Τιμώντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Μέρος Πρώτο)
Εμείς οι σοσιαλιστές θα μπορούμε σε τρία χρόνια να γιορτάσουμε το ιωβηλαίο μας. Η αξιομνημόνευτη ημερομηνία της δημοσίευσης του Μανιφέστου των Κομμουνιστών (Φεβρουάριος 1848) σημειώνει την πρώτη και βέβαιη είσοδο μας στην ιστορία. Σε κείνη την ημερομηνία αναφέρεται κάθε κρίση και κάθε εκτίμηση μας της προόδου που έκανε το προλεταριάτο μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια. Μ’ αύτη την ημερομηνία μετριέται η πορεία της νέας εποχής, που ξεπηδάει και αναφαίνεται, μάλιστα, θα έλεγα, απελευθερώνεται και αναπτύσσεται μέσα από την παρούσα εποχή, μέσα από τον εσωτερικό και εγγενή σχηματισμό της ίδιας αυτής και, για τούτο, κατά τρόπο αναγκαίο και αναπόφευκτο· αυτό είναι έτσι, ανεξάρτητα από τις διάφορες εξελίξεις και τις υστερότερες φάσεις της, προς στιγμή βέβαια απρόβλεπτες. Όλοι εκείνοι από μας που ενδιαφέρονται και προσπαθούν να αποκτήσουν πλήρη συνείδηση του έργου τους, πρέπει να στρέψουν πολλές φορές το νου στις αιτίες και τους λόγους που υπήρξαν καθοριστικοί για τη γένεση του Μανιφέστου, μέσα σε κείνες τις συνθήκες που ακριβώς εμφανίστηκε και, συγκεκριμένα, στις παραμονές της επανάστασης που ξέσπασε απ’ το Παρίσι ως τη Βιέννη κι απ’ το Παλέρμο ως το Βερολίνο. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να εξηγήσουμε, μέσα από το ίδιο το κοινωνικό σχήμα στο οποίο τώρα ζούμε, την τάση προς το σοσιαλισμό· και, στη συνέχεια, να δικαιολογήσουμε, μέσα από τον ίδιο το λόγο ύπαρξης αυτής της τάσης, την αναγκαιότητα του πραγματικού της θριάμβου, τον όποιο από τώρα προβλέπουμε.
Ποιό είναι, λοιπόν, αν όχι αυτό, το νεύρο του Μανιφέστου, η ουσία κι ο αποφασιστικός του χαρακτήρας;[2].
Αλλά θα ήταν, αλήθεια, μάταιο να θέλουμε να αναζητήσουμε αυτό το νεύρο στα πρακτικά μέτρα, που υποδεικνύονται και προτείνονται στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου του Μανιφέστου για να υιοθετηθούν στην πιθανή περίπτωση μιας επαναστατικής επιτυχίας του προλεταριάτου, ή στις υποδείξεις πολιτικού προσανατολισμού απέναντι στα άλλά επαναστατικά κόμματα της εποχής, που βρίσκονται στο τέταρτο κεφάλαιο. Αυτές οι υποδείξεις και προτάσεις, όσο αξιόλογες και σημαντικές κι αν ήταν στην εποχή τους και στις συνθήκες μέσα στις οποίες διατυπώθηκαν και υπαγορεύθηκαν, και όσο σπουδαίες κι αν ήταν για να κρίνουμε με ακρίβεια την πολιτική δράση των γερμανών κομμουνιστών στην επαναστατική περίοδο 1848-50, δεν αποτελούν τώρα πια για μας το σύνολο μιας πρακτικής οπτικής, με κριτήριο την οποία μπορεί κανείς να αποφασίσει υπέρ ή κατά σε κάθε περίπτωση και συγκυρία. Τα πολιτικά κόμματα που από την εποχή της Διεθνούς και δω άρχισαν να σχηματίζονται στις διάφορες χώρες, στη βάση και στο καθαρό και ρητό όνομα του προλεταριάτου, είχαν και έχουν, στο μέτρο που δημιουργούνται και κατόπιν αναπτύσσονται, ζωηρή ανάγκη να προσαρμόσουν και να συμμορφώσουν στις διάφορες και πολύμορφες συνθήκες και ενδεχόμενα τις ανάγκες και το έργο τους. Αλλά κανένα απ’ αυτά τα κόμματα δεν έχει συνείδηση ότι βρίσκεται αυτή τη στιγμή τόσο κοντά στη δικτατορία του προλεταριάτου, ώστε να αισθάνεται μέσα του επείγουσα την ανάγκη, ή έστω την επιθυμία ή την τάση, να επανεξετάσει και να εκτιμήσει τις προτάσεις του Μανιφέστου με μέτρο την επαλήθευση τους, που θα φαινόταν πιθανή αν θεωρούνταν επικείμενη. Ιστορικές εμπειρίες δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά μόνο εκείνες που η ίδια η ιστορία παρουσιάζει απροσδόκητα, όχι σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο ή πρόθεση, ούτε κατά διαταγή. Έτσι έγινε στην εποχή της Κομμούνας, που ήταν, είναι και παραμένει ακόμη για μας, η μόνη προσεγγιστική εμπειρία, αν και συγκεχυμένη μια και ήταν αυθόρμητη και μικρής διάρκειας, της δράσης του προλεταριάτου, που μπήκε μπροστά στη νέα και σκληρή δοκιμασία να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η εμπειρία αυτή, που δεν επιδιώχτηκε έντεχνα, ούτε αναζητήθηκε σύμφωνα με κάποιο σχέδιο, αλλά επιβλήθηκε από τις περιστάσεις και υποστηρίχθηκε ηρωικά· και που μετατρέπεται τώρα για μας σε σωτήριο δίδαγμα. Εκεί όπου το σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκεται μόλις στο στάδιο της παιδικής ηλικίας, είναι δυνατό αυτοί ή εκείνοι, παρά τη δική τους άμεση εμπειρία να επικαλούνται, όπως συχνά συμβαίνει στην Ιταλία, το κύρος ενός κειμένου, σαν να πρόκειται για κάποια εντολή –αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν σημαίνει τίποτε απολύτως.
Όμως αυτό το νεύρο, η ουσία και ο αποφασιστικός χαρακτήρας δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθούν στον προσανατολισμό σε άλλες μορφές σοσιαλισμού, που το Μανιφέστο περιλαμβάνει κάτω από το όνομα Φιλολογία. Όσα λέγονται εκεί, στο τρίτο κεφάλαιο, χρησιμεύουν, χωρίς αμφιβολία, για να οριστούν θαυμάσια, μέσα από τις αντιθέσεις και με τη μορφή σύντομων, ουσιαστικών και κατάλληλων χαρακτηριστικών, οι διαφορές που πραγματικά υπάρχουν ανάμεσα στον κομμουνισμό, που τώρα συνηθίσαμε να αποκαλούμε επιστημονικό, έκφραση που πολλοί καταχρώνται άθλια, δηλαδή ανάμεσα στον κομμουνισμό που έχει σαν υποκείμενο το προλεταριάτο και σαν κεντρικό θέμα την προλεταριακή επανάσταση, και τις άλλες αντιδραστικές, αστικές, μισο-αστικές, μικρο-αστικές, ουτοπιστικές, κλπ. μορφές. Όλες αυτές οι μορφές, εκτός από μια[3], εμφανίζονται και ανανεώνονται πολλές φορές, και εμφανίζονται και ανανεώνονται και τώρα ακόμη, στις χώρες όπου το σύγχρονο προλεταριακό κίνημα βρίσκεται μόλις στη γένεσή του. Σ’ αυτές τις χώρες και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το Μανιφέστο άσκησε και ασκεί μέχρι σήμερα το ρόλο της σύγχρονης κριτικής και του φιλολογικού μαστίγιου. Αλλά, στις χώρες όπου ή αυτές οι μορφές έχουν πια θεωρητικά και πρακτικά ξεπεραστεί, όπως είναι σε μεγάλο βαθμό η περίπτωση της Γερμανίας και της Αυστρίας, ή επιζούν μόνο σε εγωιστική και υποκειμενική κατάσταση, όπως συμβαίνει στη Γαλλία και την Αγγλία, για να μην απαριθμήσουμε ένα-ένα τα άλλα έθνη, το Μανιφέστο, απ’ αυτή την άποψη, έχει εκπληρώσει το σκοπό του. Και δεν κάνει άλλο από το να εγγράφει, σαν μνήμη, αυτό που πια δεν χρειάζεται να σκέφτεται κανείς, δεδομένης της πολιτικής δράσης του προλεταριάτου που εξελίσσεται μέσα από μια φυσιολογική και κλιμακωμένη διαδικασία.
Αυτή ήταν άλλωστε, και μάλιστα προκαταβολικά, η ψυχική και διανοητική διάθεση εκείνων που το έγραψαν και που δεν εξέφραζαν παρά την κατάργηση και καταδίκη αυτού που είχαν ξεπεράσει με την αξιοσύνη του νου, ο οποίος με λίγα, αλλά ξεκάθαρα δεδομένα της πείρας προηγήθηκε με βεβαιότητα των γεγονότων. Ο κριτικός κομμουνισμός –αυτό είναι το αληθινό του όνομα και δεν υπάρχει άλλο ακριβέστερο γι’ αυτή τη θεωρία– δεν έπαιζε πια με τους φεουδάρχες τη νοσταλγία της παλιάς κοινωνίας, για να κάνει κατόπιν απ’ την αντίστροφη μεριά την κριτική της παρούσας κοινωνίας –αντίθετα, δεν πρόσβλεπε παρά στο μέλλον. Δεν γινόταν πια ένα με τους μικροαστούς στην επιθυμία να διασώσει κάτι που δεν μπορούσε να σωθεί –όπως, λ.χ., τη μικρή ιδιοκτησία, ή την ήρεμη ζωή των μικροαστών, που η ιλιγγιώδης δράση του σύγχρονου κράτους, που είναι το αναγκαίο και φυσικό όργανο της σημερινής κοινωνίας, κάνει βαριά και σκληρή για το λόγο και μόνο ότι αυτό το κράτος επαναστατικοποιούμενο συνεχώς φέρνει μέσα του και μαζί του την ανάγκη άλλων νέων και βαθύτερων επαναστάσεων. Ούτε μετέφραζε σε μεταφυσικές φαντασιοπληξίες ή σε διανοήματα νοσηρών συναισθημάτων και θρησκευτικής έκστασης τις πραγματικές αντιθέσεις των υλικών συμφερόντων της καθημερινής ζωής –αντίθετα, πρόβαλλε και τόνιζε σ’ όλη τους την πεζότητα αυτές τις αντιθέσεις. Δεν οικοδομούσε την κοινωνία του μέλλοντος στη γραμμή ενός σχεδίου αρμονικά τέλειου σε κάθε του λεπτομέρεια. Ούτε ύψωνε λόγια εγκωμιαστικά και εκθειασμού ή επίκλησης και νοσταλγίας στις δυο θεές της φιλοσοφικής μυθολογίας, τη Δικαιοσύνη και την Ισότητα: στις δυο θεές που κάνουν τόσο θλιβερή εντύπωση στην άθλια πρακτική της καθημερινής ζωής, όταν καταφέρουμε να αντιληφθούμε πως η ιστορία εδώ και τόσους αιώνες επιφυλάσσει στον εαυτό της το απρεπές χάσιμο χρόνου να φτιάχνει και να χαλάει σχεδόν πάντα τόσο αντιφατικά τις αλάθητες προτροπές τους. Αντίθετα, μάλιστα, οι κομμουνιστές, αν και διακήρυσσαν μέσα από γεγονότα που έχουν επιχειρηματολογική και αποδεικτική ισχύ ότι οι προλετάριοι ήταν προορισμένοι να αποτελέσουν το νεκροθάφτη της αστικής τάξης, σ’ αυτήν όμως την τελευταία απέδιδαν σεβασμό σαν σε πρωταίτια μιας κοινωνικής μορφής που είναι σε έκταση και ένταση αξιόλογο στάδιο της ανθρώπινης προόδου, και που μόνη μπορεί να αποτελέσει το πεδίο νέων αγώνων που υπόσχονται ευτυχή έκβαση στο προλεταριάτο. Νεκρολογία τόσο μνημειώδης δεν έχει ποτέ άλλοτε γραφτεί. Αυτά τα εγκώμια στην αστική τάξη είχαν μια ορισμένη πρωτότυπη μορφή τραγικής γελοιοποίησης, αλλά μερικοί νόμισαν πώς ήταν γραμμένα σε διθυραμβικό τόνο.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι αρνητικοί και αντιθετικοί τούτοι ορισμοί των άλλων μορφών σοσιαλισμού που κυκλοφορούσαν τότε και αργότερα, και μέχρι σήμερα συχνά συναντιώνται, όσο κι αν είναι άμεμπτοι στην ουσία, στη μορφή και το σκοπό που βάζουν, ούτε προτίθενται να είναι ούτε και είναι η πραγματική ιστορία του σοσιαλισμού και δεν εκφράζουν ούτε τα ιδιαίτερα ίχνη ούτε το γενικό σχήμα της αν κάποιος θέλει να την γράψει. Η ιστορία, στην πραγματικότητα, δεν στηρίζεται πάνω στη διαφορά αληθινού και ψευδούς, ορθού και λάθους, και πολύ λιγότερο πάνω στην πιο αφηρημένη αντίθεση δυνατού και πραγματικού, σαν τα πράγματα να ήταν από τη μια μεριά και να είχαν από την άλλη μεριά τις σκιές και τα φαντάσματα τους στις ιδέες. Είναι πάντα ακέραιη και στηρίζεται ολόκληρη στη διαδικασία σχηματισμού και μετασχηματισμού της κοινωνίας: πράγμα που πρέπει να νοηθεί αντικειμενικά και ανεξάρτητα από κάθε δική μας ευαρέσκεια ή δυσαρέσκεια. Αυτή είναι μια ειδικού τύπου δυναμική, αν έτσι πάει στους Θετικιστές, που τόσο αρέσκονται σ’ αυτές τις εκφράσεις, και συχνά δεν κάνουν ούτε βήμα παραπέρα από τη νέα λέξη που βάζουν σε κυκλοφορία. Έτσι, οι διάφορες μορφές σοσιαλιστικής αντίληψης και δράσης που εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν στη διάρκεια των αιώνων, με τόσες διαφορές στα κίνητρα, τη φυσιογνωμία και τα αποτελέσματα, μελετιώνται και εξηγούνται όλες από τις σύνθετες και ειδικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής μέσα από την οποία παράχθηκαν. Εξετάζοντάς τες βλέπουμε πώς δεν αποτελούν το ενιαίο σύνολο μιας συνεχούς διαδικασίας γιατί η σειρά έχει πολλές φορές διακοπεί από τις μεταβολές του κοινωνικού συνόλου και τη συσκότιση και το σπάσιμο της παράδοσης. Μόνο από την εποχή της Μεγάλης Επανάστασης και μετά ο σοσιαλισμός έχει να επιδείξει μια ορισμένη ενότητα διαδικασίας, που γίνεται πιο φανερή από το 1830 και δω, με την οριστική άνοδο της αστικής τάξης στην πολιτική εξουσία στη Γαλλία και Αγγλία, και γίνεται τελικά αισθητή και, θα έλεγα, χειροπιαστή από τη Διεθνή και ύστερα. Σ’ αυτό το δρόμο, σ’ αυτή την πορεία βρίσκεται σαν μεγάλος χιλιομετρικός δείκτης το Μανιφέστο, με διπλή ένδειξη, θα έλεγα, κι απ’ τις δυο μεριές. Απ’ τη μια βρίσκεται η Βίβλος της νέας θεωρίας, που έκανε κατόπιν το γύρο του κόσμου. Απ’ την άλλη υπάρχει ο προσανατολισμός για τις μορφές που αποκλείει, για τις όποιες όμως δεν παραθέτει πλήρη έκθεση η ανάλυση[4].
Το νεύρο, η ουσία, ο αποφασιστικός χαρακτήρας αυτού του γραφτού βρίσκονται ολοκληρωτικά στη νέα ιστορική αντίληψη που υπάρχει στο βάθος, και που αυτό το ίδιο ενμέρει διακηρύσσει και αναπτύσσει, όταν δεν αναφέρεται και δεν παραπέμπει σ’ αυτήν, ή έστω δεν την προϋποθέτει. Χάρη στην αντίληψη αυτή ο κομμουνισμός παύοντας να είναι ελπίδα, προσδοκία, θύμηση, υπόθεση ή τέχνασμα, έβρισκε για πρώτη φορά την κατάλληλη έκφρασή του στη συνείδηση της αναγκαιότητας του· δηλαδή στη συνείδηση τού ότι είναι η έκβαση και η λύση των σημερινών ταξικών αγώνων. Αυτοί δεν είναι οι αγώνες κάθε τόπου και χρόνου, πάνω στους οποίους η ιστορία του παρελθόντος ασκήθηκε και αναπτύχθηκε· αλλά είναι, αντίθετα, οι αγώνες εκείνοι που συγκεκριμενοποιούνται και ανάγονται πρωταρχικά στην πάλη μεταξύ καπιταλιστικής αστικής τάξης και μοιραία προλεταριοποιημένων εργαζόμενων. Το Μανιφέστο βρίσκει τη γένεση αυτής της πάλης, προσδιορίζει το ρυθμό της εξέλιξης και προβλέπει το τελικό της αποτέλεσμα.
Σ’ αυτή την ιστορική αντίληψη βρίσκεται ολόκληρη η θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού. Απ’ το σημείο αυτό και μετά οι θεωρητικοί αντίπαλοι του σοσιαλισμού δεν καλούνται να συζητήσουν για την αφηρημένη δυνατότητα της δημοκρατικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής[5] σαν να κρινόταν αυτό από τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τα γενικά και κοινότατα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Θα πρέπει, αντίθετα, να αναγνωρίσουν ή να μην αναγνωρίσουν στην παρούσα πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων μια αναγκαιότητα, η οποία ξεπερνά κάθε συμπάθεια και κάθε υποκειμενική τους έγκριση. Βρίσκεται ή όχι η σημερινή κοινωνία στις πιο προηγμένες χώρες στο σημείο να πρέπει να φτάσει στον κομμουνισμό χάρη στους σύμφυτους στο γίγνεσθαί της νόμους, δεδομένης της σημερινής οικονομικής δομής και δεδομένων των συγκρούσεων που αυτή η ίδια μέσα της παράγει αναγκαστικά, ωσότου κατάρρευση και διαλυθεί; Να το σημείο διαφωνίας από τότε που εμφανίστηκε η θεωρία αύτη. Και να μαζί ο κανόνας συμπεριφοράς που επιβάλλεται στη δράση των σοσιαλιστικών κομμάτων, είτε αυτά αποτελούνται μόνο από προλετάριους είτε περιλαμβάνουν στις γραμμές τους και ανθρώπους που έχουν βγει από άλλες τάξεις και που παίζουν το ρόλο εθελοντών στο στρατό του προλεταριάτου.
Γι’ αυτό, εμείς οι σοσιαλιστές που ευχαρίστως αφήνουμε να μας αποκαλούν επιστημονικούς, αν οι άλλοι δεν προτίθενται με τον τρόπο αυτό να μας συγχέουν με τους Θετικιστές, φιλοξενούμενούς μας συχνά όχι όμως πάντοτε και καλοδεχούμενους που στο βαθμό που μπορούν μονοπωλούν το όνομα της επιστήμης, δεν σκοτωνόμαστε να υποστηρίξουμε μια αφηρημένη και γενικόλογη θέση σαν να είμασταν δικολάβοι ή σοφιστές· ούτε και αγωνιζόμαστε με μανία να αποδείξουμε την ορθολογικότητα των προθέσεων μας. Οι προθέσεις μας δεν είναι παρά η θεωρητική έκφραση και πρακτική εξήγηση των δεδομένων που μας προσφέρει η ερμηνεία της διαδικασίας που συντελείται μέσα από μας και γύρω μας· και όλα αυτά βρίσκονται μέσα στις αντικειμενικές σχέσεις της κοινωνικής ζωής, της οποίας είμαστε υποκείμενο και αντικείμενο, αίτια και αποτέλεσμα, όρος και μέρος. Οι προθέσεις μας είναι λογικές, όχι γιατί βασίζονται σε επιχειρήματα του σκεπτόμενου λόγου, αλλά γιατί συνάγονται από την αντικειμενική παρατήρηση των πραγμάτων· δηλαδή, σαν να λέμε, από την αποσαφήνιση της διαδικασίας τους, που δεν είναι ούτε και μπορεί να είναι αποτέλεσμα της δικής μας θέλησης, αντίθετα η θέλησή μας κερδίζει και δεσμεύει.
Το Μανιφέστο των Κομμουνιστών το οποίο, μέσα από την ειδική του επάρκεια, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανένα απ’ τα προηγούμενα ή μετέπειτα γραφτά των ίδιων των συγγραφέων του, που σε έκταση και επιστημονική συνέπεια είναι πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας, μας δίνει με την κλασική του απλότητα τη γνήσια έκφραση αυτής της κατάστασης: το σύγχρονο προλεταριάτο υπάρχει, τοποθετείται, μεγαλώνει και αναπτύσσεται στη σύγχρονη ιστορία σαν το συγκεκριμένο υποκείμενο, σαν η θετική δύναμη, από τη δράση της οποίας, κατανάγκη επαναστατική, θα πρέπει οπωσδήποτε να ανακύψει ο κομμουνισμός.
Και για τούτο το λόγο το γραφτό αυτό χάρη στο γεγονός ότι διατυπώνεται σαν πρόβλεψη θεωρητικά θεμελιωμένη που εκφράζεται σε σύντομες, ταχείες, διεισδυτικές και αξιομνημόνευτες ρήσεις αποτελεί τη συλλογή, και μάλιστα θα έλεγα το ανεξάντλητο φυτώριο σπερμάτων σκέψης, που ο αναγνώστης μπορεί σε άπειρη έκταση να γονιμοποιεί και να πολλαπλασιάζει· έτσι διατηρεί την πρωτότυπη και πρωταρχική δύναμη του πράγματος που μόλις γεννήθηκε, και δεν έχει ακόμη ξεκόψει και αποσπαστεί από το πεδίο παραγωγής του. Η παρατήρηση αυτή που στρέφεται κυρίως σε κείνους που κάνοντας ομολογία σοφής άγνοιας, όταν δεν είναι κυριολεκτικά φανφαρόνοι, τσαρλατάνοι ή εύχαροι φίλαθλοι, χαρίζουν στη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού προάγγελους, προστάτες, σύμμαχους και δασκάλους κάθε είδους προσβάλλοντας τον κοινό νου και τη λογική της εποχής μας. Ή, ακόμη, κλείνουν την υλιστική μας θεωρία της ιστορίας μέσα στην αντίληψη της καθολικής εξέλιξης, το περισσότερο φανταστικής και πολύ γενικόλογης, που από πολλούς έχει καταντήσει νέα μεταφορά μεταφυσικής νουβέλας· ή αναζητούν στη θεωρία αυτή το παράγωγο του δαρβινισμού, που μόνο μ’ ένα ορισμένο τρόπο, αλλά με πλατιά έννοια, αποτελεί γι’ αυτήν αναλογική περίπτωση· ή ευνοούν τη συμμαχία και κυριαρχία εκείνης της θετικιστικής φιλοσοφίας η οποία ανατρέχει στον Κοντ, αντιδραστικό εκφυλιστή του ιδιοφυούς Σεν-Σιμόν, ως τον Σπένσερ, πεμπτουσία αναιμικά αναρχικού αστισμού: πράγμα που σημαίνει ότι μας προσφέρουν σαν σύμμαχους και προστάτες τούς διακηρυγμένους και αποφασιστικούς αντιπάλους μας.
Αυτή η γονιμοποιητική δύναμη, αυτή η κλασική αποτελεσματικότητα, αυτή η σύνοψη σύνθεσης πολλών σειρών και ομάδων σκέψης σε ένα γραφτό τόσο λίγων σελίδων[6] οφείλονται στην προέλευση του.
Συγγραφείς του ήταν δυο γερμανοί, αλλά δεν του έδοσαν ούτε την ουσία ούτε τη μορφή προσωπικών απόψεων που εκείνη την εποχή ήταν συνήθως η κατάρα, η αντιδικία και η μνησικακία στα στόματα των πολιτικών προσφύγων ή όσων, όπως ήταν και η δική τους περίπτωση, εγκατέλειπαν με τη θέληση τους την πατρίδα τους για ν’ αναπνεύσουν αλλού αέρα πιο καθαρό. Ούτε και παρενέβαλαν άμεσα την εικόνα των συνθηκών της χώρας τους που ήταν άθλιες πολιτικά και μπορούσαν να συγκριθούν κοινωνικά και οικονομικά, μόνο από μερικές πρώτες πλευρές και μόνο σε ορισμένα σημεία της επικράτειας με τις συνθήκες που στη Γαλλία και την Αγγλία ήταν και φαίνονταν σύγχρονες. Αντίθετα, έδοσαν τη φιλοσοφική σκέψη, την οποία μόνο η πατρίδα τους είχε κατακτήσει και διατηρήσει στο ύψος της σύγχρονης ιστορίας· τη φιλοσοφική εκείνη σκέψη που ακριβώς στο πρόσωπο τους έβρισκε, την εποχή εκείνη, αξιοσημείωτες αλλαγές χάρη στις όποιες ο υλισμός, που ο Φόιερμπαχ είχε ήδη ανανεώσει, σε συνδυασμό με τη διαλεκτική, γινόταν ικανός να αγκαλιάσει και να περιλάβει την κίνηση της ιστορίας στις εσώτερές της αιτίες, που είχαν ως τότε μείνει αδιερεύνητες, λανθάνουσες και δύσκολα μπορούσαν να απεμπλακούν. Κομμουνιστές κι οι δυο κι επαναστάτες, αλλά όχι από απλό ένστικτο, ούτε από παρόρμηση μόνο ή πάθος, είχαν σχεδόν επεξεργαστεί μια ολόκληρη καινούργια κριτική της οικονομικής επιστήμης και είχαν συλλάβει το δεσμό και την ιστορική σημασία του προλεταριακού κινήματος και από τις δυο πλευρές του νομίσματος, δηλαδή τη Γαλλία και την Αγγλία, πριν ακόμη κληθούν να υπαγορεύσουν, στο Μανιφέστο, το πρόγραμμα και τη θεωρία της Λίγκας των Κομμουνιστών.
Η τελευταία αυτή, έχοντας έδρα το Λονδίνο και με αξιόλογες διακλαδώσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη, είχε πίσω της μεγάλο διάστημα ζωής και ανάπτυξης, μέσα από διάφορες φάσεις. Από τους δυο, ο Έγκελς, συγγραφέας από καιρό κιόλας ενός κριτικού δοκιμίου, που περνώντας πάνω από κάθε υποκειμενική και μονομερή μομφή, βγάζει για πρώτη φορά αντικειμενικά την κριτική της πολιτικής οικονομίας από τις σύμφυτες στις διατυπώσεις και τις έννοιες της ίδιας της οικονομίας αντιθέσεις, ήταν επίσης γνωστός για ένα βιβλίο του πάνω στην κατάσταση των άγγλων εργατών, που αποτελεί την πρώτη πετυχημένη απόπειρα να παρουσιαστούν τα κινήματα της εργατικής τάξης σαν προερχόμενα από το ίδιο το παιχνίδι των δυνάμεων και των μέσων παραγωγής[7]. Ο άλλος, ο Μαρξ, είχε πίσω του, μέσα σε ένα διάστημα λίγων χρόνων, την εμπειρία του ριζοσπάστη δημοσιογράφου στη Γερμανία και επίσης στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες, την σχεδόν ώριμη ανακάλυψη των πρώτων στοιχείων της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, τη νικηφόρα θεωρητικά κριτική των προϋποθέσεων και συμπερασμάτων της θεωρίας του Προυντόν, και την πρώτη ακριβολόγα αποσαφήνιση της προέλευσης της υπεραξίας από την αγορά και τη χρήση της εργασιακής δύναμης, δηλαδή το πρώτο σπέρμα των αντιλήψεων που βρήκαν αργότερα την ωριμότητα των αποδείξεων, διασυνδέσεων και λεπτομερειών στο Κεφάλαιο. Οι δυο αυτοί, μέσα από πολλούς και ποικίλους δρόμους επικοινωνίας με τους επαναστάτες των διαφόρων χωρών της Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αγγλίας, δεν έγραψαν το Μανιφέστο σαν δοκίμιο που περιείχε προσωπικές απόψεις αλλά, αντίθετα, σαν θεωρία ενός κόμματος που στα στενά του πλαίσια ήταν κιόλας στην ψυχή, στις προθέσεις και στην πράξη η πρώτη Διεθνής των Εργαζομένων.
Από δω αρχίζει ο στενά σύγχρονος σοσιαλισμός. Εδώ βρίσκεται η γραμμή που τον διακρίνει από όλα τα υπόλοιπα.
Η Λίγκα των Κομμουνιστών έγινε τέτοια αφού πρώτα πέρασε από το στάδιο της Λίγκας των Δικαίων· κι αυτή η τελευταία είχε με τη σειρά της βαθμιαία βγει από τη γενική λίγκα των προσφύγων, δηλαδή των εξόριστων, χάρη σε μια καθαρή συνείδηση προλεταριακών προθέσεων. Σαν τύπος, που φέρνει μέσα του σχεδόν σε εμβρυώδη κατάσταση τη μορφή κάθε παραπέρα σοσιαλιστικού και προλεταριακού κινήματος, είχε περάσει τις διάφορες φάσεις συνωμοσίας και εξισωτικού σοσιαλισμού. Είχε κάνει μεταφυσική με το Γκριν και ουτοπία με το Βάιτλιγκ. Έχοντας τη βασική της έδρα στο Λονδίνο, είχε εξοικειωθεί, επιδρώντας και κατά ένα μέρος πάνω του, με το κίνημα των Χαρτιστών· το όποιο συνόψιζε μέσα από τον ασυνεχή, γιατί πρώτη φορά προσχεδιασμένο και πειραματικό, χαρακτήρα του τη σκληρή και επίπονη διαμόρφωση του αληθινού κόμματος της προλεταριακής πολιτικής, που δεν αποτελούσε πια συνωμοτική και κλειστή ομάδα. Η σοσιαλιστική τάση δεν φτάνει στην ωριμότητά της με το Χαρτισμό παρά μόνο όταν το κίνημα αυτό άρχισε να ναυαγεί, και πραγματικά ναυάγησε (αξέχαστοι εσείς, Τζόουνς και Χάρνεϊ!). Η Λίγκα οσφραινόταν παντού επανάσταση και γιατί το πράγμα κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα και γιατί το ένστικτό της και η μέθοδος των πληροφοριών της την οδηγούσε σ’ αυτό: και, ενώ η επανάσταση ξεσπούσε πραγματικά, αυτή έδινε με τη νέα θεωρία του Μανιφέστου ένα εργαλείο προσανατολισμού που αποτελούσε ταυτόχρονα και όπλο πάλης. Εκ των πραγμάτων διεθνής, ενμέρει χάρη στην ποιότητα και την ποικίλη καταγωγή των μελών της, αλλά ακόμη περισσότερο χάρη στο ένστικτο και την έφεση που είχαν όλοι τους, έφτασε να πάρει θέση στο γενικότερο κίνημα της πολιτικής ζωής σαν ξεκάθαρος και ακριβής προάγγελος αυτού που ονομάζεται εύλογα τώρα πια σύγχρονος σοσιαλισμός· με την έννοια ότι αυτή η λέξη σύγχρονος δεν εκφράζει μια απλά εξωτερική χρονολογία αλλά, αντίθετα, ένα δείκτη εσωτερικής διαδικασίας της κοινωνίας, δηλαδή μορφολογικό.
Ένα μακρόχρονο διάλειμμα από το 1852 ως το 1864, που ήταν η περίοδος της πολιτικής αντίδρασης καθώς επίσης και της εξαφάνισης, διάλυσης και απορρόφησης των παλαιών σοσιαλιστικών σχολών, χωρίζει την αρχική Διεθνή του Arbeiterbildungsverein [Μορφωτικός Εργατικός Σύλλογος] του Λονδίνου, από την κατεξοχήν Διεθνή, η οποία από τό 1864 μέχρι το 1873 προσπάθησε να συντονίσει μέσα σε συνθήκες πάλης τη δράση του προλεταριάτου στην Ευρώπη και την Αμερική. Άλλες διακοπές προέκυψαν για τη δράση του προλεταριάτου, κυρίως στη Γαλλία και λιγότερο στη Γερμανία, από τη διάλυση της ένδοξης Διεθνούς μέχρι τη νέα που τώρα ζει με άλλα μέσα και αναπτύσσεται με άλλους τρόπους, ανάλογα με την πολιτική κατάσταση και τις επιταγές μιας πλατύτερης και πιο ώριμης εμπειρίας. Αλλά, όπως όσοι επέζησαν, από κείνους που μεταξύ Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1847 συζήτησαν και δέχτηκαν τη νέα θεωρία, ξαναεμφανίστηκαν κατόπιν στη δημόσια σκηνή της μεγάλης Διεθνούς, καθώς επίσης ξαναεμφανίστηκαν και στη νέα, έτσι και το Μανιφέστο ξαναγύρισε σιγά σιγά στη σκηνή της δημοσιότητας, κάνοντας πραγματικά το γύρο εκείνο του κόσμου σε όλες τις γλώσσες των πολιτισμένων λαών που είχε υποσχεθεί αλλά δεν είχε μπορέσει να πραγματοποιήσει στην πρώτη του εμφάνιση.
Αυτό υπήρξε ο πραγματικός προάγγελος· αυτοί ήταν οι αληθινοί μας πρόδρομοι. Κινήθηκαν πριν από τους άλλους στην κατάλληλη στιγμή, με βήμα βιαστικό αλλά σίγουρο, στο δρόμο εκείνο ακριβώς που πρέπει κι εμείς να διανύσουμε, και που πραγματικά διανύουμε. Κακώς συγχέεται το όνομα των προδρόμων με κείνους που πήραν δρόμους που κατόπιν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν: δηλαδή με κείνους που, για να αφήσουμε και τη μεταφορά, διατύπωσαν θεωρίες και ξεκίνησαν κινήματα, χωρίς αμφιβολία ευεξήγητα για την εποχή και τις συνθήκες όπου γεννήθηκαν, αλλά που όλα ξεπεράστηκαν από τη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού, που είναι η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης. Δεν μπορεί να πει κανείς πως οι θεωρίες εκείνες και οι απόπειρες ήταν τυχαία φαινόμενα, ανώφελα και επιφανειακά. Δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτα παράλογο στην ιστορική πορεία των πραγμάτων, γιατί τίποτε δεν είναι αναίτιο και αρά καθαρά επιφανειακό. Ούτε εμείς μπορούμε να φτάσουμε τώρα στη συνείδηση του κριτικού κομμουνισμού χωρίς να περάσουμε νοητά από τις θεωρίες εκείνες, διατρέχοντας ξανά τη διαδικασία της εμφάνισης και εξαφάνισης τους. Γεγονός είναι ότι οι θεωρίες εκείνες δεν έχουν περάσει μόνο ως προς το χρόνο ή τη μνήμη, αλλά ξεπεράστηκαν απ’ τα μέσα, τόσο εξαιτίας των αλλαγμένων συνθηκών της κοινωνίας όσο και εξαιτίας της προόδου των νόμων στους οποίους βασίζεται η διαμόρφωση και η διαδικασία της.
Η στιγμή που επαληθεύεται αυτή η διαδικασία, που είναι ένα εσωτερικό ξεπέρασμα, είναι ακριβώς η στιγμή που εμφανίζεται το Μανιφέστο. Σαν πρώτος δείκτης της γένεσης του σύγχρονου σοσιαλισμού, αυτό το γραφτό, που δεν περιέχει από τη νέα θεωρία παρά μόνο τις πιο γενικές νύξεις, δηλαδή τις ευκολότερα ανακοινώσιμες, φέρνει μέσα του τα ίχνη του ιστορικού εδάφους στο όποιο γεννιέται, και που ήταν εκείνο της Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας. Το έδαφος της διάδοσης και επέκτασης έγινε κατόπιν σιγά σιγά ευρύτερο και είναι τώρα πια τόσο ευρύ όσο και ο πολιτισμένος κόσμος. Σε όλες τις χώρες, στις οποίες η τάση προς τον κομμουνισμό αναπτύχθηκε προοδευτικά μέσα από ανταγωνισμούς ποικίλης έκφρασης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου, αλλά που γίνονταν μέρα με τη μέρα ολοένα πιο ξεκάθαροι, ενμέρει ή στο σύνολό της επανέλαβε στη συνέχεια αρκετές φορές τη διαδικασία του πρώτου σχηματισμού. Τα προλεταριακά κόμματα, που σιγά-σιγά δημιουργήθηκαν, ξαναπέρασαν τα στάδια διαμόρφωσης που οι πρόδρομοι πρώτοι διέτρεξαν για πρώτη φορά: έτσι που αυτή η διαδικασία γινόταν από χώρα σε χώρα και από χρόνο σε χρόνο ολοένα συντομότερη τόσο χάρη στην αυξανόμενη σαφήνεια, ταχύτητα και ενεργητικότητα των ανταγωνισμών όσο και γιατί το να αφομοιώσει κανείς μια θεωρία ή μια κατεύθυνση, είναι φυσικά πιο εύκολο από το να τις παραγάγει για πρώτη φορά. Εκείνοι οι πρώτοι μας συνεργάτες πενήντα χρόνων πριν, ήταν κι απ’ αυτή επίσης την άποψη διεθνείς· γιατί έδοσαν στο προλεταριάτο των διαφόρων εθνών με το παράδειγμα και την εμπειρία τους το προδρομικό και γενικό βήμα της δουλειάς που έπρεπε να συντελεστεί.
Αλλά η θεωρητική συνείδηση του σοσιαλισμού βρίσκεται σήμερα, όπως και πριν, και όπως θα είναι και πάντα, στην κατανόηση της ιστορικής του αναγκαιότητας, δηλαδή στη γνώση του τρόπου της γένεσής του· και αυτή αντανακλάται σαν σε σύντομο πεδίο παρατήρησης και σαν σε συνοπτικό παράδειγμα στη διατύπωση ακριβώς του Μανιφέστου. Το ίδιο αυτό, εξαιτίας της προτροπής του για αγώνα, δεν φέρνει μέσα του φανερά τα ίχνη της προέλευσης του· γιατί εκφράζεται με την ουσία αξιωμάτων και όχι με το μηχανισμό αποδείξεων. Η απόδειξη περιέχεται ολόκληρη στην προστακτική της αναγκαιότητας. Αλλά η διατύπωση μπορεί να ξαναφτιαχτεί ολόκληρη απ’ την αρχή· και να ξαναφτιαχτεί σημαίνει τώρα για μας να κατανοήσουμε αληθινά τη θεωρία του Μανιφέστου.
Υπάρχει βέβαια μια ανάλυση, που διακρίνοντας αφηρημένα τους παράγοντες ενός οργανισμού τους καταστρέφει σαν ανταγωνιστικά στοιχεία στην ενότητα του συνόλου –αλλά υπάρχει και μια άλλη ανάλυση, κι αυτή μόνη έχει αξία για τη λογική της ιστορίας, και είναι εκείνη που διακρίνει και χωρίζει τα στοιχεία για να αναγνωρίσει μόνο την αντικειμενική αναγκαιότητα του ανταγωνισμού τους στο αποτέλεσμα. Τώρα πια έχει γίνει λαϊκή γνώμη ότι ο σύγχρονος σοσιαλισμός είναι φυσιολογικό και γι’ αυτό αναπόφευκτο αποτέλεσμα της σημερινής ιστορίας. Η πολιτική του δράση που δέχεται μάλιστα από δω και μπρος αργοπορίες και καθυστερήσεις, αλλά όχι πια ολική απορρόφηση και εκμηδένιση, άρχισε αποφασιστικά με τη Διεθνή. Πιο πίσω όμως απ’ αυτήν βρίσκεται το Μανιφέστο. Η θεωρία του είναι το κατεξοχήν θεωρητικό φως του προλεταριακού κινήματος· το οποίο, εξάλλου, είχε γεννηθεί και συνεχίζει να γεννιέται ανεξάρτητα από τη δράση κάθε θεωρίας. Και είναι και κάτι περισσότερο απ’ αυτό το φως. Ο κριτικός κομμουνισμός δεν ανακύπτει παρά τη στιγμή που το προλεταριακό κίνημα πέρα απ’ το ότι είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών έχει κιόλας τόση δύναμη μέσα του που καταλαβαίνει πώς αυτές οι συνθήκες μπορούν και να αλλάξουν και διαβλέπει με ποια μέσα και με ποια έννοια μπορούν να αλλάξουν. Δεν αρκούσε να είναι ο σοσιαλισμός αποτέλεσμα της ιστορίας· έπρεπε και να αντιληφθούμε πώς ήταν εσωτερικά το αποτέλεσμα αυτό και σε τί πράγμα οδηγούσε η δράση του. Η διατύπωση αυτής της συνείδησης, ότι δηλαδή το προλεταριάτο σαν αναγκαίο αποτέλεσμα της σύγχρονης κοινωνίας έχει την αποστολή να διαδεχτεί την αστική τάξη, και να την διαδεχτεί σαν δύναμη που παράγει μια νέα τάξη συμβίωσης, όπου οι ταξικές αντιθέσεις θα πρέπει να εξαφανιστούν, κάνει το Μανιφέστο χαρακτηριστικό στοιχείο της γενικής πορείας της ιστορίας. Είναι αποκαλυπτικό, αλλά όχι σαν θεία Αποκάλυψη ή θεία υπόσχεση. Είναι η επιστημονική και κατόπιν συλλογισμού αποκάλυψη της πορείας που διατρέχει η πολιτισμένη κοινωνία μας (η σκιά του Φουριέ ας είναι επιεικής μαζί μου)· η οποία αποκάλυψη, με τον τρόπο που εκφράζεται, παίρνει τον αποφασιστικό και θα έλεγα κεραυνοβόλο λόγο κάποιου που διατυπώνει στο γεγονός την αναγκαιότητα του ίδιου του γεγονότος.
Μ’ αυτό το μέτρο, το Μανιφέστο μας δίνει την εσωτερική ιστορία της προέλευσης του, που δικαιολογεί ταυτόχρονα τη θεωρία του και εξηγεί τη μοναδική εντύπωση και τη θαυμάσια αποτελεσματικότητα του. Χωρίς να χαθούμε σε λεπτομέρειες, να η σειρά και οι ομάδες στοιχείων που αν μαζευτούν και μετασχηματιστούν στη γρήγορη εκείνη και κατάλληλη σύνθεση, παρουσιάζονται σαν ο πυρήνας κάθε παραπέρα ανάπτυξης του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Το υλικό γι’ αυτό, άμεσα και αισθητά, δίνουν η Γαλλία, και η Αγγλία, που είχαν κιόλας ρίξει στην πολιτική σκηνή μετά το 1830 ένα εργατικό κίνημα το όποιο μερικές φορές συγχέεται και μερικές διακρίνεται από τα άλλα επαναστατικά κινήματα, φτάνει στα ακραία σημεία, από την ενστικτώδη εξέγερση ως το πρακτικό πρόγραμμα του πολιτικού κόμματος (λ.χ. η Χάρτα, και η κοινωνική δημοκρατία], και γεννά διάφορες πρόσκαιρες και εφήμερες μορφές κομμουνισμού ή μισο-κομμουνισμού, όπως ήταν εκείνο που τότε αποκαλούσαν σοσιαλισμό.
Για να φανεί σ’ αυτά τα κινήματα όχι πια η φευγαλέα εμφάνιση μετεωρολογικών διαταραχών αλλά το νέο γεγονός της κοινωνίας, χρειαζόταν μια θεωρία που δεν θα ήταν ούτε απλό συμπλήρωμα της δημοκρατικής παράδοσης, ούτε η υποκειμενική διόρθωση των αναγνωρισμένων τώρα πια μειονεκτημάτων του ανταγωνισμού: δυο πράγματα, τα όποια περνούσαν τότε, όπως είναι γνωστό, απ’ το μυαλό και το στόμα πολλών. Η νέα θεωρία ήταν, ακριβώς, το προσωπικό έργο του Μαρξ και του Έγκελς οι οποίοι με τη θεωρία των αντιθέσεων μετέτρεψαν την έννοια του ιστορικού γίγνεσθαι από αφηρημένη μορφή, που η διαλεκτική του Χέγκελ είχε στο αποκορύφωμα και τις γενικότατες πλευρές της παρουσιάσει, σε συγκεκριμένη εξήγηση των ταξικών αγώνων· και κατανόησαν εκείνο το ιστορικό κίνημα, που είχε φανεί σαν το πέρασμα από μια μορφή ιδεών σε μια άλλη, για πρώτη φορά σαν μετάβαση από μια μορφή της βασικής κοινωνικής ανατομίας σε μια άλλη, δηλαδή από μια μορφή της οικονομικής παραγωγής σε μια άλλη.
Αυτή η ιστορική αντίληψη, υψώνοντας σε θεωρία την ανάγκη της νέας κοινωνικής επανάστασης, που ήταν λίγο πολύ ρητή στην ενστικτώδη συνείδηση του προλεταριάτου και φαινόταν στα παθιασμένα και αυθόρμητα κινήματά του, άλλαζε την ίδια την έννοια της επανάστασης αναγνωρίζοντας την εσωτερική και σύμφυτη αναγκαιότητά της. Αυτό που είχε φανεί δυνατό στις μικρές ομάδες των συνωμοτών, σαν κάτι που μπορούσε να το επιδιώκει κανείς προγραμματισμένα και να το προδιαθέτει κατά τη θέληση του, γινόταν μια διαδικασία που έπρεπε να υποστηριχτεί, να βοηθηθεί και να υποβασταχθεί. Η επανάσταση γινόταν ο στόχος μιας πολιτικής, που οι όροι της υπαγορεύονται από τη σύνθετη κατάσταση της κοινωνίας: δηλαδή ένα αποτέλεσμα, στο όποιο το προλεταριάτο πρέπει να φτάσει μέσα από ποικίλους αγώνες και διάφορα μέσα οργάνωσης, που η παλιά τακτική των εξεγέρσεων δεν είχε ακόμη επινοήσει. Κι αυτό γιατί το προλεταριάτο δεν είναι παράρτημα, σοφιστεία, απόφυση ή ένα κακό αυτής της κοινωνίας στην οποία ζούμε και που μπορεί να εξαλειφθεί· αλλά είναι το υπόστρωμά της, ο ουσιώδης όρος της, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της και, με τη σειρά του, η αιτία που κρατάει και διατηρεί στη ζωή την ίδια την κοινωνία: έτσι, δεν μπορεί να χειραφετηθεί παρά μόνο χειραφετώντας όλα και όλους, δηλαδή επαναστατικοποιώντας ολοκληρωμένα τη μορφή της παραγωγής.
Όπως η Λίγκα των Δικαίων είχε γίνει Λίγκα των Κομμουνιστών, αποβάλλοντας τις συμβολικές και συνωμοτικές μορφές και στρεφόμενη βαθμιαία προς τα μέσα της προπαγάνδας και της πολιτικής δράσης, λίγο καιρό μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Μπαρμπίς και του Μπλανκί (1839), έτσι και η νέα θεωρία που η Λίγκα η ίδια αποδεχόταν και υιοθετούσε ξεπέρασε οριστικά τις ιδέες που οδηγούσαν τη συνωμοτική δράση της και μετέτρεψε σε αντικειμενικό όρο και αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αυτό που οι συνωμότες πίστευαν ότι βρίσκεται στην αιχμή των σχεδίων τους ή ότι μπορούσε να είναι η εκπόρευση και η διοχέτευση του ηρωισμού τους.
Και σ’ αυτό βρίσκεται μια άλλη ανιούσα γραμμή στην τάξη των γεγονότων, μια άλλη σύνδεση εννοιών και θεωριών. Ο συνωμοτικός κομμουνισμός, ο μπλανκισμός της εποχής, μάς οδηγεί σε μια αναδρομή μέσα από τους Μπουοναρότι, και ενμέρει μέσα από το Μπαζάρ και τους Καρμπονάρους, μέχρι στο τέλος τέλος τη συνωμοσία του Μπαμπέφ· ο όποιος ήταν αληθινός ήρωας αρχαίας τραγωδίας, που προσέκρουσε στο πεπρωμένο εξαιτίας τού ότι αγνοούσε πως το σχέδιο του ερχόταν σε αντίφαση με τις οικονομικές συνθήκες της εποχής, που δεν ήταν ακόμη σε θέση να εισαγάγουν στην πολιτική σκηνή ένα προλεταριάτο εφοδιασμένο με καθαρή ταξική συνείδηση. Από τον Μπαμπέφ, μέσα από μερικά στοιχεία λιγότερο γνωστά της γιακωβίνικης περιόδου, και μετά το Μπουασέλ και το Φοσέ φτάνουμε στον διαισθητικό Μορέλι και τον ευμετάβολο και ιδιοφυή Μάμπλι και, αν θέλετε, ως τη χαοτική διαθήκη του εφημέριου Μεσλιέ, εξέγερση ενστικτώδη και βίαιη της λογικής κατά της άγριας καταπίεσης του φτωχού χωρικού.
Οι πρόδρομοι αυτοί του βίαιου, διαμαρτυρόμενου, συνωμοτικού σοσιαλισμού ήταν όλοι εξισωτιστές· όπως εξισωτιστές ήταν στο μεγαλύτερο μέρος κι οι ίδιοι οι συνωμότες. Χάρη σ’ ένα μοναδικό, αλλά αναπόφευκτο λάθος, όλοι αυτοί ανέλαβαν σαν όπλο μάχης, αλλά ερμηνεύοντάς το και γενικεύοντάς το ανάποδα, την ίδια εκείνη θεωρία της ισότητας που καθώς αναπτύχθηκε σαν φυσικό δίκαιο παράλληλα με το σχηματισμό της οικονομικής θεωρίας, είχε γίνει όργανο στα χέρια της αστικής τάξης που κατακτούσε σιγά σιγά τη σημερινή της θέση, για να μετατρέψει την κοινωνία των προνομίων σε φιλελεύθερη, κοινωνία του φιλελευθερισμού και του Αστικού Κώδικα[8]. Μ’ αυτό το άμεσο συμπέρασμα, που ήταν στο βάθος απλή αυταπάτη, ότι δηλαδή μια και όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι από τη Φύση, πρέπει να είναι και όλοι ίσοι στις απολαύσεις, γινόταν πιστευτό πως η έκκληση στο λόγο έκλεινε μέσα της κάθε στοιχείο και δύναμη πειθούς και προπαγάνδας και πως η γρήγορη, αυτόματη και βίαιη κατοχή των εξωτερικών οργάνων της πολιτικής εξουσίας ήταν το μόνο μέσο για να μπουν στη θέση τους οι ανυπότακτοι.
Αλλά από πού γεννήθηκαν και πώς διατηρούνται οι ανισότητες αυτές που φαίνονται τόσο παράλογες στο φως μιας τόσο απλής και απλοποιητικής έννοιας της δικαιοσύνης; Το Μανιφέστο εμφανίστηκε σαν η αποφασιστική άρνηση της αρχής της ισότητας, που είχε κατανοηθεί τόσο απλοϊκά και τόσο χοντροκομμένα. Τη στιγμή που διακηρύσσει σαν αναπόφευκτη την κατάργηση των τάξεων στη μελλοντική μορφή της συλλογικής παραγωγής, εξηγεί και την κατάργηση αυτών των ίδιων των τάξεων όπως είναι, όπως δημιουργήθηκαν και όπως έγιναν, σαν ένα γεγονός που δεν αποτελεί εξαίρεση ή παραβίαση μιας αφηρημένης αρχής, αλλά την ίδια τη διαδικασία της ιστορίας.
Όπως το σύγχρονο προλεταριάτο προϋποθέτει την αστική τάξη, έτσι κι αυτή δεν ζει χωρίς εκείνο. Και οι δυο είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας σχηματισμού που βασίζεται ολόκληρη στον τρόπο της οικονομικής παραγωγής. Η αστική κοινωνία ξεπήδησε από την κορπορατιβιστική και φεουδαρχική κοινωνία, και ξεπήδησε πολεμώντας και επαναστατικοποιώντας αυτό που είχε μπροστά της, για να κατακτήσει τα εργαλεία και τα μέσα της παραγωγής, τα όποια κορυφώνονται στο σχηματισμό, την διεύρυνση, την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου. Περιγράφοντας την προέλευση και την πρόοδο της αστικής τάξης στις διάφορες φάσεις της, εκθέτοντας τις επιτυχίες της στην κολοσσιαία ανάπτυξη της τεχνικής και στην κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς, δείχνοντας τους συνακόλουθους πολιτικούς μετασχηματισμούς, που είναι η έκφραση, τα εμπόδια και το αποτέλεσμα αυτών των κατακτήσεων, κάνει κανείς ταυτόχρονα την ιστορία του προλεταριάτου. Αυτό το τελευταίο, στις σημερινές του συνθήκες, είναι σύμφυτο στην εποχή της αστικής κοινωνίας· και είχε, έχει και θα έχει τόσες και τόσες φάσεις, όσες έχει κι αυτή η ίδια η κοινωνία, ως τη διάλυση της. Η αντίθεση πλούσιων και φτωχών, καλοπερασάκηδων και ταλαιπωρημένων, καταπιεστών και καταπιεσμένων, δεν είναι κάτι το τυχαίο που αλλάζει εύκολα, όπως είχε φανεί στους ενθουσιώδεις λάτρεις της δικαιοσύνης. Αντίθετα, είναι ένα γεγονός αναγκαίου συσχετισμού, δεδομένης της κατευθυντήριας γραμμής της σημερινής μορφής της παραγωγής· πράγμα που εμφανίζεται στην αναγκαιότητα του μισθωτού. Η αναγκαιότητα αυτή είναι καθαυτή διπλή. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί την παραγωγή παρά μόνο με τον ορό να προλεταριοποιεί και δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, να είναι καρποφόρο, να συσσωρεύεται, να πολλαπλασιάζεται και να μετασχηματίζεται, παρά μόνο με τον όρο να κάνει μισθωτούς τους προλεταριοποιημένους. Και αυτοί, με τη σειρά τους, δεν μπορούν να υπάρχουν και να ανανεώνονται παρά μόνο με τον όρο να δίνονται με αμοιβή, σαν εργασιακή δύναμη, που η χρήση της έχει εγκαταλειφθεί στη διάκριση, δηλαδή τα συμφέροντα των κατόχων του κεφαλαίου. Η αρμονία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας βρίσκεται ολόκληρη στο ότι η εργασία είναι η ζωντανή δύναμη με την οποία οι προλετάριοι θέτουν συνεχώς σε κίνηση και αναπαράγουν, με νέα προσθήκη, την εργασία που είναι συσσωρευμένη στο κεφάλαιο. Αυτός ο δεσμός, αποτέλεσμα μιας ανάπτυξης που είναι ολόκληρη η εσωτερική ουσία της σύγχρονης ιστορίας, αν δίνει το κλειδί για να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη λογική της νέας ταξικής πάλης, της οποίας η κομμουνιστική αντίληψη έγινε επίκουρος και έκφραση, από την άλλη μεριά είναι έτσι φτιαγμένος που καμιά διαμαρτυρία της καρδιάς ή του συναισθήματος, καμιά επιχειρηματολογία δικαιοσύνης δεν μπορεί να τον λύσει ή να τον καταστρέψει.
Γι’ αυτούς τους λόγους, που παρέθεσα εδώ, και που απ’ όσο ξέρω διαθέτουν αρκετή δημοτικότητα, ο εξισωτικός κομμουνισμός έμενε χτυπημένος. Η πρακτική του σημασία ήταν ένα και το αυτό με τη θεωρητική του ανικανότητα να υπολογίσει τις αίτιες των αδικιών, δηλαδή των ανισοτήτων, που ήθελε, θαρραλέα ή χωρίς σκέψη, να ισοπεδώσει ή να εξαλείψει μεμιάς.
Απ’ το σημείο αυτό και μετά η κύρια φροντίδα των θεωρητικών του κομμουνισμού ήταν να κατανοήσουν την ιστορία. Και πώς θα ήταν δυνατό έπειτα να αντιπαρατεθεί στη σκληρή της πραγματικότητα, εννοώ της ιστορίας, ένα θελκτικό, τελειότατο έστω ιδεώδες; Ούτε μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ο κομμουνισμός είναι η φυσική και αναγκαία κατάσταση της ανθρώπινης ζωής, κάθε εποχής και τόπου, απέναντι στην οποία ολόκληρη η πορεία των ιστορικών παραμορφώσεων πρέπει να εμφανίζεται σαν μια σειρά παρεκκλίσεις και πλάνες. Ούτε φτάνει κανείς σ’ αυτό ή γυρνά, με σπαρτιατική αυταπάρνηση ή χριστιανική καρτερία. Μπορεί να είναι, μάλιστα πρέπει να είναι και θα είναι, η συνέπεια της διάλυσης της καπιταλιστικής μας κοινωνίας. Αλλά η διάλυση δεν μπορεί να μπολιαστεί σ’ αυτήν τεχνητά, ούτε να εισαχθεί ab extra. Θα διαλυθεί κάτω από το βάρος της, θα έλεγε ο Μακιαβέλι. Θα καταπέσει σαν παραγωγική μορφή, που γεννάει μέσα της από μόνη της τη διαρκή και προοδευτική εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων κατά των σχέσεων (νομικών και πολιτικών) της παραγωγής· και στο μεταξύ δεν συνεχίζει να ζει, όσο ζει και θα ζει, παρά μόνο αυξάνοντας με τον ανταγωνισμό, που γεννά την κρίση, και με την ιλιγγιώδη επέκταση της σφαίρας δράσης της, τους εσωτερικούς όρους του αναπόφευκτου θανάτου της. Ο θάνατος κι εδώ, στην κοινωνική μορφή, όπως συνέβη και σε άλλο κλάδο της επιστήμης με το φυσικό θάνατο, γίνεται φυσιολογική περίπτωση.
Το Μανιφέστο δεν έδοσε, ούτε όφειλε να δόσει, το σχέδιο της μελλοντικής κοινωνίας. Είπε μόνο με ποιον τρόπο το παρόν θα διαλυθεί μέσα από την προοδευτική δυναμική των ίδιων των δικών του δυνάμεων. Για να γίνει αυτό κατανοητό χρειαζόταν κυρίως η έκθεση της ανάπτυξης της αστικής τάξης· αύτη έγινε μέσα από σύντομες παρατηρήσεις, που αποτελούν παραδειγματικό κεφάλαιο φιλοσοφίας της ιστορίας, άξιο ίσως για διορθώσεις και συμπληρώματα, και κυρίως για πλατιά ανάπτυξη, αλλά που δεν επιδέχεται διόρθωση στην ουσία του[9].
Ο Σεν-Σιμόν και ο Φουριέ χωρίς να αναπαράγονται στο περιεχόμενο των ιδεών τους ούτε να γίνονται αντικείμενο μίμησης οι πραγματείες τους, παρέμεναν μέσα απ’ αύτη τη θεωρητική ανύψωση δικαιωμένοι και επαληθευμένοι. Ιδεολόγοι και οι δυο είχαν προηγηθεί με μοναδική οξυδέρκεια και ξεπεράσει απ’ τα μέσα της την εποχή του φιλελευθερισμού, που κορυφωνόταν στον ορίζοντά τους με τη Μεγάλη Επανάσταση. Ο πρώτος ανέτρεψε την ερμηνεία της ιστορίας στρέφοντάς την από το δίκαιο στην οικονομία και από την πολιτική στην κοινωνική φυσική, και μέσα από πολλές αβεβαιότητες ιδεαλιστικής και θετικής αντίληψης, βρήκε σχεδόν τη γένεση της τρίτης τάξης. Ο άλλος, από άγνοια των λεπτομερειών, που ή δεν ήταν ακόμη γενικά γνωστές ή τις παραγνώρισε, και από αφθονία μη πειθαρχημένου πνεύματος, έπλασε με τη φαντασία του μια μεγάλη διαδοχή ιστορικών εποχών, που διακρίνονταν αόριστα και ήταν σημαδεμένες από ορισμένες ενδείξεις της κατευθυντικής αρχής των μορφών παραγωγής και κατανομής. Και επιχειρηματολόγησε κατόπιν για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας στην οποία θα εξαφανίζονταν οι παρούσες αντιθέσεις. Απ’ αυτές τις αντιθέσεις ανακάλυψε με οξυδέρκεια και μελέτησε με αγάπη κυρίως μια: το φαύλο κύκλο της παραγωγής· συμπίπτοντας σ’ αυτό, χωρίς να το γνωρίζει, με το Σισμοντί, που την ίδια εποχή, με άλλο πνεύμα και από άλλους δρόμους, με το παράδειγμα της κρίσης και τις καταγγελλόμενες ανεπάρκειες της μεγάλης βιομηχανίας και του ανηλεούς ανταγωνισμού, διακήρυσσε ντροπαλά την αποτυχία της οικονομικής επιστήμης που μόλις προ ολίγου είχε ολοκληρωθεί. Από το ύψος του γαλήνιου συλλογισμού για το μελλοντικό κόσμο της αρμονίας, ο Φουριέ αντίκρισε με ήρεμη περιφρόνηση την αθλιότητα των πολιτισμένων κι έγραψε ήσυχα τη σάτιρα της ιστορίας. Αγνοώντας έτσι και ο ένας και ο άλλος, σαν ιδεολόγοι, την οξύτατη πάλη που καλούνταν να διεξάγει το προλεταριάτο, πριν βάλει τέρμα στην εποχή της εκμετάλλευσης και των αντιθέσεων, έγιναν, από υποκειμενική ανάγκη να φτάσουν σε κάποιο συμπέρασμα, ο ένας φαντασιόπληκτος και ο άλλος ουτοπιστής[10]. Αλλά, μέσα από τις προβλέψεις τους, συνέλαβαν μερικές αξιόλογες πλευρές των κατευθυντήριων αρχών της χωρίς αντιθέσεις κοινωνίας. Ο πρώτος συνέλαβε καθαρά την τεχνική διακυβέρνηση της κοινωνίας, χωρίς την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο· ο άλλος, δηλαδή ο Φουριέ, μάντεψε, διέβλεψε και προείπε, μέσα απ’ τις τόσες και τόσες παραδοξολογίες της περίπλοκης και αχαλίνωτης φαντασίας του, πολλές αξιόλογες πλευρές της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής της μελλοντικής εκείνης συμβίωσης στην οποία, σύμφωνα με την έκφραση του Μανιφέστου: η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.
Ο σενσιμονισμός είχε πια εξαφανιστεί όταν εμφανίστηκε το Μανιφέστο. Αντίθετα, ο φουριερισμός άνθιζε στη Γαλλία και, σύμφωνα με τη φύση του, όχι σαν κόμμα αλλά σαν σχολή. Όταν η σχολή προσπάθησε να φτάσει στην ουτοπία μέσα από το νόμο, οι προλετάριοι του Παρισιού είχαν κιόλας ηττηθεί, τις μέρες του Ιουνίου, από την αστική εκείνη τάξη που νικώντας τους προετοίμασε για τον εαυτό της την εξουσία ενός ανώτατου και περίφημου τυχοδιώκτη, που κράτησε είκοσι χρόνια.
Η νέα θεωρία των κριτικών κομμουνιστών ερχόταν στο φως όχι σαν η φωνή μιας σχολής αλλά σαν υπόσχεση, απειλή και θέληση ενός κόμματος. Οι συγγραφείς και οπαδοί του δεν ζούσαν με τη φαντασία του μέλλοντος, αλλά με πνεύμα προσηλωμένο απόλυτα στην πείρα και την αναγκαιότητα του παρόντος. Ζούσαν με τη συνείδηση των προλετάριων, το ένστικτο των οποίων, μη υποστηριζόμενο ακόμη από την εμπειρία, ωθούσε να ανατρέψουν στο Παρίσι και την Αγγλία την κυριαρχία της αστικής τάξης, με ταχύτητα κινήσεων που δεν κατευθύνονταν από μια μελετημένη τακτική. Οι κομμουνιστές αυτοί διέδοσαν στη Γερμανία τις επαναστατικές ιδέες, ήταν οι συνήγοροι των θυμάτων του Ιουνίου, και διέθεταν στη Neue Rheinische Zeitung ένα πολιτικό όργανο που τώρα, με την απόσταση τόσων χρόνων, με τα παρακλάδια που εδώ και κει αναπαράγονται, φτιάχνει σχολή[11]. Όταν έπαψαν οι ιστορικές συγκυρίες που στα 1848 έσπρωξαν τους προλετάριους στο πολιτικό προσκήνιο, η θεωρία του Μανιφέστου, δεν έβρισκε πια ούτε βάση ούτε έδαφος διάδοσης. Χρειάστηκε να περιμένει χρόνια για να διαδοθεί· γιατί χρειάστηκαν χρόνια για να μπορέσει το προλεταριάτο να ξαναφανεί, από άλλους δρόμους και με άλλους τρόπους, στη σκηνή σαν πολιτική δύναμη για να κάνει τη θεωρία αυτή διανοητικό του όργανο, και να βρει σ’ αυτήν τα μέσα προσανατολισμού.
Αλλά, από τη μέρα που εμφανίστηκε, αποτέλεσε την πρώιμη κριτική εκείνου του socialismus vulgaris που άνθισε στην Ευρώπη, και ειδικά στη Γαλλία, από το Πραξικόπημα ως την εμφάνιση της Διεθνούς, η οποία όμως στη σύντομη περίοδο της ζωής της δεν είχε χρόνο να τον νικήσει, να τον εξαντλήσει, να τον αφανίσει εντελώς. Ο χυδαίος αυτός υλισμός τρεφόταν, όταν δεν υπήρχε τίποτε άλλο και πιο αντιφατικό, κυρίως από τις θεωρίες και πολύ περισσότερο από τις παραδοξολογίες του Προυντόν, ο όποιος μολονότι είχε από καιρό ξεπεραστεί θεωρητικά από τον Μαρξ[12], δεν ανατράπηκε όμως πρακτικά παρά μόνο στη διάρκεια της Κομμούνας, όταν οι οπαδοί του, χάρη στο εξυγιαντικό μάθημα των πραγμάτων, υποχρεώθηκαν να κάνουν το αντίθετο απ’ τις θεωρίες τις δικές τους και του δασκάλου τους.
Από την πρώτη πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε η νέα θεωρία του κομμουνισμού αποτέλεσε σιωπηρά την κριτική κάθε μορφής κρατικού σοσιαλισμού, από το Λουί Μπλαν ως το Λασάλ. Ο κρατικός σοσιαλισμός, όσο κι αν ήταν τότε μπερδεμένος με επαναστατικές τάσεις, συμπυκνωνόταν ολόκληρος στο μύθο, στο Hokus Rokus, του δικαιώματος στην εργασία. Πρόκειται για όρο παγιδευτικό, όταν ενσαρκώνεται σε αίτημα που απευθύνεται σε μια κυβέρνηση αστών, έστω και επαναστατών. Πρόκειται για οικονομικό παραλογισμό, όταν κανείς θέλει με την περιστολή της ανεργίας να επιδράσει στη διαφοροποίηση των μισθών, δηλαδή στους όρους του ανταγωνισμού. Μπορεί να αποτελέσει τέχνασμα των πολιτικάντηδων αν χρησιμοποιηθεί για να καταπραΰνει τις ταραχές μιας εξεγερμένης μάζας μη οργανωμένων προλετάριων. Αύτη είναι μια θεωρητική επιπολαιότητα για όποιον συλλαμβάνει καθαρά την πορεία μιας νικηφόρας επανάστασης του προλεταριάτου· η οποία δεν είναι δυνατό να μην φτάνει στην κοινωνικοποίηση των μέσων της παραγωγής μέσα από την κατάκτηση τους: δηλαδή, δεν είναι δυνατό να μην φτάνει στην οικονομική μορφή, όπου δεν θα υπάρχει ούτε εμπόρευμα ούτε μισθωτός, και στην οποία το δικαίωμα στην εργασία και το καθήκον της εργασίας αποτελούν ένα και το αυτό με την κοινή ανάγκη όλων να εργάζονται όλοι.
Ο μύθος του δικαιώματος στην εργασία πήρε τέλος με την τραγωδία του Ιουνίου. Η κοινοβουλευτική συζήτηση που έγινε στη συνέχεια υπήρξε παρωδία. Ο κλαψιάρης και ρητορικός Λαμαρτίνος, ο μέγας αυτός άνθρωπος της ευκαιρίας βρήκε τον τρόπο να διατυπώσει την τελευταία ή την προτελευταία από τις διάσημες φράσεις του: «Η εμπειρία των λαών είναι οι καταστροφές»· κι αυτό αρκούσε για την ειρωνεία της ιστορίας.
Αλλά το γραφτό αυτό, το Μανιφέστο, τόσο μικρό σε μέγεθος και τόσο ξένο σε ύφος από τη ρητορική υποβολή μιας πίστης ή μιας λατρείας, υπήρξε το απόσταγμα διαφόρων σκέψεων που συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά σε μια χειροπιαστή συστηματική ενότητα και η συλλογή σπερμάτων ικανών για πλατιά ανάπτυξη, δεν ήταν όμως, ούτε είχε την πρόθεση να είναι, μήτε ο κώδικας του σοσιαλισμού μήτε η κατήχηση του κριτικού κομμουνισμού, μήτε το εγκόλπιο της προλεταριακής επανάστασης. Μπορούμε να αφήσουμε πολύ ωραία τις πεμπτουσίες στον διάσημο Σεφλ, για λογαριασμό του οποίου αφήνουμε πολύ ευχαρίστως επίσης το περίφημο κοινωνικό ζήτημα που είναι και ζήτημα κοιλιάς. Η κοιλιά του Σεφλ έκανε για πολλά χρόνια την ωραία της επίδειξη ανά τον κόσμο, προς τέρψη πολλών φιλάθλων του σοσιαλισμού και προς ανακούφιση πολλών αστυνομικών. Στην πραγματικότητα, ο κριτικός κομμουνισμός αρχίζει μόλις με το Μανιφέστο· όφειλε να αναπτυχθεί, και πραγματικά αναπτύχθηκε.
Το σύνολο των θεωριών που συνηθίσαμε να αποκαλούμε μαρξισμό δεν έφτασε στην πραγματικότητα στην ωριμότητα, παρά μόνο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μεσολαβούν ασφαλώς πολλά από το φυλλάδιο Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο[13], στο όποιο αγγίζεται για πρώτη φορά με ακριβείς όρους το πώς από την αγορά και τη χρήση του εμπορεύματος-εργασία επιτυγχάνεται ένα προϊόν ανώτερο του κόστους, πράγμα που ήταν ο πυρήνας του άλυτου προβλήματος της υπεραξίας, ως την πλατιά, σύνθετη και πολύπλευρη ανάπτυξη του Κεφαλαίου. Το βιβλίο αυτό εξαντλεί τη γένεση της αστικής εποχής σ’ ολόκληρη την εσωτερική οικονομική της διάρθρωση· και αυτή την ίδια την εποχή την ξεπερνά διανοητικά γιατί την εξηγεί μέσα από τους τρόπους που προχωρεί, μέσα από τους ιδιαίτερους νόμους της και τις αντιθέσεις που οργανικά παράγει και που οργανικά την διαλύουν.
Και μεσολαβεί άλλη τόση απόσταση από το προλεταριακό κίνημα που κατέρρευσε το 1848 ως αυτό των ήμερων μας, που μέσα από πολλές δυσκολίες, αφού ξαναβγήκε στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής αναπτύχθηκε με τόση και τέτοια σταθερότητα διαδικασίας αλλά με αργοπορία όσον αφορά την από τα πριν μελέτη του κινήματος. Μέχρι μερικά χρόνια πριν, αυτός ο κανονικός ρυθμός του προοδευτικού κινήματος του προλεταριάτου δεν αποτελούσε αντικείμενο παρατήρησης και θαυμασμού παρά μόνο στη Γερμανία, όπου η κοινωνική δημοκρατία, σαν δέντρο στο έδαφός του, από το εργατικό συνέδριο της Νυρεμβέργης το 1868 και μετά, ανερχόταν φυσιολογικά με σταθερή διαδικασία. Αλλά το γεγονός της Γερμανίας επαναλήφθηκε έπειτα με διάφορες μορφές και σε άλλες χώρες.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την πλατιά ανάπτυξη του μαρξισμού και την άρση του προλεταριακού κινήματος στους αυστηρούς τρόπους της πολιτικής δράσης, υπήρξε μήπως, όπως πολλοί υποστηρίζουν, ένας κάποιος μετριασμός του πολεμικού χαρακτήρα της πρωτότυπης μορφής του κριτικού κομμουνισμού; Μήπως αυτό ήταν ένα πέρασμα από την επανάσταση στη λεγόμενη εξέλιξη; Ή μήπως η συναίνεση του επαναστατικού πνεύματος στις απαιτήσεις του ρεφορμισμού;
Αυτοί οι συλλογισμοί και αντιρρήσεις ανέκυψαν και ανακύπτουν συνεχώς, τόσο στους κόλπους του σοσιαλισμού, δια στόματος των πιο φλογερών στο πνεύμα και τη φαντασία οπαδών του, όσο και από τους αντιπάλους, και χρησιμοποιούνται για να γενικεύσουν τις περιπτώσεις των ιδιαίτερων αποτυχιών, των σταθμών και των καθυστερήσεων, για να βεβαιώσουν πως ο κομμουνισμός δεν έχει καθόλου μέλλον.
Όποιος μετράει το σημερινό προλεταριακό κίνημα, και την αυξομειούμενη και σύνθετη πορεία του, με την εντύπωση που από μόνο του πρέπει να αφήνει το Μανιφέστο όταν η ανάγνωση δεν συνοδεύεται από άλλες γνώσεις, μπορεί εύκολα να πιστέψει ότι κάτι το πολύ νεανικό και πρώιμο υπήρχε στη γεμάτη σιγουριά πεποίθηση των κομμουνιστών αυτών εδώ και πενήντα χρόνια. Στα λόγια τους υπάρχει σαν κραυγή μάχης και ο απόηχος της ζωηρής ευφράδειας μερικών ρητόρων του χαρτισμού, και η αναγγελία σχεδόν ενός νέου ’93, αλλά φτιαγμένου έτσι, που να μη δίνει θέση σε ένα νέο Θερμιδόρ.
Και ο Θερμιδόρ, αντίθετα, ήρθε και επαναλήφθηκε πολλές φορές στον κόσμο, με διάφορες μορφές και λίγο πολύ ρητές ή σιωπηρές· υπήρξαν συγγραφείς, από το 1848 και μετά, πρώην ριζοσπάστες αλά γαλλικά, η πρώην πατριώτες αλά ιταλικά, ή γραφειοκράτες αλά γερμανικά, θαυμαστές, στις ιδέες, του θεού Κράτους και, στην πρακτική, δούλοι του θεού χρήματος, ή κοινοβουλευτικοί αλά αγγλικά, δασκαλεμένοι στα τεχνάσματα και την τέχνη της διακυβέρνησης, ή ακόμη ακόμη αστυνομικοί με το προσωπείο αναρχικών του Σικάγου και τα παρόμοια. Κι από δω οι πολλές διαμαρτυρίες κατά του σοσιαλισμού, κι από δω και από κει οι επιχειρηματολογίες αισιόδοξων και απαισιόδοξων εναντίον της πιθανότητας επιτυχίας του. Πολλοί νομίζουν πως ο αστερισμός του Θερμιδόρ δεν πρόκειται πια να εξαφανιστεί από τον ουρανό της ιστορίας· δηλαδή, για να μιλήσουμε πεζά, ότι ο φιλελευθερισμός, που είναι η κοινωνία των ίσων στο υπολογιζόμενο δικαίωμα, δείχνει το ακραίο όριο της ανθρώπινης εξέλιξης και πώς πέρα απ’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο οπισθοδρόμηση. Σ’ αυτό βολεύονται ευχαρίστως όλοι εκείνοι που τοποθετούν σε μόνη την επέκταση της αστικής μορφής σε όλο τον κόσμο την αιτία και το τέρμα κάθε προόδου. Αισιόδοξοι είτε απαισιόδοξοι, αδιάφορο, βρίσκουν όλοι τις ηράκλειες στήλες του ανθρώπινου γένους. Συχνά συμβαίνει το συναίσθημα αυτό, στην πεσιμιστική του μορφή, να δρα ασύνειδα πάνω σε πολλούς από κείνους που έρχονται να πυκνώσουν, μαζί με τους άλλους declasses, τις γραμμές του αναρχισμού.
Υπάρχουν, έπειτα, εκείνοι που πάνε πέρα απ’ αυτό και καταπιάνονται με θεωρίες για το αντικειμενικά αδύνατο των αξιωμάτων του κριτικού κομμουνισμού. Η διατύπωση του Μανιφέστου ότι η απλοποίηση όλων των ταξικών αγώνων σε έναν μόνο, φέρνει μέσα της την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης είναι απ’ τα μέσα απατηλή γι’ αυτούς τους πολεμικούς που θεωρητικοποιούν. Η θεωρία μας τούτη είναι τάχα αβάσιμη, καθώς και κείνη που προτίθεται να βγάλει επιστημονικά συμπεράσματα και ένα κανόνα πρακτικής συμπεριφοράς από την επιχειρηματολογημένη πρόβλεψη ενός πιθανού γεγονότος το όποιο, αντίθετα, σύμφωνα μ’ αυτούς τους καλούς και ειρηνικούς αντιπολιτευόμενους, είναι ένα απλό θεωρητικό σημείο, μεταθέσιμο και αναβλητό έπ’ άπειρο. Το αναπόφευκτο αξίωμα, και η τελική και επιλυτική σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις μορφές παραγωγής δεν θα επικρατήσει ποτέ γιατί, σύμφωνα μ’ αυτούς, χάνεται σε άπειρες ιδιαίτερες έριδες, πολλαπλασιάζεται στις μερικότερες συγκρούσεις του οικονομικού ανταγωνισμού, βρίσκει εμπόδια και καθυστερήσεις στα τεχνάσματα και τις βιαιότητες της τέχνης της διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, η παρούσα κοινωνία αντί να δέχεται ρήγματα και να διαλύεται ανανεώνει διαρκώς το έργο της επιδιόρθωσης και θεραπείας της. Κάθε προλεταριακό κίνημα που δεν καταστέλλεται με τη βία, όπως έγινε τον Ιούνιο του 1848 και το Μάιο του 1871, σταματάει από αργή εξάντληση, όπως συνέβη με το χαρτισμό που κατέληξε στον τρέιντ-γιουνιονισμό, άλογο μάχης αυτού του τρόπου επιχειρηματολογίας, τιμή και δόξα των χυδαίων οικονομολόγων και των προχειρολόγων κοινωνιολόγων. Κάθε σύγχρονο προλεταριακό κίνημα πέφτει τάχα απ’ τα σύννεφα, δεν είναι οργανικό, καθόλου διαδικασία παρά μόνο εξωτερική ενόχληση· και μεις, στο έλεος αυτών των κριτικών, θα είμαστε, παρά τη θέληση μας, πάντοτε ουτοπιστές.
Ασφαλώς, η ιστορική πρόβλεψη που βρίσκεται στη βάση της θεωρίας του Μανιφέστου και που στη συνέχεια ο κριτικός κομμουνισμός διεύρυνε και εξειδίκευσε με την πιο πλατιά και λεπτομερειακή ανάλυση του παρόντος κόσμου, παρουσίαζε, εξαιτίας των συνθηκών της εποχής κατά την οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά, μια αγωνιστική ζέση και ζωηρότατους χρωματισμούς έκφρασης. Αλλά δεν συνεπαγόταν, όπως και δεν συνεπάγεται, ούτε μια χρονολογία ακριβή, ούτε τη σκιαγράφηση που προηγούνταν της κοινωνικής έκφρασης, πράγμα που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει τις παλιές και νέες προφητείες και αποκαλύψεις.
Ο ηρωικός Φρα Ντολτσίνο δεν είχε σηκωθεί και πάλι να υψώσει στη γη την κραυγή της μάχης, σύμφωνα με τις προφητείες του Τζοακίνο ντι Φιόρε. Ούτε ξαναγιορταζόταν στο Μίνστερ η ανάσταση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όχι πια Θαβορίτες ή εκλεκτοί της Αποκάλυψης. Όχι πια Φουριέ που περίμενε chez soi, σε τακτή ώρα, για χρόνια, τον εκλεκτό της ανθρωπότητας. Δεν ήταν πια η περίπτωση που ο πρωτεργάτης μιας νέας ζωής θα άρχιζε από μόνος του να δημιουργεί με εφευρέσεις, μονόπλευρα και τεχνητά, τον πρώτο πυρήνα μιας ένωσης, που θα ξανάφτιαχνε, από κάποιο σπέρμα, το φυτό άνθρωπος –όπως συνέβη από τον Μπέλερς, τον Όουεν και τον Καμπέ ως την επιχείρηση των φουριεριστών στο Τέξας, που υπήρξε η καταστροφή ή μάλλον ο τάφος, του ουτοπισμού, εγκωμιασμένος από ένα μοναδικό επιτάφιο, τη θερμή αποστομωτική ευφράδεια του Κονσιντεράν. Εδώ δεν είναι πια η απομονωμένη ομάδα που τη στιγμή της θρησκευτικής αποχής αποσύρεται συνεσταλμένη και ντροπαλή από τον κόσμο για να γιορτάσει σε κλειστό κύκλο την τέλεια ιδέα της κοινότητας, όπως από τους Φρατιτσέλι μέχρι κάτω κάτω τις σοσιαλιστικές αποικίες της Αμερικής.
Αντίθετα, εδώ, στη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού ολόκληρη η κοινωνία ανακαλύπτει σε μια στιγμή της γενικής της διαδικασίας τα αίτια της μοιραίας της πορείας και βρίσκει μέσα της, σε ένα ανερχόμενο σημείο της καμπής της, το φως για να διακηρύξει τους νόμους της κίνησης της. Η πρόβλεψη, που στο Μανιφέστο για πρώτη φορά αναφερόταν, δεν ήταν χρονολογική, προαγγελία ή υπόσχεση· άλλα ήταν, για να το πούμε με μια λέξη που κατά τη γνώμη μου τα λέει όλα, μορφολογική.
Κάτω από το θόρυβο και τη μαρμαρυγή των παθών, στα όποια συνήθως περιστρέφεται η καθημερινή συζήτηση, πιο δω από τις ορατές κινήσεις των βουλήσεων που δρουν σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο, που είναι εκείνο που χρονογράφοι και ιστορικοί βλέπουν και διηγούνται, πιο κάτω από το νομικό και πολιτικό μηχανισμό της πολιτισμένης μας συμβίωσης, σε μεγάλη απόσταση πίσω από τα νοήματα που η θρησκεία και η τέχνη δίνουν στο θέαμα και την εμπειρία της ζωής, βρίσκεται, ουσιώνεται, εναλλάσσεται και μετασχηματίζεται, η στοιχειώδης δομή της κοινωνίας, που υποβαστάζει όλα τα υπόλοιπα. Η ανατομική μελέτη αυτής της υποκείμενης δομής είναι η Οικονομία. Και επειδή η ανθρώπινη συμβίωση έχει πολλές φορές αλλάξει, μερικά είτε ολοκληρωτικά, στον πιο ορατό εξωτερικό της μηχανισμό και στις ιδεολογικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές και παρόμοιες εκδηλώσεις της, χρειάζεται να βρούμε κυρίως τα κίνητρα και τις αιτίες αυτών των αλλαγών, που είναι εκείνα που αφηγούνται συνήθως οι ιστορικοί στις πιο κρυφές και με την πρώτη ματιά λιγότερο ορατές αλλαγές των οικονομικών διαδικασιών της υποκείμενης δομής. Δηλαδή, πρέπει να στραφούμε στη μελέτη των διαφορών που συντρέχουν ανάμεσα στις διάφορες μορφές της παραγωγής, όταν πρόκειται για ιστορικές εποχές που διακρίνονται καθαρά και είναι στην κυριολεξία τέτοιες: και όπου θα πρέπει να εξηγήσουμε την εναλλαγή αυτών των μορφών, δηλαδή το πως υπεισέρχεται η μια στην άλλη, θα χρειαστεί να μελετήσουμε τις αιτίες της διάβρωσης και φθοράς της μορφής που περνά –και τελικά, όταν θέλουμε να κατανοήσουμε το συγκεκριμένο και καθορισμένο ιστορικό γεγονός, πρέπει να μελετήσουμε και να διαπιστώσουμε τις έριδες και τις συγκρούσεις που γεννιούνται από τα διάφορα ρεύματα (δηλαδή τις τάξεις, τις υποδιαιρέσεις τους, και τα πλέγματα αυτών και κείνων), που απαρτίζουν ένα συγκεκριμένο σχηματισμό.
Όταν το Μανιφέστο διακήρυσσε ότι ολόκληρη η ιστορία είχε υπάρξει ως τότε στους ταξικούς αγώνες και ότι σ’ αυτούς βρισκόταν η αιτία όλων των επαναστάσεων, καθώς και η αιτία των οπισθοδρομήσεων, έκανε ταυτόχρονα δυο πράγματα. Έδινε στον κομμουνισμό τα στοιχεία μιας νέας θεωρίας, και στους κομμουνιστές το οδηγητικό νήμα για να αναγνωρίζουν στα περίπλοκα γεγονότα της πολιτικής ζωής τους όρους της υποκείμενης οικονομικής κίνησης.
Στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, η γενική πρόβλεψη μιας νέας ιστορικής εποχής έγινε για τους σοσιαλιστές η λεπτολόγα τέχνη να κατανοούν, περίπτωση προς περίπτωση, αυτό που συμφέρει και είναι καθήκον να κάνουν· γιατί η νέα εκείνη εποχή βρίσκεται καθαυτή σε διαρκή διαμόρφωση. Ο κομμουνισμός έγινε τέχνη, γιατί οι προλετάριοι έγιναν, ή άρχισαν να γίνονται, πολιτικό κόμμα. Το επαναστατικό πνεύμα διαπλάθεται σήμερα στην προλεταριακή οργάνωση. Η ευοίωνη σύζευξη κομμουνιστών και προλετάριων[14] είναι πια γεγονός. Τα πενήντα αυτά χρόνια υπήρξαν η ολοένα αυξανόμενη απόδειξη της ολοένα αυξανόμενης εξέγερσης των παραγωγικών δυνάμεων κατά των μορφών της παραγωγής.
Πέρα απ’ αυτό το χειροπιαστό μάθημα των πραγμάτων εμείς, εμείς οι ουτοπιστές, δεν έχουμε να προσφέρουμε άλλη απάντηση σε όσους μιλούν ακόμη για πρόσκαιρες διαταραχές που, κατά τη γνώμη τους, θα γυρίσουν όλες στην ηρεμία αυτής της αξεπέραστης εποχής πολιτισμού. Κι αυτό το μάθημα αρκεί.
Έντεκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου, ο Μαρξ έκλεινε σε μια καθαρή και διαυγή διατύπωση τις καθοδηγητικές αρχές της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας· κι αυτό στην εισαγωγή ενός βιβλίου που είναι ο πρόδρομος του Κεφαλαίου[15]. Παραθέτουμε το απόσπασμα:
«Η πρώτη εργασία που καταπιάστηκα για να λύσω τις αμφιβολίες που με πίεζαν, ήτανε μια κριτική αναθεώρηση της χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου. Η εισαγωγή αυτής της εργασίας δημοσιεύτηκε στα Deutsch-Franzosische Jahrbucher, που βγήκανε στο Παρίσι το 1844. Οι έρευνες μου καταλήξανε στο συμπέρασμα, ότι οι νομικές σχέσεις, όπως κι οι μορφές του κράτους, δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε μόνες τους, ούτε με τη λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος· ότι η ρίζα τους βρίσκεται μάλλον μέσα στους υλικούς όρους, που ο Χέγκελ, ακολουθώντας το παράδειγμα των Άγγλων και των Γάλλων του 18ου αιώνα, τους περιλάβαινε μέσα στο όνομα burgerliche Gesellschaft (Societe civile)· ότι όμως την ανατομία της αστικής κοινωνίας πρέπει να την αναζητήσουμε μέσα στην πολιτική οικονομία. Τη μελέτη της πολιτικής οικονομίας την είχα αρχίσει στο Παρίσι και την συνέχισα στις Βρυξέλλες, όπου είχα εγκατασταθεί υστέρα από τη διαταγή του εκτοπισμού, που είχε εκδόσει εναντίον μου ο κ. Γκιζό. Το γενικό συμπέρασμα οπού έφτασα και που μου χρησίμεψε έπειτα σαν οδηγητική γραμμή στις μελέτες μου μπορεί με λίγα λόγια να διατυπωθεί έτσι: Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική βάση της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής ενγένει. Το τί είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδηση τους, άλλα, αντίστροφα, το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδηση τους. Όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας φτάσει σε ορισμένο βαθμό, οι δυνάμεις αυτές έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν, ή, για να μεταχειριστούμε τη νομική έκφραση, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στις όποιες ως τότε είχανε κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τώρα φραγμοί τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με τη μεταβολή της οικονομικής βάσης, ανατρέπεται περισσότερο ή λιγότερο γοργά ή αργά ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιες ανατροπές πρέπει πάντα να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής –που πρέπει να την εξακριβώνουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών– από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, με μια λέξη, από τις ιδεολογικές μορφές, με τις όποιες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν. Όπως ένα άτομο δεν το κρίνουμε από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν μπορούμε να την κρίνουμε από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της· ίσα-ίσα αυτή τη συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Ένα κοινωνικό συγκρότημα ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και ποτέ δεν παίρνουν τη θέση του καινούργιες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις προτού οι υλικοί οροί γι’ αυτές τις σχέσεις να ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό, η ανθρωπότητα ποτέ δεν βάζει μπροστά της παρά μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει· γιατί, αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα βρούμε πως κι αυτό ακόμη το ίδιο το πρόβλημα ξεπηδά μονάχα όταν υπάρχουν, ή τουλάχιστο βρίσκονται στο γίνωμά τους οι υλικοί όροι για τη λύση του. Σε χοντρές γραμμές, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο νεότερος αστικός τρόπος της παραγωγής μπορούμε να πούμε πως είναι οι προοδευτικές εποχές της οικονομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας. Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, άλλα ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής των ατόμων· οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική κοινωνία δημιουργούν ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μ’ αυτή λοιπόν την κοινωνική διαμόρφωση κλείνει η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας».
Όταν ο Μαρξ έγραφε αυτά είχε από αρκετά πια χρόνια αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή και δεν θα ξανάμπαινε παρά μόνο πολύ αργότερα, την εποχή της Διεθνούς. Η αντίδραση είχε χτυπήσει την επανάσταση, πατριωτική, φιλελεύθερη είτε δημοκρατική στην Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία. Η αστική τάξη, απ’ τη μεριά της, είχε χτυπήσει ταυτόχρονα τους προλετάριους στη Γαλλία και την Αγγλία. Οι αναγκαίοι για την ανάπτυξη του δημοκρατικού και προλεταριακού κινήματος οροί έλειψαν μεμιάς. Η ομάδα των κομμουνιστών του Μανιφέστου, όχι και τόσο πολυάριθμη άλλωστε, που είχε αναμιχθεί με την επανάσταση και κατόπιν συμμετείχε σε όλες τις πράξεις αντίστασης και λαϊκής εξέγερσης κατά της αντίδρασης, είδε στο τέλος χτυπημένη τη δραστηριότητα της με την περίφημη δίκη της Κολωνίας. Όσοι από το κίνημα είχαν επιζήσει προσπάθησαν να ξαναρχίσουν στο Λονδίνο· άλλα πολύ σύντομα ο Μαρξ, ο Έγκελς και άλλοι έστρεψαν τις πλάτες στους επαγγελματίες επαναστάτες και αποσύρθηκαν από την άμεση δράση. Η κρίση είχε περάσει. Βρίσκονταν μπροστά σε μια μακριά παύση. Το έδειχνε η αργή εξαφάνιση του κινήματος των Χαρτιστών, δηλαδή του προλεταριακού κινήματος της χώρας που είναι η σπονδυλική στήλη του καπιταλιστικού συστήματος. Η ιστορία είχε προς στιγμή δόσει λάθος στις αυταπάτες των επαναστατών.
Πριν αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην παρατεταμένη επώαση των στοιχείων που είχε κιόλας ανακαλύψει στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ έδειξε με διάφορα γραφτά του την ιστορία της επαναστατικής περιόδου του 1848-50 και ιδιαίτερα τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία, υποστηρίζοντας πως έστω και αν η επανάσταση, με τις μορφές που είχε προς στιγμή πάρει, είχε αποτύχει, δεν διαψευδόταν όμως γι’ αυτό και η επαναστατική θεωρία της ιστορίας[16]. Το σημείο που μόλις φαινόταν στο Μανιφέστο ερχόταν τώρα να γίνει κεντρικό σε μια πλήρη έκθεση.
Αργότερα, το γραφτό του με τίτλο Η 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη[17] ήταν η πρώτη απόπειρα να διαμορφωθεί η νέα ιστορική αντίληψη μέσα από την αφήγηση μιας τάξης γεγονότων που κλείνονταν σε κάποια συγκεκριμένα χρονικά όρια. Δεν είναι βέβαια μικρή η δυσκολία να αναχθεί κανείς από τη φαινομενική κίνηση στην πραγματική κίνηση της ιστορίας, για να ανακαλύψει τον εσώτερο δεσμό. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία να προχωρήσουμε από τους παθιασμένους ρητορικούς, κοινοβουλευτικούς, εκλογικούς και παρόμοιους δείκτες στον εσωτερικό κοινωνικό μοχλό, για να ανακαλύψουμε σ’ αυτόν, διακηρύσσοντάς τα, τα ποικίλα ενδιαφέροντα των μεγαλοαστών ή μικροαστών, των αγροτών, των βιοτεχνών και των εργατών, των παπάδων και των στρατιωτών, των τραπεζιτών, των τοκογλύφων και όλου του σκυλολογιού· όλων αυτών δηλαδή που τα συμφέροντα τους δρουν, συνειδητά είτε ασύνειδα, συγκρουόμενα, συνθλιβόμενα, συμπλεκόμενα ή διαλυόμενα μέσα στη γεμάτη δυσαρμονία ζωή των πολιτισμένων.
Η κρίση είχε περάσει, και είχε περάσει ακριβώς στις χώρες που αποτελούσαν το ιστορικό πεδίο απ’ το όποιο είχε ανακύψει ο κριτικός κομμουνισμός. Το να συλλάβουν την αντίδραση στα οικονομικά της αίτια ήταν όλα όσα οι κριτικοί κομμουνιστές μπορούσαν να κάνουν · γιατί, προς στιγμή, το να συλλάβουν την ουσία της αντίδρασης ήταν σαν να συνέχιζαν το έργο της επανάστασης. Έτσι έγινε, σε άλλες συνθήκες και μορφές, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν ο Μαρξ, στο όνομα της Διεθνούς έγραψε στο φυλλάδιο για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία μια απολογία της Κομμούνας, που ήταν ταυτόχρονα και η αντικειμενική κριτική της.
Η ηρωική υποταγή με την οποία ο Μαρξ αποσύρθηκε μετά το 1850 από την πολιτική σκηνή, βρίσκει το αντίστοιχο της στην απομάκρυνση του από τη Διεθνή, μετά το συνέδριο του Άγια το 1872. Τα δυο γεγονότα μπορεί να ενδιαφέρουν τους βιογράφους για να ανιχνεύσουν μέσα τους την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του Μαρξ στον οποίο, πραγματικά, και οι ιδέες και η ιδιοσυγκρασία, και η πολιτική και η διάνοια αποτελούσαν ένα πράγμα. Αλλά σ’ αυτά τα ιδιαίτερα γεγονότα υπάρχει για μας μια ευρύτερη και με μεγαλύτερο βάρος σημασία. Ο κριτικός κομμουνισμός δεν μαγειρεύει τις επαναστάσεις, δεν προετοιμάζει τις εξεγέρσεις, δεν οπλίζει τις ανταρσίες. Αποτελεί οπωσδήποτε ένα πράγμα με το προλεταριακό κίνημα άλλα, βλέπει και στηρίζει αυτό το κίνημα με την πλήρη διανοητική διαύγεια της σύνδεσης που έχει, ή που μπορεί και πρέπει να έχει, με το σύνολο των σχέσεων της κοινωνικής ζωής. Δεν είναι, με μια λέξη, ένα σεμινάριο όπου διαμορφώνεται το στρατηγείο των αρχηγών της προλεταριακής επανάστασης· είναι μόνο η συνείδηση αυτής της επανάστασης, και, κυρίως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνείδηση των δυσκολιών της.
Το προλεταριακό κίνημα άρχισε να έχει τεράστια ανάπτυξη τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μέσα από πολλές δυσκολίες, και με πολλά βήματα μπρος και πίσω, πήρε σιγά σιγά πολιτική μορφή με μεθόδους που εφευρίσκονταν βαθμιαία και δοκιμάζονταν αργά. Οι κομμουνιστές δεν έφτασαν σ’ όλα αυτά με τη μαγική δράση της θεωρίας που θα διαδιδόταν και θα κοινοποιούνταν με την πειθώ του γραφτού και του λόγου. Από την αρχή κιόλας γνώριζαν ότι είναι η ακραία αριστερή πτέρυγα κάθε προλεταριακού κινήματος· άλλα, στο μέτρο που αυτό αναπτυσσόταν και ειδικευόταν, ήταν ανάγκη και ταυτόχρονα καθήκον τους να συνδυάζουν στα προγράμματα και την πρακτική δράση των κομμάτων τις διάφορες συγκυρίες της οικονομικής ανάπτυξης και της συνακόλουθης πολιτικής κατάστασης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————
[1]. ΑΝΤΟΝΙΟ ΛΑΜΠΡΙΟΛΑ (1843-1904). Ιταλός φιλόλογος και φιλόσοφος που προσχώρησε στο Μαρξισμό στη δεκαετία του 1880-1890. Το 1895, ο Λαμπριόλα έγραψε το δοκίμιο «Τιμώντας το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”» που μαζί με το δεύτερο βιβλίο του «Ιστορικός Υλισμός» (1896) αποτέλεσαν τα πρώτα μέρη της σημαντικής συνεισφοράς του στο εργατικό επαναστατικό κίνημα: «Μελέτες για την Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας» –μελέτες που αναλύει ο Πλεχάνοφ στα φιλοσοφικά του έργα.
Ο Τρότσκι αναφέρεται επανειλημμένα στη μεγάλη αυτή συμβολή του Λαμπριόλα στην ανάπτυξη του Μαρξισμού. Εξιστορώντας την πρώτη του φυλάκιση το 1898 τονίζει στην Αυτοβιογραφία του, ότι στο κελί του διάβασε με ενθουσιασμό τις πολύ γνωστές πραγματείες του παλιού ιταλού εγελιανού και μαρξιστή Αντόνιο Λαμπριόλα κι ότι μόνο έτσι ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με τη θεωρία των πολλαπλών παραγόντων που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή –και που εγκαθιδρύθηκε μετά σαν το επίσημο φιλοσοφικό πιστεύω του Στάλιν και της προνομοιούχας κλίκας του, (βλ. το άρθρο του Τρότσκι «Φιλοσοφία και Σταλινική Γραφειοκρατία» στο Αφιέρωμα για τον Φρ. Έγκελς). «Το πιο κατάλληλο σύστημα σκέψης για μια γραφειοκρατία, γράφει σ’ αυτό το άρθρο του ο Τρότσκι, είναι η θεωρία της πολλαπλής αιτιότητας, μιας πολλαπλότητας “παραγόντων”». Ο μαρξισμός χρειάστηκε να τσακίσει κι έτσι να υπερβεί τη «θεωρία» των πολλαπλών παραγόντων για να φτάσει στον ιστορικό μονισμό.
Ο Αντόνιο Λαμπριόλα, παρόλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα της πρώτης αυτής περιόδου θεμελίωσης του κομμουνισμού, θεωρείται ένας από τους σκαπανείς της μαρξιστικής θεωρητικής σκέψης. Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι στα έργα του ο Λαμπριόλα πολεμάει ανελέητα τους αστούς εχθρούς και τους αναθεωρητές συμμάχους τους μέσα στο επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, κηρύσσοντας πρώτος τον πόλεμο ενάντια στους νεο-καντιανούς «μαρξιστές» τύπου Μπέρσταϊν –Θ.Θ.
[2]. Τούτο μου το γραφτό δεν αποτελεί διόρθωση του Μανιφέστου, σαν να ήθελα δηλαδή να το προσαρμόσω στις παρούσες συνθήκες· ούτε το αναλύω ή το σχολιάζω. Γράφω, όπως λέει ο τίτλος, μόνο τιμώντας τη μνήμη του.
[3]. Εννοώ εκείνη που ειρωνικά αποκαλείται στο Μανιφέστο: του αληθινού ή γερμανικού σοσιαλισμού. Αυτή η παράγραφος, που είναι ακατανόητη σε όποιον δεν γνωρίζει τη γερμανική φιλοσοφία της εποχής, ιδιαίτερα σε ορισμένες μορφές οξύ εκφυλισμού της, έχει σκόπιμα παραληφθεί από την ισπανική μετάφραση.
[4]. Εδώ και μερικά χρόνια –είναι κιόλας οχτώ– στα πανεπιστημιακά μαθήματα που τους δίνω τον τίτλο γένεση του σύγχρονου σοσιαλισμού, γενική ιστορία του σοσιαλισμού είτε υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, είχα την ευκαιρία και το χρόνο να κάνω κτήμα μου αυτή τη φιλολογία και να την φέρω σε μια ορισμένη σαφήνεια συστήματος και προοπτικής. Πράγμα καθαυτό δύσκολο, κυρίως μάλιστα στην Ιταλία, όπου δεν υπάρχει παράδοση σοσιαλιστικών σχολών, και όπου η ζωή του κόμματος είναι τόσο νέα που δεν μπορεί να δόσει από μόνη της εποικοδομητικό παράδειγμα σχηματισμού και διαδικασίας. Στο δοκίμιο όμως τούτο δεν αναπαράγω κανένα από τα μαθήματα μου. Μαθήματα δεν είναι τα βιβλία που σε βοηθούν να κάνεις τα μαθήματα όπως και δημοσιεύοντας τα μαθήματα δεν φτιάχνεις βιβλία, με τη πραγματική και πλήρη έννοια της λέξης.
[5]. Πρέπει να επιμείνουμε στην έκφραση δημοκρατική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής γιατί η άλλη, της συλλογικής ιδιοκτησίας, πέρα απ’ το ότι εμπεριέχει ένα ορισμένο θεωρητικό σφάλμα στο βαθμό που παίρνει τη νομική έκφραση σαν το πραγματικό οικονομικό γεγονός, συγχέεται επίσης στο μυαλό πολλών με την ανάπτυξη των μονοπωλίων, με την μεγεθυνόμενη κρατικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, και με όλες τις άλλες φαντασμαγορίες του ολοένα αναγεννώμενου κρατικού σοσιαλισμού, που το μυστικό του είναι ότι αυξάνει στα χέρια της τάξης των καταπιεστών τα οικονομικά μέσα της καταπίεσης.
[6]. Σελίδες 23 σχήμα 8ο στην πρωτότυπη έκδοση, Λονδίνο, Φεβρουάριος 1848, που οφείλω στην ασύγκριτη ευγένεια του Έγκελς. Αναφέρω εδώ παρενθετικά ότι κατανίκησα την τάση να προσθέσω στο γραφτό αυτό σημειώσεις βιβλιογραφικές, καθώς και φιλολογικές ή αναφορές ή παραθέματα, γιατί αν ακολουθούσα αυτό το δρόμο θα πρόκυπτε ένα δοκίμιο πολυμάθειας, ή κυριολεκτικά ένα βιβλίο κι όχι ένα δοκίμιο. Αλλά ο αναγνώστης θα πρέπει να πιστέψει στο λόγο μου ότι δεν υπάρχει υπαινιγμός, αναφορά ή νύξη σ’ αυτές τις σελίδες που να μην αναφέρεται σε πηγές ή γεγονότα, σχετικά με το θέμα, και μάλιστα στην ολότητα των πηγών και των γεγονότων.
[7]. Οι Γενικές Γραμμές για μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας δημοσιεύτηκαν στα «Γαλλο-Γερμανικά Χρονικά», Παρίσι 1844 και Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Λειψία το 1845.
[8]. Εμφανίστηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια πολλοί νομικοί που αναζήτησαν στις βελτιώσεις του Αστικού Κώδικα τα πρακτικά μέσα εξύψωσης των συνθηκών του προλεταριάτου. Αλλά γιατί δεν ζητούν από τον Πάπα να μπει επικεφαλής της Λίγκας των ελεύθερων διανοητών; Πιο έντονη από τους άλλους έχουμε την περίπτωση εκείνου του ιταλού συγγραφέα που ασχολήθηκε πρόσφατα με την ταξική πάλη και ζητάει πλάι στον κώδικα που εγγυάται τα δικαιώματα του κεφαλαίου να θεσπιστεί και ένας άλλος που θα εγγυάται τα δικαιώματα της εργασίας!
[9]. Αυτή η ανάπτυξη είναι το Κεφάλαιο του Μαρξ, που δεν τολμώ να αποκαλέσω απ’ αύτη την άποψη Φιλοσοφία της Ιστορίας.
[10]. Συμφωνώ με τον Άντον Μέντζερ και αναγνωρίζω κι εγώ πως ο Σεν-Σιμόν δεν ήταν αληθινά ουτοπιστής, όπως ήταν έκδηλα, τυπικά και κλασικά ο Φουριέ και ο Όουεν.
[11]. Οφείλω στο κομματικό Αρχείο του Βερολίνου το ότι είχα επί μήνες στη διάθεσή μου ένα πλήρες αντίτυπο της εφημερίδας αυτής που δεν μπορεί πια να βρεθεί.
[12]. Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, του Καρλ Μαρξ, Παρίσι και Βρυξέλες, 1847.
[13]. Λέω φυλλάδιο, αναφερόμενος στη μορφή που είχε για λόγους προπαγάνδας το γραφτό, στα 1884. Η προέλευση του βρίσκεται σε άρθρα της Neue Rheinische Zeitung, Απρίλης του 1849, που επαναλάμβαναν μερικές διαλέξεις στη Γερμανική Εργατική Λέσχη των Βρυξελών, στα 1847.
[14]. Δεύτερο κεφάλαιο του Μανιφέστου.
[15]. Zur Kritik der politischen Oekonomie, Βερολίνο 1859, σ. ΙV-VΙ της εισαγωγής.
[16]. Τα άρθρα εκείνα που είχαν εμφανιστεί στη Neue Rheinische Zeitung, Politisch-oekonomische Revue, Hamburg 1850, ξανατυπώθηκαν πρόσφατα από τον Έγκελς (Βερολίνο 1895) σε φυλλάδιο με δική του εισαγωγή. Ο τίτλος του φυλλαδίου είναι για την ακρίβεια Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, 1848-50.
[17]. Αυτό το γραφτό του Μαρξ τυπώθηκε στη Νέα Υόρκη το 1852 σε κάποιο περιοδικό. Αργότερα ανατυπώθηκε πολλές φορές στη Γερμανία. Σήμερα υπάρχει και στα γαλλικά: Λίλη 1891, ed. Delory.
Εμείς οι σοσιαλιστές θα μπορούμε σε τρία χρόνια να γιορτάσουμε το ιωβηλαίο μας. Η αξιομνημόνευτη ημερομηνία της δημοσίευσης του Μανιφέστου των Κομμουνιστών (Φεβρουάριος 1848) σημειώνει την πρώτη και βέβαιη είσοδο μας στην ιστορία. Σε κείνη την ημερομηνία αναφέρεται κάθε κρίση και κάθε εκτίμηση μας της προόδου που έκανε το προλεταριάτο μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια. Μ’ αύτη την ημερομηνία μετριέται η πορεία της νέας εποχής, που ξεπηδάει και αναφαίνεται, μάλιστα, θα έλεγα, απελευθερώνεται και αναπτύσσεται μέσα από την παρούσα εποχή, μέσα από τον εσωτερικό και εγγενή σχηματισμό της ίδιας αυτής και, για τούτο, κατά τρόπο αναγκαίο και αναπόφευκτο· αυτό είναι έτσι, ανεξάρτητα από τις διάφορες εξελίξεις και τις υστερότερες φάσεις της, προς στιγμή βέβαια απρόβλεπτες. Όλοι εκείνοι από μας που ενδιαφέρονται και προσπαθούν να αποκτήσουν πλήρη συνείδηση του έργου τους, πρέπει να στρέψουν πολλές φορές το νου στις αιτίες και τους λόγους που υπήρξαν καθοριστικοί για τη γένεση του Μανιφέστου, μέσα σε κείνες τις συνθήκες που ακριβώς εμφανίστηκε και, συγκεκριμένα, στις παραμονές της επανάστασης που ξέσπασε απ’ το Παρίσι ως τη Βιέννη κι απ’ το Παλέρμο ως το Βερολίνο. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να εξηγήσουμε, μέσα από το ίδιο το κοινωνικό σχήμα στο οποίο τώρα ζούμε, την τάση προς το σοσιαλισμό· και, στη συνέχεια, να δικαιολογήσουμε, μέσα από τον ίδιο το λόγο ύπαρξης αυτής της τάσης, την αναγκαιότητα του πραγματικού της θριάμβου, τον όποιο από τώρα προβλέπουμε.
Ποιό είναι, λοιπόν, αν όχι αυτό, το νεύρο του Μανιφέστου, η ουσία κι ο αποφασιστικός του χαρακτήρας;[2].
Αλλά θα ήταν, αλήθεια, μάταιο να θέλουμε να αναζητήσουμε αυτό το νεύρο στα πρακτικά μέτρα, που υποδεικνύονται και προτείνονται στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου του Μανιφέστου για να υιοθετηθούν στην πιθανή περίπτωση μιας επαναστατικής επιτυχίας του προλεταριάτου, ή στις υποδείξεις πολιτικού προσανατολισμού απέναντι στα άλλά επαναστατικά κόμματα της εποχής, που βρίσκονται στο τέταρτο κεφάλαιο. Αυτές οι υποδείξεις και προτάσεις, όσο αξιόλογες και σημαντικές κι αν ήταν στην εποχή τους και στις συνθήκες μέσα στις οποίες διατυπώθηκαν και υπαγορεύθηκαν, και όσο σπουδαίες κι αν ήταν για να κρίνουμε με ακρίβεια την πολιτική δράση των γερμανών κομμουνιστών στην επαναστατική περίοδο 1848-50, δεν αποτελούν τώρα πια για μας το σύνολο μιας πρακτικής οπτικής, με κριτήριο την οποία μπορεί κανείς να αποφασίσει υπέρ ή κατά σε κάθε περίπτωση και συγκυρία. Τα πολιτικά κόμματα που από την εποχή της Διεθνούς και δω άρχισαν να σχηματίζονται στις διάφορες χώρες, στη βάση και στο καθαρό και ρητό όνομα του προλεταριάτου, είχαν και έχουν, στο μέτρο που δημιουργούνται και κατόπιν αναπτύσσονται, ζωηρή ανάγκη να προσαρμόσουν και να συμμορφώσουν στις διάφορες και πολύμορφες συνθήκες και ενδεχόμενα τις ανάγκες και το έργο τους. Αλλά κανένα απ’ αυτά τα κόμματα δεν έχει συνείδηση ότι βρίσκεται αυτή τη στιγμή τόσο κοντά στη δικτατορία του προλεταριάτου, ώστε να αισθάνεται μέσα του επείγουσα την ανάγκη, ή έστω την επιθυμία ή την τάση, να επανεξετάσει και να εκτιμήσει τις προτάσεις του Μανιφέστου με μέτρο την επαλήθευση τους, που θα φαινόταν πιθανή αν θεωρούνταν επικείμενη. Ιστορικές εμπειρίες δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά μόνο εκείνες που η ίδια η ιστορία παρουσιάζει απροσδόκητα, όχι σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο ή πρόθεση, ούτε κατά διαταγή. Έτσι έγινε στην εποχή της Κομμούνας, που ήταν, είναι και παραμένει ακόμη για μας, η μόνη προσεγγιστική εμπειρία, αν και συγκεχυμένη μια και ήταν αυθόρμητη και μικρής διάρκειας, της δράσης του προλεταριάτου, που μπήκε μπροστά στη νέα και σκληρή δοκιμασία να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η εμπειρία αυτή, που δεν επιδιώχτηκε έντεχνα, ούτε αναζητήθηκε σύμφωνα με κάποιο σχέδιο, αλλά επιβλήθηκε από τις περιστάσεις και υποστηρίχθηκε ηρωικά· και που μετατρέπεται τώρα για μας σε σωτήριο δίδαγμα. Εκεί όπου το σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκεται μόλις στο στάδιο της παιδικής ηλικίας, είναι δυνατό αυτοί ή εκείνοι, παρά τη δική τους άμεση εμπειρία να επικαλούνται, όπως συχνά συμβαίνει στην Ιταλία, το κύρος ενός κειμένου, σαν να πρόκειται για κάποια εντολή –αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν σημαίνει τίποτε απολύτως.
Όμως αυτό το νεύρο, η ουσία και ο αποφασιστικός χαρακτήρας δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθούν στον προσανατολισμό σε άλλες μορφές σοσιαλισμού, που το Μανιφέστο περιλαμβάνει κάτω από το όνομα Φιλολογία. Όσα λέγονται εκεί, στο τρίτο κεφάλαιο, χρησιμεύουν, χωρίς αμφιβολία, για να οριστούν θαυμάσια, μέσα από τις αντιθέσεις και με τη μορφή σύντομων, ουσιαστικών και κατάλληλων χαρακτηριστικών, οι διαφορές που πραγματικά υπάρχουν ανάμεσα στον κομμουνισμό, που τώρα συνηθίσαμε να αποκαλούμε επιστημονικό, έκφραση που πολλοί καταχρώνται άθλια, δηλαδή ανάμεσα στον κομμουνισμό που έχει σαν υποκείμενο το προλεταριάτο και σαν κεντρικό θέμα την προλεταριακή επανάσταση, και τις άλλες αντιδραστικές, αστικές, μισο-αστικές, μικρο-αστικές, ουτοπιστικές, κλπ. μορφές. Όλες αυτές οι μορφές, εκτός από μια[3], εμφανίζονται και ανανεώνονται πολλές φορές, και εμφανίζονται και ανανεώνονται και τώρα ακόμη, στις χώρες όπου το σύγχρονο προλεταριακό κίνημα βρίσκεται μόλις στη γένεσή του. Σ’ αυτές τις χώρες και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το Μανιφέστο άσκησε και ασκεί μέχρι σήμερα το ρόλο της σύγχρονης κριτικής και του φιλολογικού μαστίγιου. Αλλά, στις χώρες όπου ή αυτές οι μορφές έχουν πια θεωρητικά και πρακτικά ξεπεραστεί, όπως είναι σε μεγάλο βαθμό η περίπτωση της Γερμανίας και της Αυστρίας, ή επιζούν μόνο σε εγωιστική και υποκειμενική κατάσταση, όπως συμβαίνει στη Γαλλία και την Αγγλία, για να μην απαριθμήσουμε ένα-ένα τα άλλα έθνη, το Μανιφέστο, απ’ αυτή την άποψη, έχει εκπληρώσει το σκοπό του. Και δεν κάνει άλλο από το να εγγράφει, σαν μνήμη, αυτό που πια δεν χρειάζεται να σκέφτεται κανείς, δεδομένης της πολιτικής δράσης του προλεταριάτου που εξελίσσεται μέσα από μια φυσιολογική και κλιμακωμένη διαδικασία.
Αυτή ήταν άλλωστε, και μάλιστα προκαταβολικά, η ψυχική και διανοητική διάθεση εκείνων που το έγραψαν και που δεν εξέφραζαν παρά την κατάργηση και καταδίκη αυτού που είχαν ξεπεράσει με την αξιοσύνη του νου, ο οποίος με λίγα, αλλά ξεκάθαρα δεδομένα της πείρας προηγήθηκε με βεβαιότητα των γεγονότων. Ο κριτικός κομμουνισμός –αυτό είναι το αληθινό του όνομα και δεν υπάρχει άλλο ακριβέστερο γι’ αυτή τη θεωρία– δεν έπαιζε πια με τους φεουδάρχες τη νοσταλγία της παλιάς κοινωνίας, για να κάνει κατόπιν απ’ την αντίστροφη μεριά την κριτική της παρούσας κοινωνίας –αντίθετα, δεν πρόσβλεπε παρά στο μέλλον. Δεν γινόταν πια ένα με τους μικροαστούς στην επιθυμία να διασώσει κάτι που δεν μπορούσε να σωθεί –όπως, λ.χ., τη μικρή ιδιοκτησία, ή την ήρεμη ζωή των μικροαστών, που η ιλιγγιώδης δράση του σύγχρονου κράτους, που είναι το αναγκαίο και φυσικό όργανο της σημερινής κοινωνίας, κάνει βαριά και σκληρή για το λόγο και μόνο ότι αυτό το κράτος επαναστατικοποιούμενο συνεχώς φέρνει μέσα του και μαζί του την ανάγκη άλλων νέων και βαθύτερων επαναστάσεων. Ούτε μετέφραζε σε μεταφυσικές φαντασιοπληξίες ή σε διανοήματα νοσηρών συναισθημάτων και θρησκευτικής έκστασης τις πραγματικές αντιθέσεις των υλικών συμφερόντων της καθημερινής ζωής –αντίθετα, πρόβαλλε και τόνιζε σ’ όλη τους την πεζότητα αυτές τις αντιθέσεις. Δεν οικοδομούσε την κοινωνία του μέλλοντος στη γραμμή ενός σχεδίου αρμονικά τέλειου σε κάθε του λεπτομέρεια. Ούτε ύψωνε λόγια εγκωμιαστικά και εκθειασμού ή επίκλησης και νοσταλγίας στις δυο θεές της φιλοσοφικής μυθολογίας, τη Δικαιοσύνη και την Ισότητα: στις δυο θεές που κάνουν τόσο θλιβερή εντύπωση στην άθλια πρακτική της καθημερινής ζωής, όταν καταφέρουμε να αντιληφθούμε πως η ιστορία εδώ και τόσους αιώνες επιφυλάσσει στον εαυτό της το απρεπές χάσιμο χρόνου να φτιάχνει και να χαλάει σχεδόν πάντα τόσο αντιφατικά τις αλάθητες προτροπές τους. Αντίθετα, μάλιστα, οι κομμουνιστές, αν και διακήρυσσαν μέσα από γεγονότα που έχουν επιχειρηματολογική και αποδεικτική ισχύ ότι οι προλετάριοι ήταν προορισμένοι να αποτελέσουν το νεκροθάφτη της αστικής τάξης, σ’ αυτήν όμως την τελευταία απέδιδαν σεβασμό σαν σε πρωταίτια μιας κοινωνικής μορφής που είναι σε έκταση και ένταση αξιόλογο στάδιο της ανθρώπινης προόδου, και που μόνη μπορεί να αποτελέσει το πεδίο νέων αγώνων που υπόσχονται ευτυχή έκβαση στο προλεταριάτο. Νεκρολογία τόσο μνημειώδης δεν έχει ποτέ άλλοτε γραφτεί. Αυτά τα εγκώμια στην αστική τάξη είχαν μια ορισμένη πρωτότυπη μορφή τραγικής γελοιοποίησης, αλλά μερικοί νόμισαν πώς ήταν γραμμένα σε διθυραμβικό τόνο.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι αρνητικοί και αντιθετικοί τούτοι ορισμοί των άλλων μορφών σοσιαλισμού που κυκλοφορούσαν τότε και αργότερα, και μέχρι σήμερα συχνά συναντιώνται, όσο κι αν είναι άμεμπτοι στην ουσία, στη μορφή και το σκοπό που βάζουν, ούτε προτίθενται να είναι ούτε και είναι η πραγματική ιστορία του σοσιαλισμού και δεν εκφράζουν ούτε τα ιδιαίτερα ίχνη ούτε το γενικό σχήμα της αν κάποιος θέλει να την γράψει. Η ιστορία, στην πραγματικότητα, δεν στηρίζεται πάνω στη διαφορά αληθινού και ψευδούς, ορθού και λάθους, και πολύ λιγότερο πάνω στην πιο αφηρημένη αντίθεση δυνατού και πραγματικού, σαν τα πράγματα να ήταν από τη μια μεριά και να είχαν από την άλλη μεριά τις σκιές και τα φαντάσματα τους στις ιδέες. Είναι πάντα ακέραιη και στηρίζεται ολόκληρη στη διαδικασία σχηματισμού και μετασχηματισμού της κοινωνίας: πράγμα που πρέπει να νοηθεί αντικειμενικά και ανεξάρτητα από κάθε δική μας ευαρέσκεια ή δυσαρέσκεια. Αυτή είναι μια ειδικού τύπου δυναμική, αν έτσι πάει στους Θετικιστές, που τόσο αρέσκονται σ’ αυτές τις εκφράσεις, και συχνά δεν κάνουν ούτε βήμα παραπέρα από τη νέα λέξη που βάζουν σε κυκλοφορία. Έτσι, οι διάφορες μορφές σοσιαλιστικής αντίληψης και δράσης που εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν στη διάρκεια των αιώνων, με τόσες διαφορές στα κίνητρα, τη φυσιογνωμία και τα αποτελέσματα, μελετιώνται και εξηγούνται όλες από τις σύνθετες και ειδικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής μέσα από την οποία παράχθηκαν. Εξετάζοντάς τες βλέπουμε πώς δεν αποτελούν το ενιαίο σύνολο μιας συνεχούς διαδικασίας γιατί η σειρά έχει πολλές φορές διακοπεί από τις μεταβολές του κοινωνικού συνόλου και τη συσκότιση και το σπάσιμο της παράδοσης. Μόνο από την εποχή της Μεγάλης Επανάστασης και μετά ο σοσιαλισμός έχει να επιδείξει μια ορισμένη ενότητα διαδικασίας, που γίνεται πιο φανερή από το 1830 και δω, με την οριστική άνοδο της αστικής τάξης στην πολιτική εξουσία στη Γαλλία και Αγγλία, και γίνεται τελικά αισθητή και, θα έλεγα, χειροπιαστή από τη Διεθνή και ύστερα. Σ’ αυτό το δρόμο, σ’ αυτή την πορεία βρίσκεται σαν μεγάλος χιλιομετρικός δείκτης το Μανιφέστο, με διπλή ένδειξη, θα έλεγα, κι απ’ τις δυο μεριές. Απ’ τη μια βρίσκεται η Βίβλος της νέας θεωρίας, που έκανε κατόπιν το γύρο του κόσμου. Απ’ την άλλη υπάρχει ο προσανατολισμός για τις μορφές που αποκλείει, για τις όποιες όμως δεν παραθέτει πλήρη έκθεση η ανάλυση[4].
Το νεύρο, η ουσία, ο αποφασιστικός χαρακτήρας αυτού του γραφτού βρίσκονται ολοκληρωτικά στη νέα ιστορική αντίληψη που υπάρχει στο βάθος, και που αυτό το ίδιο ενμέρει διακηρύσσει και αναπτύσσει, όταν δεν αναφέρεται και δεν παραπέμπει σ’ αυτήν, ή έστω δεν την προϋποθέτει. Χάρη στην αντίληψη αυτή ο κομμουνισμός παύοντας να είναι ελπίδα, προσδοκία, θύμηση, υπόθεση ή τέχνασμα, έβρισκε για πρώτη φορά την κατάλληλη έκφρασή του στη συνείδηση της αναγκαιότητας του· δηλαδή στη συνείδηση τού ότι είναι η έκβαση και η λύση των σημερινών ταξικών αγώνων. Αυτοί δεν είναι οι αγώνες κάθε τόπου και χρόνου, πάνω στους οποίους η ιστορία του παρελθόντος ασκήθηκε και αναπτύχθηκε· αλλά είναι, αντίθετα, οι αγώνες εκείνοι που συγκεκριμενοποιούνται και ανάγονται πρωταρχικά στην πάλη μεταξύ καπιταλιστικής αστικής τάξης και μοιραία προλεταριοποιημένων εργαζόμενων. Το Μανιφέστο βρίσκει τη γένεση αυτής της πάλης, προσδιορίζει το ρυθμό της εξέλιξης και προβλέπει το τελικό της αποτέλεσμα.
Σ’ αυτή την ιστορική αντίληψη βρίσκεται ολόκληρη η θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού. Απ’ το σημείο αυτό και μετά οι θεωρητικοί αντίπαλοι του σοσιαλισμού δεν καλούνται να συζητήσουν για την αφηρημένη δυνατότητα της δημοκρατικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής[5] σαν να κρινόταν αυτό από τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τα γενικά και κοινότατα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Θα πρέπει, αντίθετα, να αναγνωρίσουν ή να μην αναγνωρίσουν στην παρούσα πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων μια αναγκαιότητα, η οποία ξεπερνά κάθε συμπάθεια και κάθε υποκειμενική τους έγκριση. Βρίσκεται ή όχι η σημερινή κοινωνία στις πιο προηγμένες χώρες στο σημείο να πρέπει να φτάσει στον κομμουνισμό χάρη στους σύμφυτους στο γίγνεσθαί της νόμους, δεδομένης της σημερινής οικονομικής δομής και δεδομένων των συγκρούσεων που αυτή η ίδια μέσα της παράγει αναγκαστικά, ωσότου κατάρρευση και διαλυθεί; Να το σημείο διαφωνίας από τότε που εμφανίστηκε η θεωρία αύτη. Και να μαζί ο κανόνας συμπεριφοράς που επιβάλλεται στη δράση των σοσιαλιστικών κομμάτων, είτε αυτά αποτελούνται μόνο από προλετάριους είτε περιλαμβάνουν στις γραμμές τους και ανθρώπους που έχουν βγει από άλλες τάξεις και που παίζουν το ρόλο εθελοντών στο στρατό του προλεταριάτου.
Γι’ αυτό, εμείς οι σοσιαλιστές που ευχαρίστως αφήνουμε να μας αποκαλούν επιστημονικούς, αν οι άλλοι δεν προτίθενται με τον τρόπο αυτό να μας συγχέουν με τους Θετικιστές, φιλοξενούμενούς μας συχνά όχι όμως πάντοτε και καλοδεχούμενους που στο βαθμό που μπορούν μονοπωλούν το όνομα της επιστήμης, δεν σκοτωνόμαστε να υποστηρίξουμε μια αφηρημένη και γενικόλογη θέση σαν να είμασταν δικολάβοι ή σοφιστές· ούτε και αγωνιζόμαστε με μανία να αποδείξουμε την ορθολογικότητα των προθέσεων μας. Οι προθέσεις μας δεν είναι παρά η θεωρητική έκφραση και πρακτική εξήγηση των δεδομένων που μας προσφέρει η ερμηνεία της διαδικασίας που συντελείται μέσα από μας και γύρω μας· και όλα αυτά βρίσκονται μέσα στις αντικειμενικές σχέσεις της κοινωνικής ζωής, της οποίας είμαστε υποκείμενο και αντικείμενο, αίτια και αποτέλεσμα, όρος και μέρος. Οι προθέσεις μας είναι λογικές, όχι γιατί βασίζονται σε επιχειρήματα του σκεπτόμενου λόγου, αλλά γιατί συνάγονται από την αντικειμενική παρατήρηση των πραγμάτων· δηλαδή, σαν να λέμε, από την αποσαφήνιση της διαδικασίας τους, που δεν είναι ούτε και μπορεί να είναι αποτέλεσμα της δικής μας θέλησης, αντίθετα η θέλησή μας κερδίζει και δεσμεύει.
Το Μανιφέστο των Κομμουνιστών το οποίο, μέσα από την ειδική του επάρκεια, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανένα απ’ τα προηγούμενα ή μετέπειτα γραφτά των ίδιων των συγγραφέων του, που σε έκταση και επιστημονική συνέπεια είναι πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας, μας δίνει με την κλασική του απλότητα τη γνήσια έκφραση αυτής της κατάστασης: το σύγχρονο προλεταριάτο υπάρχει, τοποθετείται, μεγαλώνει και αναπτύσσεται στη σύγχρονη ιστορία σαν το συγκεκριμένο υποκείμενο, σαν η θετική δύναμη, από τη δράση της οποίας, κατανάγκη επαναστατική, θα πρέπει οπωσδήποτε να ανακύψει ο κομμουνισμός.
Και για τούτο το λόγο το γραφτό αυτό χάρη στο γεγονός ότι διατυπώνεται σαν πρόβλεψη θεωρητικά θεμελιωμένη που εκφράζεται σε σύντομες, ταχείες, διεισδυτικές και αξιομνημόνευτες ρήσεις αποτελεί τη συλλογή, και μάλιστα θα έλεγα το ανεξάντλητο φυτώριο σπερμάτων σκέψης, που ο αναγνώστης μπορεί σε άπειρη έκταση να γονιμοποιεί και να πολλαπλασιάζει· έτσι διατηρεί την πρωτότυπη και πρωταρχική δύναμη του πράγματος που μόλις γεννήθηκε, και δεν έχει ακόμη ξεκόψει και αποσπαστεί από το πεδίο παραγωγής του. Η παρατήρηση αυτή που στρέφεται κυρίως σε κείνους που κάνοντας ομολογία σοφής άγνοιας, όταν δεν είναι κυριολεκτικά φανφαρόνοι, τσαρλατάνοι ή εύχαροι φίλαθλοι, χαρίζουν στη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού προάγγελους, προστάτες, σύμμαχους και δασκάλους κάθε είδους προσβάλλοντας τον κοινό νου και τη λογική της εποχής μας. Ή, ακόμη, κλείνουν την υλιστική μας θεωρία της ιστορίας μέσα στην αντίληψη της καθολικής εξέλιξης, το περισσότερο φανταστικής και πολύ γενικόλογης, που από πολλούς έχει καταντήσει νέα μεταφορά μεταφυσικής νουβέλας· ή αναζητούν στη θεωρία αυτή το παράγωγο του δαρβινισμού, που μόνο μ’ ένα ορισμένο τρόπο, αλλά με πλατιά έννοια, αποτελεί γι’ αυτήν αναλογική περίπτωση· ή ευνοούν τη συμμαχία και κυριαρχία εκείνης της θετικιστικής φιλοσοφίας η οποία ανατρέχει στον Κοντ, αντιδραστικό εκφυλιστή του ιδιοφυούς Σεν-Σιμόν, ως τον Σπένσερ, πεμπτουσία αναιμικά αναρχικού αστισμού: πράγμα που σημαίνει ότι μας προσφέρουν σαν σύμμαχους και προστάτες τούς διακηρυγμένους και αποφασιστικούς αντιπάλους μας.
Αυτή η γονιμοποιητική δύναμη, αυτή η κλασική αποτελεσματικότητα, αυτή η σύνοψη σύνθεσης πολλών σειρών και ομάδων σκέψης σε ένα γραφτό τόσο λίγων σελίδων[6] οφείλονται στην προέλευση του.
Συγγραφείς του ήταν δυο γερμανοί, αλλά δεν του έδοσαν ούτε την ουσία ούτε τη μορφή προσωπικών απόψεων που εκείνη την εποχή ήταν συνήθως η κατάρα, η αντιδικία και η μνησικακία στα στόματα των πολιτικών προσφύγων ή όσων, όπως ήταν και η δική τους περίπτωση, εγκατέλειπαν με τη θέληση τους την πατρίδα τους για ν’ αναπνεύσουν αλλού αέρα πιο καθαρό. Ούτε και παρενέβαλαν άμεσα την εικόνα των συνθηκών της χώρας τους που ήταν άθλιες πολιτικά και μπορούσαν να συγκριθούν κοινωνικά και οικονομικά, μόνο από μερικές πρώτες πλευρές και μόνο σε ορισμένα σημεία της επικράτειας με τις συνθήκες που στη Γαλλία και την Αγγλία ήταν και φαίνονταν σύγχρονες. Αντίθετα, έδοσαν τη φιλοσοφική σκέψη, την οποία μόνο η πατρίδα τους είχε κατακτήσει και διατηρήσει στο ύψος της σύγχρονης ιστορίας· τη φιλοσοφική εκείνη σκέψη που ακριβώς στο πρόσωπο τους έβρισκε, την εποχή εκείνη, αξιοσημείωτες αλλαγές χάρη στις όποιες ο υλισμός, που ο Φόιερμπαχ είχε ήδη ανανεώσει, σε συνδυασμό με τη διαλεκτική, γινόταν ικανός να αγκαλιάσει και να περιλάβει την κίνηση της ιστορίας στις εσώτερές της αιτίες, που είχαν ως τότε μείνει αδιερεύνητες, λανθάνουσες και δύσκολα μπορούσαν να απεμπλακούν. Κομμουνιστές κι οι δυο κι επαναστάτες, αλλά όχι από απλό ένστικτο, ούτε από παρόρμηση μόνο ή πάθος, είχαν σχεδόν επεξεργαστεί μια ολόκληρη καινούργια κριτική της οικονομικής επιστήμης και είχαν συλλάβει το δεσμό και την ιστορική σημασία του προλεταριακού κινήματος και από τις δυο πλευρές του νομίσματος, δηλαδή τη Γαλλία και την Αγγλία, πριν ακόμη κληθούν να υπαγορεύσουν, στο Μανιφέστο, το πρόγραμμα και τη θεωρία της Λίγκας των Κομμουνιστών.
Η τελευταία αυτή, έχοντας έδρα το Λονδίνο και με αξιόλογες διακλαδώσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη, είχε πίσω της μεγάλο διάστημα ζωής και ανάπτυξης, μέσα από διάφορες φάσεις. Από τους δυο, ο Έγκελς, συγγραφέας από καιρό κιόλας ενός κριτικού δοκιμίου, που περνώντας πάνω από κάθε υποκειμενική και μονομερή μομφή, βγάζει για πρώτη φορά αντικειμενικά την κριτική της πολιτικής οικονομίας από τις σύμφυτες στις διατυπώσεις και τις έννοιες της ίδιας της οικονομίας αντιθέσεις, ήταν επίσης γνωστός για ένα βιβλίο του πάνω στην κατάσταση των άγγλων εργατών, που αποτελεί την πρώτη πετυχημένη απόπειρα να παρουσιαστούν τα κινήματα της εργατικής τάξης σαν προερχόμενα από το ίδιο το παιχνίδι των δυνάμεων και των μέσων παραγωγής[7]. Ο άλλος, ο Μαρξ, είχε πίσω του, μέσα σε ένα διάστημα λίγων χρόνων, την εμπειρία του ριζοσπάστη δημοσιογράφου στη Γερμανία και επίσης στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες, την σχεδόν ώριμη ανακάλυψη των πρώτων στοιχείων της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, τη νικηφόρα θεωρητικά κριτική των προϋποθέσεων και συμπερασμάτων της θεωρίας του Προυντόν, και την πρώτη ακριβολόγα αποσαφήνιση της προέλευσης της υπεραξίας από την αγορά και τη χρήση της εργασιακής δύναμης, δηλαδή το πρώτο σπέρμα των αντιλήψεων που βρήκαν αργότερα την ωριμότητα των αποδείξεων, διασυνδέσεων και λεπτομερειών στο Κεφάλαιο. Οι δυο αυτοί, μέσα από πολλούς και ποικίλους δρόμους επικοινωνίας με τους επαναστάτες των διαφόρων χωρών της Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αγγλίας, δεν έγραψαν το Μανιφέστο σαν δοκίμιο που περιείχε προσωπικές απόψεις αλλά, αντίθετα, σαν θεωρία ενός κόμματος που στα στενά του πλαίσια ήταν κιόλας στην ψυχή, στις προθέσεις και στην πράξη η πρώτη Διεθνής των Εργαζομένων.
Από δω αρχίζει ο στενά σύγχρονος σοσιαλισμός. Εδώ βρίσκεται η γραμμή που τον διακρίνει από όλα τα υπόλοιπα.
Η Λίγκα των Κομμουνιστών έγινε τέτοια αφού πρώτα πέρασε από το στάδιο της Λίγκας των Δικαίων· κι αυτή η τελευταία είχε με τη σειρά της βαθμιαία βγει από τη γενική λίγκα των προσφύγων, δηλαδή των εξόριστων, χάρη σε μια καθαρή συνείδηση προλεταριακών προθέσεων. Σαν τύπος, που φέρνει μέσα του σχεδόν σε εμβρυώδη κατάσταση τη μορφή κάθε παραπέρα σοσιαλιστικού και προλεταριακού κινήματος, είχε περάσει τις διάφορες φάσεις συνωμοσίας και εξισωτικού σοσιαλισμού. Είχε κάνει μεταφυσική με το Γκριν και ουτοπία με το Βάιτλιγκ. Έχοντας τη βασική της έδρα στο Λονδίνο, είχε εξοικειωθεί, επιδρώντας και κατά ένα μέρος πάνω του, με το κίνημα των Χαρτιστών· το όποιο συνόψιζε μέσα από τον ασυνεχή, γιατί πρώτη φορά προσχεδιασμένο και πειραματικό, χαρακτήρα του τη σκληρή και επίπονη διαμόρφωση του αληθινού κόμματος της προλεταριακής πολιτικής, που δεν αποτελούσε πια συνωμοτική και κλειστή ομάδα. Η σοσιαλιστική τάση δεν φτάνει στην ωριμότητά της με το Χαρτισμό παρά μόνο όταν το κίνημα αυτό άρχισε να ναυαγεί, και πραγματικά ναυάγησε (αξέχαστοι εσείς, Τζόουνς και Χάρνεϊ!). Η Λίγκα οσφραινόταν παντού επανάσταση και γιατί το πράγμα κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα και γιατί το ένστικτό της και η μέθοδος των πληροφοριών της την οδηγούσε σ’ αυτό: και, ενώ η επανάσταση ξεσπούσε πραγματικά, αυτή έδινε με τη νέα θεωρία του Μανιφέστου ένα εργαλείο προσανατολισμού που αποτελούσε ταυτόχρονα και όπλο πάλης. Εκ των πραγμάτων διεθνής, ενμέρει χάρη στην ποιότητα και την ποικίλη καταγωγή των μελών της, αλλά ακόμη περισσότερο χάρη στο ένστικτο και την έφεση που είχαν όλοι τους, έφτασε να πάρει θέση στο γενικότερο κίνημα της πολιτικής ζωής σαν ξεκάθαρος και ακριβής προάγγελος αυτού που ονομάζεται εύλογα τώρα πια σύγχρονος σοσιαλισμός· με την έννοια ότι αυτή η λέξη σύγχρονος δεν εκφράζει μια απλά εξωτερική χρονολογία αλλά, αντίθετα, ένα δείκτη εσωτερικής διαδικασίας της κοινωνίας, δηλαδή μορφολογικό.
Ένα μακρόχρονο διάλειμμα από το 1852 ως το 1864, που ήταν η περίοδος της πολιτικής αντίδρασης καθώς επίσης και της εξαφάνισης, διάλυσης και απορρόφησης των παλαιών σοσιαλιστικών σχολών, χωρίζει την αρχική Διεθνή του Arbeiterbildungsverein [Μορφωτικός Εργατικός Σύλλογος] του Λονδίνου, από την κατεξοχήν Διεθνή, η οποία από τό 1864 μέχρι το 1873 προσπάθησε να συντονίσει μέσα σε συνθήκες πάλης τη δράση του προλεταριάτου στην Ευρώπη και την Αμερική. Άλλες διακοπές προέκυψαν για τη δράση του προλεταριάτου, κυρίως στη Γαλλία και λιγότερο στη Γερμανία, από τη διάλυση της ένδοξης Διεθνούς μέχρι τη νέα που τώρα ζει με άλλα μέσα και αναπτύσσεται με άλλους τρόπους, ανάλογα με την πολιτική κατάσταση και τις επιταγές μιας πλατύτερης και πιο ώριμης εμπειρίας. Αλλά, όπως όσοι επέζησαν, από κείνους που μεταξύ Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1847 συζήτησαν και δέχτηκαν τη νέα θεωρία, ξαναεμφανίστηκαν κατόπιν στη δημόσια σκηνή της μεγάλης Διεθνούς, καθώς επίσης ξαναεμφανίστηκαν και στη νέα, έτσι και το Μανιφέστο ξαναγύρισε σιγά σιγά στη σκηνή της δημοσιότητας, κάνοντας πραγματικά το γύρο εκείνο του κόσμου σε όλες τις γλώσσες των πολιτισμένων λαών που είχε υποσχεθεί αλλά δεν είχε μπορέσει να πραγματοποιήσει στην πρώτη του εμφάνιση.
Αυτό υπήρξε ο πραγματικός προάγγελος· αυτοί ήταν οι αληθινοί μας πρόδρομοι. Κινήθηκαν πριν από τους άλλους στην κατάλληλη στιγμή, με βήμα βιαστικό αλλά σίγουρο, στο δρόμο εκείνο ακριβώς που πρέπει κι εμείς να διανύσουμε, και που πραγματικά διανύουμε. Κακώς συγχέεται το όνομα των προδρόμων με κείνους που πήραν δρόμους που κατόπιν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν: δηλαδή με κείνους που, για να αφήσουμε και τη μεταφορά, διατύπωσαν θεωρίες και ξεκίνησαν κινήματα, χωρίς αμφιβολία ευεξήγητα για την εποχή και τις συνθήκες όπου γεννήθηκαν, αλλά που όλα ξεπεράστηκαν από τη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού, που είναι η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης. Δεν μπορεί να πει κανείς πως οι θεωρίες εκείνες και οι απόπειρες ήταν τυχαία φαινόμενα, ανώφελα και επιφανειακά. Δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτα παράλογο στην ιστορική πορεία των πραγμάτων, γιατί τίποτε δεν είναι αναίτιο και αρά καθαρά επιφανειακό. Ούτε εμείς μπορούμε να φτάσουμε τώρα στη συνείδηση του κριτικού κομμουνισμού χωρίς να περάσουμε νοητά από τις θεωρίες εκείνες, διατρέχοντας ξανά τη διαδικασία της εμφάνισης και εξαφάνισης τους. Γεγονός είναι ότι οι θεωρίες εκείνες δεν έχουν περάσει μόνο ως προς το χρόνο ή τη μνήμη, αλλά ξεπεράστηκαν απ’ τα μέσα, τόσο εξαιτίας των αλλαγμένων συνθηκών της κοινωνίας όσο και εξαιτίας της προόδου των νόμων στους οποίους βασίζεται η διαμόρφωση και η διαδικασία της.
Η στιγμή που επαληθεύεται αυτή η διαδικασία, που είναι ένα εσωτερικό ξεπέρασμα, είναι ακριβώς η στιγμή που εμφανίζεται το Μανιφέστο. Σαν πρώτος δείκτης της γένεσης του σύγχρονου σοσιαλισμού, αυτό το γραφτό, που δεν περιέχει από τη νέα θεωρία παρά μόνο τις πιο γενικές νύξεις, δηλαδή τις ευκολότερα ανακοινώσιμες, φέρνει μέσα του τα ίχνη του ιστορικού εδάφους στο όποιο γεννιέται, και που ήταν εκείνο της Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας. Το έδαφος της διάδοσης και επέκτασης έγινε κατόπιν σιγά σιγά ευρύτερο και είναι τώρα πια τόσο ευρύ όσο και ο πολιτισμένος κόσμος. Σε όλες τις χώρες, στις οποίες η τάση προς τον κομμουνισμό αναπτύχθηκε προοδευτικά μέσα από ανταγωνισμούς ποικίλης έκφρασης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου, αλλά που γίνονταν μέρα με τη μέρα ολοένα πιο ξεκάθαροι, ενμέρει ή στο σύνολό της επανέλαβε στη συνέχεια αρκετές φορές τη διαδικασία του πρώτου σχηματισμού. Τα προλεταριακά κόμματα, που σιγά-σιγά δημιουργήθηκαν, ξαναπέρασαν τα στάδια διαμόρφωσης που οι πρόδρομοι πρώτοι διέτρεξαν για πρώτη φορά: έτσι που αυτή η διαδικασία γινόταν από χώρα σε χώρα και από χρόνο σε χρόνο ολοένα συντομότερη τόσο χάρη στην αυξανόμενη σαφήνεια, ταχύτητα και ενεργητικότητα των ανταγωνισμών όσο και γιατί το να αφομοιώσει κανείς μια θεωρία ή μια κατεύθυνση, είναι φυσικά πιο εύκολο από το να τις παραγάγει για πρώτη φορά. Εκείνοι οι πρώτοι μας συνεργάτες πενήντα χρόνων πριν, ήταν κι απ’ αυτή επίσης την άποψη διεθνείς· γιατί έδοσαν στο προλεταριάτο των διαφόρων εθνών με το παράδειγμα και την εμπειρία τους το προδρομικό και γενικό βήμα της δουλειάς που έπρεπε να συντελεστεί.
Αλλά η θεωρητική συνείδηση του σοσιαλισμού βρίσκεται σήμερα, όπως και πριν, και όπως θα είναι και πάντα, στην κατανόηση της ιστορικής του αναγκαιότητας, δηλαδή στη γνώση του τρόπου της γένεσής του· και αυτή αντανακλάται σαν σε σύντομο πεδίο παρατήρησης και σαν σε συνοπτικό παράδειγμα στη διατύπωση ακριβώς του Μανιφέστου. Το ίδιο αυτό, εξαιτίας της προτροπής του για αγώνα, δεν φέρνει μέσα του φανερά τα ίχνη της προέλευσης του· γιατί εκφράζεται με την ουσία αξιωμάτων και όχι με το μηχανισμό αποδείξεων. Η απόδειξη περιέχεται ολόκληρη στην προστακτική της αναγκαιότητας. Αλλά η διατύπωση μπορεί να ξαναφτιαχτεί ολόκληρη απ’ την αρχή· και να ξαναφτιαχτεί σημαίνει τώρα για μας να κατανοήσουμε αληθινά τη θεωρία του Μανιφέστου.
Υπάρχει βέβαια μια ανάλυση, που διακρίνοντας αφηρημένα τους παράγοντες ενός οργανισμού τους καταστρέφει σαν ανταγωνιστικά στοιχεία στην ενότητα του συνόλου –αλλά υπάρχει και μια άλλη ανάλυση, κι αυτή μόνη έχει αξία για τη λογική της ιστορίας, και είναι εκείνη που διακρίνει και χωρίζει τα στοιχεία για να αναγνωρίσει μόνο την αντικειμενική αναγκαιότητα του ανταγωνισμού τους στο αποτέλεσμα. Τώρα πια έχει γίνει λαϊκή γνώμη ότι ο σύγχρονος σοσιαλισμός είναι φυσιολογικό και γι’ αυτό αναπόφευκτο αποτέλεσμα της σημερινής ιστορίας. Η πολιτική του δράση που δέχεται μάλιστα από δω και μπρος αργοπορίες και καθυστερήσεις, αλλά όχι πια ολική απορρόφηση και εκμηδένιση, άρχισε αποφασιστικά με τη Διεθνή. Πιο πίσω όμως απ’ αυτήν βρίσκεται το Μανιφέστο. Η θεωρία του είναι το κατεξοχήν θεωρητικό φως του προλεταριακού κινήματος· το οποίο, εξάλλου, είχε γεννηθεί και συνεχίζει να γεννιέται ανεξάρτητα από τη δράση κάθε θεωρίας. Και είναι και κάτι περισσότερο απ’ αυτό το φως. Ο κριτικός κομμουνισμός δεν ανακύπτει παρά τη στιγμή που το προλεταριακό κίνημα πέρα απ’ το ότι είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών έχει κιόλας τόση δύναμη μέσα του που καταλαβαίνει πώς αυτές οι συνθήκες μπορούν και να αλλάξουν και διαβλέπει με ποια μέσα και με ποια έννοια μπορούν να αλλάξουν. Δεν αρκούσε να είναι ο σοσιαλισμός αποτέλεσμα της ιστορίας· έπρεπε και να αντιληφθούμε πώς ήταν εσωτερικά το αποτέλεσμα αυτό και σε τί πράγμα οδηγούσε η δράση του. Η διατύπωση αυτής της συνείδησης, ότι δηλαδή το προλεταριάτο σαν αναγκαίο αποτέλεσμα της σύγχρονης κοινωνίας έχει την αποστολή να διαδεχτεί την αστική τάξη, και να την διαδεχτεί σαν δύναμη που παράγει μια νέα τάξη συμβίωσης, όπου οι ταξικές αντιθέσεις θα πρέπει να εξαφανιστούν, κάνει το Μανιφέστο χαρακτηριστικό στοιχείο της γενικής πορείας της ιστορίας. Είναι αποκαλυπτικό, αλλά όχι σαν θεία Αποκάλυψη ή θεία υπόσχεση. Είναι η επιστημονική και κατόπιν συλλογισμού αποκάλυψη της πορείας που διατρέχει η πολιτισμένη κοινωνία μας (η σκιά του Φουριέ ας είναι επιεικής μαζί μου)· η οποία αποκάλυψη, με τον τρόπο που εκφράζεται, παίρνει τον αποφασιστικό και θα έλεγα κεραυνοβόλο λόγο κάποιου που διατυπώνει στο γεγονός την αναγκαιότητα του ίδιου του γεγονότος.
Μ’ αυτό το μέτρο, το Μανιφέστο μας δίνει την εσωτερική ιστορία της προέλευσης του, που δικαιολογεί ταυτόχρονα τη θεωρία του και εξηγεί τη μοναδική εντύπωση και τη θαυμάσια αποτελεσματικότητα του. Χωρίς να χαθούμε σε λεπτομέρειες, να η σειρά και οι ομάδες στοιχείων που αν μαζευτούν και μετασχηματιστούν στη γρήγορη εκείνη και κατάλληλη σύνθεση, παρουσιάζονται σαν ο πυρήνας κάθε παραπέρα ανάπτυξης του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Το υλικό γι’ αυτό, άμεσα και αισθητά, δίνουν η Γαλλία, και η Αγγλία, που είχαν κιόλας ρίξει στην πολιτική σκηνή μετά το 1830 ένα εργατικό κίνημα το όποιο μερικές φορές συγχέεται και μερικές διακρίνεται από τα άλλα επαναστατικά κινήματα, φτάνει στα ακραία σημεία, από την ενστικτώδη εξέγερση ως το πρακτικό πρόγραμμα του πολιτικού κόμματος (λ.χ. η Χάρτα, και η κοινωνική δημοκρατία], και γεννά διάφορες πρόσκαιρες και εφήμερες μορφές κομμουνισμού ή μισο-κομμουνισμού, όπως ήταν εκείνο που τότε αποκαλούσαν σοσιαλισμό.
Για να φανεί σ’ αυτά τα κινήματα όχι πια η φευγαλέα εμφάνιση μετεωρολογικών διαταραχών αλλά το νέο γεγονός της κοινωνίας, χρειαζόταν μια θεωρία που δεν θα ήταν ούτε απλό συμπλήρωμα της δημοκρατικής παράδοσης, ούτε η υποκειμενική διόρθωση των αναγνωρισμένων τώρα πια μειονεκτημάτων του ανταγωνισμού: δυο πράγματα, τα όποια περνούσαν τότε, όπως είναι γνωστό, απ’ το μυαλό και το στόμα πολλών. Η νέα θεωρία ήταν, ακριβώς, το προσωπικό έργο του Μαρξ και του Έγκελς οι οποίοι με τη θεωρία των αντιθέσεων μετέτρεψαν την έννοια του ιστορικού γίγνεσθαι από αφηρημένη μορφή, που η διαλεκτική του Χέγκελ είχε στο αποκορύφωμα και τις γενικότατες πλευρές της παρουσιάσει, σε συγκεκριμένη εξήγηση των ταξικών αγώνων· και κατανόησαν εκείνο το ιστορικό κίνημα, που είχε φανεί σαν το πέρασμα από μια μορφή ιδεών σε μια άλλη, για πρώτη φορά σαν μετάβαση από μια μορφή της βασικής κοινωνικής ανατομίας σε μια άλλη, δηλαδή από μια μορφή της οικονομικής παραγωγής σε μια άλλη.
Αυτή η ιστορική αντίληψη, υψώνοντας σε θεωρία την ανάγκη της νέας κοινωνικής επανάστασης, που ήταν λίγο πολύ ρητή στην ενστικτώδη συνείδηση του προλεταριάτου και φαινόταν στα παθιασμένα και αυθόρμητα κινήματά του, άλλαζε την ίδια την έννοια της επανάστασης αναγνωρίζοντας την εσωτερική και σύμφυτη αναγκαιότητά της. Αυτό που είχε φανεί δυνατό στις μικρές ομάδες των συνωμοτών, σαν κάτι που μπορούσε να το επιδιώκει κανείς προγραμματισμένα και να το προδιαθέτει κατά τη θέληση του, γινόταν μια διαδικασία που έπρεπε να υποστηριχτεί, να βοηθηθεί και να υποβασταχθεί. Η επανάσταση γινόταν ο στόχος μιας πολιτικής, που οι όροι της υπαγορεύονται από τη σύνθετη κατάσταση της κοινωνίας: δηλαδή ένα αποτέλεσμα, στο όποιο το προλεταριάτο πρέπει να φτάσει μέσα από ποικίλους αγώνες και διάφορα μέσα οργάνωσης, που η παλιά τακτική των εξεγέρσεων δεν είχε ακόμη επινοήσει. Κι αυτό γιατί το προλεταριάτο δεν είναι παράρτημα, σοφιστεία, απόφυση ή ένα κακό αυτής της κοινωνίας στην οποία ζούμε και που μπορεί να εξαλειφθεί· αλλά είναι το υπόστρωμά της, ο ουσιώδης όρος της, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της και, με τη σειρά του, η αιτία που κρατάει και διατηρεί στη ζωή την ίδια την κοινωνία: έτσι, δεν μπορεί να χειραφετηθεί παρά μόνο χειραφετώντας όλα και όλους, δηλαδή επαναστατικοποιώντας ολοκληρωμένα τη μορφή της παραγωγής.
Όπως η Λίγκα των Δικαίων είχε γίνει Λίγκα των Κομμουνιστών, αποβάλλοντας τις συμβολικές και συνωμοτικές μορφές και στρεφόμενη βαθμιαία προς τα μέσα της προπαγάνδας και της πολιτικής δράσης, λίγο καιρό μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Μπαρμπίς και του Μπλανκί (1839), έτσι και η νέα θεωρία που η Λίγκα η ίδια αποδεχόταν και υιοθετούσε ξεπέρασε οριστικά τις ιδέες που οδηγούσαν τη συνωμοτική δράση της και μετέτρεψε σε αντικειμενικό όρο και αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αυτό που οι συνωμότες πίστευαν ότι βρίσκεται στην αιχμή των σχεδίων τους ή ότι μπορούσε να είναι η εκπόρευση και η διοχέτευση του ηρωισμού τους.
Και σ’ αυτό βρίσκεται μια άλλη ανιούσα γραμμή στην τάξη των γεγονότων, μια άλλη σύνδεση εννοιών και θεωριών. Ο συνωμοτικός κομμουνισμός, ο μπλανκισμός της εποχής, μάς οδηγεί σε μια αναδρομή μέσα από τους Μπουοναρότι, και ενμέρει μέσα από το Μπαζάρ και τους Καρμπονάρους, μέχρι στο τέλος τέλος τη συνωμοσία του Μπαμπέφ· ο όποιος ήταν αληθινός ήρωας αρχαίας τραγωδίας, που προσέκρουσε στο πεπρωμένο εξαιτίας τού ότι αγνοούσε πως το σχέδιο του ερχόταν σε αντίφαση με τις οικονομικές συνθήκες της εποχής, που δεν ήταν ακόμη σε θέση να εισαγάγουν στην πολιτική σκηνή ένα προλεταριάτο εφοδιασμένο με καθαρή ταξική συνείδηση. Από τον Μπαμπέφ, μέσα από μερικά στοιχεία λιγότερο γνωστά της γιακωβίνικης περιόδου, και μετά το Μπουασέλ και το Φοσέ φτάνουμε στον διαισθητικό Μορέλι και τον ευμετάβολο και ιδιοφυή Μάμπλι και, αν θέλετε, ως τη χαοτική διαθήκη του εφημέριου Μεσλιέ, εξέγερση ενστικτώδη και βίαιη της λογικής κατά της άγριας καταπίεσης του φτωχού χωρικού.
Οι πρόδρομοι αυτοί του βίαιου, διαμαρτυρόμενου, συνωμοτικού σοσιαλισμού ήταν όλοι εξισωτιστές· όπως εξισωτιστές ήταν στο μεγαλύτερο μέρος κι οι ίδιοι οι συνωμότες. Χάρη σ’ ένα μοναδικό, αλλά αναπόφευκτο λάθος, όλοι αυτοί ανέλαβαν σαν όπλο μάχης, αλλά ερμηνεύοντάς το και γενικεύοντάς το ανάποδα, την ίδια εκείνη θεωρία της ισότητας που καθώς αναπτύχθηκε σαν φυσικό δίκαιο παράλληλα με το σχηματισμό της οικονομικής θεωρίας, είχε γίνει όργανο στα χέρια της αστικής τάξης που κατακτούσε σιγά σιγά τη σημερινή της θέση, για να μετατρέψει την κοινωνία των προνομίων σε φιλελεύθερη, κοινωνία του φιλελευθερισμού και του Αστικού Κώδικα[8]. Μ’ αυτό το άμεσο συμπέρασμα, που ήταν στο βάθος απλή αυταπάτη, ότι δηλαδή μια και όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι από τη Φύση, πρέπει να είναι και όλοι ίσοι στις απολαύσεις, γινόταν πιστευτό πως η έκκληση στο λόγο έκλεινε μέσα της κάθε στοιχείο και δύναμη πειθούς και προπαγάνδας και πως η γρήγορη, αυτόματη και βίαιη κατοχή των εξωτερικών οργάνων της πολιτικής εξουσίας ήταν το μόνο μέσο για να μπουν στη θέση τους οι ανυπότακτοι.
Αλλά από πού γεννήθηκαν και πώς διατηρούνται οι ανισότητες αυτές που φαίνονται τόσο παράλογες στο φως μιας τόσο απλής και απλοποιητικής έννοιας της δικαιοσύνης; Το Μανιφέστο εμφανίστηκε σαν η αποφασιστική άρνηση της αρχής της ισότητας, που είχε κατανοηθεί τόσο απλοϊκά και τόσο χοντροκομμένα. Τη στιγμή που διακηρύσσει σαν αναπόφευκτη την κατάργηση των τάξεων στη μελλοντική μορφή της συλλογικής παραγωγής, εξηγεί και την κατάργηση αυτών των ίδιων των τάξεων όπως είναι, όπως δημιουργήθηκαν και όπως έγιναν, σαν ένα γεγονός που δεν αποτελεί εξαίρεση ή παραβίαση μιας αφηρημένης αρχής, αλλά την ίδια τη διαδικασία της ιστορίας.
Όπως το σύγχρονο προλεταριάτο προϋποθέτει την αστική τάξη, έτσι κι αυτή δεν ζει χωρίς εκείνο. Και οι δυο είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας σχηματισμού που βασίζεται ολόκληρη στον τρόπο της οικονομικής παραγωγής. Η αστική κοινωνία ξεπήδησε από την κορπορατιβιστική και φεουδαρχική κοινωνία, και ξεπήδησε πολεμώντας και επαναστατικοποιώντας αυτό που είχε μπροστά της, για να κατακτήσει τα εργαλεία και τα μέσα της παραγωγής, τα όποια κορυφώνονται στο σχηματισμό, την διεύρυνση, την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου. Περιγράφοντας την προέλευση και την πρόοδο της αστικής τάξης στις διάφορες φάσεις της, εκθέτοντας τις επιτυχίες της στην κολοσσιαία ανάπτυξη της τεχνικής και στην κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς, δείχνοντας τους συνακόλουθους πολιτικούς μετασχηματισμούς, που είναι η έκφραση, τα εμπόδια και το αποτέλεσμα αυτών των κατακτήσεων, κάνει κανείς ταυτόχρονα την ιστορία του προλεταριάτου. Αυτό το τελευταίο, στις σημερινές του συνθήκες, είναι σύμφυτο στην εποχή της αστικής κοινωνίας· και είχε, έχει και θα έχει τόσες και τόσες φάσεις, όσες έχει κι αυτή η ίδια η κοινωνία, ως τη διάλυση της. Η αντίθεση πλούσιων και φτωχών, καλοπερασάκηδων και ταλαιπωρημένων, καταπιεστών και καταπιεσμένων, δεν είναι κάτι το τυχαίο που αλλάζει εύκολα, όπως είχε φανεί στους ενθουσιώδεις λάτρεις της δικαιοσύνης. Αντίθετα, είναι ένα γεγονός αναγκαίου συσχετισμού, δεδομένης της κατευθυντήριας γραμμής της σημερινής μορφής της παραγωγής· πράγμα που εμφανίζεται στην αναγκαιότητα του μισθωτού. Η αναγκαιότητα αυτή είναι καθαυτή διπλή. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί την παραγωγή παρά μόνο με τον ορό να προλεταριοποιεί και δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, να είναι καρποφόρο, να συσσωρεύεται, να πολλαπλασιάζεται και να μετασχηματίζεται, παρά μόνο με τον όρο να κάνει μισθωτούς τους προλεταριοποιημένους. Και αυτοί, με τη σειρά τους, δεν μπορούν να υπάρχουν και να ανανεώνονται παρά μόνο με τον όρο να δίνονται με αμοιβή, σαν εργασιακή δύναμη, που η χρήση της έχει εγκαταλειφθεί στη διάκριση, δηλαδή τα συμφέροντα των κατόχων του κεφαλαίου. Η αρμονία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας βρίσκεται ολόκληρη στο ότι η εργασία είναι η ζωντανή δύναμη με την οποία οι προλετάριοι θέτουν συνεχώς σε κίνηση και αναπαράγουν, με νέα προσθήκη, την εργασία που είναι συσσωρευμένη στο κεφάλαιο. Αυτός ο δεσμός, αποτέλεσμα μιας ανάπτυξης που είναι ολόκληρη η εσωτερική ουσία της σύγχρονης ιστορίας, αν δίνει το κλειδί για να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη λογική της νέας ταξικής πάλης, της οποίας η κομμουνιστική αντίληψη έγινε επίκουρος και έκφραση, από την άλλη μεριά είναι έτσι φτιαγμένος που καμιά διαμαρτυρία της καρδιάς ή του συναισθήματος, καμιά επιχειρηματολογία δικαιοσύνης δεν μπορεί να τον λύσει ή να τον καταστρέψει.
Γι’ αυτούς τους λόγους, που παρέθεσα εδώ, και που απ’ όσο ξέρω διαθέτουν αρκετή δημοτικότητα, ο εξισωτικός κομμουνισμός έμενε χτυπημένος. Η πρακτική του σημασία ήταν ένα και το αυτό με τη θεωρητική του ανικανότητα να υπολογίσει τις αίτιες των αδικιών, δηλαδή των ανισοτήτων, που ήθελε, θαρραλέα ή χωρίς σκέψη, να ισοπεδώσει ή να εξαλείψει μεμιάς.
Απ’ το σημείο αυτό και μετά η κύρια φροντίδα των θεωρητικών του κομμουνισμού ήταν να κατανοήσουν την ιστορία. Και πώς θα ήταν δυνατό έπειτα να αντιπαρατεθεί στη σκληρή της πραγματικότητα, εννοώ της ιστορίας, ένα θελκτικό, τελειότατο έστω ιδεώδες; Ούτε μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ο κομμουνισμός είναι η φυσική και αναγκαία κατάσταση της ανθρώπινης ζωής, κάθε εποχής και τόπου, απέναντι στην οποία ολόκληρη η πορεία των ιστορικών παραμορφώσεων πρέπει να εμφανίζεται σαν μια σειρά παρεκκλίσεις και πλάνες. Ούτε φτάνει κανείς σ’ αυτό ή γυρνά, με σπαρτιατική αυταπάρνηση ή χριστιανική καρτερία. Μπορεί να είναι, μάλιστα πρέπει να είναι και θα είναι, η συνέπεια της διάλυσης της καπιταλιστικής μας κοινωνίας. Αλλά η διάλυση δεν μπορεί να μπολιαστεί σ’ αυτήν τεχνητά, ούτε να εισαχθεί ab extra. Θα διαλυθεί κάτω από το βάρος της, θα έλεγε ο Μακιαβέλι. Θα καταπέσει σαν παραγωγική μορφή, που γεννάει μέσα της από μόνη της τη διαρκή και προοδευτική εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων κατά των σχέσεων (νομικών και πολιτικών) της παραγωγής· και στο μεταξύ δεν συνεχίζει να ζει, όσο ζει και θα ζει, παρά μόνο αυξάνοντας με τον ανταγωνισμό, που γεννά την κρίση, και με την ιλιγγιώδη επέκταση της σφαίρας δράσης της, τους εσωτερικούς όρους του αναπόφευκτου θανάτου της. Ο θάνατος κι εδώ, στην κοινωνική μορφή, όπως συνέβη και σε άλλο κλάδο της επιστήμης με το φυσικό θάνατο, γίνεται φυσιολογική περίπτωση.
Το Μανιφέστο δεν έδοσε, ούτε όφειλε να δόσει, το σχέδιο της μελλοντικής κοινωνίας. Είπε μόνο με ποιον τρόπο το παρόν θα διαλυθεί μέσα από την προοδευτική δυναμική των ίδιων των δικών του δυνάμεων. Για να γίνει αυτό κατανοητό χρειαζόταν κυρίως η έκθεση της ανάπτυξης της αστικής τάξης· αύτη έγινε μέσα από σύντομες παρατηρήσεις, που αποτελούν παραδειγματικό κεφάλαιο φιλοσοφίας της ιστορίας, άξιο ίσως για διορθώσεις και συμπληρώματα, και κυρίως για πλατιά ανάπτυξη, αλλά που δεν επιδέχεται διόρθωση στην ουσία του[9].
Ο Σεν-Σιμόν και ο Φουριέ χωρίς να αναπαράγονται στο περιεχόμενο των ιδεών τους ούτε να γίνονται αντικείμενο μίμησης οι πραγματείες τους, παρέμεναν μέσα απ’ αύτη τη θεωρητική ανύψωση δικαιωμένοι και επαληθευμένοι. Ιδεολόγοι και οι δυο είχαν προηγηθεί με μοναδική οξυδέρκεια και ξεπεράσει απ’ τα μέσα της την εποχή του φιλελευθερισμού, που κορυφωνόταν στον ορίζοντά τους με τη Μεγάλη Επανάσταση. Ο πρώτος ανέτρεψε την ερμηνεία της ιστορίας στρέφοντάς την από το δίκαιο στην οικονομία και από την πολιτική στην κοινωνική φυσική, και μέσα από πολλές αβεβαιότητες ιδεαλιστικής και θετικής αντίληψης, βρήκε σχεδόν τη γένεση της τρίτης τάξης. Ο άλλος, από άγνοια των λεπτομερειών, που ή δεν ήταν ακόμη γενικά γνωστές ή τις παραγνώρισε, και από αφθονία μη πειθαρχημένου πνεύματος, έπλασε με τη φαντασία του μια μεγάλη διαδοχή ιστορικών εποχών, που διακρίνονταν αόριστα και ήταν σημαδεμένες από ορισμένες ενδείξεις της κατευθυντικής αρχής των μορφών παραγωγής και κατανομής. Και επιχειρηματολόγησε κατόπιν για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας στην οποία θα εξαφανίζονταν οι παρούσες αντιθέσεις. Απ’ αυτές τις αντιθέσεις ανακάλυψε με οξυδέρκεια και μελέτησε με αγάπη κυρίως μια: το φαύλο κύκλο της παραγωγής· συμπίπτοντας σ’ αυτό, χωρίς να το γνωρίζει, με το Σισμοντί, που την ίδια εποχή, με άλλο πνεύμα και από άλλους δρόμους, με το παράδειγμα της κρίσης και τις καταγγελλόμενες ανεπάρκειες της μεγάλης βιομηχανίας και του ανηλεούς ανταγωνισμού, διακήρυσσε ντροπαλά την αποτυχία της οικονομικής επιστήμης που μόλις προ ολίγου είχε ολοκληρωθεί. Από το ύψος του γαλήνιου συλλογισμού για το μελλοντικό κόσμο της αρμονίας, ο Φουριέ αντίκρισε με ήρεμη περιφρόνηση την αθλιότητα των πολιτισμένων κι έγραψε ήσυχα τη σάτιρα της ιστορίας. Αγνοώντας έτσι και ο ένας και ο άλλος, σαν ιδεολόγοι, την οξύτατη πάλη που καλούνταν να διεξάγει το προλεταριάτο, πριν βάλει τέρμα στην εποχή της εκμετάλλευσης και των αντιθέσεων, έγιναν, από υποκειμενική ανάγκη να φτάσουν σε κάποιο συμπέρασμα, ο ένας φαντασιόπληκτος και ο άλλος ουτοπιστής[10]. Αλλά, μέσα από τις προβλέψεις τους, συνέλαβαν μερικές αξιόλογες πλευρές των κατευθυντήριων αρχών της χωρίς αντιθέσεις κοινωνίας. Ο πρώτος συνέλαβε καθαρά την τεχνική διακυβέρνηση της κοινωνίας, χωρίς την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο· ο άλλος, δηλαδή ο Φουριέ, μάντεψε, διέβλεψε και προείπε, μέσα απ’ τις τόσες και τόσες παραδοξολογίες της περίπλοκης και αχαλίνωτης φαντασίας του, πολλές αξιόλογες πλευρές της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής της μελλοντικής εκείνης συμβίωσης στην οποία, σύμφωνα με την έκφραση του Μανιφέστου: η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.
Ο σενσιμονισμός είχε πια εξαφανιστεί όταν εμφανίστηκε το Μανιφέστο. Αντίθετα, ο φουριερισμός άνθιζε στη Γαλλία και, σύμφωνα με τη φύση του, όχι σαν κόμμα αλλά σαν σχολή. Όταν η σχολή προσπάθησε να φτάσει στην ουτοπία μέσα από το νόμο, οι προλετάριοι του Παρισιού είχαν κιόλας ηττηθεί, τις μέρες του Ιουνίου, από την αστική εκείνη τάξη που νικώντας τους προετοίμασε για τον εαυτό της την εξουσία ενός ανώτατου και περίφημου τυχοδιώκτη, που κράτησε είκοσι χρόνια.
Η νέα θεωρία των κριτικών κομμουνιστών ερχόταν στο φως όχι σαν η φωνή μιας σχολής αλλά σαν υπόσχεση, απειλή και θέληση ενός κόμματος. Οι συγγραφείς και οπαδοί του δεν ζούσαν με τη φαντασία του μέλλοντος, αλλά με πνεύμα προσηλωμένο απόλυτα στην πείρα και την αναγκαιότητα του παρόντος. Ζούσαν με τη συνείδηση των προλετάριων, το ένστικτο των οποίων, μη υποστηριζόμενο ακόμη από την εμπειρία, ωθούσε να ανατρέψουν στο Παρίσι και την Αγγλία την κυριαρχία της αστικής τάξης, με ταχύτητα κινήσεων που δεν κατευθύνονταν από μια μελετημένη τακτική. Οι κομμουνιστές αυτοί διέδοσαν στη Γερμανία τις επαναστατικές ιδέες, ήταν οι συνήγοροι των θυμάτων του Ιουνίου, και διέθεταν στη Neue Rheinische Zeitung ένα πολιτικό όργανο που τώρα, με την απόσταση τόσων χρόνων, με τα παρακλάδια που εδώ και κει αναπαράγονται, φτιάχνει σχολή[11]. Όταν έπαψαν οι ιστορικές συγκυρίες που στα 1848 έσπρωξαν τους προλετάριους στο πολιτικό προσκήνιο, η θεωρία του Μανιφέστου, δεν έβρισκε πια ούτε βάση ούτε έδαφος διάδοσης. Χρειάστηκε να περιμένει χρόνια για να διαδοθεί· γιατί χρειάστηκαν χρόνια για να μπορέσει το προλεταριάτο να ξαναφανεί, από άλλους δρόμους και με άλλους τρόπους, στη σκηνή σαν πολιτική δύναμη για να κάνει τη θεωρία αυτή διανοητικό του όργανο, και να βρει σ’ αυτήν τα μέσα προσανατολισμού.
Αλλά, από τη μέρα που εμφανίστηκε, αποτέλεσε την πρώιμη κριτική εκείνου του socialismus vulgaris που άνθισε στην Ευρώπη, και ειδικά στη Γαλλία, από το Πραξικόπημα ως την εμφάνιση της Διεθνούς, η οποία όμως στη σύντομη περίοδο της ζωής της δεν είχε χρόνο να τον νικήσει, να τον εξαντλήσει, να τον αφανίσει εντελώς. Ο χυδαίος αυτός υλισμός τρεφόταν, όταν δεν υπήρχε τίποτε άλλο και πιο αντιφατικό, κυρίως από τις θεωρίες και πολύ περισσότερο από τις παραδοξολογίες του Προυντόν, ο όποιος μολονότι είχε από καιρό ξεπεραστεί θεωρητικά από τον Μαρξ[12], δεν ανατράπηκε όμως πρακτικά παρά μόνο στη διάρκεια της Κομμούνας, όταν οι οπαδοί του, χάρη στο εξυγιαντικό μάθημα των πραγμάτων, υποχρεώθηκαν να κάνουν το αντίθετο απ’ τις θεωρίες τις δικές τους και του δασκάλου τους.
Από την πρώτη πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε η νέα θεωρία του κομμουνισμού αποτέλεσε σιωπηρά την κριτική κάθε μορφής κρατικού σοσιαλισμού, από το Λουί Μπλαν ως το Λασάλ. Ο κρατικός σοσιαλισμός, όσο κι αν ήταν τότε μπερδεμένος με επαναστατικές τάσεις, συμπυκνωνόταν ολόκληρος στο μύθο, στο Hokus Rokus, του δικαιώματος στην εργασία. Πρόκειται για όρο παγιδευτικό, όταν ενσαρκώνεται σε αίτημα που απευθύνεται σε μια κυβέρνηση αστών, έστω και επαναστατών. Πρόκειται για οικονομικό παραλογισμό, όταν κανείς θέλει με την περιστολή της ανεργίας να επιδράσει στη διαφοροποίηση των μισθών, δηλαδή στους όρους του ανταγωνισμού. Μπορεί να αποτελέσει τέχνασμα των πολιτικάντηδων αν χρησιμοποιηθεί για να καταπραΰνει τις ταραχές μιας εξεγερμένης μάζας μη οργανωμένων προλετάριων. Αύτη είναι μια θεωρητική επιπολαιότητα για όποιον συλλαμβάνει καθαρά την πορεία μιας νικηφόρας επανάστασης του προλεταριάτου· η οποία δεν είναι δυνατό να μην φτάνει στην κοινωνικοποίηση των μέσων της παραγωγής μέσα από την κατάκτηση τους: δηλαδή, δεν είναι δυνατό να μην φτάνει στην οικονομική μορφή, όπου δεν θα υπάρχει ούτε εμπόρευμα ούτε μισθωτός, και στην οποία το δικαίωμα στην εργασία και το καθήκον της εργασίας αποτελούν ένα και το αυτό με την κοινή ανάγκη όλων να εργάζονται όλοι.
Ο μύθος του δικαιώματος στην εργασία πήρε τέλος με την τραγωδία του Ιουνίου. Η κοινοβουλευτική συζήτηση που έγινε στη συνέχεια υπήρξε παρωδία. Ο κλαψιάρης και ρητορικός Λαμαρτίνος, ο μέγας αυτός άνθρωπος της ευκαιρίας βρήκε τον τρόπο να διατυπώσει την τελευταία ή την προτελευταία από τις διάσημες φράσεις του: «Η εμπειρία των λαών είναι οι καταστροφές»· κι αυτό αρκούσε για την ειρωνεία της ιστορίας.
Αλλά το γραφτό αυτό, το Μανιφέστο, τόσο μικρό σε μέγεθος και τόσο ξένο σε ύφος από τη ρητορική υποβολή μιας πίστης ή μιας λατρείας, υπήρξε το απόσταγμα διαφόρων σκέψεων που συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά σε μια χειροπιαστή συστηματική ενότητα και η συλλογή σπερμάτων ικανών για πλατιά ανάπτυξη, δεν ήταν όμως, ούτε είχε την πρόθεση να είναι, μήτε ο κώδικας του σοσιαλισμού μήτε η κατήχηση του κριτικού κομμουνισμού, μήτε το εγκόλπιο της προλεταριακής επανάστασης. Μπορούμε να αφήσουμε πολύ ωραία τις πεμπτουσίες στον διάσημο Σεφλ, για λογαριασμό του οποίου αφήνουμε πολύ ευχαρίστως επίσης το περίφημο κοινωνικό ζήτημα που είναι και ζήτημα κοιλιάς. Η κοιλιά του Σεφλ έκανε για πολλά χρόνια την ωραία της επίδειξη ανά τον κόσμο, προς τέρψη πολλών φιλάθλων του σοσιαλισμού και προς ανακούφιση πολλών αστυνομικών. Στην πραγματικότητα, ο κριτικός κομμουνισμός αρχίζει μόλις με το Μανιφέστο· όφειλε να αναπτυχθεί, και πραγματικά αναπτύχθηκε.
Το σύνολο των θεωριών που συνηθίσαμε να αποκαλούμε μαρξισμό δεν έφτασε στην πραγματικότητα στην ωριμότητα, παρά μόνο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μεσολαβούν ασφαλώς πολλά από το φυλλάδιο Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο[13], στο όποιο αγγίζεται για πρώτη φορά με ακριβείς όρους το πώς από την αγορά και τη χρήση του εμπορεύματος-εργασία επιτυγχάνεται ένα προϊόν ανώτερο του κόστους, πράγμα που ήταν ο πυρήνας του άλυτου προβλήματος της υπεραξίας, ως την πλατιά, σύνθετη και πολύπλευρη ανάπτυξη του Κεφαλαίου. Το βιβλίο αυτό εξαντλεί τη γένεση της αστικής εποχής σ’ ολόκληρη την εσωτερική οικονομική της διάρθρωση· και αυτή την ίδια την εποχή την ξεπερνά διανοητικά γιατί την εξηγεί μέσα από τους τρόπους που προχωρεί, μέσα από τους ιδιαίτερους νόμους της και τις αντιθέσεις που οργανικά παράγει και που οργανικά την διαλύουν.
Και μεσολαβεί άλλη τόση απόσταση από το προλεταριακό κίνημα που κατέρρευσε το 1848 ως αυτό των ήμερων μας, που μέσα από πολλές δυσκολίες, αφού ξαναβγήκε στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής αναπτύχθηκε με τόση και τέτοια σταθερότητα διαδικασίας αλλά με αργοπορία όσον αφορά την από τα πριν μελέτη του κινήματος. Μέχρι μερικά χρόνια πριν, αυτός ο κανονικός ρυθμός του προοδευτικού κινήματος του προλεταριάτου δεν αποτελούσε αντικείμενο παρατήρησης και θαυμασμού παρά μόνο στη Γερμανία, όπου η κοινωνική δημοκρατία, σαν δέντρο στο έδαφός του, από το εργατικό συνέδριο της Νυρεμβέργης το 1868 και μετά, ανερχόταν φυσιολογικά με σταθερή διαδικασία. Αλλά το γεγονός της Γερμανίας επαναλήφθηκε έπειτα με διάφορες μορφές και σε άλλες χώρες.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την πλατιά ανάπτυξη του μαρξισμού και την άρση του προλεταριακού κινήματος στους αυστηρούς τρόπους της πολιτικής δράσης, υπήρξε μήπως, όπως πολλοί υποστηρίζουν, ένας κάποιος μετριασμός του πολεμικού χαρακτήρα της πρωτότυπης μορφής του κριτικού κομμουνισμού; Μήπως αυτό ήταν ένα πέρασμα από την επανάσταση στη λεγόμενη εξέλιξη; Ή μήπως η συναίνεση του επαναστατικού πνεύματος στις απαιτήσεις του ρεφορμισμού;
Αυτοί οι συλλογισμοί και αντιρρήσεις ανέκυψαν και ανακύπτουν συνεχώς, τόσο στους κόλπους του σοσιαλισμού, δια στόματος των πιο φλογερών στο πνεύμα και τη φαντασία οπαδών του, όσο και από τους αντιπάλους, και χρησιμοποιούνται για να γενικεύσουν τις περιπτώσεις των ιδιαίτερων αποτυχιών, των σταθμών και των καθυστερήσεων, για να βεβαιώσουν πως ο κομμουνισμός δεν έχει καθόλου μέλλον.
Όποιος μετράει το σημερινό προλεταριακό κίνημα, και την αυξομειούμενη και σύνθετη πορεία του, με την εντύπωση που από μόνο του πρέπει να αφήνει το Μανιφέστο όταν η ανάγνωση δεν συνοδεύεται από άλλες γνώσεις, μπορεί εύκολα να πιστέψει ότι κάτι το πολύ νεανικό και πρώιμο υπήρχε στη γεμάτη σιγουριά πεποίθηση των κομμουνιστών αυτών εδώ και πενήντα χρόνια. Στα λόγια τους υπάρχει σαν κραυγή μάχης και ο απόηχος της ζωηρής ευφράδειας μερικών ρητόρων του χαρτισμού, και η αναγγελία σχεδόν ενός νέου ’93, αλλά φτιαγμένου έτσι, που να μη δίνει θέση σε ένα νέο Θερμιδόρ.
Και ο Θερμιδόρ, αντίθετα, ήρθε και επαναλήφθηκε πολλές φορές στον κόσμο, με διάφορες μορφές και λίγο πολύ ρητές ή σιωπηρές· υπήρξαν συγγραφείς, από το 1848 και μετά, πρώην ριζοσπάστες αλά γαλλικά, η πρώην πατριώτες αλά ιταλικά, ή γραφειοκράτες αλά γερμανικά, θαυμαστές, στις ιδέες, του θεού Κράτους και, στην πρακτική, δούλοι του θεού χρήματος, ή κοινοβουλευτικοί αλά αγγλικά, δασκαλεμένοι στα τεχνάσματα και την τέχνη της διακυβέρνησης, ή ακόμη ακόμη αστυνομικοί με το προσωπείο αναρχικών του Σικάγου και τα παρόμοια. Κι από δω οι πολλές διαμαρτυρίες κατά του σοσιαλισμού, κι από δω και από κει οι επιχειρηματολογίες αισιόδοξων και απαισιόδοξων εναντίον της πιθανότητας επιτυχίας του. Πολλοί νομίζουν πως ο αστερισμός του Θερμιδόρ δεν πρόκειται πια να εξαφανιστεί από τον ουρανό της ιστορίας· δηλαδή, για να μιλήσουμε πεζά, ότι ο φιλελευθερισμός, που είναι η κοινωνία των ίσων στο υπολογιζόμενο δικαίωμα, δείχνει το ακραίο όριο της ανθρώπινης εξέλιξης και πώς πέρα απ’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο οπισθοδρόμηση. Σ’ αυτό βολεύονται ευχαρίστως όλοι εκείνοι που τοποθετούν σε μόνη την επέκταση της αστικής μορφής σε όλο τον κόσμο την αιτία και το τέρμα κάθε προόδου. Αισιόδοξοι είτε απαισιόδοξοι, αδιάφορο, βρίσκουν όλοι τις ηράκλειες στήλες του ανθρώπινου γένους. Συχνά συμβαίνει το συναίσθημα αυτό, στην πεσιμιστική του μορφή, να δρα ασύνειδα πάνω σε πολλούς από κείνους που έρχονται να πυκνώσουν, μαζί με τους άλλους declasses, τις γραμμές του αναρχισμού.
Υπάρχουν, έπειτα, εκείνοι που πάνε πέρα απ’ αυτό και καταπιάνονται με θεωρίες για το αντικειμενικά αδύνατο των αξιωμάτων του κριτικού κομμουνισμού. Η διατύπωση του Μανιφέστου ότι η απλοποίηση όλων των ταξικών αγώνων σε έναν μόνο, φέρνει μέσα της την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης είναι απ’ τα μέσα απατηλή γι’ αυτούς τους πολεμικούς που θεωρητικοποιούν. Η θεωρία μας τούτη είναι τάχα αβάσιμη, καθώς και κείνη που προτίθεται να βγάλει επιστημονικά συμπεράσματα και ένα κανόνα πρακτικής συμπεριφοράς από την επιχειρηματολογημένη πρόβλεψη ενός πιθανού γεγονότος το όποιο, αντίθετα, σύμφωνα μ’ αυτούς τους καλούς και ειρηνικούς αντιπολιτευόμενους, είναι ένα απλό θεωρητικό σημείο, μεταθέσιμο και αναβλητό έπ’ άπειρο. Το αναπόφευκτο αξίωμα, και η τελική και επιλυτική σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις μορφές παραγωγής δεν θα επικρατήσει ποτέ γιατί, σύμφωνα μ’ αυτούς, χάνεται σε άπειρες ιδιαίτερες έριδες, πολλαπλασιάζεται στις μερικότερες συγκρούσεις του οικονομικού ανταγωνισμού, βρίσκει εμπόδια και καθυστερήσεις στα τεχνάσματα και τις βιαιότητες της τέχνης της διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, η παρούσα κοινωνία αντί να δέχεται ρήγματα και να διαλύεται ανανεώνει διαρκώς το έργο της επιδιόρθωσης και θεραπείας της. Κάθε προλεταριακό κίνημα που δεν καταστέλλεται με τη βία, όπως έγινε τον Ιούνιο του 1848 και το Μάιο του 1871, σταματάει από αργή εξάντληση, όπως συνέβη με το χαρτισμό που κατέληξε στον τρέιντ-γιουνιονισμό, άλογο μάχης αυτού του τρόπου επιχειρηματολογίας, τιμή και δόξα των χυδαίων οικονομολόγων και των προχειρολόγων κοινωνιολόγων. Κάθε σύγχρονο προλεταριακό κίνημα πέφτει τάχα απ’ τα σύννεφα, δεν είναι οργανικό, καθόλου διαδικασία παρά μόνο εξωτερική ενόχληση· και μεις, στο έλεος αυτών των κριτικών, θα είμαστε, παρά τη θέληση μας, πάντοτε ουτοπιστές.
Ασφαλώς, η ιστορική πρόβλεψη που βρίσκεται στη βάση της θεωρίας του Μανιφέστου και που στη συνέχεια ο κριτικός κομμουνισμός διεύρυνε και εξειδίκευσε με την πιο πλατιά και λεπτομερειακή ανάλυση του παρόντος κόσμου, παρουσίαζε, εξαιτίας των συνθηκών της εποχής κατά την οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά, μια αγωνιστική ζέση και ζωηρότατους χρωματισμούς έκφρασης. Αλλά δεν συνεπαγόταν, όπως και δεν συνεπάγεται, ούτε μια χρονολογία ακριβή, ούτε τη σκιαγράφηση που προηγούνταν της κοινωνικής έκφρασης, πράγμα που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει τις παλιές και νέες προφητείες και αποκαλύψεις.
Ο ηρωικός Φρα Ντολτσίνο δεν είχε σηκωθεί και πάλι να υψώσει στη γη την κραυγή της μάχης, σύμφωνα με τις προφητείες του Τζοακίνο ντι Φιόρε. Ούτε ξαναγιορταζόταν στο Μίνστερ η ανάσταση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όχι πια Θαβορίτες ή εκλεκτοί της Αποκάλυψης. Όχι πια Φουριέ που περίμενε chez soi, σε τακτή ώρα, για χρόνια, τον εκλεκτό της ανθρωπότητας. Δεν ήταν πια η περίπτωση που ο πρωτεργάτης μιας νέας ζωής θα άρχιζε από μόνος του να δημιουργεί με εφευρέσεις, μονόπλευρα και τεχνητά, τον πρώτο πυρήνα μιας ένωσης, που θα ξανάφτιαχνε, από κάποιο σπέρμα, το φυτό άνθρωπος –όπως συνέβη από τον Μπέλερς, τον Όουεν και τον Καμπέ ως την επιχείρηση των φουριεριστών στο Τέξας, που υπήρξε η καταστροφή ή μάλλον ο τάφος, του ουτοπισμού, εγκωμιασμένος από ένα μοναδικό επιτάφιο, τη θερμή αποστομωτική ευφράδεια του Κονσιντεράν. Εδώ δεν είναι πια η απομονωμένη ομάδα που τη στιγμή της θρησκευτικής αποχής αποσύρεται συνεσταλμένη και ντροπαλή από τον κόσμο για να γιορτάσει σε κλειστό κύκλο την τέλεια ιδέα της κοινότητας, όπως από τους Φρατιτσέλι μέχρι κάτω κάτω τις σοσιαλιστικές αποικίες της Αμερικής.
Αντίθετα, εδώ, στη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού ολόκληρη η κοινωνία ανακαλύπτει σε μια στιγμή της γενικής της διαδικασίας τα αίτια της μοιραίας της πορείας και βρίσκει μέσα της, σε ένα ανερχόμενο σημείο της καμπής της, το φως για να διακηρύξει τους νόμους της κίνησης της. Η πρόβλεψη, που στο Μανιφέστο για πρώτη φορά αναφερόταν, δεν ήταν χρονολογική, προαγγελία ή υπόσχεση· άλλα ήταν, για να το πούμε με μια λέξη που κατά τη γνώμη μου τα λέει όλα, μορφολογική.
Κάτω από το θόρυβο και τη μαρμαρυγή των παθών, στα όποια συνήθως περιστρέφεται η καθημερινή συζήτηση, πιο δω από τις ορατές κινήσεις των βουλήσεων που δρουν σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο, που είναι εκείνο που χρονογράφοι και ιστορικοί βλέπουν και διηγούνται, πιο κάτω από το νομικό και πολιτικό μηχανισμό της πολιτισμένης μας συμβίωσης, σε μεγάλη απόσταση πίσω από τα νοήματα που η θρησκεία και η τέχνη δίνουν στο θέαμα και την εμπειρία της ζωής, βρίσκεται, ουσιώνεται, εναλλάσσεται και μετασχηματίζεται, η στοιχειώδης δομή της κοινωνίας, που υποβαστάζει όλα τα υπόλοιπα. Η ανατομική μελέτη αυτής της υποκείμενης δομής είναι η Οικονομία. Και επειδή η ανθρώπινη συμβίωση έχει πολλές φορές αλλάξει, μερικά είτε ολοκληρωτικά, στον πιο ορατό εξωτερικό της μηχανισμό και στις ιδεολογικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές και παρόμοιες εκδηλώσεις της, χρειάζεται να βρούμε κυρίως τα κίνητρα και τις αιτίες αυτών των αλλαγών, που είναι εκείνα που αφηγούνται συνήθως οι ιστορικοί στις πιο κρυφές και με την πρώτη ματιά λιγότερο ορατές αλλαγές των οικονομικών διαδικασιών της υποκείμενης δομής. Δηλαδή, πρέπει να στραφούμε στη μελέτη των διαφορών που συντρέχουν ανάμεσα στις διάφορες μορφές της παραγωγής, όταν πρόκειται για ιστορικές εποχές που διακρίνονται καθαρά και είναι στην κυριολεξία τέτοιες: και όπου θα πρέπει να εξηγήσουμε την εναλλαγή αυτών των μορφών, δηλαδή το πως υπεισέρχεται η μια στην άλλη, θα χρειαστεί να μελετήσουμε τις αιτίες της διάβρωσης και φθοράς της μορφής που περνά –και τελικά, όταν θέλουμε να κατανοήσουμε το συγκεκριμένο και καθορισμένο ιστορικό γεγονός, πρέπει να μελετήσουμε και να διαπιστώσουμε τις έριδες και τις συγκρούσεις που γεννιούνται από τα διάφορα ρεύματα (δηλαδή τις τάξεις, τις υποδιαιρέσεις τους, και τα πλέγματα αυτών και κείνων), που απαρτίζουν ένα συγκεκριμένο σχηματισμό.
Όταν το Μανιφέστο διακήρυσσε ότι ολόκληρη η ιστορία είχε υπάρξει ως τότε στους ταξικούς αγώνες και ότι σ’ αυτούς βρισκόταν η αιτία όλων των επαναστάσεων, καθώς και η αιτία των οπισθοδρομήσεων, έκανε ταυτόχρονα δυο πράγματα. Έδινε στον κομμουνισμό τα στοιχεία μιας νέας θεωρίας, και στους κομμουνιστές το οδηγητικό νήμα για να αναγνωρίζουν στα περίπλοκα γεγονότα της πολιτικής ζωής τους όρους της υποκείμενης οικονομικής κίνησης.
Στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, η γενική πρόβλεψη μιας νέας ιστορικής εποχής έγινε για τους σοσιαλιστές η λεπτολόγα τέχνη να κατανοούν, περίπτωση προς περίπτωση, αυτό που συμφέρει και είναι καθήκον να κάνουν· γιατί η νέα εκείνη εποχή βρίσκεται καθαυτή σε διαρκή διαμόρφωση. Ο κομμουνισμός έγινε τέχνη, γιατί οι προλετάριοι έγιναν, ή άρχισαν να γίνονται, πολιτικό κόμμα. Το επαναστατικό πνεύμα διαπλάθεται σήμερα στην προλεταριακή οργάνωση. Η ευοίωνη σύζευξη κομμουνιστών και προλετάριων[14] είναι πια γεγονός. Τα πενήντα αυτά χρόνια υπήρξαν η ολοένα αυξανόμενη απόδειξη της ολοένα αυξανόμενης εξέγερσης των παραγωγικών δυνάμεων κατά των μορφών της παραγωγής.
Πέρα απ’ αυτό το χειροπιαστό μάθημα των πραγμάτων εμείς, εμείς οι ουτοπιστές, δεν έχουμε να προσφέρουμε άλλη απάντηση σε όσους μιλούν ακόμη για πρόσκαιρες διαταραχές που, κατά τη γνώμη τους, θα γυρίσουν όλες στην ηρεμία αυτής της αξεπέραστης εποχής πολιτισμού. Κι αυτό το μάθημα αρκεί.
Έντεκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου, ο Μαρξ έκλεινε σε μια καθαρή και διαυγή διατύπωση τις καθοδηγητικές αρχές της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας· κι αυτό στην εισαγωγή ενός βιβλίου που είναι ο πρόδρομος του Κεφαλαίου[15]. Παραθέτουμε το απόσπασμα:
«Η πρώτη εργασία που καταπιάστηκα για να λύσω τις αμφιβολίες που με πίεζαν, ήτανε μια κριτική αναθεώρηση της χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου. Η εισαγωγή αυτής της εργασίας δημοσιεύτηκε στα Deutsch-Franzosische Jahrbucher, που βγήκανε στο Παρίσι το 1844. Οι έρευνες μου καταλήξανε στο συμπέρασμα, ότι οι νομικές σχέσεις, όπως κι οι μορφές του κράτους, δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε μόνες τους, ούτε με τη λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος· ότι η ρίζα τους βρίσκεται μάλλον μέσα στους υλικούς όρους, που ο Χέγκελ, ακολουθώντας το παράδειγμα των Άγγλων και των Γάλλων του 18ου αιώνα, τους περιλάβαινε μέσα στο όνομα burgerliche Gesellschaft (Societe civile)· ότι όμως την ανατομία της αστικής κοινωνίας πρέπει να την αναζητήσουμε μέσα στην πολιτική οικονομία. Τη μελέτη της πολιτικής οικονομίας την είχα αρχίσει στο Παρίσι και την συνέχισα στις Βρυξέλλες, όπου είχα εγκατασταθεί υστέρα από τη διαταγή του εκτοπισμού, που είχε εκδόσει εναντίον μου ο κ. Γκιζό. Το γενικό συμπέρασμα οπού έφτασα και που μου χρησίμεψε έπειτα σαν οδηγητική γραμμή στις μελέτες μου μπορεί με λίγα λόγια να διατυπωθεί έτσι: Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική βάση της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής ενγένει. Το τί είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδηση τους, άλλα, αντίστροφα, το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδηση τους. Όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας φτάσει σε ορισμένο βαθμό, οι δυνάμεις αυτές έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν, ή, για να μεταχειριστούμε τη νομική έκφραση, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στις όποιες ως τότε είχανε κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τώρα φραγμοί τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με τη μεταβολή της οικονομικής βάσης, ανατρέπεται περισσότερο ή λιγότερο γοργά ή αργά ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιες ανατροπές πρέπει πάντα να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής –που πρέπει να την εξακριβώνουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών– από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, με μια λέξη, από τις ιδεολογικές μορφές, με τις όποιες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν. Όπως ένα άτομο δεν το κρίνουμε από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν μπορούμε να την κρίνουμε από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της· ίσα-ίσα αυτή τη συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Ένα κοινωνικό συγκρότημα ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και ποτέ δεν παίρνουν τη θέση του καινούργιες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις προτού οι υλικοί οροί γι’ αυτές τις σχέσεις να ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό, η ανθρωπότητα ποτέ δεν βάζει μπροστά της παρά μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει· γιατί, αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα βρούμε πως κι αυτό ακόμη το ίδιο το πρόβλημα ξεπηδά μονάχα όταν υπάρχουν, ή τουλάχιστο βρίσκονται στο γίνωμά τους οι υλικοί όροι για τη λύση του. Σε χοντρές γραμμές, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο νεότερος αστικός τρόπος της παραγωγής μπορούμε να πούμε πως είναι οι προοδευτικές εποχές της οικονομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας. Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, άλλα ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής των ατόμων· οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική κοινωνία δημιουργούν ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μ’ αυτή λοιπόν την κοινωνική διαμόρφωση κλείνει η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας».
Όταν ο Μαρξ έγραφε αυτά είχε από αρκετά πια χρόνια αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή και δεν θα ξανάμπαινε παρά μόνο πολύ αργότερα, την εποχή της Διεθνούς. Η αντίδραση είχε χτυπήσει την επανάσταση, πατριωτική, φιλελεύθερη είτε δημοκρατική στην Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία. Η αστική τάξη, απ’ τη μεριά της, είχε χτυπήσει ταυτόχρονα τους προλετάριους στη Γαλλία και την Αγγλία. Οι αναγκαίοι για την ανάπτυξη του δημοκρατικού και προλεταριακού κινήματος οροί έλειψαν μεμιάς. Η ομάδα των κομμουνιστών του Μανιφέστου, όχι και τόσο πολυάριθμη άλλωστε, που είχε αναμιχθεί με την επανάσταση και κατόπιν συμμετείχε σε όλες τις πράξεις αντίστασης και λαϊκής εξέγερσης κατά της αντίδρασης, είδε στο τέλος χτυπημένη τη δραστηριότητα της με την περίφημη δίκη της Κολωνίας. Όσοι από το κίνημα είχαν επιζήσει προσπάθησαν να ξαναρχίσουν στο Λονδίνο· άλλα πολύ σύντομα ο Μαρξ, ο Έγκελς και άλλοι έστρεψαν τις πλάτες στους επαγγελματίες επαναστάτες και αποσύρθηκαν από την άμεση δράση. Η κρίση είχε περάσει. Βρίσκονταν μπροστά σε μια μακριά παύση. Το έδειχνε η αργή εξαφάνιση του κινήματος των Χαρτιστών, δηλαδή του προλεταριακού κινήματος της χώρας που είναι η σπονδυλική στήλη του καπιταλιστικού συστήματος. Η ιστορία είχε προς στιγμή δόσει λάθος στις αυταπάτες των επαναστατών.
Πριν αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην παρατεταμένη επώαση των στοιχείων που είχε κιόλας ανακαλύψει στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ έδειξε με διάφορα γραφτά του την ιστορία της επαναστατικής περιόδου του 1848-50 και ιδιαίτερα τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία, υποστηρίζοντας πως έστω και αν η επανάσταση, με τις μορφές που είχε προς στιγμή πάρει, είχε αποτύχει, δεν διαψευδόταν όμως γι’ αυτό και η επαναστατική θεωρία της ιστορίας[16]. Το σημείο που μόλις φαινόταν στο Μανιφέστο ερχόταν τώρα να γίνει κεντρικό σε μια πλήρη έκθεση.
Αργότερα, το γραφτό του με τίτλο Η 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη[17] ήταν η πρώτη απόπειρα να διαμορφωθεί η νέα ιστορική αντίληψη μέσα από την αφήγηση μιας τάξης γεγονότων που κλείνονταν σε κάποια συγκεκριμένα χρονικά όρια. Δεν είναι βέβαια μικρή η δυσκολία να αναχθεί κανείς από τη φαινομενική κίνηση στην πραγματική κίνηση της ιστορίας, για να ανακαλύψει τον εσώτερο δεσμό. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία να προχωρήσουμε από τους παθιασμένους ρητορικούς, κοινοβουλευτικούς, εκλογικούς και παρόμοιους δείκτες στον εσωτερικό κοινωνικό μοχλό, για να ανακαλύψουμε σ’ αυτόν, διακηρύσσοντάς τα, τα ποικίλα ενδιαφέροντα των μεγαλοαστών ή μικροαστών, των αγροτών, των βιοτεχνών και των εργατών, των παπάδων και των στρατιωτών, των τραπεζιτών, των τοκογλύφων και όλου του σκυλολογιού· όλων αυτών δηλαδή που τα συμφέροντα τους δρουν, συνειδητά είτε ασύνειδα, συγκρουόμενα, συνθλιβόμενα, συμπλεκόμενα ή διαλυόμενα μέσα στη γεμάτη δυσαρμονία ζωή των πολιτισμένων.
Η κρίση είχε περάσει, και είχε περάσει ακριβώς στις χώρες που αποτελούσαν το ιστορικό πεδίο απ’ το όποιο είχε ανακύψει ο κριτικός κομμουνισμός. Το να συλλάβουν την αντίδραση στα οικονομικά της αίτια ήταν όλα όσα οι κριτικοί κομμουνιστές μπορούσαν να κάνουν · γιατί, προς στιγμή, το να συλλάβουν την ουσία της αντίδρασης ήταν σαν να συνέχιζαν το έργο της επανάστασης. Έτσι έγινε, σε άλλες συνθήκες και μορφές, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν ο Μαρξ, στο όνομα της Διεθνούς έγραψε στο φυλλάδιο για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία μια απολογία της Κομμούνας, που ήταν ταυτόχρονα και η αντικειμενική κριτική της.
Η ηρωική υποταγή με την οποία ο Μαρξ αποσύρθηκε μετά το 1850 από την πολιτική σκηνή, βρίσκει το αντίστοιχο της στην απομάκρυνση του από τη Διεθνή, μετά το συνέδριο του Άγια το 1872. Τα δυο γεγονότα μπορεί να ενδιαφέρουν τους βιογράφους για να ανιχνεύσουν μέσα τους την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του Μαρξ στον οποίο, πραγματικά, και οι ιδέες και η ιδιοσυγκρασία, και η πολιτική και η διάνοια αποτελούσαν ένα πράγμα. Αλλά σ’ αυτά τα ιδιαίτερα γεγονότα υπάρχει για μας μια ευρύτερη και με μεγαλύτερο βάρος σημασία. Ο κριτικός κομμουνισμός δεν μαγειρεύει τις επαναστάσεις, δεν προετοιμάζει τις εξεγέρσεις, δεν οπλίζει τις ανταρσίες. Αποτελεί οπωσδήποτε ένα πράγμα με το προλεταριακό κίνημα άλλα, βλέπει και στηρίζει αυτό το κίνημα με την πλήρη διανοητική διαύγεια της σύνδεσης που έχει, ή που μπορεί και πρέπει να έχει, με το σύνολο των σχέσεων της κοινωνικής ζωής. Δεν είναι, με μια λέξη, ένα σεμινάριο όπου διαμορφώνεται το στρατηγείο των αρχηγών της προλεταριακής επανάστασης· είναι μόνο η συνείδηση αυτής της επανάστασης, και, κυρίως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνείδηση των δυσκολιών της.
Το προλεταριακό κίνημα άρχισε να έχει τεράστια ανάπτυξη τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μέσα από πολλές δυσκολίες, και με πολλά βήματα μπρος και πίσω, πήρε σιγά σιγά πολιτική μορφή με μεθόδους που εφευρίσκονταν βαθμιαία και δοκιμάζονταν αργά. Οι κομμουνιστές δεν έφτασαν σ’ όλα αυτά με τη μαγική δράση της θεωρίας που θα διαδιδόταν και θα κοινοποιούνταν με την πειθώ του γραφτού και του λόγου. Από την αρχή κιόλας γνώριζαν ότι είναι η ακραία αριστερή πτέρυγα κάθε προλεταριακού κινήματος· άλλα, στο μέτρο που αυτό αναπτυσσόταν και ειδικευόταν, ήταν ανάγκη και ταυτόχρονα καθήκον τους να συνδυάζουν στα προγράμματα και την πρακτική δράση των κομμάτων τις διάφορες συγκυρίες της οικονομικής ανάπτυξης και της συνακόλουθης πολιτικής κατάστασης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————
[1]. ΑΝΤΟΝΙΟ ΛΑΜΠΡΙΟΛΑ (1843-1904). Ιταλός φιλόλογος και φιλόσοφος που προσχώρησε στο Μαρξισμό στη δεκαετία του 1880-1890. Το 1895, ο Λαμπριόλα έγραψε το δοκίμιο «Τιμώντας το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”» που μαζί με το δεύτερο βιβλίο του «Ιστορικός Υλισμός» (1896) αποτέλεσαν τα πρώτα μέρη της σημαντικής συνεισφοράς του στο εργατικό επαναστατικό κίνημα: «Μελέτες για την Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας» –μελέτες που αναλύει ο Πλεχάνοφ στα φιλοσοφικά του έργα.
Ο Τρότσκι αναφέρεται επανειλημμένα στη μεγάλη αυτή συμβολή του Λαμπριόλα στην ανάπτυξη του Μαρξισμού. Εξιστορώντας την πρώτη του φυλάκιση το 1898 τονίζει στην Αυτοβιογραφία του, ότι στο κελί του διάβασε με ενθουσιασμό τις πολύ γνωστές πραγματείες του παλιού ιταλού εγελιανού και μαρξιστή Αντόνιο Λαμπριόλα κι ότι μόνο έτσι ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με τη θεωρία των πολλαπλών παραγόντων που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή –και που εγκαθιδρύθηκε μετά σαν το επίσημο φιλοσοφικό πιστεύω του Στάλιν και της προνομοιούχας κλίκας του, (βλ. το άρθρο του Τρότσκι «Φιλοσοφία και Σταλινική Γραφειοκρατία» στο Αφιέρωμα για τον Φρ. Έγκελς). «Το πιο κατάλληλο σύστημα σκέψης για μια γραφειοκρατία, γράφει σ’ αυτό το άρθρο του ο Τρότσκι, είναι η θεωρία της πολλαπλής αιτιότητας, μιας πολλαπλότητας “παραγόντων”». Ο μαρξισμός χρειάστηκε να τσακίσει κι έτσι να υπερβεί τη «θεωρία» των πολλαπλών παραγόντων για να φτάσει στον ιστορικό μονισμό.
Ο Αντόνιο Λαμπριόλα, παρόλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα της πρώτης αυτής περιόδου θεμελίωσης του κομμουνισμού, θεωρείται ένας από τους σκαπανείς της μαρξιστικής θεωρητικής σκέψης. Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι στα έργα του ο Λαμπριόλα πολεμάει ανελέητα τους αστούς εχθρούς και τους αναθεωρητές συμμάχους τους μέσα στο επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, κηρύσσοντας πρώτος τον πόλεμο ενάντια στους νεο-καντιανούς «μαρξιστές» τύπου Μπέρσταϊν –Θ.Θ.
[2]. Τούτο μου το γραφτό δεν αποτελεί διόρθωση του Μανιφέστου, σαν να ήθελα δηλαδή να το προσαρμόσω στις παρούσες συνθήκες· ούτε το αναλύω ή το σχολιάζω. Γράφω, όπως λέει ο τίτλος, μόνο τιμώντας τη μνήμη του.
[3]. Εννοώ εκείνη που ειρωνικά αποκαλείται στο Μανιφέστο: του αληθινού ή γερμανικού σοσιαλισμού. Αυτή η παράγραφος, που είναι ακατανόητη σε όποιον δεν γνωρίζει τη γερμανική φιλοσοφία της εποχής, ιδιαίτερα σε ορισμένες μορφές οξύ εκφυλισμού της, έχει σκόπιμα παραληφθεί από την ισπανική μετάφραση.
[4]. Εδώ και μερικά χρόνια –είναι κιόλας οχτώ– στα πανεπιστημιακά μαθήματα που τους δίνω τον τίτλο γένεση του σύγχρονου σοσιαλισμού, γενική ιστορία του σοσιαλισμού είτε υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, είχα την ευκαιρία και το χρόνο να κάνω κτήμα μου αυτή τη φιλολογία και να την φέρω σε μια ορισμένη σαφήνεια συστήματος και προοπτικής. Πράγμα καθαυτό δύσκολο, κυρίως μάλιστα στην Ιταλία, όπου δεν υπάρχει παράδοση σοσιαλιστικών σχολών, και όπου η ζωή του κόμματος είναι τόσο νέα που δεν μπορεί να δόσει από μόνη της εποικοδομητικό παράδειγμα σχηματισμού και διαδικασίας. Στο δοκίμιο όμως τούτο δεν αναπαράγω κανένα από τα μαθήματα μου. Μαθήματα δεν είναι τα βιβλία που σε βοηθούν να κάνεις τα μαθήματα όπως και δημοσιεύοντας τα μαθήματα δεν φτιάχνεις βιβλία, με τη πραγματική και πλήρη έννοια της λέξης.
[5]. Πρέπει να επιμείνουμε στην έκφραση δημοκρατική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής γιατί η άλλη, της συλλογικής ιδιοκτησίας, πέρα απ’ το ότι εμπεριέχει ένα ορισμένο θεωρητικό σφάλμα στο βαθμό που παίρνει τη νομική έκφραση σαν το πραγματικό οικονομικό γεγονός, συγχέεται επίσης στο μυαλό πολλών με την ανάπτυξη των μονοπωλίων, με την μεγεθυνόμενη κρατικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, και με όλες τις άλλες φαντασμαγορίες του ολοένα αναγεννώμενου κρατικού σοσιαλισμού, που το μυστικό του είναι ότι αυξάνει στα χέρια της τάξης των καταπιεστών τα οικονομικά μέσα της καταπίεσης.
[6]. Σελίδες 23 σχήμα 8ο στην πρωτότυπη έκδοση, Λονδίνο, Φεβρουάριος 1848, που οφείλω στην ασύγκριτη ευγένεια του Έγκελς. Αναφέρω εδώ παρενθετικά ότι κατανίκησα την τάση να προσθέσω στο γραφτό αυτό σημειώσεις βιβλιογραφικές, καθώς και φιλολογικές ή αναφορές ή παραθέματα, γιατί αν ακολουθούσα αυτό το δρόμο θα πρόκυπτε ένα δοκίμιο πολυμάθειας, ή κυριολεκτικά ένα βιβλίο κι όχι ένα δοκίμιο. Αλλά ο αναγνώστης θα πρέπει να πιστέψει στο λόγο μου ότι δεν υπάρχει υπαινιγμός, αναφορά ή νύξη σ’ αυτές τις σελίδες που να μην αναφέρεται σε πηγές ή γεγονότα, σχετικά με το θέμα, και μάλιστα στην ολότητα των πηγών και των γεγονότων.
[7]. Οι Γενικές Γραμμές για μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας δημοσιεύτηκαν στα «Γαλλο-Γερμανικά Χρονικά», Παρίσι 1844 και Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Λειψία το 1845.
[8]. Εμφανίστηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια πολλοί νομικοί που αναζήτησαν στις βελτιώσεις του Αστικού Κώδικα τα πρακτικά μέσα εξύψωσης των συνθηκών του προλεταριάτου. Αλλά γιατί δεν ζητούν από τον Πάπα να μπει επικεφαλής της Λίγκας των ελεύθερων διανοητών; Πιο έντονη από τους άλλους έχουμε την περίπτωση εκείνου του ιταλού συγγραφέα που ασχολήθηκε πρόσφατα με την ταξική πάλη και ζητάει πλάι στον κώδικα που εγγυάται τα δικαιώματα του κεφαλαίου να θεσπιστεί και ένας άλλος που θα εγγυάται τα δικαιώματα της εργασίας!
[9]. Αυτή η ανάπτυξη είναι το Κεφάλαιο του Μαρξ, που δεν τολμώ να αποκαλέσω απ’ αύτη την άποψη Φιλοσοφία της Ιστορίας.
[10]. Συμφωνώ με τον Άντον Μέντζερ και αναγνωρίζω κι εγώ πως ο Σεν-Σιμόν δεν ήταν αληθινά ουτοπιστής, όπως ήταν έκδηλα, τυπικά και κλασικά ο Φουριέ και ο Όουεν.
[11]. Οφείλω στο κομματικό Αρχείο του Βερολίνου το ότι είχα επί μήνες στη διάθεσή μου ένα πλήρες αντίτυπο της εφημερίδας αυτής που δεν μπορεί πια να βρεθεί.
[12]. Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, του Καρλ Μαρξ, Παρίσι και Βρυξέλες, 1847.
[13]. Λέω φυλλάδιο, αναφερόμενος στη μορφή που είχε για λόγους προπαγάνδας το γραφτό, στα 1884. Η προέλευση του βρίσκεται σε άρθρα της Neue Rheinische Zeitung, Απρίλης του 1849, που επαναλάμβαναν μερικές διαλέξεις στη Γερμανική Εργατική Λέσχη των Βρυξελών, στα 1847.
[14]. Δεύτερο κεφάλαιο του Μανιφέστου.
[15]. Zur Kritik der politischen Oekonomie, Βερολίνο 1859, σ. ΙV-VΙ της εισαγωγής.
[16]. Τα άρθρα εκείνα που είχαν εμφανιστεί στη Neue Rheinische Zeitung, Politisch-oekonomische Revue, Hamburg 1850, ξανατυπώθηκαν πρόσφατα από τον Έγκελς (Βερολίνο 1895) σε φυλλάδιο με δική του εισαγωγή. Ο τίτλος του φυλλαδίου είναι για την ακρίβεια Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, 1848-50.
[17]. Αυτό το γραφτό του Μαρξ τυπώθηκε στη Νέα Υόρκη το 1852 σε κάποιο περιοδικό. Αργότερα ανατυπώθηκε πολλές φορές στη Γερμανία. Σήμερα υπάρχει και στα γαλλικά: Λίλη 1891, ed. Delory.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου