για πέταμα.
Ήταν συγκριτικός πλούτος για έναν άνθρωπο που δεν ήταν
πλούσιος. Κι ας πούμε ότι ο Κίνο έπαιρνε τα χίλια πέσος.
Χτες ακόμα δεν είχε τίποτα.
Ο Κίνο όμως είχε σφίξει το στόμα και το βλέμμα του ήταν
σκληρό. Ένιωθε τη μοίρα να σέρνεται, τους λύκους να τον
περικυκλώνουν, τα όρνια να αιωρούνται από πάνω του.
Ένιωθε το κακό να πήζει γύρω του, και ήταν ανίσχυρος να
υπερασπιστεί τον εαυτό του. Άκουγε στ' αυτιά του την κακιά
μουσική. Και στο μαύρο βελούδο το μεγάλο μαργαριτάρι
γυάλιζε, τόσο που ο έμπορας δε μπορούσε να τραβήξει
τα μάτια του από πάνω του.
Το πλήθος στο κατώφλι κυμάτισε και έσπασε κι άφησε να
περάσουν οι τρεις αγοραστές. Το πλήθος ήταν σιωπηλό τώρα,
από φόβο να μη χάσει λέξη, να μην του ξεφύγει μια χειρονομία
ή μια έκφραση. Ο Κίνο ήταν σιωπηλός και παρατηρητικός.
Ένιωσε κάποιον να τον τραβάει στην πλάτη,
και γύρισε και κοίταξε μέσα στα μάτια της Χουάνα, κι όταν
τράβηξε πάλι το βλέμμα του είχε ανανεώσει τη δύναμη του.
Οι έμποροι δεν κοίταξαν ο ένας τον άλλο, ούτε το μαργαριτάρι.
Ο άντρας πίσω από το γραφείο είπε, «Έχω εκτιμήσει
αυτό το μαργαριτάρι. Ο ιδιοκτήτης από δω δε νομίζει
ότι η εκτίμηση μου είναι δίκαια. Θα σας παρακαλέσω να
-56-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
εξετάσετε αυτό -αυτό το πράγμα- και να κάνετε μια προσφορά.
Πρόσεξε» είπε στον Κίνο, «δεν ανάφερα τι πρόσφερα
».
Ο πρώτος έμπορας, αδύνατος και ξερακιανός, φάνηκε τώρα
να βλέπει το μαργαριτάρι για πρώτη φορά. Το σήκωσε,
το στριφογύρισε γρήγορα ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρα
κι έπειτα το πέταξε περιφρονητικά πίσω στο δίσκο.
«Μη με συμπεριλάβετε στη συζήτηση» είπε στεγνά. «Δε
θα κάνω καμιά προσφορά. Δεν το θέλω. Αυτό δεν είναι
μαργαριτάρι -είναι τερατούργημα». Τα λεπτά του χείλια
κατσάρωσαν.
Τώρα ο δεύτερος έμπορας, ένας κοντούλης με ντροπαλή
σιγανή φωνή, πήρε το μαργαριτάρι και το εξέτασε προσεχτικά.
Έβγαλε ένα φακό από την τσέπη του και το περιεργάστηκε
μεγεθυμένο. Έπειτα γέλασε σιγανά.
«Φτιάχνουν καλύτερα μαργαριτάρια από πάστα» είπε.
«Τα ξέρω αυτά τα πράγματα. Είναι μαλακό και πορώδες,
θα χάσει το χρώμα του και θα πεθάνει σε μερικούς μήνες.
Κοίτα -» Έδωσε το φακό στον Κίνο, του έδειξε πώς να τον
χρησιμοποιεί, κι ο Κίνο, που δεν είχε δει ποτέ την επιφάνεια
ενός μαργαριταριου σε μεγέθυνση, σοκαρίστηκε με το
αλλόκοτο θέαμα.
Ο τρίτος έμπορας πήρε το μαργαριτάρι από τα χέρια του
Κίνο. «Έχω έναν πελάτη που του αρέσουν κάτι τέτοια» είπε.
«Θα προσφέρω πεντακόσια πέσος κι ίσως να μπορέσω
να το πουλήσω στον πελάτη μου εξακόσια».
Ο Κίνο άπλωσε γρήγορα το χέρι και άρπαξε το μαργαριτάρι
από τα δάχτυλα του. Το τύλιξε στο δέρμα του ελαφιού
και το έριξε μέσα στο πουκάμισο του.
Ο άντρας πίσω από το γραφείο είπε, «Είμαι ανόητος, το
ξέρω, αλλά η πρώτη μου προσφορά ισχύει. Εξακολουθώ να
προσφέρω χίλια. Τι κάνεις;» ρώτησε καθώς ο Κίνο εξαφάνισε
το μαργαριτάρι.
-57-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
«Με κοροϊδεύετε» φώναξε άγρια ο Κίνο. «Το μαργαριτάρι
μου δεν είναι για πούλημα εδώ. Θα πάω, ίσως ακόμα και
στην πρωτεύουσα».
Τώρα οι έμποροι κοιτάχτηκαν βιαστικά. Ήξεραν ότι είχαν
παίξει πολύ σκληρό παιχνίδι. Ήξεραν ότι θα τιμωρούνταν
για την αποτυχία τους κι ο άντρας στο γραφείο είπε
βιαστικά, «Θα μπορούσα να φτάσω ίσως και στα χίλια
πεντακόσια».
Ο Κίνο όμως άνοιγε σπρώχνοντας δρόμο ανάμεσα στο
πλήθος. Το βουητό των ομιλιών έφτανε αχνά μέχρι τ' αυτιά
του, το αίμα της οργής βροντοκοπούσε στ' αυτιά του, και
πέρασε από μέσα κι απομακρύνθηκε. Η Χουάνα τον ακολούθησε,
τρέχοντας πίσω του.
Όταν ήρθε το βράδυ, οι γείτονες στα καλύβια κάθονταν
κι έτρωγαν καλαμποκόπιτες και φασόλια, και συζητούσαν
το μεγάλο θέμα του πρωινού. Δεν ήξεραν, εκείνων τους
φαινόταν θαυμάσιο μαργαριτάρι, αλλά δεν είχαν ξαναδεί
τέτοιο μαργαριτάρι, και σίγουρα οι έμποροι ήξεραν περισσότερα
για την αξία των μαργαριταριών απ' ό,τι εκείνοι.
«Και μην ξεχνάτε» είπαν. «Οι έμποροι αυτοί δεν τα συζήτησαν
τα πράγματα. Ο καθένας από τους τρεις ήξερε ότι το
μαργαριτάρι δεν είχε αξία».
«Αν όμως το είχαν κανονίσει από πριν;»
«Αν είναι έτσι, τότε όλους μας μας κορόιδευαν σ' όλη μας
τη ζωή».
Ίσως, ισχυρίζονταν μερικοί, ίσως θα ήταν καλύτερα αν ο
Κίνο έπαιρνε τα χίλια πεντακόσια πέσος. Είναι πολλά λεφτά,
περισσότερα απ' όσα είχε δει ποτέ κανείς τους. Ίσως ο
Κίνο να ήταν πεισματάρης κι ανόητος. Κι αν πήγαινε στ'
αλήθεια στην πρωτεύουσα και δεν έβρισκε αγοραστή για το
μαργαριτάρι του; Ποτέ δε θα μπορούσε να ξεπλύνει τη
ντροπή.
Και τώρα, είπαν άλλοι που φοβούνταν, τώρα που τους
-58-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
είχε αψηφήσει, οι αγοραστές αυτοί δε θα θελήσουν να
έχουν καμιά σχέση μαζί του. Ίσως ο Κίνο να έκοψε το ίδιο
του το κεφάλι και να κατέστρεψε τον εαυτό του.
Κι άλλοι είπαν, ο Κίνο είναι γενναίος άντρας, και άγριος
άντρας- έχει δίκιο. Από το κουράγιο του μπορεί να επωφεληθούμε
όλοι. Αυτοί ήταν περήφανοι για τον Κίνο.
Στο σπίτι του, ο Κίνο καθόταν ανακούρκουδα στην ψάθα
του κι ήταν βυθισμένος σε σκέψεις. Είχε θάψει το μαργαριτάρι
του κάτω από μια πέτρα στο λάκκο της φωτιάς στο
σπίτι του, και κοίταζε τα κεντήματα πάνω στην ψάθα του
μέχρι που τα σχέδια άρχισαν να χορεύουν μέσα στο κεφάλι
του. Είχε χάσει έναν κόσμο και δεν είχε κερδίσει άλλο. Κι ο
Κίνο φοβόταν. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε βρεθεί μακριά
απ' το σπίτι του. Φοβόταν τους ξένους και τα ξένα μέρη.
Τον τρόμαζε το τέρας εκείνο που ονόμαζαν πρωτεύουσα.
Ήταν πέρα απ' το νερό και πίσω από τα βουνά, πάνω από
χίλια μίλια μακριά, και κάθε ξένο τρομερό μίλι τον γέμιζε
φόβο. Αλλά ο Κίνο είχε χάσει τον παλιό του κόσμο και τώρα
έπρεπε να σκαρφαλώσει σ' έναν καινούργιο. Γιατί το
όνειρο του για το μέλλον ήταν αληθινό και ποτέ δε θα καταστρεφόταν
και είχε πει, «Θα πάω» κι ήταν κι αυτό αληθινό.
Το ν' αποφασίσει να πάει και να το πει, ήταν σα να βρισκόταν
κιόλας στα μισά του δρόμου.
Η Χουάνα τον κοίταζε καθώς έθαβε το μαργαριτάρι του
και τον κοίταζε ενώ καθάριζε τον Κογιοτίτο και τον θήλαζε,
κι η Χουάνα έφτιαξε τις καλαμποκόπιτες για δείπνο.
Ο Χουάν Τομάς ήρθε και κάθισε στις φτέρνες του δίπλα
στον Κίνο κι έμεινε σιωπηλός πολλή ώρα μέχρι που τελικά ο
Κίνο ζήτησε να μάθει. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Είναι
απατεώνες».
Ο Χουάν Τομάς κούνησε σοβαρά το κεφάλι. Ήταν ο μεγαλύτερος,
κι ο Κίνο σ' αυτόν στρεφόταν για σοφές συμβουλές.
«Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς» είπε. «Ξέρουμε ότι
-59-
ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ
μας κοροϊδεύουν από τη γέννα μέχρι τη φουσκωμένη τιμή
των φέρετρων μας. Αλλά επιζούμε. Εσύ δεν αψήφησες τους
αγοραστές των μαργαριταριών, αλλά ολόκληρη τη δομή,
ολόκληρο τον τρόπο ζωής, και φοβάμαι για σένα».
«Τι έχω να φοβηθώ πέρα από την πείνα;» ρώτησε ο Κίνο.
Αλλά ο Χουάν Τομάς κούνησε αργά το κεφάλι. «Αυτό
πρέπει να το φοβόμαστε όλοι. Αλλά ας πούμε ότι έχεις δίκιο
-ας πούμε ότι το μαργαριτάρι σου έχει μεγάλη αξία- νομίζεις
ότι τότε το παιχνίδι τέλειωσε;»
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω» είπε ο Χουάν Τομάς, «αλλά φοβάμαι για σένα.
Περπατάς σε καινούργιο έδαφος, δεν ξέρεις το δρόμο».
«Θα πάω. Θα φύγω σύντομα» είπε ο Κίνο.
«Ναι» συμφώνησε ο Χουάν Τομάς. «Αυτό πρέπει να το
κάνεις. Αναρωτιέμαι όμως αν θα τα βρεις διαφορετικά στην
πρωτεύουσα. Εδώ έχεις φίλους και μένα, τον αδερφό σου.
Εκεί δε θα έχεις κανέναν».
«Τι μπορώ να κάνω;» φώναξε ο Κίνο. «Εδώ υπάρχει μια
βαθιά προσβολή. Ο γιος μου πρέπει να έχει μια ευκαιρία.
Αυτό χτυπάνε. Οι φίλοι μου θα με προστατέψουν».
«Μόνο εφόσον αυτό δεν τους βάζει σε κίνδυνο ή δεν τους
χαλάει την ησυχία» είπε ο Χουάν Τομάς. Σηκώθηκε λέγοντας,
«Ο Θεός μαζί σου».
Κι ο Κίνο είπε, «Ο Θεός μαζί σου» και δε σήκωσε καν τα
μάτια, γιατί τα λόγια είχαν μια παράξενη παγωνιά μέσα
τους.
Για πολλή ώρα αφού είχε φύγει ο Χουάν Τομάς, ο Κίνο
καθόταν βυθισμένος σε σκέψεις στην ψάθα του. Τον είχε
τυλίξει κάτι σα λήθαργος, και μια γκρίζα απελπισία. Όλοι
οι δρόμοι έμοιαζαν φραγμένοι εναντίον του. Στο κεφάλι
του άκουγε μόνο τη σκοτεινή μουσική του εχθρού. Οι αισθήσεις
του ήταν καυτά ζωντανές, αλλά το μυαλό του πήγε
πίσω στη βαθιά συμμετοχή με όλα τα πράγματα, το δώρο
-60-
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
που είχε από το λαό του. Άκουγε κάθε ανεπαίσθητο ήχο
της νύχτας που ερχόταν, το νυσταγμένο παράπονο των πουλιών
στα δέντρα, την ερωτική αγωνία των γατιών, το χτύπημα
και τράβηγμα των μικρών κυμάτων στην αμμουδιά,
και το απλό σφύριγμα της απόστασης. Και μύριζε τη διαπεραστική
μυρωδιά από τα φύκια που άφηνε πίσω της η παλίρροια
που τραβιόταν. Η μικρή λάμψη της φωτιάς έκανε
το πλεχτό σχέδιο στην ψάθα του να πηδάει μπροστά στα
υπνωτισμένα του μάτια.
Η Χουάνα τον κοίταζε στεναχωρεμένη, αλλά τον ήξερε
και ήξερε ότι ο καλύτερος τρόπος για να τον βοηθήσει ήταν
να μείνει σιωπηλή και να μείνει κοντά του. Και μόλο που κι
εκείνη άκουγε το Τραγούδι του Κακού, πάλευε να το διώξει,
τραγουδώντας σιγανά τη μελωδία της οικογένειας, της
ασφάλειας και της ζεστασιάς και της ενότητας της οικογένειας.
Κρατούσε τον Κογιοτίτο στην αγκαλιά της και του
τραγουδούσε το τραγούδι, για να κρατήσει μακριά το κακό,
και η φωνή της ήταν θαρραλέα ενάντια στην απειλή της
σκοτεινής μουσικής.
Ο Κίνο δε σάλεψε ούτε ζήτησε να φάει. Η Χουάνα ήξερε
ότι θα ζητούσε όταν θα ήθελε. Τα μάτια του ήταν υπνωτισμένα
και διαισθανόταν το δύσπιστο, επιφυλακτικό κακό
έξω από την καλύβα· ένιωθε τα σκοτεινά πράγματα που
σέρνονταν να τον περιμένουν να βγει στη νύχτα. Ήταν σκοτεινό
και τρομερό, κι ωστόσο τον φώναζε και τον απειλούσε
και τον προκαλούσε. Το δεξί του χέρι πήγε στο πουκάμισο
του κι έψαξε για το μαχαίρι του · τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα
· σηκώθηκε και πήγε στο κατώφλι.
Η Χουάνα θέλησε να τον σταματήσει· σήκωσε το χέρι της
για να τον σταματήσει, και το στόμα της άνοιξε από τον
τρόμο. Για μια ατέλειωτη στιγμή ο Κίνο έμεινε να κοιτάζει
το σκοτάδι κι έπειτα βγήκε έξω. Η Χουάνα άκουσε το θρόισμα,
το μουγκρητό της πάλης, το χτύπημα. Πάγωσε από τον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου