Υπάρχουν δύο βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Οι δύο αυτοί άξονες μπορούν να συνοψιστούν στις λέξεις Φύσις και Νόμος.
Η Φύσις μπορεί να σημαίνει τη “φυσική μορφή που λαμβάνει ένα αντικείμενο ως αποτέλεσμα της φυσικής ανάπτυξης, μπορεί επίσης να αναφέρεται στη φύση ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, στο ένστικτο των ζώων ή στη φυσική τάξη πραγμάτων, την κανονική τάξη της φύσης”. O Nόμος, από την άλλη μεριά, σημαίνει “το έθιμο ή το δίκαιο ή την εγκαθιδρυμένη εξουσία ή το σύνολο των κανόνων που διέπουν μια σειρά γεγονότων”. Αν ισχύουν αυτές οι ερμηνείες, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι, ανεξάρτητα από το ποια λέξη προτιμούμε εμείς ή οι φιλόσοφοι σε μια δεδομένη στιγμή, μεταξύ αυτών υπάρχει μια αντίθεση.
Αυτή την αντίθεση κατανόησαν ήδη οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, γι’ αυτό και προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τη μετριάσουν ή ακόμα και να την εξαλείψουν. Υποστήριζαν μια άποψη, πίστευαν με πάθος στην ορθότητά της και κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τη διατυπώσουν όσο πιο καθαρά και πειστικά μπορούσαν. Ωστόσο, δεν διατύπωναν παρά μια άποψη. Η αντίθεση αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει όσο και αν προσπαθούσαν να την εξαλείψουν. Οι προσωκρατικοί για παράδειγμα ενδιαφέρονταν να κατανοήσουν την τάξη στη φύση, οι σοφιστές ασχολούνταν με τη συνύπαρξη της Φύσης και του Νόμου στον ιδεώδη άνθρωπο. Ο Πλάτωνας κήρυσσε μια ζωή «σύμφωνα με τη Φύση», σύνθημα που υιοθετήθηκε και από τους κυνικούς και ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τη ζωή του στην επιβολή της τάξης πάνω στη φυσική υπόσταση των πραγμάτων. Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι τα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα, εκτός από εκείνο των κυνικών, επιχείρησαν να εναρμονίσουν τις δύο αυτές έννοιες. Μόνο οι κυνικοί απέρριψαν το Νόμο και επιδίωξαν να ζήσουν απλά σύμφωνα με τη φύση. Διότι αντιλήφθηκαν ότι, στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν παρά να αντιμάχονται η μία την άλλη. Εκείνο που είναι φυσικό είναι αντικοινωνικό και ό,τι παραδέχεται η κοινωνία για σωστό δεν ταιριάζει με ό,τι γίνεται στη φύση. Γι’ αυτό και κατ’ επέκταση κάθε πολιτική οργάνωση και μάλιστα η ίδια η αστική ζωή, όπως θα λέγαμε σήμερα, δεν μπορούσαν παρά να είναι αντιφυσικές.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη θέση πάρτε, για παράδειγμα, δύο διαφορετικά άτομα που έζησαν μια τραγωδία, μια μεγάλη φωτιά ας πούμε, στον ίδιο τόπο και τον ίδιο χρόνο. Ο καθένας θα διηγηθεί τί συνέβη με διαφορετικό τρόπο, καθένας θα είναι αλλιώτικος στο πώς θα το περιγράψει και στην εντύπωση που θα προκαλέσει, διότι έχει εκ φύσεως διαφορετική ψυχολογία. Μιλήστε, όμως, στα ίδια άτομα για κάποιο θεμελιώδες κοινωνικό ζήτημα, για τη ζωή ή την κυβέρνηση, και αμέσως θα ακούσετε να εκφέρουν και οι δύο την ίδια γνώμη, την παραδεδεγμένη, αυτήν που επικρατεί γενικά. Γιατί; Διότι όπου ο άνθρωπος αφήνεται ελεύθερος να σκεφτεί και να νιώσει μόνος του, χωρίς να τον εμποδίζουν οι επιβεβλημένοι κοινωνικοί θεσμοί, εμφανίζεται ανεξάρτητος και ελεύθερος. Μόλις, όμως, η συζήτηση θίξει ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα των κοινωνικών θεσμών, ο άνθρωπος γίνεται δέσμιος των συμβάσεων, αντιγράφει και πιθηκίζει. Παρατηρήστε τα παιδιά και θα δείτε ότι παρουσιάζουν την πιο μεγάλη ελευθερία τόσο στους τρόπους και στη συμπεριφορά, όσο και στην πνευματική και ψυχική έκφραση, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που πολλές φορές να γίνονται… ενοχλητικά στους μεγάλους. Θα δείτε μια ενσικτώδη τάση για ατομικότητα, ανεξαρτησία, που εκφράζεται με φανερή ή κρυφή περιφρόνηση για τη θέληση των μεγάλων, με την επανάσταση εναντίον της εξουσίας των γονέων και των δασκάλων. Ολόκληρη η «εκπαίδευση» είναι μια συνεχής διαδικασία που σκοπό έχει την εξάλειψη και τη συντριβή αυτής της τάσης, το ξερίζωμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Και ο μόνος λόγος που οι μεγάλοι δεν είναι έτσι, είναι το γεγονός ότι τους έστειλαν στο σχολείο και σε άλλους καταπιεστικούς θεσμούς οι οποίοι τους ξερίζωσαν κάθε τέτοια τάση.
Aυτή η ιδέα είναι επίσης χαρακτηριστική της αναρχικής σκέψης. Για έναν αναρχικό το πραγματικό κακό είναι ο νόμος που καλύπτει τα φυσικά δεδομένα, ξεκινώντας από την οικογένεια και καταλήγοντας στο χρήμα, από τη θρησκεία μέχρι το κράτος. Γεννιόμαστε αρσενικά ή θηλυκά ώστε να γίνουμε κάποτε άντρες ή γυναίκες, δεν γεννιόμαστε όμως για να γίνουμε σύμφωνα με τη φύση ούτε σύζυγοι, ούτε ορθόδοξοι, ούτε Έλληνες, ούτε Τούρκοι. Γινόμαστε ό,τι γίνουμε μόνο με την επίδραση των κοινωνικών θεσμών. Γιατί όμως είναι κακοί οι κοινωνικοί θεσμοί; Επειδή ακριβώς πρόκειται για θεσμούς, επειδή δεν είναι φυσικοί. Το κράτος είναι τόσο μηδαμινό όσο και το χρήμα, οι θρησκείες τόσο ασήμαντες όσο και η οικογένεια. Κι αν υπήρχαν κι άλλοι θεσμοί αυτού του είδους, θα ήταν το ίδιο κακοί, ακριβώς επειδή θα ήταν θεσμοί, επειδή απλώς καλύπτουν και εμποδίζουν τα φυσικά δεδομένα. Τί θέλει λοιπόν ένας αναρχικός; Ελευθερία – ελευθερία για τον εαυτό του και για τους άλλους. Θέλει να απελευθερωθεί από την επίδραση και την καταπίεση των κοινωνικών θεσμών, θέλει να είναι ελεύθερος σαν τότε που ήταν παιδί, τόσο ελεύθερος όσο θα έπρεπε να είναι στην πραγματικότητα σε όλη του τη ζωή, και αυτή την ελευθερία τη θέλει και για τον εαυτό του και για τους άλλους.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι αντιλήψεις και οι στόχοι των κυνικών ταυτίζονται με εκείνες των αναρχικών. Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί εδώ για ακόμη μια φορά, δεν είναι τόσο το γεγονός ότι διαφορετικές μεταξύ τους φιλοσοφικές αντιλήψεις ταυτίζονται με εκείνες των αναρχικών, αλλά, αντίθετα, ότι ο αναρχισμός, δηλαδή η “συνειδητή ή ασυνείδητη φιλοδοξία των ανθρώπων για ελευθερία”, όπως γράφαμε στο πρώτο μέρος, διατρέχει λίγο-πολύ όλη την ιστορία της φιλοσοφίας. Δεν πρόκειται απλώς για τη διάδοση μιας ιδέας· είναι περισσότερο ένα φυσικό γεγονός. Το να φορέσεις γυαλιά σε έναν άνθρωπο χωρίς μυωπία θα ήταν ένας πολύ περίεργος τρόπος για να τον κάνεις να βλέπει καλύτερα.
Η Φύσις μπορεί να σημαίνει τη “φυσική μορφή που λαμβάνει ένα αντικείμενο ως αποτέλεσμα της φυσικής ανάπτυξης, μπορεί επίσης να αναφέρεται στη φύση ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, στο ένστικτο των ζώων ή στη φυσική τάξη πραγμάτων, την κανονική τάξη της φύσης”. O Nόμος, από την άλλη μεριά, σημαίνει “το έθιμο ή το δίκαιο ή την εγκαθιδρυμένη εξουσία ή το σύνολο των κανόνων που διέπουν μια σειρά γεγονότων”. Αν ισχύουν αυτές οι ερμηνείες, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι, ανεξάρτητα από το ποια λέξη προτιμούμε εμείς ή οι φιλόσοφοι σε μια δεδομένη στιγμή, μεταξύ αυτών υπάρχει μια αντίθεση.
Αυτή την αντίθεση κατανόησαν ήδη οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, γι’ αυτό και προσπάθησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να τη μετριάσουν ή ακόμα και να την εξαλείψουν. Υποστήριζαν μια άποψη, πίστευαν με πάθος στην ορθότητά της και κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τη διατυπώσουν όσο πιο καθαρά και πειστικά μπορούσαν. Ωστόσο, δεν διατύπωναν παρά μια άποψη. Η αντίθεση αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει όσο και αν προσπαθούσαν να την εξαλείψουν. Οι προσωκρατικοί για παράδειγμα ενδιαφέρονταν να κατανοήσουν την τάξη στη φύση, οι σοφιστές ασχολούνταν με τη συνύπαρξη της Φύσης και του Νόμου στον ιδεώδη άνθρωπο. Ο Πλάτωνας κήρυσσε μια ζωή «σύμφωνα με τη Φύση», σύνθημα που υιοθετήθηκε και από τους κυνικούς και ο Αριστοτέλης αφιέρωσε τη ζωή του στην επιβολή της τάξης πάνω στη φυσική υπόσταση των πραγμάτων. Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι τα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά συστήματα, εκτός από εκείνο των κυνικών, επιχείρησαν να εναρμονίσουν τις δύο αυτές έννοιες. Μόνο οι κυνικοί απέρριψαν το Νόμο και επιδίωξαν να ζήσουν απλά σύμφωνα με τη φύση. Διότι αντιλήφθηκαν ότι, στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν παρά να αντιμάχονται η μία την άλλη. Εκείνο που είναι φυσικό είναι αντικοινωνικό και ό,τι παραδέχεται η κοινωνία για σωστό δεν ταιριάζει με ό,τι γίνεται στη φύση. Γι’ αυτό και κατ’ επέκταση κάθε πολιτική οργάνωση και μάλιστα η ίδια η αστική ζωή, όπως θα λέγαμε σήμερα, δεν μπορούσαν παρά να είναι αντιφυσικές.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη θέση πάρτε, για παράδειγμα, δύο διαφορετικά άτομα που έζησαν μια τραγωδία, μια μεγάλη φωτιά ας πούμε, στον ίδιο τόπο και τον ίδιο χρόνο. Ο καθένας θα διηγηθεί τί συνέβη με διαφορετικό τρόπο, καθένας θα είναι αλλιώτικος στο πώς θα το περιγράψει και στην εντύπωση που θα προκαλέσει, διότι έχει εκ φύσεως διαφορετική ψυχολογία. Μιλήστε, όμως, στα ίδια άτομα για κάποιο θεμελιώδες κοινωνικό ζήτημα, για τη ζωή ή την κυβέρνηση, και αμέσως θα ακούσετε να εκφέρουν και οι δύο την ίδια γνώμη, την παραδεδεγμένη, αυτήν που επικρατεί γενικά. Γιατί; Διότι όπου ο άνθρωπος αφήνεται ελεύθερος να σκεφτεί και να νιώσει μόνος του, χωρίς να τον εμποδίζουν οι επιβεβλημένοι κοινωνικοί θεσμοί, εμφανίζεται ανεξάρτητος και ελεύθερος. Μόλις, όμως, η συζήτηση θίξει ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα των κοινωνικών θεσμών, ο άνθρωπος γίνεται δέσμιος των συμβάσεων, αντιγράφει και πιθηκίζει. Παρατηρήστε τα παιδιά και θα δείτε ότι παρουσιάζουν την πιο μεγάλη ελευθερία τόσο στους τρόπους και στη συμπεριφορά, όσο και στην πνευματική και ψυχική έκφραση, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που πολλές φορές να γίνονται… ενοχλητικά στους μεγάλους. Θα δείτε μια ενσικτώδη τάση για ατομικότητα, ανεξαρτησία, που εκφράζεται με φανερή ή κρυφή περιφρόνηση για τη θέληση των μεγάλων, με την επανάσταση εναντίον της εξουσίας των γονέων και των δασκάλων. Ολόκληρη η «εκπαίδευση» είναι μια συνεχής διαδικασία που σκοπό έχει την εξάλειψη και τη συντριβή αυτής της τάσης, το ξερίζωμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Και ο μόνος λόγος που οι μεγάλοι δεν είναι έτσι, είναι το γεγονός ότι τους έστειλαν στο σχολείο και σε άλλους καταπιεστικούς θεσμούς οι οποίοι τους ξερίζωσαν κάθε τέτοια τάση.
Aυτή η ιδέα είναι επίσης χαρακτηριστική της αναρχικής σκέψης. Για έναν αναρχικό το πραγματικό κακό είναι ο νόμος που καλύπτει τα φυσικά δεδομένα, ξεκινώντας από την οικογένεια και καταλήγοντας στο χρήμα, από τη θρησκεία μέχρι το κράτος. Γεννιόμαστε αρσενικά ή θηλυκά ώστε να γίνουμε κάποτε άντρες ή γυναίκες, δεν γεννιόμαστε όμως για να γίνουμε σύμφωνα με τη φύση ούτε σύζυγοι, ούτε ορθόδοξοι, ούτε Έλληνες, ούτε Τούρκοι. Γινόμαστε ό,τι γίνουμε μόνο με την επίδραση των κοινωνικών θεσμών. Γιατί όμως είναι κακοί οι κοινωνικοί θεσμοί; Επειδή ακριβώς πρόκειται για θεσμούς, επειδή δεν είναι φυσικοί. Το κράτος είναι τόσο μηδαμινό όσο και το χρήμα, οι θρησκείες τόσο ασήμαντες όσο και η οικογένεια. Κι αν υπήρχαν κι άλλοι θεσμοί αυτού του είδους, θα ήταν το ίδιο κακοί, ακριβώς επειδή θα ήταν θεσμοί, επειδή απλώς καλύπτουν και εμποδίζουν τα φυσικά δεδομένα. Τί θέλει λοιπόν ένας αναρχικός; Ελευθερία – ελευθερία για τον εαυτό του και για τους άλλους. Θέλει να απελευθερωθεί από την επίδραση και την καταπίεση των κοινωνικών θεσμών, θέλει να είναι ελεύθερος σαν τότε που ήταν παιδί, τόσο ελεύθερος όσο θα έπρεπε να είναι στην πραγματικότητα σε όλη του τη ζωή, και αυτή την ελευθερία τη θέλει και για τον εαυτό του και για τους άλλους.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι αντιλήψεις και οι στόχοι των κυνικών ταυτίζονται με εκείνες των αναρχικών. Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί εδώ για ακόμη μια φορά, δεν είναι τόσο το γεγονός ότι διαφορετικές μεταξύ τους φιλοσοφικές αντιλήψεις ταυτίζονται με εκείνες των αναρχικών, αλλά, αντίθετα, ότι ο αναρχισμός, δηλαδή η “συνειδητή ή ασυνείδητη φιλοδοξία των ανθρώπων για ελευθερία”, όπως γράφαμε στο πρώτο μέρος, διατρέχει λίγο-πολύ όλη την ιστορία της φιλοσοφίας. Δεν πρόκειται απλώς για τη διάδοση μιας ιδέας· είναι περισσότερο ένα φυσικό γεγονός. Το να φορέσεις γυαλιά σε έναν άνθρωπο χωρίς μυωπία θα ήταν ένας πολύ περίεργος τρόπος για να τον κάνεις να βλέπει καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου