Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Τιμώντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Μέρος Δεύτερο)

Στα πενήντα αυτά χρόνια από τη δημοσίευση του Μανιφέστου ως σήμερα, οι εξειδικεύσεις και οι περιπλοκές του προλεταριακού κινήματος έγιναν τέτοιες και τόσες ώστε δεν υπάρχει πια νους που να τις αγκαλιάζει όλες, να διεισδύει, να τις κατανοεί και να τις εξηγεί στις αληθινές αιτίες και σχέσεις τους. Η ενιαία Διεθνής της περιόδου 1864-73, αφού εκπλήρωσε τη λειτουργία της, που ήταν η προκαταρκτική αφομοίωση από το προλεταριάτο των γενικών τάσεων και των κοινών και αναγκαίων ιδεών, έπρεπε να εξαφανιστεί· ούτε κάποιος θα σκεφτεί ή θα μπορέσει ποτέ να σκεφτεί να ξαναφτιάξει κάτι που θα της μοιάζει.

Δυο είναι οι αιτίες, ανάμεσα στις άλλες, που συνέβαλαν ισχυρά σ' αυτή την πλατιά εξειδίκευση και σύνθεση του προλεταριακού κινήματος. Η αστική τάξη ένιωσε σε πολλές χώρες την ανάγκη να περιορίσει, προς άμυνά της, πολλές από τις καταχρήσεις που ακολούθησαν την πρώτη και αιφνίδια εισαγωγή του βιομηχανικού συστήματος· από δω γεννήθηκε η εργατική, ή, όπως χαρακτηρίζεται αλλιώς πιο πομπώδικα, η κοινωνική νομοθεσία. Η ίδια η αστική τάξη, είτε προς άμυνα της είτε κάτω από την πίεση των συνθηκών, θα διεύρυνε σε πολλές χώρες τους γενικούς όρους της ελευθερίας και, ειδικότερα, θα επεξέτεινε το εκλογικό δικαίωμα. Για τους δυο αυτούς λόγους, που έφεραν το προλεταριάτο μέσα στον κύκλο της καθημερινής πολιτικής ζωής, η ικανότητα του για κίνηση αυξήθηκε πολύ· και η ευκαμψία και μεγαλύτερη ευλυγισία που διαθέτει τώρα του επιτρέπουν να συγκρούεται με την αστική τάξη στις συγκεντρώσεις και τις κοινοβουλευτικές αίθουσες. Και όπως από τη διαδικασία των πραγμάτων έρχεται η διαδικασία των ιδεών, έτσι και σ' αυτή την πολύμορφη πρακτική ανάπτυξη του προλεταριάτου, που είναι τόσο διαφορετική σε μορφές και διαπλοκές ώστε κανείς πια δεν μπορεί να την δει μπροστά στά μάτια του και να την συλλάβει στο σύνολό της, έφτασε να αντιστοιχεί μια βαθμιαία ανάπτυξη των θεωριών του κριτικού κομμουνισμού για την κατανόηση της ιστορίας και της παρούσας ζωής, ως τη λεπτομερειακή περιγραφή και του μικρότερου μέρους της οικονομίας: με μια λέξη, έγινε επιστήμη, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το όνομα με την οφειλόμενη περίσκεψη...

Αλλά δεν υπάρχει μήπως σε όλα αυτά, υποστηρίζουν επίμονα μερικοί, μια κάποια παρέκκλιση από την απλή και επιτακτική θεωρία του Μανιφέστου; Αυτό που κερδίθηκε σε έκταση και σύνθεση, επαναλαμβάνουν άλλοι, δεν χάθηκε μήπως από την ένταση και την ακριβολογία;

Αυτά τα ερωτήματα γεννιώνται, κατά τη γνώμη μου, από μια λανθασμένη αντίληψη του παρόντος προλεταριακού κινήματος, και από μια οπτική αυταπάτη για το βαθμό ενέργειας και την επαναστατική αξία των εκδηλώσεων πολλών χρόνων πριν.

Οποιαδήποτε παραχώρηση κι αν κάνει η αστική τάξη στην οικονομική τάξη πραγμάτων, ως τη μεγαλύτερη μείωση των ωρών εργασίας, παραμένει πάντοτε αληθινό το γεγονός ότι η αναγκαιότητα της εκμετάλλευσης, πάνω στην οποία στηρίζεται όλη η παρούσα κοινωνική τάξη, έχει αδιαπέραστα όρια, πέρα από τα οποία το κεφάλαιο σαν ιδιωτικό όργανο παραγωγής δεν βρίσκει πια λόγο ύπαρξης. Αν μια καθορισμένη παραχώρηση μπορεί σήμερα να καταπραΰνει κάποια άμεση μορφή ανησυχίας στο προλεταριάτο, η ίδια η παραχώρηση δεν μπορεί να αφυπνίζει λιγότερο την επιθυμία άλλων, νέων και ολοένα μεγαλύτερων ανησυχιών. Η ανάγκη της εργατικής νομοθεσίας, που γεννήθηκε στην Αγγλία πριν από το κίνημα των χαρτιστών και αναπτύχθηκε κατόπιν μαζί του, πέτυχε τις πρώτες της επιτυχίες στην αμέσως κατοπινή περίοδο από την πτώση του ίδιου του χαρτισμού. Οι αρχές και η λογική αυτού του κινήματος μελετήθηκαν, μέσα από τα εσώτερα αίτια και αποτελέσματα, κριτικά από το Μαρξ στο Κεφάλαιο και πέρασαν κατόπιν μέσω της Διεθνούς στα προγράμματα των σοσιαλιστικών κομμάτων. Και να που τελικά ολόκληρη αυτή η διαδικασία, συμπυκνωμένη στο αίτημα των οκτώ ωρών, έγινε με τη γιορτή της Πρωτομαγιάς διεθνής εκδήλωση του προλεταριάτου κι ένας τρόπος συλλογής των δεικτών της προόδου του. Από την άλλη μεριά, το πολιτικό παιχνίδι όπου το προλεταριάτο εθίζεται, δημοκρατικοποιεί τις συνήθειές του, μάλιστα τις κάνει να διαπνέονται από αληθινή δημοκρατία· η οποία, μακροπρόθεσμα, δεν θα μπορέσει πια να βολευτεί στην παρούσα πολιτική μορφή που σαν όργανο της κοινωνίας της εκμετάλλευσης, είναι μια γραφειοκρατική ιεραρχία, μια γραφειοκρατία που αποφαίνεται, μια ένωση αλληλοβοήθειας των καπιταλιστών, είναι ο μιλιταρισμός προς υπεράσπιση των προστατευτικών δασμών, της διαρκούς απόδοσης του δημόσιου χρέους, της γαιοπροσόδου, και κάθε μορφής συμφέροντος του κεφαλαίου. Τα δυο γεγονότα, λοιπόν, που φαίνονται, σύμφωνα με τη γνώμη των μαινόμενων και των υπερκριτικών, να παρεκκλίνουν στο άπειρο τις προβλέψεις του κομμουνισμού, μετατρέπονται, αντίθετα, σε νέα μέσα και όρους που αυτές οι προβλέψεις επιβεβαιώνουν. Αυτοί που φαινομενικά κάνουν την επανάσταση να παρεκκλίνει μετατρέπονται, με μια λέξη, σε υποκινητές της.

Και δεν θα πρέπει, άλλωστε, να υπερβάλλουμε για τη σημασία των επαναστατικών βλέψεων των κομμουνιστών πενήντα χρόνια πριν. Με δεδομένη την πολιτική κατάσταση της Ευρώπης τότε, αν υπήρξε μια πίστη μέσα τους ήταν ότι αυτοί είναι πρόδρομοι, και ήταν πραγματικά: αν υπήρξε μέσα τους αναμονή, ήταν ότι οι πολιτικές συνθήκες της Ιταλίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας θα προσέγγιζαν στις εκσυγχρονισμένες μορφές, κι αυτό βέβαια συνέβη αργότερα, τουλάχιστον ενμέρει, και από άλλους δρόμους: αν υπήρξε μέσα τους ελπίδα, ήταν ότι το προλεταριακό κίνημα της Γαλλίας και της Αγγλίας θα συνέχιζε να αναπτύσσεται. Η αντίδραση όμως που ακολούθησε κατέστρεψε πολλά πράγματα, και παρεξέκλινε και ανέβαλε πολλές εξελίξεις που υπόβοσκαν ή είχαν μόλις αρχίσει. Αλλά κατέστρεψε επίσης, στο πεδίο του σοσιαλισμού, την παλιά επαναστατική τακτική: αυτά τα τελευταία, όμως, χρόνια δημιουργήθηκε μια νέα. Νά τι έγινε[1].

Το Μανιφέστο δεν θέλησε να είναι τίποτε άλλο ή τίποτε καλύτερο πέρα από το οδηγητικό νήμα μιας επιστήμης και μιας πρακτικής που μόνο η πείρα και τα χρόνια μπορούσαν και έπρεπε να αναπτύξουν. Αυτό που φέρνει στη γενική πορεία της προλεταριακής κίνησης αφορά, θα το πω έτσι, μόνο το σχήμα και το ρυθμό. Σ' αυτό αντανακλάται, χωρίς αμφιβολία, η εντύπωση που προκαλούσε τότε στους κομμουνιστές η εμπειρία των δυο κινημάτων που βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους· δηλαδή του γαλλικού, αλλά και κυρίως του χαρτισμού, που πολύ σύντομα παρέλυσε εξαιτίας της εξεγερσιακής εκδήλωσης στις 10 Απριλίου 1848 που δεν πραγματοποιήθηκε. Σ' αυτό όμως το σχήμα δεν υπάρχει τίποτε το εξιδανικευμένο που να μετατρέπεται κατόπιν σε αποτιμητική πολεμική τακτική όπως πολλές φορές είχε πραγματικά συμβεί, όταν οι επαναστάτες υποβίβαζαν σε πρόωρη κατήχηση όσα δεν μπορούσαν να είναι παρά μόνο απλή συνέπεια της εξέλιξης των πραγμάτων.

Το σχήμα αυτό έγινε κατόπιν πιο πλατύ και πιο σύνθετο, χάρη στη διεύρυνση του αστικού συστήματος, που επενδύει και περιλαμβάνει τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου. Ο ρυθμός του κινήματος έγινε πιο ποικίλος και αργός, ακριβώς γιατί η εργατική μάζα μπήκε στη σκηνή σαν αληθινό πολιτικό κόμμα· πράγμα που, αλλάζοντας τους τρόπους και τις προθεσμίες δράσης, αλλάζει και τις κινήσεις.

Όπως μπροστά στην τελειοποίηση των όπλων και των άλλων μέσων άμυνας η τακτική της εξέγερσης αποδείχτηκε ακατάλληλη, και όπως η περιπλοκή του σύγχρονου κράτους κάνει να φαίνεται ανεπαρκής η αιφνιδιαστική κατάληψη ενός Hotel de Ville, για να επιβληθούν σ' έναν ολόκληρο λαό η θέληση και οι ιδέες μιας μειοψηφίας, προοδευτικής έστω και θαρραλέας, έτσι και από την πλευρά της η προλεταριακή μάζα δεν περιμένει πια τα συνθήματα λίγων αρχηγών, ούτε ρυθμίζει τις κινήσεις της σύμφωνα με τις εντολές των πρώτων, που θα μπορούν, αν τύχει, στα ερείπια μιας ταξικής Κυβέρνησης ή κλίκας να δημιουργήσουν μιαν άλλη του ίδιου τύπου. Η προλεταριακή μάζα, εκεί όπου αναπτύχθηκε πολιτικά πέτυχε και πετυχαίνει τη δημοκρατική της διαπαιδαγώγηση. Δηλαδή, εκλέγει και συζητά τους αντιπροσώπους της και υιοθετεί, αφού τις εξετάσει, τις ιδέες και τις προτάσεις που αυτοί, προηγούμενοι σε μελέτη ή επιστήμη έχουν ανιχνεύσει και προβλέψει· και ξέρει κιόλας, ή αρχίζει τουλάχιστον να αντιλαμβάνεται, αναλόγως στις διάφορες χώρες, ότι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας δεν πρέπει ούτε μπορεί να γίνεται από άλλους στο όνομα της, έστω κι αν αυτοί είναι ομάδες θαρραλέων πρωτοπόρων, και κυρίως ότι αυτή η κατάκτηση δεν μπορεί να επιτευχθεί με κάποιο πραξικόπημα. Με μια λέξη, η προλεταριακή μάζα ή κιόλας ξέρει ή αρχίζει τώρα να καταλαβαίνει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία θα πρέπει να προετοιμάσει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, δεν μπορεί να προχωρήσει από την εξέγερση ενός όχλου που θα καθοδηγείται από ορισμένους, αλλά θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα των ίδιων των προλετάριων, που θα αποτελούν κιόλας καθαυτοί και μετά από μακρά άσκηση, πολιτική οργάνωση.

Η ανάπτυξη και επέκταση του αστικού συστήματος υπήρξαν ταχύτατες και κολοσσιαίες μέσα στα πενήντα τελευταία χρόνια. Τώρα πια διαβρώνει την παλαιά και αγία Ρωσία και δημιουργεί όχι μόνο στην Αμερική, την Αυστραλία και την Ινδία, αλλά ακόμη και στην Ιαπωνία νέα κέντρα σύγχρονης παραγωγής, περιπλέκοντας τους όρους του ανταγωνισμού και τις εμπλοκές της παγκόσμιας αγοράς. Τα αποτελέσματα των πολιτικών αλλαγών είτε δεν έλειψαν είτε δεν θα χρειαστεί να τα περιμένουμε ακόμη για πολύ. Εξίσου όμως ταχύτατες και κολοσσιαίες ήταν και οι πρόοδοι του προλεταριάτου. Η πολιτική του διαπαιδαγώγηση σημειώνει καθημερινά ένα νέο βήμα προς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Η εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων κατά της μορφής της παραγωγής, δηλαδή η πάλη της ζωντανής εργασίας κατά της συσσωρευμένης, γίνεται καθημερινά και πιο φανερή. Το αστικό σύστημα έχει τώρα πια περάσει στην άμυνα και αποκαλύπτει την κατάσταση και τη θέση του σε τούτη τη μοναδική αντίφαση: ότι, δηλαδή, ο ειρηνικός κόσμος της βιομηχανίας έγινε ένα απέραντο στρατόπεδο μέσα στο όποιο βλασταίνει ο μιλιταρισμός. Η εποχή της ειρηνικής βιομηχανίας έγινε, για την ειρωνεία του πράγματος, εποχή συνεχούς ανεύρεσης νέων και πιο ισχυρών μέσων πολέμου και καταστροφής.

Ο σοσιαλισμός επιβλήθηκε. Ακόμη και οι μισοσοσιαλιστές, ακόμη και οι τσαρλατάνοι που εμποδίζουν τον τύπο και τις συνελεύσεις των κομμάτων μας, όχι πάντοτε χωρίς τη δική μας αμηχανία, είναι μια προσφορά που οι κενοδοξίες και οι φιλοδοξίες κάθε είδους αποδίδουν με τον τρόπο τους στη νέα δύναμη που αναφαίνεται στον ορίζοντα. Παρά την πρώιμη απαγόρευση του επιστημονικού σοσιαλισμού, που δεν δόθηκε να κατανοηθεί από όλους, αναφύονται και πολλαπλασιάζονται σε κάθε στιγμή αυτοί που κατείχαν το φάρμακο για το κοινωνικό ζήτημα, που έχουν όλοι κάτι το ιδιαίτερο να εισηγηθούν ή να προτείνουν, για να θεραπεύσουν ή να εξαλείψουν αυτό ή εκείνο το κοινωνικό κακό: εθνικοποίηση της γης· μονοπώλιο των σιτηρών εκ μέρους του κράτους· πάγωμα των υποθηκών· δημοτικοποίηση των μέσων μεταφοράς· δημοκρατικά δημόσια οικονομικά· γενική απεργία –και τόσα άλλα που δεν έχουν τελειωμό! Αλλά η κοινωνική δημοκρατία καταργεί όλες αυτές τις φαντασίες, γιατί το ένστικτο της κατάστασής τους οδηγεί τους προλετάριους να κατανοήσουν τον σοσιαλισμό κατά τρόπο ολοκληρωμένο αμέσως μόλις εξασκηθούν στο πεδίο της πολιτικής. Δηλαδή, τους οδηγεί να καταλάβουν ότι σε ένα μόνο πράγμα πρέπει κυρίως να αποβλέπουν: στην κατάργηση του μισθωτού –ότι μια και μόνη μορφή κοινωνίας είναι αυτή που καθιστά δυνατή, και μάλιστα αναγκαία, την εξάλειψη των τάξεων: η ένωση που δεν παράγει εμπορεύματα· και ότι αυτή η μορφή κοινωνίας δεν είναι πια το κράτος αλλά το αντίθετο του, η τεχνική και παιδαγωγική διακυβέρνηση της ανθρώπινης συμβίωσης, η αυτοκυβέρνηση της εργασίας. Όχι πια γιακοβίνοι, ούτε εκείνοι οι ηρωικοί γίγαντες του 1893, ούτε εκείνοι σε καρικατούρα του 1848!

Κοινωνική δημοκρατία! –Μα δεν είναι αυτή, επαναλαμβάνουν πολλοί, φανερός μετριασμός της θεωρίας του κομμουνισμού, που εκφράστηκε με όρους τόσο έντονους και αποφασιστικούς στο Μανιφέστο;

Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε πως ο όρος κοινωνική δημοκρατία είχε στη Γαλλία σημασίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους από το 1837 ως το 1848 που όλες κατόπιν διαλύθηκαν σ' ένα κενό συναισθηματισμό. Ούτε χρειάζεται να εξηγήσουμε πως οι γερμανοί κατόρθωσαν να εκφράσουν με τον όρο αυτό, που η σημασία του στην περίπτωσή τους πρέπει να αναζητηθεί μόνο στα πλαίσια του ίδιου του γεγονότος, ολόκληρη την πλούσια και πλατιά ανάπτυξη του σοσιαλισμού τους, από το επεισόδιο του Λασάλ, τώρα πια ξεπερασμένο και εξαντλημένο, ως τις μέρες μας. Το βέβαιο είναι ότι η κοινωνική δημοκρατία μπορεί να σημαίνει, σήμαινε και σημαίνει τόσα πράγματα, που ούτε υπήρξαν, ούτε υπάρχουν, ούτε θα υπάρξουν ποτέ, ούτε τον κομμουνισμό, ούτε τη συνειδητή προώθηση προς την προλεταριακή επανάσταση. Βέβαιο είναι επίσης ότι ο σύγχρονος σοσιαλισμός, ακόμη και στις χώρες όπου η ανάπτυξή του είναι πιο καθαρή, ακριβής και προχωρημένη, έχει πάνω του πολλή σκουριά απ' την οποία πρέπει σιγά-σιγά να απελευθερωθεί· και, τέλος, βέβαιο είναι ότι σε τόσους παρείσακτους και αγνώμονες φιλοξενούμενους ανάμεσά μας χρησιμεύει σαν ασπίδα και κάλυψη ο πολύ πλατύς όρος της κοινωνικής δημοκρατίας. Αλλά εδώ πρέπει να πούμε κάτι άλλο και να προσελκύσουμε την προσοχή σ' ένα σημείο κεφαλαιώδους σημασίας.

Χρειάζεται πριν απ' όλα να τονίσουμε την πρώτη λέξη του όρου, όχι για να λύσουμε τα προβλήματα αλλά για να αποφύγουμε αμφισβητήσεις και αλλοιώσεις. Δημοκρατικό ήταν το καταστατικό της Λίγκας των Κομμουνιστών· δημοκρατικός ήταν ο τρόπος που προχώρησε ακόμη και για να δεχτεί, αφού πρώτα τη συζήτησε, τη νέα θεωρία· δημοκρατική ήταν η συμπεριφορά της όταν αναμίχθηκε στην επανάσταση του 1848 και η συμμετοχή της στην εξεγερσιακή αντίσταση κατά της αντίδρασης που εισέβαλε ορμητική· δημοκρατικός ήταν, τελικά, ακόμη και ο τρόπος που διαλύθηκε. Στο πρώτο εκείνο παλαίτυπο των σημερινών μας κομμάτων, στο πρώτο εκείνο, θα το πω έτσι, κύτταρο του σύνθετου, ελαστικού και τόσο αναπτυσσόμενου οργανισμού μας, πέρα από τη συνείδηση της αποστολής που έπρεπε να εκτελεστεί πρώιμα, υπήρχε κιόλας η μορφή και η μέθοδος συμβίωσης, που μόνες ταιριάζουν σε κείνους που προετοιμάζουν την προλεταριακή επανάσταση. Η κλειστή ομάδα είχε εκ των πραγμάτων ξεπεραστεί. Η άμεση και φανταστική κυριαρχία του ατόμου είχε πια εξαλειφθεί. Κυριαρχούσε η πειθαρχία, που αντλούνταν από την πείρα της αναγκαιότητας και από τη θεωρία, που πρέπει να αποτελεί ακριβώς τη συνείδηση που αντανακλά αυτή η αναγκαιότητα. Έτσι συνέβη και με τη Διεθνή που η πορεία της φάνηκε αυταρχική σε κείνους μόνο που δεν κατάφεραν να διεισδύσουν και να επιβάλουν τη φορτική και μωρή αυταρχικότητα τους. Έτσι είναι και πρέπει να είναι στα προλεταριακά κόμματα, και όπου δεν γίνεται έτσι και δεν μπορεί να γίνει ακόμη, η προλεταριακή κίνηση, στοιχειώδης μόλις και συγκεχυμένη, γεννά μόνο αυταπάτες, ή δίνει λαβή σε ίντριγκες. Ό,τι δεν είναι έτσι θα είναι κλίκα, όπου πλάι στον απογοητευμένο κάθεται ο τρελός και ο καταδότης. Ή θα είναι η κλειστή ομάδα των Διεθνών Αδελφών που σαν παράσιτο προσκολλήθηκε στη Διεθνή και την εξέθεσε στην κακή φήμη. Ή ο συνεταιρισμός, που εκφυλίζεται σε επιχείρηση η πουλιέται στους ισχυρούς. Ή το μη πολιτικό εργατικό κόμμα που μελετά ανάμεσα στα άλλα τις συγκυρίες της αγοράς για να εισαγάγει την τακτική των απεργιών στα σκαμπανεβάσματα του ανταγωνισμού. Ή, τελικά, ο συρφετός των δυσαρεστημένων, στο μεγαλύτερο μέρος ξεριζωμένων κοινωνικά και μικροαστών, που κερδοσκοπούν πάνω στο σοσιαλισμό σαν πάνω σε μια ανάμεσα στις τόσες άλλες φράσεις της πολιτικής μόδας. Όλα αυτά και άλλα τόσα εμπόδια βρήκε μπροστά της η κοινωνική δημοκρατία και έπρεπε πολλές φορές όπως πρέπει και τώρα ακόμη κατά καιρούς να τα βγάζει από τη μέση. Ούτε ίσχυσε πάντοτε η τέχνη της πειθούς. Τις περισσότερες φορές συνέφερε, και συμφέρει η υπομονή και να περιμένει κανείς να βγάλουν οι απογοητευμένοι από τη σκληρή σχολή της εξάλειψης της πλάνης το δίδαγμα, που δεν βγαίνει πάντοτε εύκολα από τους συλλογισμούς.

Οι εσωτερικές αυτές δυσκολίες του προλεταριακού κινήματος, που η πονηρή αστική τάξη μπορεί συχνά να υποκινεί, και πραγματικά να εκμεταλλεύεται, αποτελούν ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος της εσωτερικής ιστορίας του σοσιαλισμού των τελευταίων αυτών χρόνων.

Ο σοσιαλισμός δεν βρήκε εμπόδια στην ανάπτυξη του μόνο στις γενικές συνθήκες του οικονομικού ανταγωνισμού και στην αντίσταση του πολιτικού μηχανισμού αλλά και στις ίδιες τις συνθήκες της προλεταριακής μάζας και στη μηχανική, όχι πάντοτε καθαρή, όσο και αναπόφευκτη, των αργών, ποικίλων, σύνθετων, συχνά ανταγωνιστικών και αντιφατικών της κινημάτων. Και αυτό αμαυρώνει στα μάτια πολλών την αυξανόμενη και οξυμένη αναγωγή όλων των ταξικών αγώνων, στην ενιαία πάλη μεταξύ καπιταλιστών και προλεταριοποιημένων εργαζόμενων[2].

Το Μανιφέστο, όπως δεν έγραφε, σύμφωνα με τις συνήθειες των ουτοπιστών, για την ηθική και την ψυχολογία της μελλοντικής κοινωνίας, έτσι δεν υπαγόρευε και τη μηχανική αυτής της διαδικασίας σχηματισμού και ανάπτυξης, όπου βρισκόμαστε. Ήταν κιόλας πολύ που μερικοί πρωτοπόροι άνοιξαν το δρόμο, στον οποίο πρέπει να μπει κανείς για να την κατανοήσει και να την δοκιμάσει. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι ένα κατεξοχήν εμπειρικό ζώο, και γι' αυτό έχει μια ιστορία, μάλιστα γι' αυτό μόνο φτιάχνει τη δική του ιστορία.

Μέσα σ' αυτή την πορεία του σύγχρονου σοσιαλισμού, που είναι η ανάπτυξή του γιατί είναι η εμπειρία του, συναντιόμαστε με τη μάζα των αγροτών.

Ο σοσιαλισμός, που είχε πρώτα πρώτα πρακτικά και θεωρητικά τεθεί και αναπτυχθεί με τη μελέτη και την εμπειρία των ανταγωνισμών μεταξύ καπιταλιστών και προλεταρίων στα πλαίσια της βιομηχανικής παραγωγής καθαυτής, πλησίασε τελικά τη μάζα στην οποία ανθίζει ο κρετινισμός της υπαίθρου. Η κατάκτηση της υπαίθρου είναι το θέμα της ημέρας παρόλο που ο γεμάτος πεμπτουσία Σέφλε είχε από καιρό τοποθετήσει σ' αυτήν, προς υπεράσπιση της τάξεως, τα αντισυλλογικά κρανία των αγροτών. Η εξάλειψη ή το καπάρωμα της οικιακής βιοτεχνίας από το κεφάλαιο, η διεύρυνση της αγροτικής βιοτεχνίας με καπιταλιστική μορφή, η εξαφάνιση της μικρής ιδιοκτησίας ή η διάβρωσή της από τις υποθήκες, η διάλυση των κοινοτικών κτημάτων, η τοκογλυφία, οι φόροι και ο μιλιταρισμός, όλα αυτά μαζί αρχίζουν να κάνουν θαύματα ακόμη και στα κρανία εκείνα που λογίζονταν φύλακες της συντήρησης.

Σ' αυτή την επιχείρηση προχώρησε πριν απ' όλους ο γερμανικός σοσιαλισμός που είχε οδηγηθεί, από το ίδιο το γεγονός της κολοσσιαίας του εξάπλωσης από την πόλη στα μικρά κέντρα, να αγγίξει αναπόφευκτα τα όρια της υπαίθρου. Οι δοκιμασίες θα είναι μακρόχρονες και καθόλου εύκολες, αντίθετα μάλιστα σκληρές· πράγμα που εξηγεί, και δικαιολογεί και θα δικαιολογεί για πολύ τα λάθη που διαπράχθηκαν και θα διαπραχθούν στα πρώτα βήματα[3]. Όσο οι αγρότες δεν θα έχουν κατακτηθεί θα έχουμε πάντα στην πλάτη τον κρετινισμό εκείνο της υπαίθρου που κάνει ή ανανεώνει ασύνειδα, ακριβώς επειδή είναι κρετινισμός, τη 18η Μπριμέρ και τη 2η Δεκεμβρίου.

Μ' αυτή την κατάκτηση της υπαίθρου θα συμβαδίσει πολύ πιθανά η ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας στη Ρωσία. Όταν η χώρα αύτη μπει στη φιλελεύθερη εποχή, με όλα τα μειονεκτήματα και τα προβλήματα που την χαρακτηρίζουν, ή καλύτερα με όλες τις καθαρά σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης και προλεταριοποίησης, αλλά και με τα πλεονεκτήματα και τις ανταμοιβές της πολιτικής ανάπτυξης του προλεταριάτου, η κοινωνική δημοκρατία δεν θα έχει πια να φοβηθεί τις απειλές και τους αναπάντεχους εξωτερικούς κινδύνους· όσο για τους εσωτερικούς, θα τους έχει νικήσει, ταυτόχρονα με την κατάκτηση των αγροτών.

Διδακτική είναι χωρίς αμφιβολία η περίπτωση της Ιταλίας. Αυτή η χώρα, δεδομένου ότι είχε κιόλας πάνω της, με το τέλος του Μεσαίωνα, την έναρξη της καπιταλιστικής εποχής, βγήκε για αιώνες από την κυκλοφορία της ιστορίας. Τυπική περίπτωση αιτιολογημένης κατάπτωσης, που μπορεί να μελετηθεί με ακρίβεια σε όλες τις φάσεις της! Ξαναμπήκε ενμέρει στην ιστορία την εποχή της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αφού πέτυχε την ενότητα και έγινε σύγχρονο κράτος, μετά την εποχή της αντίδρασης και των συνωμοσιών και με τους τρόπους και τις περιπέτειες που όλοι γνωρίζουν, η Ιταλία βρέθηκε να έχει πρόσφατα όλα τα μειονεκτήματα του κοινοβουλευτισμού, του μιλιταρισμού, και των νέου τύπου δημόσιων οικονομικών μη έχοντας όμως ταυτόχρονα την πλήρη μορφή της σύγχρονης παραγωγής και τη συνακόλουθη ικανότητα ανταγωνισμού και ίσων όρων. Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τις χώρες με προηγμένη βιομηχανία, με απόλυτη έλλειψη κάρβουνου, έλλειψη σιδήρου και με ανεπαρκή προετοιμασία τεχνικών υποδομών και ικανοτήτων, περιμένει τώρα, ή βαυκαλίζεται, ότι οι εφαρμογές του ηλεκτρισμού θα της δόσουν τον τρόπο να κερδίσει το χαμένο χρόνο, όπως γίνεται φανερό από τις ενδείξεις διαφόρων προσπαθειών από τη Μπιέλα ως το Σκίο. Ένα σύγχρονο κράτος σε μια αποκλειστικά σχεδόν αγροτική κοινωνία, και μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της παλιάς γεωργίας: αυτό δημιουργεί αισθήματα καθολικής ένδειας, δίνει τη γενική συνείδηση της ασυνέπειας όλων μαζί και κάθε πράγματος χωριστά!

Από δω και η ασυνέπεια και η ανυπαρξία των κομμάτων, από δω και οι εύκολες διακυμάνσεις από τη δημαγωγία ως τη δικτατορία, από δω και το πλήθος, ο όχλος, η απέραντη συναγωγή των παρασίτων της πολιτικής, καθώς και των σχεδιαστών, φαντασιολόγων και επινοητών ιδεών. Φωτίζει με ζωηρότατο φως αυτό το μοναδικό θέαμα μιας κοινωνικής ανάπτυξης που έχει εμποδιστεί, καθυστερήσει, βρει αντιξοότητες κι είναι γι' αυτό αβέβαιη, το οξύ πνεύμα που αν δεν είναι πάντοτε καρπός και έκφραση πολλής και αληθινά σύγχρονης καλλιέργειας, φέρνει όμως μέσα του, απ' την παλιά συνήθεια ενός χιλιόχρονου πολιτισμού, τη σφραγίδα ενός σχεδόν αξεπέραστου νοητικού ραφιναρίσματος. Η Ιταλία, για ολοφάνερους λόγους, δεν ήταν το χαρακτηριστικό πεδίο μιας αυτογενούς διαμόρφωσης σοσιαλιστικών ιδεών και τάσεων. Ο Φίλιπο Μπουοναρότι, ιταλός, από φίλος, μικρότερος, του Ροβεσπιέρου έγινε σύντροφος του Μπαμπέφ, και αργότερα ο ανανεωτής του μπαμπεφισμού στη Γαλλία μετά το 1830! Ο σοσιαλισμός έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Ιταλία την εποχή της Διεθνούς, με τη συγκεχυμένη και ασυνεπή μορφή του μπακουνινισμού· κι αυτό όχι σαν κίνημα προλεταριακής μάζας, αλλά σαν κίνημα μικροαστών, declasses, και επαναστατών από παρόρμηση και ένστικτο[4]. Πρόσφατα, στα τελευταία αυτά χρόνια, ο σοσιαλισμός προχώρησε, παγιώθηκε και συγκεκριμενοποιήθηκε, σε μια μορφή που αναπαράγει, με πολλή αβεβαιότητα είναι αλήθεια, δηλαδή με ελάχιστη ακρίβεια, το γενικό τύπο της κοινωνικής δημοκρατίας[5]. Και όμως, στην Ιταλία το πρώτο σημείο ζωής που έδοσε το προλεταριάτο ήταν οι εξεγέρσεις των αγροτών στη Σικελία, τις οποίες ακολούθησαν άλλες του ίδιου τύπου στην ηπειρωτική χώρα, και άλλες πολύ πιθανό θα τις ακολουθήσουν στη συνέχεια. Μήπως αυτό δεν λέει αρκετά;

Μετά από τη σύντομη τούτη ματιά στο πεδίο του σύγχρονου σοσιαλισμού, ας γυρίσουμε ευχαρίστως με το νου και το πνεύμα στην ανάμνηση των πρώτων εκείνων προδρόμων μας πενήντα χρόνια πριν, που έδειξαν με το Μανιφέστο την κατάκτηση μιας προωθημένης θέσης στο δρόμο της προόδου. Αυτό δεν θα πρέπει να νοηθεί σαν να αφορά αποκλειστικά και μόνο τους θεωρητικούς της παράταξης, δηλαδή το Μαρξ και τον Έγκελς. Και ο ένας και ο άλλος άσκησαν πάντοτε και σε κάθε περίπτωση είτε από καθέδρας είτε από το δικαστήριο ή με τα γραφτά τους μεγάλη επιρροή στην πολιτική και την επιστήμη, τέτοια και τόση ήταν η δύναμη τους, η πρωτοτυπία της διάνοιας τους και η έκταση των γνώσεων τους, ακόμη κι αν δεν είχαν ποτέ ανταμώσει στην πορεία της ζωής στη Λίγκα των Κομμουνιστών. Αλλά θέλω να πω για τους ανθρώπους εκείνους που στην κενή και αλαζονική γλώσσα της αστικής φιλολογίας ονομάζονται σκοτεινοί: τον παπουτσή Μπάουερ, τους ραφτάδες Λέσνερ και Εκάριους, το λεπτουργό Πφέντερ, το ρολογά Μολ[6], το Λόκνερ, ή όπως αλλιώς ονομάζονταν εκείνοι που πρώτοι άρχισαν συνειδητά το κίνημα μας. Σαν δείκτη της εμφάνισης τους έχουμε το σύνθημα: Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε. Σαν αποτέλεσμα του έργου τους: το πέρασμα του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη. Η επιβίωση του ενστίκτου τους και της πρωτόγονης ώθησης τους στο σημερινό μας έργο είναι ο αλησμόνητος τίτλος που αυτοί οι πρόδρομοι απόκτησαν με την ευγνωμοσύνη όλων των σοσιαλιστών.

Σαν ιταλός ξαναγυρίζω πιο ευχάριστα στην πρώτη αυτή αρχή του σύγχρονου σοσιαλισμού ώστε τουλάχιστον από τη μεριά μου, να μη μείνει χωρίς αποτέλεσμα μια πρόσφατη νουθεσία του Έγκελς:

«Η ανακάλυψη, ότι παντού και πάντα οι πολιτικές καταστάσεις και τα περιστατικά βρίσκουν την εξήγηση τους στις αντίστοιχες οικονομικές περιστάσεις, δεν έγινε τάχα από τον Μαρξ στα 1845, αλλά από τον κ. Λόρια στα 1886. Τουλάχιστον αυτό το φούρνισε με επιτυχία στους συμπατριώτες του, και μετά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του στα γαλλικά, και σε μερικούς γάλλους, και μπορεί να κοκορεύεται στην Ιταλία σαν ιδρυτής τώρα μιας νέας ρηξικέλευθης θεωρίας για την ιστορία, ώσπου οι εκεί σοσιαλιστές να βρουν καιρό, να μαδήσουν από τον διάσημο Λόρια τα κλεμμένα φτερά του παγωνιού[7]».

Θα ήθελα να τελειώσω· αλλά πρέπει να προσθέσω κάτι ακόμη.

Απ' όλες τις μεριές και τα πεδία ξεσηκώνονται διαμαρτυρίες, ξεσπούν θρήνοι, ανακινούνται αντιρρήσεις κατά του Ιστορικού Υλισμού. Και στο χορό αυτό σμίγουν τη φωνή τους οι ανώριμοι σοσιαλιστές, οι φιλάνθρωποι σοσιαλιστές ή οι συναισθηματικοί και υστερικοί σοσιαλιστές. Κι έπειτα επανεμφανίζεται, σαν νουθεσία, το ζήτημα της κοιλιάς. Και είναι τόσοι αυτοί που παίζουν μέσα από λογικούς διαξιφισμούς με τις αφηρημένες κατηγορίες του εγωισμού και του αλτρουισμού· και για πολλούς φτάνει πάντα σε καλό σημείο η αναπόφευκτη τώρα πια πάλη για την ύπαρξη!

Ηθική! Μα δεν το έχουμε ακούσει εδώ και τόσο καιρό το μάθημα αυτής της ηθικής της αστικής εποχής, από το Μύθο των Μελισσών εκείνου του Μαντεβίλ, που ήταν σύγχρονος της πρώτης διαμόρφωσης της κλασικής Οικονομίας; Και η πολιτική αυτής της ηθικής δεν εξηγήθηκε, με αξεπέραστη και αλησμόνητη κλασικότητα, από τον πρώτο μεγάλο πολιτικό συγγραφέα της καπιταλιστικής εποχής, το Μακιαβέλι, όχι εφευρέτη τον ίδιο αλλά πιστό και επιμελή γραμματέα και συντάκτη του μακιαβελισμού; Και το λογικό παιχνίδι του εγωισμού και του αλτρουισμού δεν βρίσκεται όλο κάτω από τα μάτια μας, από τον αιδεσιμότατο Μάλθους ως αυτόν τον μέτριο, κενό, σχοινοτενή και ανιαρό διανοούμενο, τον απαραίτητο τώρα πια Σπένσερ; Πάλη για την ύπαρξη! Αλλά θέλετε να παρατηρήσετε, να μελετήσετε και να κατανοήσετε μια πάλη που να είναι πιο σαφής για μας από κείνη που ανέκυψε και γιγαντώνεται στην προλεταριακή δράση; Ή μήπως εσείς θέλετε να κατεβάσετε την εξήγηση αυτής της πάλης –η οποία αναπτύσσεται και ασκείται στο υπερφυσικό πεδίο της κοινωνίας, που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιούργησε μέσα από την ιστορία, που ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει με άλλες μορφές εργασίας, τεχνικής και θεσμών– απλά στην πιο γενική εκείνη πάλη που φυτά και ζώα, και οι ίδιοι οι άνθρωποι στο βαθμό που είναι καθαρά ζώα, διεξάγουν μέσα στα άμεσα πλαίσια της Φύσης;

Αλλά ας σταθούμε στο θέμα μας.

Ο κριτικός κομμουνισμός δεν αρνήθηκε ποτέ, ούτε αρνείται, να δεχτεί όλη την πολλαπλή και πλούσια ιδεολογική, ηθική, ψυχολογική και παιδαγωγική υποβολή που μπορεί να του έρθει από τη γνώση και τη μελέτη όσων μορφών κομμουνισμού και σοσιαλισμού υπήρξαν ποτέ, από το Φαλέα το Χαλκηδόνιο ως τον Καμπέ[8]. Αντίθετα, μόνο με τη μελέτη και τη γνώση αυτών των μορφών αναπτύσσεται και παγιώνεται η συνείδηση της απόστασης του επιστημονικού σοσιαλισμού από όλα τα υπόλοιπα. Και ποιός είναι εκείνος που στα πλαίσια αυτής της μελέτης θα αρνηθεί να αναγνωρίσει ότι ο Τόμας Μουρ λ.χ. ήταν μια ηρωική ψυχή και διάσημος συγγραφέας του σοσιαλισμού; Ποιός θα αρνηθεί τον εξαίρετο θαυμασμό του στο Ρόμπερτ Όουεν, που πρώτος απέδοσε στην ηθική του κομμουνισμού αυτή την αδιαμφισβήτητη αρχή: ότι ο χαρακτήρας και η ηθική των ανθρώπων είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα των συνθηκών όπου ζουν και των περιστάσεων μέσα στις οποίες βρίσκονται και αναπτύσσονται; Και άλλωστε οι κριτικοί κομμουνιστές πιστεύουν αν ξανασκεφτούμε την ιστορία, στο καθήκον να χτυπούν όλους τους καταπιεστές, όποια κι αν είναι η τύχη τους· και η τύχη τους ήταν πράγματι πάντοτε να μένουν καταπιεζόμενοι, ή να ανοίγουν το δρόμο, μετά από σύντομη και εφήμερη επιτυχία, στην κυριαρχία νέων καταπιεστών!

Αλλά υπάρχει ένα σημείο στο όποιο οι κριτικοί κομμουνιστές διακρίνονται καθαρά από όλες τις άλλες μορφές και τρόπους κομμουνισμού και σοσιαλισμού αρχαίου, νεότερου η σύγχρονου, κι αυτό το σημείο είναι κεφαλαιώδους σημασίας.

Δεν μπορούν να δεχτούν ότι οι περασμένες ιδεολογίες έμειναν χωρίς αποτέλεσμα και ότι οι περασμένες απόπειρες του προλεταριάτου ξεπεράστηκαν πάντοτε και νικήθηκαν από κάποιο καθαρό ατύχημα της ιστορίας, ή από μια ιδιοτροπία ας πούμε των περιστάσεων. Όλες αυτές οι ιδεολογίες, όσο κι αν αντανακλούσαν πραγματικά το υποδηλούμενο ή άμεσο αίσθημα των κοινωνικών αντιθέσεων, δηλαδή της πραγματικής ταξικής πάλης, με την υψηλή συνείδηση της δικαιοσύνης και με βαθιά αφοσίωση σ' ένα ισχυρό ιδεώδες, αποκαλύπτουν όμως όλες την άγνοια των αληθινών αιτίων και της πραγματικής φύσης των αντιθέσεων κατά των οποίων ξεσηκώνονταν με μια ταχύτατη πράξη εξέγερσης, συχνά ηρωική. Από δω κι ο χαρακτήρας της ουτοπίας! Και έτσι αντιλαμβανόμαστε εξίσου το γεγονός ότι οι συνθήκες καταπίεσης άλλων εποχών, όσο κι αν ήταν πιο βάρβαρες και ωμές, δεν έδιναν θέση σε κείνη τη συσσώρευση ενέργειας, σε κείνη τη συνέχεια αντίστασης και έργου, που βρίσκονται και θα υπάρχουν και θα αναπτύσσονται στο προλεταριάτο της εποχής μας. Είναι η αλλαγή της κοινωνίας στην οικονομική της διάρθρωση, είναι η διαμόρφωση του νέου προλεταριάτου στα πλαίσια της μεγάλης βιομηχανίας και του σύγχρονου κράτους, είναι η εμφάνιση αυτού του προλεταριάτου στην πολιτική σκηνή: είναι τα νέα πράγματα, με μια λέξη, που γέννησαν την ανάγκη νέων ιδεών. Και γι' αυτό το λόγο ο κριτικός κομμουνισμός δεν ηθικολογεί, δεν προλέγει, δεν αναγγέλλει, ούτε παρακαλεί ή κάνει ουτοπία: έχει κιόλας το πράγμα στο χέρι, κι έχει θέσει στο ίδιο το πράγμα την ηθική και τον ιδεαλισμό του.

Μ' αυτό το νέο προσανατολισμό που φαίνεται στους αισθηματίες σκληρός γιατί είναι πολύ αληθινός, ρεαλιστικός και πραγματικός είμαστε σε θέση να ανατρέξουμε αναδρομικά στην ιστορία του προλεταριάτου και των άλλων καταπιεζόμενων από άλλες μεθόδους καταπίεσης που προηγήθηκαν. Και έτσι βλέπουμε τις διάφορες φάσεις της· αντιλαμβανόμαστε την αποτυχία του χαρτισμού· και ακόμη πιο πίσω την αποτυχία της συνωμοσίας των Ίσων· και ανατρέχουμε ακόμη πιο πέρα στις διάφορες εξεγέρσεις, αντιστάσεις και πολέμους, όπως η περίφημη εκείνη των χωρικών στη Γερμανία, και μετά η Jacquerie, οι Τσόμπι και ο Φρα Ντολτσίνο. Και σ' όλα αυτά τα γεγονότα και συμβάντα διακρίνουμε μορφές και φαινόμενα που σχετίζονται με το γίγνεσθαι της αστικής τάξης, στο βαθμό που σπαράσσει, διαλύει, νικά και κατακερματίζει το φεουδαρχικό σύστημα. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και για τους ταξικούς αγώνες του αρχαίου κόσμου· άλλά μόνο ενμέρει και με μικρότερη σαφήνεια. Αυτή η ιστορία του προλεταριάτου και των άλλων καταπιεζόμενων τάξεων και των περιπετειών των εξεγέρσεών τους, είναι οδηγός επαρκής για να κατανοήσουμε πώς και γιατί ήταν πρώιμες, ή ανώριμες, οι ιδεολογίες του κομμουνισμού άλλων εποχών.

Η αστική τάξη, αν δεν έχει φτάσει ακόμη και παντού στο τέρμα της εξέλιξής της, έχει όμως φτάσει σε μερικές χώρες σχεδόν στο απώγειό της. Υποτάσσει, στα πιο προηγμένα κράτη, τους διάφορους και πολύμορφους τρόπους παραγωγής άλλων εποχών, άμεσα ή έμμεσα, στη δράση και το νόμο του κεφαλαίου. Κι έτσι ή απλοποιεί ή τείνει να απλοποιήσει τους διάφορους ταξικούς αγώνες, που εξαιτίας της πολλαπλότητάς τους σε άλλες εποχές αλληλοαναιρούνταν, σε μόνη την πάλη μεταξύ κεφαλαίου, που κάθε προϊόν της ανθρώπινης εργασίας αναγκαίας στη ζωή μεταβάλλει σε εμπόρευμα, και προλεταριοποιημένης μάζας που προσφέρει σαν αντάλλαγμα την εργασιακή της δύναμη, που έγινε κι αυτή απλό εμπόρευμα. Το μυστικό της ιστορίας απλοποιήθηκε. Βρισκόμαστε στην πεζότητα. Και όπως η παρούσα, δηλαδή η πιο σύγχρονη, ταξική πάλη είναι η απλοποίηση όλων των άλλων, έτσι και ο κομμουνισμός του Μανιφέστου απλοποίησε σε αυστηρές και γενικές θεωρητικές διατυπώσεις την πολύμορφη ιδεολογική, ηθική, ψυχολογική και παιδαγωγική υποβολή των άλλων μορφών κομμουνισμού, χωρίς να τις αρνείται, αλλά ανεβάζοντάς τες σε έναν άλλο βαθμό. Ζούμε στην πεζότητα· ακόμη κι ο κομμουνισμός γίνεται πεζότητα: δηλαδή είναι επιστήμη. Γι' αυτό το Μανιφέστο δεν περιέχει καθόλου ρητορική διαμαρτυριών ούτε αντιδικίες. Δεν θρηνεί την εξαθλίωση για να την εξαλείψει. Δεν χύνει δάκρυα για το τίποτα. Τα δάκρυα των πραγμάτων σηκώθηκαν πια στα πόδια τους, από μόνα τους, σαν αυθόρμητη διεκδικητική δύναμη. Η ηθική και ο ιδεαλισμός συνίστανται τώρα πια σε τούτο: να τεθεί η επιστημονική σκέψη στην υπηρεσία του προλεταριάτου. Αν αυτή η ηθική δεν φαίνεται αρκετή στους αισθηματίες, που είναι τις περισσότερες φορές υστερικοί και μωροί, ας πάνε να ζητήσουν τον αλτρουισμό στο μεγάλο ποντίφικα Σπένσερ. Θα τους δόσει τον απειρόκαλο, ανούσιο και χωρίς συμπέρασμα ορισμό του: ας ικανοποιηθούν μ' αυτόν.

Αλλά μήπως θα πρέπει να επεκτείνουμε στην εξήγηση ολόκληρης της ιστορίας μόνο τον οικονομικό παράγοντα;

Οικονομικοί παράγοντες! Μα αυτή είναι έκφραση εμπειρικών ερευνητών ή αφηρημένων αναλυτών, ή ακόμη ιδεολόγων που επαναλαμβάνουν το Χέρντερ. Η κοινωνία είναι ένα σύνθετο σύνολο, ένας οργανισμός, όπως λένε εκείνοι που υιοθετούν ευχαρίστως μια τόσο αμφιλεγόμενη εικόνα, και χάνονται μετά στους ρεμβασμούς για την αξία και την αναλογική χρήση αυτής της έκφρασης. Αυτό το σύνθετο σύνολο σχηματίστηκε και μεταβλήθηκε πολλές φορές. Ποιά η εξήγηση αυτών των μεταβολών;

Πολύ πριν ο Φόιερμπαχ δόσει τη χαριστική βολή στη θεολογική εξήγηση της ιστορίας (ο άνθρωπος έφτιαξε τη θρησκεία και όχι η θρησκεία τον άνθρωπο!), ο γερο-Μπαλζάκ την είχε κιόλας δόσει με τη σάτιρα, παρουσιάζοντας τους ανθρώπους σαν μαριονέτες του θεού. Και μήπως ο Βίκο δεν είχε ήδη ανακαλύψει ότι η θεία Πρόνοια δεν δρα ab extra στην ιστορία, αλλά αντίθετα δρα βάσει της πίστης που της έχουν οι άνθρωποι; Και ο ίδιος ο Βίκο έναν ολόκληρο αιώνα πριν τον Μόργκαν δεν είχε περιορίσει ολόκληρη την ιστορία σε μια διαδικασία που ο άνθρωπος συντελεί από μόνος του μέσα από πειραματισμούς όπως η εύρεση της γλώσσας, των θρησκειών, των ηθών και του δικαίου; Δεν είχε σκεφτεί ο Λέσιγκ ότι η ιστορία αποτελούσε τη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπινου είδους; Δεν είχε μήπως δει ο Ζαν-Ζακ πως οι ιδέες γεννιώνται από τις ανάγκες; Δεν άγγιξε σχεδόν από κοντά ο Σεν-Σιμόν, όταν δεν φαντασιοκοπούσε για οργανικές και ανοργανικές εποχές, την πραγματική γένεση της τρίτης τάξης; Και οι ιδέες του, πεζά μεταφρασμένες, δεν έδοσαν στο πρόσωπο του Τιερί έναν αληθινό ανανεωτή των κριτικών ερευνών για το παρελθόν;

Στην πρώτη πενηνταετία αυτού του αιώνα, και ιδιαίτερα στην περίοδο 1830-50, οι ταξικοί αγώνες, που οι παλιοί καθώς και οι ιστορικοί της ιταλικής Αναγέννησης είχαν τόσο ζωηρά περιγράψει, στο βαθμό που τους είχε δόσει την ευκαιρία εμπειριών το στενό περιβάλλον των πόλεων, είχαν πολλαπλασιαστεί και μεγεθυνθεί κι απ' τις δυο μεριές της Μάγχης σε αναλογία και καθαρότητα ολοένα περισσότερη. Γεννημένοι στο περιβάλλον της μεγάλης βιομηχανίας, φωτισμένοι από τη θύμηση και τη μελέτη της Μεγάλης Επανάστασης, γίνονται από διαίσθηση εποικοδομητικοί γιατί με μικρότερη ή μεγαλύτερη σαφήνεια και συνείδηση έβρισκαν τη σύγχρονη και υποβλητική τους έκφραση στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων: λ.χ., ελεύθερη ανταλλαγή, ή δασμοί στα σιτηρά στην Αγγλία, κλπ. Η αντίληψη της ιστορίας άλλαζε ταχύτατα στη Γαλλία, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή πτέρυγα των φιλολογικών κομμάτων, από τον Γκιζό ως το Λουί Μπλαν και τον μέτριο και μετριοπαθή Καμπέ. Η κοινωνιολογία ήταν η ανάγκη της εποχής και αν αναζήτησε μάταια τη θεωρητική της έκφραση στον Κοντ, σχολαστικό και καθυστερημένο, βρήκε όμως τον καλλιτέχνη στο Μπαλζάκ, που υπήρξε αυτός που αληθινά ανακάλυψε την ψυχολογία των τάξεων. Να εντοπιστεί στις τάξεις και τις συγκρούσεις τους το πραγματικό υποκείμενο της ιστορίας, και η κίνηση αυτής της τελευταίας στην κίνηση των πρώτων, να τί γινόταν προσπάθεια να ανακαλυφθεί. Και γι' αυτό έπρεπε να καθοριστούν οι ακριβείς όροι της θεωρίας.

Ο άνθρωπος έφτιαξε την ιστορία του όχι μέσα από μια μεταφορική εξέλιξη, ούτε για να προχωρήσει πάνω στη γραμμή μιας προσχεδιασμένης προόδου. Την έφτιαξε, δημιουργώντας μόνος του τις συνθήκες, δηλαδή διαμορφώνοντας μόνος του, με την εργασία του, ένα τεχνητό περιβάλλον, και αναπτύσσοντας στη συνέχεια τις τεχνικές ικανότητες και συσσωρεύοντας και μετατρέποντας τα προϊόντα του μόχθου του, μέσα σ' αυτό το περιβάλλον. Ιστορία έχουμε μια και μόνη, και οπωσδήποτε την πραγματική αυτή, που έχει πραγματικά υπάρξει, και δεν μπορούμε να την συγκρίνουμε με μια άλλη απλά πιθανή. Πού θα βρούμε τους νόμους αυτού του σχηματισμού και ανάπτυξης; Οι αρχαιότατοι σχηματισμοί δεν είναι ξεκάθαροι με το πρώτο. Αλλά αυτή η αστική κοινωνία, όπως γεννήθηκε πρόσφατα, και δεν έχει φτάσει ακόμη σε πλήρη ανάπτυξη ούτε σ' ολόκληρη την Ευρώπη, φέρνει μέσα της τα εμβρυογενετικά ίχνη της προέλευσης και της διαδικασίας της και τα κάνει ολοφάνερα στις χώρες όπου μόλις αναφαίνεται κάτω από τα μάτια μας, λ.χ. στην Ιαπωνία. Σαν κοινωνία που μετατρέπει όλα τα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας σε εμπορεύματα, μέσω του κεφαλαίου, σαν κοινωνία που προϋποθέτει το προλεταριάτο, ή το δημιουργεί, κι έχει μέσα της την ανησυχία, την αναταραχή, την αστάθεια των συνεχών νεωτερισμών, γεννήθηκε σε ορισμένες εποχές, με τρόπους προσδιορίσιμους και καθαρούς, όσο και ποικίλους. Πραγματικά, στις διάφορες χώρες έχει διαφορετικούς τρόπους ανάπτυξης: όπου λ.χ. αρχίζει πριν από αλλού, όπως στην Ιταλία, και κατόπιν σταματά και όπου, όπως στην Αγγλία, προχωρεί σταθερά επί τρεις αιώνες οικονομικής απαλλοτρίωσης των προηγούμενων μορφών παραγωγής, ή της παλιάς ιδιοκτησίας, όπως λέγεται στη γλώσσα των νομικών. Σε μια χώρα προχωρεί βαθμιαία, συνδεόμενη με τις προϋπάρχουσες δυνάμεις, και υφίσταται την επίδραση με προσαρμογή, όπως υπήρξε η περίπτωση της Γερμανίας· και να που σε μια άλλη χώρα σπάει το περίβλημα και τις αντιστάσεις με τρόπο βίαιο, όπως συνέβη στη Γαλλία, όπου η Μεγάλη Επανάσταση αντιπροσωπεύει την πιο έντονη και ταχύτατη ιστορική πράξη που γνωρίζουμε και αποτελεί, για το λόγο αυτό, τη μεγαλύτερη σχολή κοινωνιολογίας.

Σε σύντομες και χοντρές γραμμές, όπως έχω κιόλας σημειώσει, αυτός ο σχηματισμός της σύγχρονης κοινωνίας, δηλαδή της αστικής, βρήκε την τυπική του απεικόνιση στο Μανιφέστο· όπου δόθηκε το γενικό ανατομικό περίγραμμα μέσα από ιδιαίτερες πλευρές του συνεταιρισμού, του εμπορίου, της μανιφατούρας και της μεγάλης βιομηχανίας, και προστέθηκαν οι υποδείξεις για τα όργανα και τους παράγωγους και σύνθετους μηχανισμούς που είναι το δίκαιο, οι πολιτικοί θεσμοί, κλπ. Και να που τα πρώτα στοιχεία της θεωρίας για να εξηγηθεί η ιστορία με την αρχή των ταξικών αγώνων είχαν διατυπωθεί.

Αύτη η ίδια η αστική κοινωνία, που επαναστατικοποίησε όλες τις προηγούμενες μορφές παραγωγής, έριξε φως στον εαυτό της και στις διαδικασίες της, δημιουργώντας τη θεωρία της δομής της, δηλαδή την Οικονομία. Πραγματικά, δεν γεννήθηκε και δεν εξελίχθηκε στα ασύνειδα πλαίσια που χαρακτηρίζουν τις πρωτόγονες κοινωνίες αλλά, αντίθετα, στο μεσημεριανό φως του σύγχρονου κόσμου, από την Αναγέννηση και δω.

Η Οικονομία, όπως όλοι ξέρουν, γεννήθηκε αποσπασματικά στην αρχή στην πρώτη εποχή της αστικής τάξης, που ήταν εκείνη του εμπορίου και των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων· δηλαδή στην πρώτη φάση του μερκαντιλισμού, και κατόπιν στη δεύτερη. Και γεννήθηκε για να δόσει απάντηση πρώτα πρώτα σε ειδικά ζητήματα: είναι νόμιμος ο τόκος; Συμφέρει στα κράτη και τα έθνη να συσσωρεύουν χρήμα; Και αλλά παρόμοια. Αναπτύχθηκε υστέρα, επεκτεινόμενη σε πιο σύνθετες πλευρές του προβλήματος του πλούτου, και μεγάλωσε στη μετάβαση από το μερκαντιλισμό στη μανιφατούρα, και τέλος πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά στη μετάβαση από αυτή την τελευταία στη δημιουργία της μεγάλης βιομηχανίας. Ήταν η διανοητική ψυχή της αστικής τάξης που κατακτούσε την κοινωνία. Είχε κιόλας, σαν θεωρία, ολοκληρωθεί στις κύριες γραμμές της στις παραμονές της Μεγάλης Επανάστασης· και υπήρξε σύμβολο στην εξέγερση κατά των παλιών μορφών του φέουδου, της συντεχνίας των προνομίων, των περιορισμών στην εργασία, κλπ.: υπήρξε δηλαδή σύμβολο ελευθερίας. Γιατί, πραγματικά, το φυσικό δίκαιο, που αναπτύχθηκε από τους προδρόμους του Γκρότιους ως το Ρουσό, τον Καντ και το σύνταγμα του '93, δεν ήταν παρά το αντίγραφο και το ιδεολογικό συμπλήρωμα της Οικονομίας· τόσο, που συχνά το ίδιο το πράγμα και το συμπλήρωμα συγχέονται σ' ένα και το αυτό στα μυαλά και τα αξιώματα των συγγραφέων, όπως είναι η τυπική περίπτωση των φυσιοκρατών. Σαν θεωρία διέκρινε, ξεχώρισε, ανάλυσε τα στοιχεία και τις μορφές της διαδικασίας της παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανομής, ανάγοντας τα πάντα σε κατηγορίες: χρήμα, χρήμα-κεφάλαιο, τόκος, κέρδος, γαιοπρόσοδος, μισθός, κλπ. Προχώρησε με βεβαιότητα, με σταθερή ανάπτυξη της ανάλυσης, και πιο καθαρά από τον Πέτι ως το Ρικάρντο. Κυρία αυτή μόνη του πεδίου, συνάντησε σπάνιες αντιρρήσεις[9]. Εργάστηκε πάνω σε δυο προϋποθέσεις, που δεν έκανε τον κόπο ούτε να υπερασπιστεί, τόσο φαίνονταν ολοκάθαρες: δηλαδή, ότι η κοινωνική τάξη που απεικόνιζε ήταν η φυσική τάξη· και ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ήταν ένα και το αυτό με την ανθρώπινη ελευθερία: πράγμα που έκανε το μισθωτό και την κατωτερότητα των μισθωτών αναγκαίους όρους ύπαρξης. Μ' αλλά λόγια, δεν είδε την ιστορική εξάρτηση των μορφών που διακήρυσσε και εξηγούσε. Τις ίδιες αντιθέσεις που συνάντησε στο δρόμο της, τις προσπάθειες μιας συνακόλουθης συστηματικής που πολλές φορές δοκιμάστηκε αλλά ποτέ δεν πέτυχε, προσπάθησε να τις εξαλείψει λογικά· όπως είναι η περίπτωση του Ρικάρντο, στην προσπάθεια του να χτυπήσει την ανάξια γαιοπρόσοδο.

Στις αρχές του αιώνα ξεσπούν βίαιες οι κρίσεις και κείνα τα πρώτα εργατικά κινήματα, που έχουν την άμεση και απευθείας καταγωγή τους στην οξεία ανεργία. Η αυταπάτη της φυσικής τάξης ανατρέπεται! Ο πλούτος γέννησε την αθλιότητα! Η μεγάλη βιομηχανία, αλλάζοντας όλες τις σχέσεις της ζωής, αύξησε τις ιδιορρυθμίες, τις αρρώστιες, την υποταγή: αυτή, με μια λέξη, είναι η αιτία του εκφυλισμού! Η πρόοδος γέννησε την οπισθοδρόμηση! Πώς να κάνουμε ώστε η πρόοδος να μη γεννά παρά πρόοδο, δηλαδή ευημερία, υγεία, ασφάλεια, εκπαίδευση και διανοητική ανάπτυξη εξίσου για όλους; Σ' αυτό το ερώτημα βρίσκεται ολόκληρος ο Όουεν, που είχε κοινό με το Φουριέ και το Σεν-Σιμόν τούτο: ότι δεν πρόβαλλε πια την αυταπάρνηση ή τη θρησκεία, και ήθελε να λύσει και να ξεπεράσει τις κοινωνικές αντιθέσεις χωρίς μείωση της τεχνικής και βιομηχανικής ενέργειας του ανθρώπου, άλλά με την αύξησή της. Ο Όουεν έγινε κομμουνιστής απ' αυτό το δρόμο· και είναι ο πρώτος που έγινε κομμουνιστής μέσα στα πλαίσια και με την εμπειρία τη μεγάλης σύγχρονης βιομηχανίας. Η αντίθεση φαίνεται πρωταρχικά να τοποθετείται ολόκληρη στην αντίφαση ανάμεσα στο τρόπο της κατανομής και τον τρόπο της παραγωγής. Αύτη η αντίθεση πρέπει, λοιπόν, να νικηθεί σε μια κοινωνία που παράγει συλλογικά. Ο Όουεν έγινε ουτοπιστής. Αυτή την τέλεια κοινωνία πρέπει να την ξεκινήσουμε δοκιμαστικά· και προχώρησε ο ίδιος σ' αυτό με ηρωική σταθερότητα, με ασύγκριτη αυταπάρνηση, με μαθηματική ακρίβεια λεπτομερειών, με επιχειρήματα και επινοήσεις.

Μετά τη διαπίστωση αυτής της άμεσης ανάθεσης μεταξύ παραγωγής και κατανομής ακολούθησαν στην Αγγλία από τον Τόμσον ως τον Μπρέι πολλοί συγγραφείς ενός σοσιαλισμού που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί στενά ουτοπιστικός αλλά πρέπει να χαρακτηριστεί μονόπλευρος γιατί σκοπεύει να διορθώσει τα ελαττώματα εκείνα της κοινωνίας, που έχουν αποκαλυφθεί και καταγγελθεί, με ένα η περισσότερα φάρμακα[10]. Στην πραγματικότητα, ο πρώτος σταθμός που κάνει όποιος μπαίνει για πρώτη φορά στο δρόμο του σοσιαλισμού είναι να τοποθετήσει σαν αντιφατικές την παραγωγή και την κατανομή. Και κατόπιν γεννιώνται αυθόρμητα αυτά τα αφελή ερωτήματα: γιατί να μην καταργηθεί η εξαθλίωση· να μην καταργηθεί η ανεργία· να μη βγάλουμε από τη μέση το ενδιάμεσο του χρήματος· να μην ευνοήσουμε την άμεση ανταλλαγή των προϊόντων ανάλογα με την εργασία που περιέχουν· να μην δόσουμε στον εργαζόμενο ολόκληρο το προϊόν της εργασίας του; Και αλλά παρόμοια. Αυτά τα ερωτήματα διαλύουν τα σκληρά, ισχυρά και ανθεκτικά πράγματα της πραγματικής ζωής σε τόσους συλλογισμούς, και ευελπιστούν να χτυπήσουν το καπιταλιστικό σύστημα σαν να ήταν ένας μηχανισμός στον όποιο αφαιρούνται ή προστίθενται κομμάτια, ρόδες και γρανάζια.

Οι κριτικοί κομμουνιστές ξέκοψαν αποφασιστικά με όλες αυτές τις τάσεις. Έγιναν οι διάδοχοι και συνεχιστές της κλασικής Οικονομίας[11]. Αυτή είναι η θεωρία της δομής της παρούσας κοινωνίας. Έτσι δεν μπορεί πια κανείς να χτυπήσει τώρα αυτή τη δομή πρακτικά, και επαναστατικά, χωρίς να υπολογίσει κυρίως με ακρίβεια τα στοιχεία, τις μορφές και τις σχέσεις της, βαθαίνοντας ακριβώς τη θεωρία που την απεικονίζει. Αυτές οι μορφές, στοιχεία και σχέσεις γεννήθηκαν, βέβαια, σε δοσμένες ιστορικές συνθήκες· αλλά τώρα πια υπάρχουν, και είναι ανθεκτικές, συνδεμένες και σχετίζονται μεταξύ τους, γι' αυτό και αποτελούν σύστημα και αναγκαιότητα. Πώς να περάσει κανείς πάνω απ' αυτό το σύστημα με μια πράξη λογικής άρνησης, και πώς να το εξαλείψει με συλλογισμούς; Να εξαλείψεις την αθλιότητα; Μα αφού είναι αναγκαίος όρος του καπιταλισμού! –Να δόσεις στον εργάτη ολόκληρο το προϊόν της εργασίας του; Και πού θα πήγαινε το κέρδος του κεφαλαίου; –Και πού και πώς το χρήμα που καταναλώνεται σε εμπορεύματα θα μπορούσε να αυξηθεί τόσο, αν ανάμεσα σε όλα τα εμπορεύματα που συναντά, και με τα όποια ανταλλάσσεται, δεν υπήρχε ένα που να παράγει σ' όποιον το αγοράζει περισσότερο από κείνο που του κοστίζει; Κι αν αυτό το εμπόρευμα δεν ήταν ακριβώς η μισθωμένη εργασιακή δύναμη; Το οικονομικό σύστημα δεν είναι μια σειρά ή αλληλοδιαδοχή αφηρημένων συλλογισμών· είναι ένα σχήμα και σύνολο γεγονότων στο όποιο γεννιέται ένας περίπλοκος ιστός σχέσεων. Το να υποστηρίζει κανείς πως αυτό το σύστημα γεγονότων, που η κυρίαρχη τάξη έφτιαξε με τόσο κόπο μέσα στους αιώνες, με τη βία, την πανουργία, την πονηριά, την επιστήμη, θα παραδόσει τα όπλα, θα αναδιπλωθεί ή θα μετριαστεί για να δόσει τη θέση του στις διαμαρτυρίες των φτωχών ή τους συλλογισμούς των συνηγόρων τους, είναι τρέλα. Πώς να ζητήσει κανείς την κατάργηση της αθλιότητας χωρίς να ανατρέψει όλα τα υπόλοιπα; Να ζητάς απ' αυτά την κοινωνία να αλλάξει και μάλιστα να ανατρέψει το δίκαιό της, που είναι η άμυνα της, είναι σαν να της ζητάς κάτι παράλογο[12]. Να ζητάς απ' αυτό το κράτος να πάψει να είναι η ασπίδα και μάλιστα ο προμαχώνας αυτής της κοινωνίας και αυτού του δικαίου, είναι σαν να θέλεις κάτι το άλογο. Αυτός ο μονόπλευρος σοσιαλισμός που χωρίς να είναι στενά ουτοπικός ξεκινάει από την προκατάληψη ότι η ιστορία συσσωρεύει τις πλάνες-επανορθώσεις χωρίς επανάσταση, δηλαδή χωρίς θεμελιακή μεταβολή στη στοιχειώδη και γενική δομή της ίδιας της κοινωνίας, ή είναι αφέλεια ή είναι αμηχανία. Η ασυνέπειά του με τους αυστηρούς νόμους της διαδικασίας των πραγμάτων φαινόταν καθαρά στον Προυντόν, ο όποιος είτε ασύνειδος αναπαραγωγός είτε άμεσος αντιγραφέας μερικών από τους μονόπλευρους άγγλους σοσιαλιστές ήθελε να κατανοήσει, να σταματήσει ή να αλλάξει την ιστορία στην αιχμή ενός ορισμού ή με το όπλο ενός συλλογισμού.

Οι κριτικοί κομμουνιστές αναγνώρισαν στην ιστορία το δικαίωμα να τραβάει την πορεία της. Η αστική φάση μπορεί να ξεπεραστεί, μάλιστα θα ξεπεραστεί. Αλλά όσο διαρκεί έχει τους δικούς της νόμους. Η σχετικότητα αυτών των τελευταίων βρίσκεται στο γεγονός πως διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες συνθήκες· αλλά σχετικότητα δεν σημαίνει απλά το αντίθετο της αναγκαιότητας, δηλαδή παροδικότητα, καθαρό φαινόμενο, ή σαπουνόφουσκα ακόμη. Μπορούν να εξαφανιστούν και θα εξαφανιστούν από το ίδιο το γεγονός της αλλαγής της κοινωνίας. Αλλά δεν πέφτουν με την υποκειμενική θέληση που αναγγέλλει μια διόρθωση, κηρύσσει μια μεταρρύθμιση, ή διατυπώνει ένα σχέδιο. Ο κομμουνισμός βρίσκεται από τη μεριά του προλεταριάτου, γιατί σ' αυτό μόνο ενυπάρχει η επαναστατική δύναμη, που σπάει, τσακίζει, ταράζει και διαλύει την παρούσα κοινωνική μορφή και τοποθετεί σιγά-σιγά μέσα της τους νέους όρους· μάλιστα, για να είμαστε πιο ακριβείς, με το ίδιο το γεγονός της κίνησής της δείχνει ότι οι νέες συνθήκες δημιουργούνται, σταθεροποιούνται και αναπτύσσονται εδώ και καιρό.

Η θεωρία της ταξικής πάλης είχε βρεθεί. Ήταν γνωστή από δυο πλευρές: με την καταγωγή της αστικής τάξης, που η εσωτερική της διαδικασία είχε φανεί καθαρά από την επιστήμη της οικονομίας, και με την εμφάνιση του νέου προλεταριάτου, όρου και αποτελέσματος ταυτόχρονα της μορφής παραγωγής. Είχε ανακαλυφθεί η σχετικότητα των οικονομικών όρων και ταυτόχρονα επιβεβαιωνόταν η σχετική τους αναγκαιότητα. Σ' αυτό βρίσκεται όλη η μέθοδος και η λογική της νέας υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σφάλλουν όσοι αποκαλώντας την οικονομική ερμηνεία της ιστορίας πιστεύουν ότι κατανοούν, και κάνουν και τους άλλους να κατανοούν τα πάντα. Αυτός ο ορισμός ταιριάζει καλύτερα σε ορισμένες αναλυτικές απόπειρες[13] που αρπάζοντας από δω τα δεδομένα των οικονομικών μορφών και κατηγοριών κι από κει το δίκαιο, τη νομοθεσία, την πολιτική, τα ήθη, μελετούν κατόπιν τις αμοιβαίες επιδράσεις των διαφόρων πλευρών της ζωής ξεχωριστά, αφηρημένα και υποκειμενικά. Κάθε άλλο παρά αυτή είναι η δική μας δουλειά. Εμείς βρισκόμαστε στην οργανική αντίληψη της ιστορίας. Έχουμε στο νου μας την ολότητα και την ενότητα της κοινωνικής ζωής. Η ίδια η οικονομία (θέλω να πω για την τάξη πραγμάτων και όχι για την επιστήμη γύρω από την οικονομία) διαλύεται στη ροή μιας διαδικασίας για να φανεί κατόπιν σε τόσα μορφολογικά στάδια, στο καθένα από τα οποία λειτουργεί σαν σχετική υποδομή του υπόλοιπου, που είναι αντισταθμιστικό και επαρκές. Δεν θα πρέπει, με μια λέξη, να επεκτείνουμε τον λεγόμενο οικονομικό παράγοντα, αφηρημένα απομονωμένο, σε όλα τα υπόλοιπα, όπως παραμυθιάζουν οι αντιρρησίες· αντίθετα, θα πρέπει πριν απ' όλα να συλλάβουμε ιστορικά την οικονομία, και να εξηγήσουμε τις άλλες ιστορικές μεταβολές με τις μεταβολές τις δικές της. Εδώ βρίσκεται η απάντηση σε όλες τις κριτικές, που υψώνονται απ' όλα τα πεδία της λόγιας άγνοιας ή της κακά θεωρητικοποιημένης αγνοίας, μη αποκλειομένου και εκείνου των ανώριμων, συναισθηματικών και υστερικών σοσιαλιστών. Και μ' αυτή την απάντηση ξεκαθαρίζεται γιατί ο Μαρξ έγραψε με το Κεφάλαιο όχι το πρώτο βιβλίο του κριτικού κομμουνισμού, αλλά το τελευταίο μεγάλο βιβλίο για την αστική οικονομία.

Το Μανιφέστο γράφτηκε όταν ο ιστορικός προσανατολισμός δεν πήγαινε ακόμη πέρα από τον κλασικό κόσμο, τη γερμανική αρχαιότητα που μόλις είχε ανακαλυφθεί και τη βιβλική παράδοση που είχε από λίγο καιρό αρχίσει να ανάγεται στους πεζούς όρους κάθε άλλης βέβηλης ιστορίας. Άλλος είναι τώρα ο δικός μας προσανατολισμός, γιατί ανατρέχει στην προϊστορία των Αρίων και στους αρχαιότατους σχηματισμούς της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας που προηγούνται κάθε ανάμνησης σημιτικών παραδόσεων. Και ανατρέχει ακόμη πιο πίσω στη γραμμή της λεγόμενης προϊστορίας, δηλαδή της μη γραπτής ιστορίας. Η ιδιοφυής εξερεύνηση και οι συνδυασμοί του Μόργκαν μας πρόσφεραν την εσώτερη γνώση της αρχαίας, δηλαδή προπολιτικής κοινωνίας και το κλειδί για να κατανοήσουμε πως ξεπήδησαν υστέρα απ' αυτήν οι κατοπινοί σχηματισμοί, που έχουν τα χαρακτηριστικά τους στη μονογαμία, στην ανάπτυξη της πατριαρχικής οικογένειας, την εμφάνιση της ιδιοκτησίας, πρώτα των ευγενών, κατόπιν οικογενειακής και τέλος ατομικής, και στην επακόλουθη παγίωση των συμμαχιών των γενών, στα όποια έχει έπειτα την καταγωγή του το κράτος. Και όλα αυτά φαίνονται τόσο από τη γνώση της διαδικασίας της τεχνικής στην ανακάλυψη και τη χρήση των μέσων και εργαλείων εργασίας, όσο και από την κατανόηση της δράσης που αυτή η διαδικασία άσκησε στο κοινωνικό σύνολο, ωθώντας το σε ορισμένους δρόμους και κάνοντάς το να διατρέξει ορισμένα στάδια. Αυτές οι ανακαλύψεις και οι συνδυασμοί επιδέχονται ακόμη πολλές διορθώσεις, ιδιαίτερα λόγω του διαφορετικού τρόπου με τον όποιο μπορεί να έγινε σε διάφορα μέρη του κόσμου το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό. Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι έχουμε κιόλας καθαρά κάτω απ' τα μάτια μας τα γενικά εμβρυογενετικά σημάδια της ανθρώπινης ανάπτυξης, από τον πρωτόγονο κομμουνισμό ως εκείνους τους σύνθετους σχηματισμούς που, όπως λ.χ. το αθηναϊκό ή ρωμαϊκό κράτος, με πολίτες διαχωρισμένους κατά τάξεις ανάλογα με την περιουσία, αντιπροσώπευαν ως πριν λίγο τις ηράκλειες στήλες της έρευνας. Οι τάξεις, που έπαιρνε σαν προϋπόθεση το Μανιφέστο ήταν πια διαλυμένες στη διαδικασία του σχηματισμού τους· και σ' αυτό κιόλας αναγνωρίζεται το γενικό σχήμα ιδιαίτερων και χαρακτηριστικών οικονομικών λόγων και αιτίων, δηλαδή που έγιναν έτσι που δεν επαναλαμβάνουν τις κατηγορίες της οικονομικής επιστήμης της δικής μας αστικής εποχής. Το όνειρο του Φουριέ, να εντάξει την εποχή των πολιτισμένων στη σειρά μιας μακριάς και πλατιάς διαδικασίας έφτασε. Λύθηκε επιστημονικά το πρόβλημα της καταγωγής της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, που ο Ζαν Ζακ είχε αποπειραθεί να αντιμετωπίσει με επιχειρήματα οξυδερκούς διαλεκτικής και με λίγα γεγονότα.

Σε δυο σημεία, ακραία για μας, είναι σαφής η ανθρώπινη διαδικασία. Στην προέλευση της αστικής τάξης, τόσο πρόσφατη και τόσο φωτισμένη από την επιστήμη της οικονομίας· και στον αρχαίο σχηματισμό της ταξικής κοινωνίας, στο πέρασμα από το ανώτερο στάδιο της βαρβαρότητας στον πολιτισμό (δηλαδή στην εποχή του κράτους), σύμφωνα με τις ονομασίες του Μόργκαν. Αυτό που βρίσκεται στη μέση είναι εκείνο που ως τώρα απασχολεί χρονικογράφους και ιστορικούς καθώς και νομικούς, θεολόγους και φιλόσοφους. Δεν είναι εύκολο να εισβάλει κανείς και να χτυπήσει όλο αυτό το πεδίο γνώσεων με τη νέα ιστορική αντίληψη. Ούτε αρμόζει να βιαστεί και να σχηματοποιεί. Πριν απ' όλα χρειάζεται να δείξουμε, όσο είναι δυνατό, τη σχετική οικονομία κάθε εποχής[14], για να εξηγήσουμε ειδικά τις τάξεις που αναπτύχθηκαν σ' αυτήν, κι αυτό όχι κάνοντας αφαίρεση από υποθετικά και αβέβαια δεδομένα και χωρίς να γενικεύουμε τις δικές μας συνθήκες επεκτείνοντάς τες και σε άλλες εποχές. Για κάτι τέτοιο χρειάζεται πλήθη από μορφωμένους. Έτσι είναι λ.χ. μονόπλευρο αυτό που αναφέρεται στο Μανιφέστο για την πρώτη πρώτη προέλευση της αστικής τάξης, πώς δημιουργήθηκε από τους δούλους του Μεσαίωνα που ενσωματώθηκαν σιγά σιγά στις πόλεις. Αυτή η προέλευση είναι χαρακτηριστική για τη Γερμανία και άλλες χώρες που αναπαράγουν τη διαδικασία της. Δεν απαντιέται όμως στην περίπτωση της Ιταλίας, της μεσημβρινής Γαλλίας και της Ισπανίας, που ήταν εξάλλου οι χώρες στις όποιες άρχισε ακριβώς η πρώτη ιστορία της αστικής τάξης, δηλαδή του σύγχρονου πολιτισμού. Στην πρώτη αύτη φάση ενυπάρχουν οι προϋποθέσεις ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως σημείωσε ο Μαρξ σε μια υποσημείωση στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Αυτή η πρώτη φάση, που έφτασε την τελειότητα στις ιταλικές Κοινότητες, είναι η προϊστορία εκείνης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που ο Μαρξ μελέτησε στις λεπτομέρειες της στην καθαρή και πλήρη σειρά της εξέλιξης της Αγγλίας. Αλλά αρκετά γι' αυτά.

Οι προλετάριοι δεν μπορεί παρά να αποβλέπουν στο μέλλον. Τους επιστημονικούς σοσιαλιστές πιέζει πριν απ' όλα το παρόν, μα και σ' αυτό αναπτύσσονται αυθόρμητα και ωριμάζουν οι συνθήκες του μέλλοντος. Η γνώση του παρελθόντος ωφελεί και ενδιαφέρει πρακτικά μόνο στο βαθμό που μπορεί να ρίξει φως και να δόσει κριτικό προσανατολισμό για να εξηγήσει το παρόν. Για την ώρα αρκεί που οι κριτικοί κομμουνιστές, εδώ και πενήντα κιόλας χρόνια, αναζήτησαν και βρήκαν τα πρωταρχικά στοιχεία της νέας και καθοριστικής φιλοσοφίας της ιστορίας. Σε σύντομο διάστημα αυτή η αντίληψη θα επιβληθεί χάρη στην αποδειγμένη αδυναμία να σκεφτεί κανείς το αντίθετο: και η ανακάλυψη θα επιβληθεί χάρη στην αποδειγμένη αδυναμία να σκεφτεί κανείς το αντίθετο: και η ανακάλυψη θα φαίνεται σαν το αυγό του Κολόμβου. Και ίσως προτού μια ομάδα διανοουμένων χρησιμοποιήσει και εφαρμόσει αυτή την αντίληψη εκτεταμένα, διαμορφώνοντάς την, δηλαδή στη συνεχή εξιστόρηση όλης της ιστορίας, οι επιτυχίες του προλεταριάτου να είναι τέτοιες που η αστική εποχή να φαίνεται σε όλους ξεπερασμένη, να ξεπερνιέται κιόλας. Κατανοώ σημαίνει ξεπερνώ (Χέγκελ).

Όταν το Μανιφέστο, εδώ και πενήντα χρόνια, ανέβαζε τους προλετάριους από αξιολύπητους και άθλιους σε προορισμένους νεκροθάφτες της αστικής τάξης, στη φαντασία των συντακτών του που δύσκολα έκρυβαν τον ιδεαλισμό του διανοητικού τους πάθους με τη βαρύτητα του ύφους, θα έπρεπε να φαίνεται πολύ στενή η περίμετρος του προβλεπόμενου νεκροταφείου. Η πιθανή περίμετρος, στο μέτρο της φαντασίας, δεν αγκάλιαζε τότε παρά μόνο τη Γαλλία και την Αγγλία, και είχε μόλις αγγίξει τα ακραία όρια άλλων χωρών, όπως λ.χ. της Γερμανίας, Τώρα αύτη η περίμετρος εμφανίζεται τεράστια, χάρη στην ταχύτατη και κολοσσιαία επέκταση της μορφής της αστικής παραγωγής, που διευρύνει, γενικεύει και πολλαπλασιάζει, από αντίκτυπο, το κίνημα του προλεταριάτου και πλαταίνει τόσο πολύ τη σκηνή πάνω στην οποία πλανιέται η προοπτική του κομμουνισμού. Το νεκροταφείο μεγαλώνει και χάνονται απ' τα μάτια τα όριά του. Όσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις ο μάγος ανακαλεί τόσο περισσότερες δυνάμεις της εξέγερσης προκαλεί εναντίον του και προετοιμάζει.

Σε όσους υπήρξαν κομμουνιστές ιδεολογικά, θρησκευτικά και ουτοπιστικά, ή κυριολεκτικά προφητικά ή αποκαλυπτικά, φάνηκε πάντοτε στο παρελθόν ότι το βασίλειο της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ευτυχίας έπρεπε να έχει σαν σκηνή ολόκληρο τον κόσμο. Για την ώρα, την κατάκτηση του κόσμου την κάνει η εποχή των πολιτισμένων· δηλαδή, η κοινωνία που στηρίζεται πάνω σε ταξικές αντιθέσεις και στην ταξική κυριαρχία με τη μορφή της αστικής παραγωγής (η Ιαπωνία διδάσκει!). Η συνύπαρξη των δυο πολιτειών σε ένα κράτος που την είχε κιόλας πει ο θείος Πλάτων, συνεχίζεται. Η κατάκτηση της γης απ' τον κομμουνισμό δεν είναι αυριανή υπόθεση. Αλλά όσο πιο πλατιά γίνονται τα όρια του αστικού κόσμου, τόσο περισσότεροι λαοί μπαίνουν σ' αυτά, εγκαταλείποντας και υπερπηδώντας τις κατώτερες μορφές παραγωγής, και να που γίνονται πιο ακριβείς και ασφαλείς οι προοπτικές του κομμουνισμού: κυρίως γιατί φθίνουν, στο πεδίο και τον κύκλο του ανταγωνισμού, οι παρεκκλίσεις της κατάκτησης και της αποικιοκρατίας. Η Διεθνής των Προλεταρίων, που ήταν μόλις εμβρυακή στη Λίγκα των Κομμουνιστών πενήντα χρόνια πριν, πέρασε τώρα πια και τον ωκεανό, λέει και βεβαιώνει αισθητά κάθε Πρωτομαγιά ότι οι προλετάριοι όλου του κόσμου είναι πραγματικά και ενεργά ενωμένοι. Οι επικείμενοι ή μελλοντικοί νεκροθάφτες της αστικής τάξης, και οι εγγονοί και δισέγγονοι τους, θα θυμούνται διαρκώς την ημερομηνία του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.

Ρώμη, 7 Απριλίου 1895


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
———————–

[1]. Ο Έγκελς αναλύει σε βάθος στην εισαγωγή του στο φυλλάδιο που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και αλλού, την αντικειμενική ανάπτυξη της νέας επαναστατικής τακτικής.

[2]. Η ιστορία των τρέιντ-γιούνιονς διδάσκει· και τόσο πιο πολύ, όσο συσκοτίζει στα μάτια πολλών την αναγκαία εξέλιξη του σοσιαλισμού.

[3]. Όταν έγραφα αυτές τις λέξεις για πρώτη φορά υπαινισσόμουν κυρίως τους γάλλους σοσιαλιστές. Αλλά η πρόσφατη συζήτηση του αγροτικού προγράμματος, που προτάθηκε για την κοινωνική δημοκρατία στη Γερμανία επιβεβαιώνει τις πραγματικές αιτίες των δυσκολιών που υπέδειξα.

[4]. Διαφορετική υπήρξε η περίπτωση της Γερμανίας. Εκεί, μετά το 1830, ο σοσιαλισμός που ήρθε απ' έξω διαδόθηκε σαν φιλολογικό ρεύμα και υπέστη τις φιλοσοφικές αλλοιώσεις που ο Γκριν ήταν ο τυπικός τους εκπρόσωπος. Αλλά πριν ακόμη εμφανιστεί η νέα θεωρία, ο προλεταριακός σοσιαλισμός είχε βρει στο πρόσωπο, την προπαγάνδα και τα γραφτά του Βάιτλιγκ μια μορφή αξιοσημείωτης και χαρακτηριστικής πρωτοτυπίας. Όπως έγραφε ο Μαρξ στο «Vorwarts» (Παρίσι) του 1844, ήταν εκείνος ο γίγαντας στην κούνια.

[5]. Αυτό πολλοί το αποκαλούν μαρξισμό. Ο μαρξισμός είναι και παραμένει θεωρία. Και τα κόμματα δεν παίρνουν ουσία και όνομα από μια θεωρία. "Moi je ne suis pas marxiste" έλεγε –σκεφτείτε– ο ίδιος ο Μαρξ!

[6]. Αυτός εγκαθίδρυσε πρώτος τις σχέσεις ανάμεσα στη Λίγκα και το Μαρξ και έκανε τις διαπραγματεύσεις για τη σύνταξη του Μανιφέστου. Σκοτώθηκε στην εξέγερση του 1849 στη σύγκρουση του Μουργκ.

[7]. Στον πρόλογο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ. Η χρονολογία του 1845 αναφέρεται κυρίως στο βιβλίο Die heilige Familie (Η Άγια Οικογένεια), Φρανκφούρτη 1845, που έγραψαν σε συνεργασία ο Μαρξ και ο Έγκελς. Αυτό το βιβλίο χρειάζεται πριν απ' όλα να διαβαστεί, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη θεωρητική καταγωγή του ιστορικού υλισμού.

[8]. Στέκομαι σ' αυτό το όνομα γιατί ο Καμπέ υπήρξε σύγχρονος ακριβώς του Μανιφέστου. Ή μήπως θα έπρεπε να σταθώ στις Φίλαθλες μορφές του Μπέλαμι και του Χέρτσκα;

[9]. Όπως είναι η περίπτωση του Μάμπλι απέναντι στο Μερσιέ ντε λα Ριβιέρ, ο οποίος συνοψίζει πάνω του τη φυσιοκρατία για να μην μιλήσουμε για τους Γκόντγουιν, Χάλ και άλλους.

[10]. Είναι εκείνα που πριν από χρόνια φάνηκε στον Άντον Μέντζερ πως τα είχε ανακαλύψει ο ίδιος, σαν αίτια του επιστημονικού σοσιαλισμού και κατόπιν σαν αίτια λογοκλοπής.

[11]. Γι' αυτό οι κριτικοί αλά Βίζερ και σία προτείνουν να εγκαταλειφθεί η θεωρία της αξίας του Ρικάρντο, γιατί οδηγεί στο σοσιαλισμό.

[12]. Είχε δημιουργηθεί τότε, ειδικά στην Πρωσία, η αυταπάτη μιας κοινωνικής μοναρχίας, που περνώντας πάνω από τη φιλελεύθερη εποχή θα έλυνε αρμονικά το λεγόμενο κοινωνικό ζήτημα. Αυτή η λόξα αναπαράχθηκε αργότερα σε άπειρες ποικιλίες καθεδρικού και κρατικού σοσιαλισμού. Στις διάφορες μορφές ιδεολογικού και θρησκευτικού ουτοπισμού προστέθηκε έτσι και μια νέα: η γραφειοκρατική και δημοσιονομική ουτοπία, δηλαδή η ουτοπία των κρετίνων.

[13]. Λ.χ. ο Ρότζερς.

[14]. Ποιός φανταζόταν λίγα χρόνια πριν την ανακάλυψη και την αυθεντική ερμηνεία του αρχαίου βαβυλωνιακού δικαίου;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου