Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Benjamin M. Schacht – Τι μπορεί να μας διδάξει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν για τον μετανθρωπισμό;

Να μεταμορφώσουμε τη φύση μας; Δεν είναι, καταρχήν, μια επικίνδυνη ιδέα; Εάν η φύση σημαίνει κάτι ουσιαστικό, κάτι σταθερό, τότε η μεταμόρφωσή της, εάν δεν είναι αδύνατη, μοιάζει με ύβρη όπως αυτή που εκφράστηκε φιλολογικά και καλλιτεχνικά, από τον Frankenstein της Mary Shelly μέχρι την ταινία Gattaca του Andrew Niccol, το 1971, όπου το όνειρο μιας γενετικά τελειοποιημένης ανθρωπότητας μετατρέπεται σε εφιάλτη. Η πραγματικότητα μας διδάσκει το ίδιο μάθημα: οι οικολογικές καταστροφές που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα, δεν είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι προκαλούμε τη φύση, ότι διακόπτουμε και μεταμορφώνουμε την εγγενή αρμονία της;


Όλα εξαρτώνται από την έννοια της φύσης. Η αντίληψη για τη ‘φύση των πραγμάτων’ έχει να κάνει με τους αιώνιους, σύννομους μηχανισμούς τους και είναι μια ανακάλυψη βαθύτατης σημασίας. Ο γνωστικός επιστήμονας Steven Pinker, ο οποίος δεν φημίζεται για τη μετριοφροσύνη του, υπόσχεται ότι μια σωστή αντίληψη της ανθρώπινης φύσης ‘μπορεί να είναι η αντίληψη για τη γλώσσα, τη σκέψη, την κοινωνική ζωή, και την ηθική και…μπορεί να διασαφηνίσει αντιπαραθέσεις που έχουν σχέση με την πολιτική, τη βία, τα φύλα, την ανατροφή των παιδιών και την τέχνη’.[1] Ανακαλύπτοντας τι ουσιαστικά είναι τα ανθρώπινα πλάσματα, μπορούμε σε τελική ανάλυση να αφήσουμε τις ποικίλες συζητήσεις για τους σχετικούς ρόλους της φύσης και του πολιτισμού στην ανάπτυξη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επιπλέον, η γνώση της ανθρώπινης φύσης μας επιτρέπει να εστιάσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια σε κοινωνικά προβλήματα όπως το έγκλημα και η φτώχεια, διαχωρίζοντας τα πράγματα που μπορούμε να αλλάξουμε από εκείνα που παραμένουν ως έχουν, η πράγμα πιο ανησυχητικό, καταργώντας τα για πάντα. Οι επαναστάσεις στην τεχνική και επιστημονική γνώση έχουν παίξει ανεκτίμητο ρόλο σε ό, τι αφορά στην προώθηση της κατανόησής μας για την ανθρώπινη φύση. Μέσω του fMRI, για παράδειγμα, μπορούμε τώρα να εντοπίσουμε τα τμήματα του εγκεφάλου μας που ευθύνονται για διαφορετικά συναισθήματα και γνωστικές διαδικασίες, και η πρόοδός μας στον τομέα της γενετικής υπόσχεται την απάλειψη ανεπιθύμητων μεταλλαγών που προκαλούν ασθένειες και αναπηρίες. Η άλλη όψη παρόμοιων ελπίδων είναι οι ηθικοί φόβοι που προκαλούν- αυξανόμενες ευκαιρίες για έλεγχο, εμφάνιση νέων μορφών ανισότητας στα γενετικά χαρακτηριστικά και ίσως, ακόμη πιο εφιαλτικό, την εξαφάνιση ολόκληρης της ανθρωπότητας, εφόσον, λόγω της τεχνολογικής τροποποίησης, δεν είναι πλέον διακριτή και η ιερή φλόγα της έχει σβήσει.

Οι ελπίδες και οι φόβοι για την ανθρώπινη πρόοδο γεννούν νέες μορφές ηθικής, και ιδίως βιοηθικής, σκέψης που επιδιώκει να κατευθύνει την ηθική πυξίδα μας καθώς κινούμαστε σε ανεξερεύνητο έδαφος. Όμως, παρά την ταχεία επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο (και τα συναφή ηθικά και φιλοσοφικά διλήμματα) που χαρακτηρίζει σήμερα την εποχή μας, το θέμα της φύσης και της εν δυνάμει τεχνοεπιστημονικής μεταμόρφωσής της έχει ήδη μελετηθεί εκτενώς στο έργο ενός κριτικού του πολιτισμού των αρχών του 20ου αιώνα, του Βάλτερ Μπέντζαμιν. Πολλά από τα κείμενα του Μπέντζαμιν- από τα νεανικά του χρόνια μέχρι τον πρόωρο θάνατο του καθώς δραπέτευε από τους Ναζί το 1940- ασχολούνται με το θέμα μιας νέας, κατασκευασμένης ανθρωπότητας. Δεν είναι όμως οι κατηγορηματικές σκέψεις του για μια τεχνολογικά εξελιγμένη ανθρωπότητα που είναι οι πιο αποκαλυπτικές, αλλά η έμμεση προσέγγισή του σε αυτά τα θέματα, όπως διατυπώνεται στο δοκίμιό του 1936, ‘ Το Έργο Τέχνης την Εποχή της Τεχνολογικής Αναπαραγωγικότητας’, που μας πηγαίνει ακόμη πιο πέρα στην απάντηση των ερωτημάτων που τίθενται σήμερα από τον μετανθρωπισμό. Σκιαγραφώντας τις συνέπειες που έχουν για την τέχνη αναπαραγωγικές τεχνολογίες όπως η φωτογραφία και ο κινηματογράφος, ο Μπένγιαμιν εξετάζει ταυτόχρονα θέματα όπως η αυθεντικότητα και η πρωτοτυπία, δίνοντας στην ανάλυσή του ένα πρίσμα πολύ ευρύτερο της τέχνης. Και η δύναμη της ανάλυσης του Μπένγιαμιν μας επιτρέπει να διαπεράσουμε τις δυσοίωνες προοπτικές που γεννούν οι συζητήσεις για την ηθική σήμερα.

Ο Μπένγιαμιν μας δείχνει ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε το μέλλον που εκπροσωπεί ο μετανθρωπισμός γιατί, κατά κάποιο τρόπο, ήμασταν πάντα διανθρώπινοι.

Το έργο τέχνης, σημειώνει ο Μπένγιαμιν, μπορούσε πάντοτε, τουλάχιστον καταρχήν, να αναπαραχθεί. Τίποτα δεν εμποδίζει έναν επιδέξιο καλλιτέχνη να μιμηθεί το έργο ενός άλλου τόσο καλά ώστε οποιαδήποτε επιφανειακή διαφορά να είναι ανεπαίσθητη. Οπωσδήποτε, όμως, δεν πάμε στα μουσεία για να δούμε αντίγραφα, και εάν αποκαλυπτόταν ότι η Μόνα Λίζα που κρέμεται στο Λούβρο είναι απομίμηση, θα ξεσηκωνόταν μια θύελλα αντιδράσεων. Υπάρχει μια ονομασία για αυτά τα πράγματα – πλαστό. Πώς γίνεται, όμως, αυτή η διάκριση; Τι κάνει την πρωτότυπη Μόνα Λίζα ανεκτίμητα πιο πολύτιμη από ένα τέλειο αντίγραφό της; Η αξία της πρωτότυπης Μόνα Λίζα έγκειται, σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, στη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία της, στην αυθεντικότητά της, που ο Μπένγιαμιν αποκαλεί αύρα. Τι είναι, λοιπόν, η αύρα; Ένας παράξενος ιστός χώρου και χρόνου: η μοναδική οπτασία μιας απόστασης, όσο κοντινή κι αν είναι αυτή.[2] Η αύρα ενός έργου τέχνης είναι, επομένως, η ιδιομορφία του, η βαθιά ριζωμένη μοναδικότητα και αναντικατάστατη ύπαρξή του. Ο Μπένγιαμιν γράφει: ‘Ακόμη και στο πιο τέλειο αντίγραφο, ένα πράγμα λείπει: το εδώ και τώρα του έργου τέχνης- η μοναδικότητα της ύπαρξής του σε ένα συγκεκριμένο μέρος.[3] Η αύρα, με τη σειρά της, παρέχει μια εξήγηση για την παράξενη ευλάβεια που έχουν οι άνθρωποι για τα μεγάλα έργα τέχνης- την ανάγκη να βρίσκονται κοντά τους, να τα βλέπουν με σάρκα και οστά.

Αλλά η αύρα ενός έργου τέχνης είναι, όπως λέει ο Μπένγιαμιν, ακριβώς αυτό που ‘κατευθύνει’, στην εποχή της τεχνολογικής αναπαραγωγικότητας. Μολονότι τα έργα τέχνης μπορούσαν πάντα να αναπαραχθούν καταρχήν, μόνο πρόσφατα η τεχνολογική αναπαραγωγικότητα άρχισε να διαδίδεται και είναι ακριβώς η διάδοση των αναπαραγωγικών τεχνολογιών που διαλύει την αύρα. Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας φωτογραφίας: τι νόημα έχει να ζητήσουμε το ‘πρωτότυπο’; Ή ας συγκρίνουμε την εμπειρία μας όταν πάμε στο θέατρο ή παρακολουθούμε μια ταινία: όταν βλέπω ένα έργο, ανεξάρτητα από το πόσες πρόβες έχουν προηγηθεί και από τη συνέχεια που υπάρχει ανάμεσα σε μια παράσταση και την επόμενη, βλέπω κάθε φορά που κάθομαι μπροστά στη σκηνή μια μοναδική παραγωγή, κάτι που δεν μπορεί ποτέ να αναπαραχθεί. Μια ταινία, όμως, δεν έχει την ιδιότητα της μοναδικότητας. Ανεξάρτητα από το αν τη βλέπω στη Νέα Υόρκη ή στο Βερολίνο, σήμερα ή σε δέκα χρόνια, είναι η ίδια ταινία. Επομένως, η ‘μοναδικότητα’ αυτών των μορφών τέχνης δεν υπάρχει. Δεν μπορούν να κατέχουν το ‘εδώ και τώρα’ και, κατά συνέπεια, δεν έχουν αύρα.

Ωστόσο, ο Μπένγιαμιν δεν είναι αισθηματίας και η διάλυση της αύρας της τεχνολογικής αναπαραγωγής δεν αποτελεί γι’ αυτόν αιτία νοσταλγίας. Η ικανότητα αναπαραγωγής ‘ απελευθερώνει το έργο τέχνης από την παρασιτική υποτέλεια στο τυπικό’.[4] Διότι, σε τελική ανάλυση, ‘η μοναδική ύπαρξη του ‘αυθεντικού’ έργου τέχνης έχει πάντα τη βάση της στο τυπικό’’.[5] Η καταστροφή της αύρας ενός έργου τέχνης προκαλεί μια μεγάλη αποκάλυψη: η αυθεντικότητα- συστατικό χαρακτηριστικό της αύρας- είναι πάντοτε, ήδη, αποτέλεσμα αναπαραγωγής! Η προοδευτική εισαγωγή της φωτογραφίας (χωρίς να αναφερθούμε στην παρουσία της τηλεόρασης και των ψηφιακών μέσων σήμερα) μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε ότι τα βασικά συστατικά της αύρας αποτελούν προϊόντα της παράδοσης, δηλαδή προϊόντα της μετάδοσης (αναπαραγωγής) πολιτισμικών αξιών. Επομένως, ο Μπένγιαμιν υποστηρίζει ότι ‘ Η μοναδικότητα του έργου τέχνης είναι παρόμοια με την ένταξή του στο πλαίσιο μιας παράδοσης’.[6] Αυτό που ο Μπένγιαμιν δείχνει, με μια πρώτη αποδομητική χειρονομία, είναι ότι η ‘παρουσία’ που χαρακτήριζε την αύρα του έργου τέχνης είναι αποτέλεσμα της τεχνολογίας της αναπαραγωγής που ονομάζεται πολιτισμός. Έτσι, το έργο τέχνης, από τη στιγμή που γίνεται τιμώμενο φετιχιστικό αντικείμενο, τοποθετείται σε ένα ειδικό πολιτισμικό και θρησκευτικό πλαίσιο, που βρισκόταν ήδη εκεί και το περίμενε και αναπαρήγαγε τον εαυτό του όπως αναπαράγει την αύρα του έργου τέχνης. Συνεπώς, η τεχνολογία εμφανίζεται κάτω από ένα νέο φως. Δεν είναι απλώς μια περίπλοκη φυσική δημιουργία, αυτό που αποκαλούμε κοινώς ‘μηχανές’. Η τεχνολογία είναι ένας τρόπος να σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας και τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, είναι ο πρωταρχικός τρόπος ανθρώπινης σχέσης. Από τη χρήση των πρωτόγονων εργαλείων στο κυνήγι και τη συγκομιδή, μέχρι την καταγραφή πληροφοριών σε βιβλία, τα ανθρώπινα όντα έχουν συμμετάσχει σε πρακτικές αυτοτροποποίησης. Η ίδια η γλώσσα, που αποτελείται από μια σειρά αυθαίρετων σημάτων, τα οποία αποκτούν νόημα μέσω της διαφοροποίησής τους, είναι ένα από τα πιο σημαντικά τεχνολογικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας. Και μολονότι η δυαδική γλώσσα των υπολογιστών – σειρές από 1 και 0- διαφέρει από την ανθρώπινη γλώσσα σε επίπεδο και εφαρμογή, οπωσδήποτε δεν διαφέρει σε είδος.

Ο Μπένγιαμιν είχε πλήρη συνείδηση ότι οι συνέπειες της αντίληψής του εκτείνονται ‘πολύ πέραν της σφαίρας της τέχνης’.[7] Πράγματι, με τις προόδους στην ικανότητά μας να κατανοούμε και να χειριζόμαστε τον γενετικό μας κώδικα, θα έπρεπε κι εμείς να συνειδητοποιούμε ότι η ‘αληθινή φύση’ μας, η ‘αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξή’ μας υπόκειται σε τεχνολογική παρέμβαση. Για να πάρουμε ένα κάπως διαφορετικό βιολογικό παράδειγμα, εάν μπορούμε να αλλάξουμε με φάρμακα αυτούς που έχουν την τάση να διακατέχονται από άγχος, αυτό θα αποτελούσε επέκταση ή μεταμόρφωση της φύσης μας; Το ερώτημα δεν έχει απάντηση επειδή, ακριβώς όπως ο Μπένγιαμιν αποδομεί την έννοια της αύρας, οι πρόσφατες και οι σημερινές επιστημονικές και τεχνολογικές πρόοδοι καθιστούν προβληματική την κατηγορία της ανθρώπινης φύσης. Σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι οι πρόοδοι αυτοί συνεπάγονται ‘απώλεια ελευθερίας, αξιοπρέπειας και αυτονομίας’, οφείλουμε να απαντήσουμε ότι οι έννοιες αυτές είναι ήδη προϊόντα ενός είδους τεχνολογίας- της τεχνικοπολιτισμικής μετάδοσης και αναπαραγωγής των αξιών. Αναμφίβολα, μια εξήγηση για τον φόβο που νιώθουν οι άνθρωποι απέναντι σε μια τεχνολογικά τροποποιημένη ανθρωπότητα έχει να κάνει με την εξάλειψη της διαφοράς που οι τροποποιήσεις αυτές μπορούν να επιφέρουν. Σύμφωνα με τα κλισέ, οι διαφορές είναι αυτές που μας κάνουν όμορφους. Η πρόοδος της τεχνολογίας των υπολογιστών εκπροσωπεί, επομένως, την μαθηματικοποίηση και επιστημονικοποίηση του κόσμου, και τα μαθηματικά και η επιστήμη πρέπει να εκληφθούν ‘με την υποτιμητική έννοια ότι λειτουργούν ως αποδοτικοί μηχανισμοί ρολογιού’.[8]

Σύμφωνα με μια πρόσφατη εμπειρία μου, δεν λείπουν οι κριτικοί που είναι έτοιμοι να κατακρίνουν την τεχνολογία για ‘ισοπεδωτικό’ αποτέλεσμα. Σε ένα συνέδριο για την τεχνολογία και την έννοια των ‘ commons’, κάποιος από το κοινό παραπονέθηκε ότι ο δυαδικός κώδικας κάνει τα θέματα απλές αντιθέσεις, και εξέφρασε τη θλίψη του για την έλλειψη πολυπλοκότητας που αυτή η μείωση συνεπάγεται. Διαμαρτυρόμαστε όμως για τη σχετικά ‘περιορισμένη’ γενετική αλληλουχία που αποτελεί τη βάση της ίδιας μας της ύπαρξης; Εκφράζουμε αντιρρήσεις για το ρωμαϊκό αλφάβητο των είκοσι έξι γραμμάτων που γεννά έναν απεριόριστο αριθμό λέξεων, προτάσεων και σκέψεων; Το λάθος εδώ έγκειται στην σχεδόν θρησκευτική πεποίθηση ότι τα ανθρώπινα όντα βρίσκονται υπεράνω και πέρα από τις απτές πρακτικές τους. Είμαστε αυτό που ο Φρόιντ αποκάλεσε, στο έργο του Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας προσθετικοί θεοί, που διαρκώς μεταμορφώνουμε τον εαυτό μας, που διαρκώς διευρύνουμε τις δυνατότητές μας.

Αναφερόμενος σε ένα ιδιαίτερα ποιητικό κείμενο που ο Γάλλος ουτοπιστής Σαρλ Φουριέ συνέθεσε στις τελευταίες μέρες της ζωής του, ο Μπένγιαμιν επισημαίνει,


Σύμφωνα με τον Φουριέ, η συνεργατική εργασία μπορεί να αυξήσει την αποτελεσματικότητα σε σημείο που τέσσερα φεγγάρια θα φωτίζουν τον ουρανό τη νύχτα, τα πολικά παγόβουνα θα υποχωρήσουν, το θαλασσινό νερό δεν θα είναι πια αλμυρό και τα θηράματα θα εκτελούν τις εντολές του ανθρώπου. Όλα αυτά απεικονίζουν ένα είδος εργασίας που, αντί να εκμεταλλεύεται τη φύση, θα τη βοηθά να φέρνει στον κόσμο τα πλάσματα που τώρα κείτονται κοιμισμένα στη μήτρα της’.[9]

Επικαλούμενος τον Φουριέ, ο οποίος είχε κατηγορηθεί στην εποχή του ως άνευ ελπίδας φαντασιόπληκτος διανοητής, ο Μπέντζαμιν μας ενθαρρύνει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το όραμά του- με τη συνεργασία ανοίγουν για την ανθρωπότητα αμέτρητες δυνατότητες.

Αυτό πρέπει να είναι ο όνειρό μας και για το μέλλον- μια ανθρωπότητα ενωμένη για τη βελτίωσή της, μια ανθρωπότητα που την ενώνει η υπόσχεση ενός τεχνολογικά απελευθερωμένου αύριο. Αυτό το όνειρο, όμως, μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο εάν τα ιδανικά του μετανθρωπισμού επεκταθούν με τρόπο που να συμπεριλάβουν την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ο Μπένγιαμιν είχε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι ο πραγματικός κίνδυνος στο μετανθρωπιστικό όραμα δεν είναι η συνθηκολόγηση της ανθρωπιάς μας αλλά η απάνθρωπη κατάχρηση των δυνάμεών μας. Η άνιση κατανομή των ερήμων της προόδου μας απειλεί όλους και ο οποιοσδήποτε τεχνολογικός ή επιστημονικός διαφωτισμός επιτύχουμε, θα αφήσει ‘την πλήρως διαφωτισμένη γη….να ακτινοβολεί θριαμβευτική πανωλεθρία’.[10] Ακόμη και τώρα βλέπουμε την απώλεια της ανθρωπιάς μας με τη χρήση τεχνολογικής γνώσης για τη δημιουργία βομβών ακριβείας και παρακολουθούμε με φρίκη την καλύτερη ιατρική επιστήμη να αναπτύσσεται με τη μορφή νέων βιολογικών όπλων. Δεχόμαστε απανωτά χτυπήματα στην αξιοπρέπειά μας με τα δισεκατομμύρια που δαπανώνται, συντετριμμένοι από τις μάστιγες του υποσιτισμού και των θεραπεύσιμων ασθενειών. Όπως προειδοποιεί ο Μπένγιαμιν, η κοινωνία, ‘αντί να αναπτύσσει σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας στη γη, αναπτύσσει ανθρώπινη ισχύ με τη μορφή στρατών. Αντί να προωθεί την εναέρια κυκλοφορία, προωθεί την κυκλοφορία οβίδων. Και με τον πόλεμο με τα αέρια βρήκε ένα νέο μέσο για την κατάργηση της αύρας’.[11] Εάν η ανθρωπότητα υπήρξε πάντα τεχνολογική, τότε η τεχνολογία δεν μας έχει απελευθερώσει ακόμη. Για την απελευθέρωση θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από τεχνολογία, θα χρειαστεί μια πραγματικά δημοκρατική κατανομή του τεχνολογικού πλούτου μας.

Σημειώσεις
[1] Steven Pinker, The Blank Slate: The Modern Denial of Human Nature. (New York: Penguin Books, 2003), 3.
[3] ο.π., 103.
[4] ο.π., 106.
[5] ο.π., 105.
[6] ο.π.
[7] ο.π., 107.
[8]Stephen Jay Gould, Full House: The Spread of Excellence from Plato to Darwin. (New York: Three Rivers Press, 1996), 129.
[9] Walter Benjamin, Selected Writings Volume 4: 1938-1940, (Cambridge: Belknap, 2006), 394.
[10] Theodor Adorno and Max Horkheimer, Dialectic of Enlightenment. (Stanford: Stanford University Press, 2002), 1.
[11] Selected Writings Volume 3, 122.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου