Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

ΤΖΩΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ''ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ'' (Σελ.81-96τέλος)


-81-


6.

Το μαργαριτάρι


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


χαμόκλαδα. Ήταν μια φυγή πανικού. Ο Κίνο δεν προσπαθούσε

πια να κρύψει τα ίχνη του· έτρεχε, κλοτσώντας τις

πέτρες, πετώντας τα μαρτυριάρικα φύλλα από τα δέντρα. Ο

ήλιος ξεχυνόταν από ψηλά πάνω στη στεγνή ψημένη γη, έτσι

που ακόμα κι η βλάστηση έμοιαζε να τρίζει για να διαμαρτυρηθεί.

Αλλά μπροστά τους βρίσκονταν τα γυμνά γρανιτένια

βουνά που στέκονταν μονολιθικά με φόντο τον ουρανό.

Κι ο Κίνο έτρεχε για τα ψηλώματα, όπως κάνουν σχεδόν

όλα τα ζώα όταν τα κυνηγάνε.

Το μέρος ήταν άνυδρο, το σκέπαζαν κάκτοι που μπορούσαν

ν' αποθηκεύουν νερό και θάμνοι με μακριές ρίζες που

μπορούσαν να φτάσουν βαθιά στη γη για λίγη υγρασία κι

επιβίωναν με πολύ λίγο νερό. Και κάτω από τα πόδια τους

δεν υπήρχε χώμα αλλά σκεπασμένος βράχος, χωρισμένος σε

μικρούς κύβους και μεγάλες πλάκες χωρίς νερό πουθενά.

Μικρές τούφες θλιμμένο ξερό γρασίδι φύτρωναν ανάμεσα

στις πέτρες, χορτάρι που είχε φυτρώσει από μια και μόνη

βροχή και είχε ρίξει το σπόρο του και είχε πεθάνει. Βατράχια

κοίταζαν την οικογένεια να περνάει και γύριζαν τα μικρά

δρακοντίσια κεφάλια τους. Και κάπου κάπου κάποιο

αγριοκούνελο, ενοχλημένο στη σκιά του, πηδούσε μακριά

και κρυβόταν πίσω από τον πιο κοντινό βράχο. Μια λάβρα

που 'μοιαζε να τραγουδάει σκέπαζε την έρημο, και πέρα

μακριά τα πέτρινα βουνά έμοιαζαν δροσερά να τους καλωσορίζουν.

Κι ο Κίνο έτρεχε. Ήξερε τι θα συνέβαινε. Λίγο παραπέρα

οι ανιχνευτές θα καταλάβαιναν ότι είχαν χάσει τα ίχνη,

και θα ξαναγύριζαν, ψάχνοντας και κρίνοντας, και σε λίγο

θα έβρισκαν το μέρος όπου είχαν ξεκουραστεί ο Κίνο κι η

Χουάνα. Από κει θα ήταν εύκολο γι' αυτούς -τα χαλίκια,

τα πεσμένα φύλλα και τα σπασμένα κλαδιά, τα σκαμμένα

σημεία όπου κάποιο πόδι είχε γλιστρήσει. Ο Κίνο τους

έβλεπε με το μυαλό του, να γλιστράνε στο μονοπάτι, ν' αλυ-


-82-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


χτάνε λιγάκι απ' τη λαχτάρα, και πίσω τους, σκοτεινό και

σχεδόν αδιάφορο, τον καβαλάρη με το τουφέκι. Η δική του

δουλειά ήταν η τελευταία, γιατί δε θα τους έπαιρνε πίσω.

Ω, η μουσική του κακού τραγουδούσε δυνατά στο κεφάλι

του Κίνο τώρα, τραγουδούσε με το κλαψούρισμα της ζέστης

και με το ξερό κροτάλισμα των φιδιών. Δεν ήταν δυνατή κι

επιβλητική τώρα, αλλά κρυφή και φαρμακερή, και το σφυ-

ροκόπημα της καρδιάς του της έδινε τον τόνο και το ρυθμό.

Ο δρόμος άρχισε να γίνεται ανηφορικός και ταυτόχρονα

οι πέτρες μεγάλωσαν. Αλλά τώρα ο Κίνο είχε αφήσει κάποια

απόσταση ανάμεσα στην οικογένεια του και τους ανιχνευτές.

Τώρα, στο πρώτο ύψωμα, στάθηκε να ξαποστάσει.

Σκαρφάλωσε σ' ένα μεγάλο βράχο και κοίταξε την περιοχή

που είχαν αφήσει πίσω τους αλλά δε μπορούσε να δει τους

εχθρούς τους, ούτε καν τον ψηλό καβαλάρη να διασχίζει το

λόγγο. Η Χουάνα είχε κουρνιάσει στη σκιά του βράχου. Σήκωσε

το μπουκάλι με το νερό στα χείλια του Κογιοτίτο- η

στεγνή γλωσσίτσα του το βύζαξε άπληστα. Σήκωσε το κεφάλι

και κοίταξε τον Κίνο όταν γύρισε· τον είδε να περιεργάζεται

τους αστραγάλους της, που είχαν κοψίματα και

γρατζουνιές από τις πέτρες και τ' αγκάθια και τους σκέπασε

γρήγορα με τη φούστα της. Έπειτα του έδωσε το μπουκάλι,

αλλά εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τα μάτια

της έλαμπαν στο κουρασμένο της πρόσωπο. Ο Κίνο έβρεξε

τα σκασμένα του χείλια με τη γλώσσα του.

«Χουάνα» είπε, «εγώ θα συνεχίσω και σεις θα κρυφτείτε.

Θα τους παρασύρω στα βουνά κι όταν προσπεράσουν, θα

πάτε βόρεια προς το Λορέτο ή τη Σάντα Ροζαλία. Έπειτα,

αν μπορέσω να τους ξεφύγω, θα έρθω να σας βρω. Είναι ο

μόνος ασφαλής τρόπος».

Τον κοίταξε κατάματα για μια στιγμή. «Όχι» είπε. «Θα

έρθουμε μαζί σου».

«Μπορώ να πάω πιο γρήγορα μόνος» είπε απότομα. «Θα


-83-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


βάλεις το μικρούλι σε μεγαλύτερο κίνδυνο αν έρθετε μαζί

μου».

«Όχι» είπε η Χουάνα.

«Πρέπει. Είναι το φρονιμότερο και είναι η επιθυμία μου»

είπε.

«Όχι» είπε η Χουάνα.

Κοίταξε τότε για κάποιο σημάδι αδυναμίας στο πρόσωπο

της, για φόβο ή αναποφασιστικότητα, και δεν υπήρχε κανένα.

Τα μάτια της ήταν πολύ λαμπερά. Ανασήκωσε τους

ώμους ανίσχυρος τότε, αλλά είχε πάρει δύναμη απ' αυτήν.

Όταν συνέχισαν το δρόμο τους, η φυγή τους δεν ήταν πια

φυγή πανικού.

Η περιοχή, καθώς ανηφόριζε προς τα βουνά, άλλαζε γρήγορα.

Τώρα υπήρχαν μακριές λουρίδες γρανίτη, με βαθιές

ρωγμές ανάμεσα, κι ο Κίνο, όποτε μπορούσε, πατούσε πάνω

στη γυμνή πέτρα που δε σημαδεύεται και πηδούσε από

προεξοχή σε προεξοχή. Ήξερε ότι όποτε οι ανιχνευτές έχαναν

τα πατήματα του έπρεπε να κάνουν κύκλους και να χάνουν

ώρα πριν τα ξαναβρούν. Κι έτσι δε συνέχισε πια ολόισια

για τα βουνά· προχωρούσε σε ζιγκ ζαγκ, και καμιά φορά

έκοβε προς τα νότια κι άφηνε κάποιο σημάδι κι έπειτα

πήγαινε προς τα βουνά πάλι πάνω από τις γυμνές πέτρες.

Και το μονοπάτι είχε γίνει απόκρημνο τώρα, κι είχε λαχανιάσει

λίγο καθώς προχωρούσε.

Ο ήλιος άρχισε να πέφτει προς τις γυμνές πέτρινες κορφές

των βουνών κι ο Κίνο ξεκίνησε για μια σκοτεινή και

σκιερή χαράδρα στην πλαγιά. Αν υπήρχε καθόλου νερό, θα

ήταν εκεί όπου έβλεπε, ακόμα κι από μακριά, κάποια ένδειξη

βλάστησης. Κι αν υπήρχε πέρασμα μέσα από το λείο πέτρινο

βουνό θα ήταν κοντά στο ίδιο εκείνο μέρος. Ήταν

επικίνδυνο γιατί την ίδια σκέψη θα έκαναν κι οι ανιχνευτές

αλλά το άδειο μπουκάλι του νερού δεν του επέτρεπε να το

λάβει αυτό υπόψη του. Και καθώς ο ήλιος βασίλευε, ο Κίνο


-84-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


κι η Χουάνα άρχισαν να σκαρφαλώνουν την απόκρημνη

πλαγιά προς τη χαράδρα.

Ψηλά στα γκρίζα πέτρινα βουνά, κάτω από μια βλοσυρή

κορφή, μια μικρή πηγή ξεχείλιζε από μια χαραγματιά στο

βράχο. Την έτρεφε το χιόνι που το διατηρούσε η σκιά το

καλοκαίρι, και κάπου κάπου έσβηνε εντελώς και γυμνά

βράχια και ξερά φύκια σκέπαζαν το βυθό της. Αλλά σχεδόν

πάντα ανάβλυζε κρύα και διάφανη και όμορφη. Όταν έπεφταν

οι πυκνές βροχές, γινόταν χείμαρρος κι έστελνε μια

κολόνα άσπρο νερό στη σχισμάδα του βουνού, αλλά σχεδόν

πάντα ήταν μια μικρή ισχνή πηγούλα. Ξεχυνόταν σε μια λιμνούλα

κι έπειτα έπεφτε εκατό πόδια παρακάτω σε άλλη λιμνούλα,

κι εκείνη ξεχειλίζοντας, έπεφτε πάλι, έτσι που συνέχιζε

ολοένα και παρακάτω μέχρι που έφτανε στα χαλίκια

στα ριζά του βουνού κι εκεί εξαφανιζόταν εντελώς. Δεν είχε

μείνει πια και τίποτα απ' αυτήν έτσι κι αλλιώς, γιατί κάθε

φορά που έπεφτε από κάποιο γκρεμό, τη ρουφούσε ο διψασμένος

αέρας, και από τις λιμνούλες τιναζόταν στη στεγνή

βλάστηση. Τα ζώα από μίλια ολόκληρα έρχονταν να

πιούνε από τις λιμνούλες και τ' άγρια πρόβατα και τα ελάφια,

τα πούμα και τα ρακούν, και τα ποντίκια -όλα έρχονταν

να πιουν. Και τα πουλιά που πέρναγαν τη μέρα στο

λόγγο έρχονταν το βράδυ στις λιμνούλες που ήταν σα σκαλοπάτια

στη σχισμάδα του βουνού. Δίπλα στο μικροσκοπικό

αυτό ποτάμι, όπου τυχόν μαζευόταν αρκετό χώμα ώστε

να μπορεί να πιάνει η ρίζα, φύτρωναν διάφορα φυτά,

αγράμπελες και μικρά φοινικόδεντρα, φτέρες, ιβίσκοι και

ψηλό χορτάρι των πάμπας με θυσσανωτά καλάμια ψηλά

πάνω από τ' αγκαθωτά φύλλα. Και στη λίμνη ζούσαν βατράχια

και νεροζούζουνα και νεροσκούληκα σέρνονταν στο

βυθό της. Ό,τι αγαπούσε το νερό ερχόταν στα λίγα αυτά

μέρη. Οι γάτες έβρισκαν τη λεία τους εκεί, και έσπερναν

φτερά και κατάπιναν νερό μέσα από τα ματωμένα τους δόν-


-85-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


τια. Οι λιμνούλες ήταν μέρη ζωής εξαιτίας του νερού, και

μέρη σκοτωμού, πάλι εξαιτίας του νερού.

Το πιο χαμηλό σκαλοπάτι όπου μαζευόταν το ποταμάκι

πριν κατρακυλήσει εκατό πόδια και εξαφανιστεί στα χαλίκια

της ερήμου, ήταν μια μικρή πλατφόρμα από πέτρα και

άμμο. Μόνομια λεπτή μολυβιά νερό έπεφτε στη λιμνούλα

αλλά αρκούσε για να την κρατάει γεμάτη και να κρατάει τη

φτέρη πράσινη κάτω από την προεξοχή, κι αγράμπελες

σκαρφάλωναν το πέτρινο βουνό και κάθε λογιών μικρά φυτά

έβρισκαν καταφύγιο εδώ. Οι χείμαρροι είχαν σχηματίσει

μια μικρή αμμώδη όχθη γύρω γύρω απ' τη λιμνούλα και

ζωηρό πράσινο νεροκάρδαμο φύτρωνε στην υγρή άμμο. Η

όχθη ήταν κομμένη και σημαδεμένη και χαραγμένη από τα

πόδια των ζώων που είχαν έρθει να πιουν και να κυνηγήσουν.

Ο ήλιος είχε περάσει πάνω από τα πέτρινα βουνά όταν ο

Κίνο κι η Χουάνα σκαρφάλωσαν με κόπο στην απόκρημνη

πλαγιά και έφτασαν επιτέλους στο νερό. Από το σκαλοπάτι

αυτό μπορούσαν να δουν την έρημο που μαστίγωνε ο ήλιος

μέχρι το γαλάζιο Κόλπο πέρα μακριά. Έφτασαν εντελώς

εξουθενωμένοι στη λίμνη, κι η Χουάνα έπεσε στα γόνατα

και πρώτα έπλυνε το πρόσωπο του Κογιοτίτο κι έπειτα γέμισε

τη μπουκάλα της και του έδωσε να πιει. Και το μωρό

ήταν κουρασμένο και γκρίνιαζε, και έκλαιγε σιγανά μέχρι

που η Χουάνα του έδωσε το στήθος της και τότε άρχισε να

γουργουρίζει και να πλαταγίζει τη γλώσσα του σφιγμένο

πάνω της. Ο Κίνο ήπιε πολύ και διψασμένα στη λίμνη. Για

μια στιγμή, έπειτα, ξαπλώθηκε δίπλα στο νερό και χαλάρωσε

όλους του τους μυς και κοίταξε τη Χουάνα να θηλάζει

το μωρό, κι έπειτα σηκώθηκε όρθιος και πήγε στην άκρη

του σκαλοπατιού όπου το νερό γλιστρούσε κι έπεφτε κι

έψαξε προσεχτικά τον ορίζοντα. Τα μάτια του σταμάτησαν

σ' ένα σημείο και πάγωσαν. Πέρα μακριά κάτω στην πλαγιά


-86-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


έβλεπε τους δυο ανιχνευτές· δεν ήταν τίποτα παραπάνω

από δυο κουκίδες ή μυρμήγκια και πίσω τους ένα μεγαλύτερο

μυρμήγκι.

Η Χουάνα είχε γυρίσει να τον κοιτάξει και είδε τη ράχη

του να τεντώνεται.

«Πόσο μακριά;» ρώτησε ήσυχα.

«Θα είναι εδώ μέχρι το βράδυ» είπε ο Κίνο. Κοίταξε τη

μακριά απόκρημνη κατακόρυφη χαράδρα όπου κατέβαινε

το νερό. «Πρέπει να πάμε προς τη δύση» είπε και τα μάτια

του έψαξαν την πέτρινη προεξοχή πίσω από τη χαράδρα.

Και τριάντα πόδια ψηλά στο γκρίζο ώμο είδε μια σειρά από

μικρές σπηλιές που είχαν σχηματιστεί από τη διάβρωση.

Έβγαλε τα σανδάλια του και σκαρφάλωσε γατζώνοντας τα

γυμνά δάχτυλα των ποδιών του στα βράχια και κοίταξε μέσα

στις ρηχές σπηλιές. Ήταν μόνο μερικά πόδια σε βάθος,

σκαμμένες από τον άνεμο, αλλά έκαναν μια μικρή κλίση

προς τα κάτω και προς τα πίσω. Ο Κίνο σύρθηκε μέσα στην

πιο μεγάλη και ξάπλωσε και κατάλαβε ότι δε μπορούσαν να

τον δουν απέξω. Γρήγοραγύρισε στη Χουάνα.

«Πρέπει ν' ανέβουμε εκεί πάνω. Ίσως να μη μας βρουν

εκεί» είπε.

Δίχως ερωτήσεις γέμισε τη μπουκάλα για το νερό μέχρι

πάνω, κι έπειτα ο Κίνο τη βοήθησε ν' ανέβει στη ρηχή σπηλιά

κι έφερε τα πακέτα με τις τροφές και της τα έδωσε. Και

η Χουάνα κάθισε στην είσοδο της σπηλιάς και τον κοίταζε.

Είδε ότι δεν προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη τους στην άμμο.

Αντί γι' αυτό, σκαρφάλωσε στη σχισμάδα δίπλα στο νερό,

γαντζωμένος απ' τις φτέρες και τις αγράμπελες για να στηριχτεί.

Κι όταν είχε σκαρφαλώσει εκατό πόδια μέχρι το

επόμενο πλάτωμα, κατέβηκε πάλι κάτω. Κοίταξε προσεχτικά

τη λεία πέτρινη προεξοχή προς τη σπηλιά για να βεβαιωθεί

ότι δεν υπήρχαν ίχνη περάσματος και τελευταίος σκαρφάλωσε

και χώθηκε στη σπηλιά δίπλα στη Χουάνα.


-87-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


«Όταν θ' ανέβουν» είπε, «θα τους ξεφύγουμε, θα κατέβουμε

πάλι προς τα κάτω. Φοβάμαι μόνο μην κλάψει το μωρό.

Πρέπει να φροντίσεις να μην κλάψει».

«Δε θα κλάψει» είπε και σήκωσε το πρόσωπο του μωρού

κοντά στο δικό της και το κοίταξε στα μάτια κι εκείνο της

αντιγύρισε σοβαρά το βλέμμα.

«Ξέρει» είπε η Χουάνα.

Τώρα ο Κίνο καθόταν στην είσοδο της σπηλιάς, στηρίζοντας

το σαγόνι του στα σταυρωμένα του μπράτσα, και

κοίταζε τη γαλάζια σκιά του βουνού να περνάει πάνω από

την έρημο μέχρι που έφτασε στον Κόλπο και το μακρύ μισοσκόταδο

της σκέπασε τη γη.

Οι ανιχνευτές άργησαν να 'ρθουν, λες και είχαν δυσκολίες

με τα ίχνη που είχε αφήσει ο Κίνο. Ήταν σούρουπο

όταν έφτασαν επιτέλους στη λιμνούλα. Κι ήταν κι οι τρεις

πεζοί τώρα, γιατί το άλογο δε μπορούσε να σκαρφαλώσει

την τελευταία απόκρημνη πλαγιά. Από πάνω ήταν λεπτές

σιλουέτες στο σκοτάδι. Οι δυο ανιχνευτές πήγαν κι ήρθαν

στην όχθη και είδαν ότι ο Κίνο είχε προχωρήσει προς τα

πάνω πριν πιουν. Ο άντρας με το τουφέκι κάθισε να ξεκουραστεί

και οι ανιχνευτές κούρνιασαν δίπλα του, και μέσα

στο σκοτάδι οι άκρες των τσιγάρων τους έλαμπαν κι έπειτα

εξαφανίζονταν. Και τότε ο Κίνο είδε ότι έτρωγαν κι έφτασε

στ' αυτιά του το σιγανό μουρμουρητό από τις ομιλίες τους.

Έπειτα έπεσε το σκοτάδι, βαθύ και μαύρο στη χαράδρα

του βουνού. Τα ζώα που χρησιμοποιούσαν τη λιμνούλα

πλησίασαν και μύρισαν ανθρώπους εκεί και απομακρύνθηκαν

πάλι στο σκοτάδι.

Άκουσε έναν ψίθυρο πίσω του. Η Χουάνα ψιθύριζε:

«Κογιοτίτο». Τον ικέτευε να ησυχάσει. Ο Κίνο άκουσε το

μωρό να κλαψουρίζει και από τους πνιχτούς ήχους κατάλαβε

ότι η Χουάνα είχε σκεπάσει το κεφάλι του με το σάλι της.

Κάτω στην όχθη ένα σπίρτο άστραψε και στη στιγμιαία


-88-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


του λάμψη ο Κίνο είδε ότι δυο από τους άντρες κοιμόντουσαν,

κουβαριασμένοι σα σκυλιά, ενώ ο τρίτος φύλαγε σκοπιά

και είδε το τουφέκι να λάμπει στο φως του σπίρτου. Κι

έπειτα το σπίρτο έσβησε αλλά άφησε μια εικόνα στα μάτια

του Κίνο. Έβλεπε, ακριβώς πώς ήταν ο κάθε άντρας, δυο

να κοιμούνται κουβαριασμένοι και τον τρίτο καθισμένο

στις φτέρνες του στην άμμο με το τουφέκι ανάμεσα στα γόνατα

του.

Ο Κίνο επέστρεψε σιωπηλά στη σπηλιά. Τα μάτια της

Χουάνα ήταν δυο σπίθες που αντανακλούσαν ένα χαμηλό

αστέρι. Ο Κίνο σύρθηκε σιωπηλά κοντά της κι έβαλε τα χείλια

του κοντά στο μάγουλο της.

«Υπάρχει τρόπος» είπε.

«Μα θα σε σκοτώσουν».

«Αν φτάσω πρώτα σ' αυτόν με το τουφέκι» είπε ο Κίνο

«πρέπει να φτάσω πρώτα σ' αυτόν, τότε θα πάνε όλα καλά.

Οι δυο κοιμούνται».

Το χέρι της γλίστρησε από κάτω από το σάλι της και

άδραξε το μπράτσο του. «Θα δουν τ' άσπρα σου ρούχα στο

φως των αστεριών».

«Όχι» είπε. «Και πρέπει να φύγω πριν βγει το φεγγάρι».

Έψαξε για μια γλυκιά κουβέντα κι έπειτα παράτησε την

προσπάθεια. «Αν με σκοτώσουν» είπε, «μείνε ακίνητη. Κι

όταν φύγουν, πήγαινε στο Λορέτο».

Το χέρι της έτρεμε λίγο, καθώς κρατούσε τον καρπό του.

«Δεν έχουμε εκλογή» είπε. «Είναι ο μόνος τρόπος. Θα

μας βρουν το πρωί».

Η φωνή της έτρεμε λίγο. «Ο Θεός μαζί σου» είπε.

Την κοίταξε προσεχτικά και είδε τα μεγάλα της μάτια. Το

χέρι του βρήκε ψαχουλευτά το μωρό και για μια στιγμή η

παλάμη του σκέπασε το κεφάλι του Κογιοτίτο. Κι έπειτα ο

Κίνο σήκωσε το χέρι του και άγγιξε το μάγουλο της Χουάνα

και κείνη κράτησε την αναπνοή της.


-89-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


Στο φόντο του ουρανού, στην είσοδο της σπηλιάς, η

Χουάνα είδε ότι ο Κίνο έβγαζε τα άσπρα του ρούχα, γιατί

όσο βρόμικα κι αν ήταν θα φάνταζαν στη σκοτεινή νύχτα.

Το μελαψό πετσί του ήταν καλύτερη προστασία γι' αυτόν.

Κι έπειτα είδε πώς γάντζωσε το κολιέ του με τα φυλαχτά

γύρω από τη λαβή του μαχαιριού του έτσι που κρεμόταν

μπροστά του αφήνοντας και τα δυο του χέρια ελεύθερα. Δε

γύρισε να την κοιτάξει. Για μια στιγμή το κορμί του φάνταζε

κατάμαυρο στην είσοδο της σπηλιάς, κουρνιασμένο και

σιωπηλό κι έπειτα εξαφανίστηκε.

Η Χουάνα πλησίασε στην είσοδο και κοίταξε έξω. Κοίταζε

σαν κουκουβάγια από την τρύπα στο βουνό και το μωρό

κοιμόταν κάτω από την κουβέρτα στην πλάτη της, με το

πρόσωπο του στραμμένο στο πλάι πάνω στο λαιμό και τον

ώμο της. Ένιωθε τη ζεστή ανάσα του πάνω στο δέρμα της

και η Χουάνα ψιθύρισε το ανακάτεμα της από προσευχές

και ξόρκια, τα Χαίρε Μαρία της και την παμπάλαια ικεσία

της ενάντια στα μαύρα απάνθρωπα πράγματα.

Η νύχτα της φάνηκε λιγότερο σκοτεινή όταν κοίταξε έξω,

και προς την ανατολή υπήρχε μια λάμψη στον ουρανό, χαμηλά

κοντά στον ορίζοντα από κει που θα 'βγαινε το φεγγάρι.

Και, κοιτάζοντας προς τα κάτω, έβλεπε το τσιγάρο

του άντρα που φύλαγε σκοπιά.

Ο Κίνο κατέβαινε σαν αργοκίνητη σαύρα το λείο πέτρινο

ύψωμα. Είχε γυρίσει το κολιέ του έτσι που το μακρύ μαχαίρι

κρεμόταν από τη ράχη του για να μη χτυπήσει πάνω στην

πέτρα. Τ' απλωμένα του δάχτυλα άδραχναν το βουνό και τα

γυμνά δάχτυλα των ποδιών του έβρισκαν στήριγμα με την

επαφή, κι ακόμα και το στήθος του ακουμπούσε πάνω στην

πέτρα για να μη γλιστρήσει. Γιατί οποιοσδήποτε θόρυβος,

ένα χαλίκι που κυλούσε ή ένας αναστεναγμός, ένα γλίστρη-

μα της σάρκας στο βράχο, θα ξυπνούσε τους κυνηγούς από

κάτω. Οποιοσδήποτε ήχος που δεν ανήκε στον κόσμο της


-90-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


νύχτας, θα τους ειδοποιούσε να προσέχουν. Αλλά η νύχτα

δεν ήταν σιωπηλή· τα μικρά βατράχια των δέντρων που

ζούσαν κοντά στο ποταμάκι τιτϊβιζαν σαν πουλιά και το

διαπεραστικό μεταλλικό κουδούνισμα των τζιτζικιών γέμιζε

τη χαράδρα. Κι η ίδια η μουσική του Κίνο ήταν μέσα στο

κεφάλι του, η μουσική του εχθρού, χαμηλή, τρεμουλιαστή,

σχεδόν αποκοιμισμένη. Αλλά το Τραγούδι της Οικογένειας

είχε γίνει άγριο και διαπεραστικό και γατίσιο σαν το γρύλι-

σμα της θηλυκιάς πούμα. Το Τραγούδι της Οικογένειας είχε

ζωντανέψει τώρα και τον έσπρωχνε ενάντια στο σκοτεινό

εχθρό. Το βραχνό τζιτζίκι έμοιαζε να επαναλαμβάνει τη μελωδία

του και τα βατράχια στα δέντρα τραγουδούσαν μικρές

φράσεις του.

Κι ο Κίνο σύρθηκε σιωπηλά σα σκιά στη λεία επιφάνεια

του βουνού. Το ένα γυμνό πόδι μετακινήθηκε μερικές ίντσες

και τα δάχτυλα άγγιξαν την πέτρα και την άδραξαν, και το

άλλο πόδι μερικές ίντσες κι έπειτα η παλάμη του ενός χεριού

λίγο προς τα κάτω, κι έπειτα το άλλο χέρι, μέχρι που

ολόκληρο το κορμί, δίχως να φαίνεται να κινείται, είχε μετακινηθεί.

Το στόμα του Κίνο ήταν ανοιχτό έτσι που ακόμα

κι η ανάσα του να μην κάνει θόρυβο, γιατί ήξερε ότι δεν

ήταν αόρατος. Αν ο σκοπός, έχοντας διαισθανθεί κάποια

κίνηση, κοίταζε στο σκοτεινό σημείο πάνω στην πέτρα που

ήταν το κορμί του, θα μπορούσε να τον δει. Ο Κίνο έπρεπε

να κουνιέται τόσο αργά ώστε να μην τραβήξει τα μάτια του

σκοπού. Χρειάστηκε πολλή ώρα για να φτάσει κάτω και να

συρθεί πίσω από ένα μικρό φοίνικα. Η καρδιά του βροντο-

κοπούσε στο στήθος τουκαι τα χέρια του και το πρόσωπο

του ήταν μουσκεμένα από τον ιδρώτα. Κούρνιασε και πήρε

αργές μακριές ανάσες για να ηρεμήσει.

Είκοσι πόδια μόνο τον χώριζαν από τον εχθρό τώρα, και

προσπάθησε να θυμηθεί το έδαφος ανάμεσα. Υπήρχε καμιά

πέτρα στην οποία ίσως να σκόνταφτε πάνω στη βιασύνη


-91-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


του; Μάλαξε τα πόδια του για να μην πάθει κράμπα κι ανακάλυψε

ότι οι μύες του πηδούσαν μετά από τη μακριά υπερένταση.

Κι έπειτα κοίταξε φοβισμένα προς την ανατολή.

Το φεγγάρι θ' ανέτειλε από στιγμή σε στιγμή τώρα, και

έπρεπε να επιτεθεί πριν ανατείλει. Έβλεπε τη σιλουέτα του

σκοπού, αλλά οι κοιμισμένοι άντρες ήταν κάτω από το

Οπτικό του πεδίο. Το σκοπό έπρεπε να βρει ο Κίνο -γρήγορα

και αδίστακτα. Αθόρυβα τράβηξε το σπάγκο με τα χαϊμαλιά

πάνω από τον ώμο του και χαλάρωσε τη θηλιά από

τη λαβή του μεγάλου του μαχαιριού.

Είχε αργήσει, γιατί καθώς σηκώθηκε στα πόδια του, η

ασημένια κόψη του φεγγαριού γλίστρησε πάνω από τον

ανατολικό ορίζοντα κι ο Κίνο βούλιαξε πάλι πίσω από το

θάμνο του.

Το φεγγάρι ήταν γέρικο και ξεφτισμένο, αλλά έριχνε

σκληρό φως και σκληρές σκιές στη χαράδρα και τώρα ο Κίνο

έβλεπε την καθιστή μορφή του σκοπού στη μικρή όχθη

δίπλα στη λιμνούλα. Ο σκοπός κοίταξε το φεγγάρι, κι έπειτα

άναψε κι άλλο τσιγάρο και το σπίρτο φώτισε το σκοτεινό

πρόσωπο του για μια στιγμή. Δε μπορούσε να περιμένει

πια· όταν ο σκοπός θα γύριζε το κεφάλι του, ο Κίνο έπρεπε

να πηδήξει. Τα πόδια του ήταν σφιγμένα σαν κουρντισμένα

ελατήρια.

Και τότε από ψηλά ακούστηκε μια σιγανή κραυγούλα. Ο

σκοπός γύρισε το κεφάλι για ν' αφουγκραστεί κι έπειτα σηκώθηκε,

κι ένας από τους κοιμισμένους άντρες σάλεψε στο

χώμα και ξύπνησε και ρώτησε χαμηλόφωνα. «Τι είναι;»

«Δεν ξέρω» είπε ο σκοπός. «Μου φάνηκε σαν κραυγή,

σχεδόν ανθρώπινη -σα μωρό».

Ο άντρας που κοιμόταν είπε, «Δε μπορείς να ξεχωρίσεις.

Κάποια μάνα κογιότ με τα μικρά της. Έχω ακούσει κουτάβι

κογιότ να κλαίει σα μωρό».

Ο ιδρώτας κύλησε σε σταγόνες από το μέτωπο του Κίνο


-92-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


κι έπεσε στα μάτια του και τα 'τσουξε. Η κραυγούλα ακούστηκε

πάλι και ο σκοπός κοίταξε ψηλά στην πλαγιά του λόφου

προς τη σκοτεινή σπηλιά.

«Κογιότ ίσως» είπε, κι ο Κίνο άκουσε το σκληρό κλικ καθώς

όπλισε το τουφέκι του.

«Αν είναι κογιότ, αυτό θα το σταματήσει» είπε ο σκοπός

καθώς σήκωσε τ' όπλο του.

Ο Κίνο είχε ήδη αρχίσει να πηδάει όταν έσκασε η τουφεκιά

και η κάνη άστραψε στα μάτια του. Το μεγάλο μαχαίρι

αιωρήθηκε και έτριξε κούφια. Δάγκωσε στο λαιμόκαι βαθιά

στο στήθος κι ο Κίνο τώρα είχε γίνει μια τρομερή μηχανή.

Άδραξε το τουφέκι ενώ ταυτόχρονα τραβούσε το μαχαίρι

του. Η δύναμη του και η κίνηση του και η ταχύτητα

του ήταν μια μηχανή. Σα στρόβιλος γύρισε και χτύπησε το

κεφάλι του καθιστού άντρα σα να 'τανε πεπόνι. Ο τρίτος

απομακρύνθηκε με τα τέσσερα και προς το πλάι σαν κάβουρας,

γλίστρησε μέσα στη λίμνη κι έπειτα άρχισε να σκαρφαλώνει

σαν τρελός, να σκαρφαλώνει το λόφο απ' όπου έτρεχε

το νερό. Τα χέρια του και τα πόδια του χτυπιόνταν στ'

άγρια μπερδεμένα χαμόκλαδα και κλαψούριζε κι έβγαζε

άναρθρες κραυγές καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο Κίνο

όμως είχε γίνει ψυχρός και θανατηφόρος σαν ατσάλι.

Ψυχρά όπλισε το τουφέκι κι έπειτα σήκωσε την κάνη σημάδεψε

και ψυχρά τράβηξε τη σκανδάλη. Είδε τον εχθρό του

να πέφτει προς τα πίσω στη λιμνούλα κι έπειτα ο Κίνο πλησίασε

το νερό. Στο φως του φεγγαριού έβλεπε τα αλαφιασμένα

μάτια γεμάτα τρόμο και σημάδεψε και χτύπησε στο

σταυρό.

Κι έπειτα ο Κίνο στάθηκε αβέβαιος. Κάτι δεν πήγαινε

καλά, κάποιο σημάδι προσπαθούσε να περάσει στο μυαλό

του. Τα βατράχια και τα τζιτζίκια ήταν σιωπηλά τώρα. Και

τότε το μυαλό του Κίνο καθάρισε από την πυρωμένη λύσσα

του και γνώρισε τον ήχο -το κλαψούρισμα, το βογκητό, την


-93-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


υστερική κραυγή από τη μικρή σπηλιά στην πλαγιά του πέτρινου

βουνού, την κραυγή του θανάτου.

Όλοι στο Λα Παζ θυμούνται την επιστροφή της οικογένειας

· ίσως να υπάρχουν μερικοί γέροι που την είδαν, αλλά

κι εκείνοι που τους το είπαν οι πατεράδες τους και οι παππούδες

τους τη θυμούνται κι εκείνοι. Είναι κάτι που συνέβηκε

σε όλους.

Το χρυσαφένιο απόγευμα είχε προχωρήσει όταν τα πρώτα

αγοράκια έτρεξαν σαν υστερικά στην πόλη και διέδωσαν

τα νέα ότι ο Κίνο και η Χουάνα γύριζαν. Κι όλοι έτρεξαν

να τους δουν. Ο ήλιος βασίλευε πίσω από τα βουνά και οι

σκιές στο χώμα ήταν μακριές. Κι ίσως αυτό να ήταν που

άφησε τη βαθιά εντύπωση σ' αυτούς που τους είδαν.

Οι δυο έρχονταν από το χωματόδρομο έξω από την πόλη

και δεν περπατούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο, ο Κίνο

μπροστά κι η Χουάνα από πίσω, όπως συνήθως, αλλά πλάι

πλάι. Ο ήλιος ήταν πίσω τους και οι μακριές σκιές τους

προπορεύονταν, κι έμοιαζαν να κουβαλάνε δυο πύργους

σκοταδιού μαζί τους. Ο Κίνο είχε ένα τουφέκι στο χέρι και

η Χουάνα κουβαλούσε το σάλι της σα σακί πάνω από τον

ώμο της. Και μέσα ήταν ένα μαλακό βαρύ μπογαλάκι. Το

σάλι ήταν σκεπασμένο με μια κρούστα ξεραμένο αίμα και

το μπογαλάκι αιωρούνταν λίγο καθώς περπατούσε. Το πρόσωπο

της ήταν σκληρό και ρυτιδιασμένο και σαν πετσί από

την κούραση και την υπερένταση με την οποία αντιστεκόταν

στην κούραση. Και τα ορθάνοιχτα μάτια της ήταν γυρισμένα

προς τα μέσα, προς τον εαυτό της. Ήταν απόμακρη

και μακρινή σαν τον Ουρανό. Τα χείλια του Κίνο ήταν τραβηγμένα

και το σαγόνι του σφιγμένο και οι άνθρωποι λένε

ότι κουβαλούσε το φόβο μαζί του, ότι ήταν επικίνδυνος σαν

καταιγίδα που ξεσπάει. Οι άνθρωποι λένε ότι οι δυο τους


-94-


ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


έμοιαζαν να έχουν απομακρυνθεί από την ανθρώπινη εμπειρία

· ότι είχαν περάσει από τον πόνο και είχαν βγει στην

άλλη όχθη· ότι τους περιέβαλλε μια σχεδόν μαγική προστασία.

Κι εκείνοι που είχαν τρέξει να τους δουν, οπισθοχώρησαν

για να τους αφήσουν να περάσουν και δεν τους μίλησαν.

Ο Κίνο κι η Χουάνα διέσχισαν την πόλη σα να μην υπήρχε.

Τα μάτια τους δεν κοίταξαν ούτε αριστερά ούτε δεξιά,

ούτε πάνω ούτε κάτω, αλλά μόνο ίσια μπροστά. Τα πόδια

τους κουνιόντουσαν λίγο σπασμωδικά, σαν καλοφτιαγμένες

ξύλινες κούκλες, και κουβαλούσαν στήλες μαύρου φόβου

μαζί τους. Και καθώς περπατούσαν μέσα από την πόλη της

πέτρας και του γύψου, οι έμποροι τους κοίταζαν από τα

καγκελωτά τους παράθυρα κι οι υπηρέτες έβαζαν το ένα

τους μάτι στις χαραμάδες και οι μανάδες γύριζαν τα πρόσωπα

των πιο μικρών παιδιών τους προς τα μέσα πάνω στις

φούστες τους. Ο Κίνο κι η Χουάνα διέσχισαν πλάι πλάι την

πόλη της πέτρας και του γύψου και έφτασαν στα καλύβια

και οι γείτονες έκαναν πίσω και τους άφησαν να περάσουν.

Ο Χουάν Τομάς σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό και δεν

είπε το χαιρετισμό κι άφησε το χέρι του στον αέρα για μια

στιγμή, αβέβαια.

Στ' αυτιά του Κίνο το Τραγούδι της Οικογένειας ήταν

άγριο σαν κραυγή. Ήταν άτρωτος και φοβερός, και το τραγούδι

του είχε γίνει πολεμική κραυγή. Προσπέρασαν με βαριά

βήματα το καμένο τετράγωνο όπου ήταν κάποτε το σπίτι

τους δίχως καν να το κοιτάξουν. Προσπέρασαν τους θάμνους

κοντά στην αμμουδιά και προχώρησαν στην ακτή

προς το νερό. Και δεν κοίταξαν προς το σπασμένο κανό του

Κίνο.

Κι όταν έφτασαν στην άκρη του νερού σταμάτησαν και

κοίταξαν πέρα από τον Κόλπο. Και τότε ο Κίνο άφησε κάτω

το τουφέκι κι έψαξε στα ρούχα του κι έπειτα έπιασε το


-95-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


μεγάλο μαργαριτάρι στο χέρι του. Κοίταξε την επιφάνεια

του κι ήταν γκρίζα και γεμάτη πληγές. Μοχθηρά πρόσωπα

κοίταζαν από κει στα μάτια του, και είδε το φως της πυρκαγιάς.

Και στην επιφάνεια του μαργαριταριού είδετα φοβισμένα

μάτια του άντρα στη λιμνούλα. Και στην επιφάνεια

του μαργαριταριού είδε τον Κογιοτίτο ξαπλωμένο στη σπηλιά

με το πάνω μέρος του κεφαλιού του να λείπει. Και το

μαργαριτάρι ήταν άσκημο- ήταν γκρίζο σαν κακοήθης

όγκος. Κι ο Κίνο άκουσε τη μουσική του μαργαριταριού, διαστρεβλωμένη

κι ανισόρροπη. Το χέρι του Κίνο άρχισε να

τρέμει λίγο και στράφηκε αργά στη Χουάνα και της έδωσε

το μαργαριτάρι. Εκείνη στάθηκε δίπλα του, κρατώντας

ακόμα το νεκρό μπογαλάκι της πάνω από τον ώμο της. Κοίταξε

το μαργαριτάρι στο χέρι του για μια στιγμή κι έπειτα

κοίταξε τον Κίνο στα μάτια και είπε σιγανά, «Όχι, εσύ».

Κι ο Κίνο σήκωσε το χέρι του και πέταξε το μαργαριτάρι

μ' όλη του τη δύναμη. Ο Κίνο κι η Χουάνα το κοίταξαν να

φεύγει, αχνοφεγγίζοντας κάτω από τον ήλιο που έδυε. Είδαν

το νερό να τινάζεται πέρα μακριά και στάθηκαν δίπλα

δίπλα κοιτάζοντας το σημείο ώρα πολλή.

Και το μαργαριτάρι κάθισε στα όμορφα πράσινα νερά

και γλίστρησε προς το βυθό. Τα κυματιστά κλαδιά των φυκιών

το φώναζαν και του έγνεφαν. Το φως στην επιφάνεια

του ήταν πράσινο κι όμορφο. Κάθισε στον αμμουδερό βυθό

ανάμεσα στα φυτά που έμοιαζαν με φτέρες. Από πάνω, η

επιφάνεια του νερού ήταν ένας πράσινος καθρέφτης. Και

το μαργαριτάρι έμεινε στο βυθό. Ένας κάβουρας που περνούσε

σήκωσε ένα μικρό σύννεφο από άμμο, κι όταν κατακάθισε

πάλι, το μαργαριτάρι είχε εξαφανιστεί.

Και η μουσική του μαργαριταριού έγινε ψίθυρος και χάθηκε

οριστικά.


-96-


ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ


τ ο
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


Το Μαργαριτάρι

είναι ένα κλασικό παραμύθι για


όλες τις εποχές, γραμμένο απλά και γοητευτικά, όπως

ταιριάζει σ' ένα παραμύθι. Ο Στάινμπεκ διηγείται

την ιστορία του ψαρά που βρίσκει ένα ανεκτίμητο

μαργαριτάρι, το Μαργαριτάρι του Κόσμου. Μ' αυτό,

σχεδιάζει ν' αγοράσει ειρήνη κι ευτυχία για τον ίδιο,

τη γυναίκα του και το γιό του, αλλά στο τέλος ανακαλύπτει

πως η ειρήνη και η ευτυχία δεν αγοράζονται

με τίποτα- πως είναι, με τη σειρά τους, ανεκτίμητα

μαργαριτάρια.

Ο Τζων Στάινμπεκ γεννήθηκε στο Σαλίνας της Καλιφόρνια

το 1902 -μια περιοχή που έγινε καμβάς για

ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων του. Σπούδασε υδρο-

βιολογία στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, αλλά διέκοψε

τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο, κι αφού άλλαξε

τα πιο διαφορετικά χειρωνακτικά επαγγέλματα,

άρχισε να γράφει. Έμεινε για ένα διάστημα στη Νέα

Υόρκη, αλλά δεν τα κατάφερε'να ζήσει από τη συγγραφική

δουλειά του, κι έτσι ξαναγύρισε στην Καλιφόρνια,

όπου συνέχισε να γράφει σ' ένα απομονωμένο

σπιτάκι στην εξοχή. Η πρώτη του επιτυχία ήρθε το

1935 με την

Πεδιάδα της Τορτίγια, και εδραιώθηκε με


τα βιβλία που ακολούθησαν:

Αμφίβολη μάχη, Άνθρωποι


και ποντίκια,

και προπάντων Γα σταφύλια


της οργής,

το μυθιστόρημα που έχει πια αρχετυπικό


κύρος για τα γράμματα της Αμερικής. Τα επόμενα έργα

του, που διαδραματίζονται συχνά στην Καλιφόρνια,

περιλαμβάνουν το

Δρόμο με τις φάμπρικες, και


το

Ανατολικά της Εδέμ. Ο Στάινμπεκ πέθανε το 1968,


αφού προηγουμένως τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ

το 1962.

ΤΖΩΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ''ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ'' (Σελ.61-80)

-61-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

τρόμο για μια στιγμή, κι έπειτα τα χείλια της τραβήχτηκαν

από τα δόντια της σαν τα χείλια της γάτας. Άφησε τον Κογιοτίτο

στο χώμα. Άρπαξε μια πέτρα από το λάκκο της φωτιάς

κι όρμησε έξω, αλλά όλα είχαν κιόλας τελειώσει. Ο Κίνο

ήταν ξαπλωμένος στο χώμα και προσπαθούσε να σηκωθεί

και δεν υπήρχε κανένας δίπλα του. Μόνο οι σκιές και το

χτύπημα και το θρόισμα του κύματος και το σφύριγμα της

απόστασης. Αλλά το κακό ήταν ολόγυρα, κρυμμένο πίσω

από το φράχτη, κουρνιασμένο δίπλα στο σπίτι στη σκιά, να

πλανιέται στον αέρα.

Η Χουάνα άφησε την πέτρα της να πέσει, και αγκάλιασε

τον Κίνο και τον βοήθησε να σηκωθεί και τον στήριξε να

μπει στο σπίτι. Αίμα κυλούσε πηχτό από το κεφάλι του κι

είχε μια μακριά βαθιά μαχαιριά στο μάγουλο του από το

αυτί μέχρι το σαγόνι, μια βαθιά χαρακιά που αιμορραγούσε.

Κι ο Κίνο ήταν μισολιπόθυμος. Κουνούσε το κεφάλι του

πέρα δώθε. Το πουκάμισο του είχε σκιστεί και τα ρούχα

του ήταν μισοβγαλμένα. Η Χουάνα τον έβαλε να καθίσει

στην ψάθα του και σκούπισε το πηχτό αίμα από το πρόσωπο

του με τη φούστα της. Του έφερε πούλκε να πιει σε μια

μικρή
κανάτα, και εκείνος εξακολουθούσε να τινάζει το κεφάλι

του για να διώξει το σκοτάδι.

«Ποιος;» ρώτησε η Χουάνα.

«Δεν ξέρω» είπε ο Κίνο, «δεν είδα».

Τώρα η Χουάνα έφερε το πήλινο δοχείο με το νερό και

έπλυνε το κόψιμο στο πρόσωπο του ενώ εκείνος κοίταζε ζαλισμένος

ίσια μπροστά του.

«Κίνο, άντρα μου» φώναξε. Τα μάτια του κοίταζαν κάπου

πέρα απ' αυτήν. «Κίνο, μ' ακούς;»

«Σ' ακούω» είπε.

«Κίνο, αυτό το μαργαριτάρι είναι κακό. Ας το καταστρέψουμε

πριν μας καταστρέψει αυτό. Ας το συντρίψουμε ανάμεσα

σε δυο πέτρες. Ας -ας το πετάξουμε πίσω στη θάλασ-

-62-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

σα όπου ανήκει. Κίνο, είναι κακό, είναι κακό!»

Και καθώς εκείνη μιλούσε, το φως ξαναγύρισε στα μάτια

του Κίνο έτσι που γυάλισαν άγρια και οι μύες του σκλήρυναν

και η θέληση του σκλήρυνε.

«Όχι» είπε. «Θα το παλέψω αυτό το πράγμα. Θα νικήσω.

Θα έχουμε την ευκαιρία μας». Η γροθιά του σφυροκόπησε

την ψάθα. «Κανένας δε θα μας πάρει την καλή μας τύχη

» είπε. Τα μάτια του μαλάκωσαν τότε και σήκωσε το χέρι

να χαϊδέψει τον ώμο της Χουάνα. «Πίστεψε με» είπε. «Είμαι

άντρας». Και το πρόσωπο του έγινε πονηρό.

«Το πρωί θα πάρουμε το κανό μας και θα πάμε πέρα από

τη θάλασσα και πίσω από τα βουνά στην πρωτεύουσα, εσύ

κι εγώ. Δε θα μας εξαπατήσουν. Είμαι άντρας».

«Κίνο» είπε εκείνη βραχνά. «Φοβάμαι. Ακόμα κι ένας

άντρας μπορεί να σκοτωθεί. Ας ξαναπετάξουμε το μαργαριτάρι

στη θάλασσα».

«Σώπα» είπε εκείνος άγρια. «Είμαι άντρας. Σώπα». Κι

έμεινε σιωπηλή, γιατί η φωνή του ήταν προσταγή. «Ας κοιμηθούμε

λίγο» είπε. «Μόλις χαράξει θα ξεκινήσουμε. Δε

φοβάσαι να πας μαζί μου;»

«Όχι, άντρα μου».

Τα μάτια του έπεσαν γλυκά και ζεστά πάνω της τότε, το

χέρι του άγγιξε το μάγουλο της. «Ας κοιμηθούμε λίγο» είπε.

-63-

5

Το φεγγάρι ανέτειλε αργά, λίγο πριν λαλήσει ο πρώτος κόκορας.

Ο Κίνο άνοιξε τα μάτια του στο σκοτάδι, γιατί διαισθάνθηκε

κάποια κίνηση κοντά του, αλλά δε σάλεψε. Μόνο

τα μάτια του έψαξαν το σκοτάδι, και στο χλομό φως του

φεγγαριού που έμπαινε μέσα από τις τρύπες στο καλύβι, ο

Κίνο είδε τη Χουάνα να σηκώνεται σιωπηλά από δίπλα του.

Την είδε να κινιέται προς τη φωτιά. Τόσο προσεχτικά δούλευε,

που άκουσε μόνο έναν ανεπαίσθητο ήχο όταν εκείνη

μετακίνησε την πέτρα στο λάκκο της φωτιάς. Κι έπειτα σα

σκιά γλίστρησε προς την πόρτα. Σταμάτησε για μια στιγμή

δίπλα στο κρεμαστό κουτί όπου κοιμόταν ο Κογιοτίτο, κι

έπειτα για ένα δευτερόλεπτο την είδε ξανά στο κατώφλι, κι

ύστερα η Χουάνα εξαφανίστηκε.

Κι η οργή φούντωσε μέσα στο στήθος του Κίνο. Σηκώθηκε

όρθιος και την ακολούθησε τόσο σιωπηλά όσο είχε περπατήσει

κι εκείνη, κι άκουγε τα γρήγορα βήματα της να πηγαίνουν

προς την αμμουδιά. Σιωπηλά την ακολούθησε και

ο νους του είχε πυρώσει από το θυμό. Εκείνη βγήκε από

τους θάμνους και προχώρησε σκοντάφτοντας στα μικρά κοτρόνια

προς το νερό, κι έπειτα τον άκουσε να έρχεται και

βάλθηκε να τρέχει. Το χέρι της είχε σηκωθεί για να πετάξει

όταν πήδηξε πάνω της και άρπαξε το χέρι της και την

ανάγκασε ν' αφήσει το μαργαριτάρι. Τη χτύπησε στο πρόσωπο

με τη σφιγμένη γροθιά του κι εκείνη έπεσε ανάμεσα

στις πέτρες και την κλότσησε στα πλευρά. Στο χλομό φως

-64-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

έβλεπε τα κυματάκια να σκάνε πάνω της και τη φούστα της

να επιπλέει κι έπειτα να κολλάει στα πόδια της όταν τραβιόταν

το νερό.

Ο Κίνο την κοίταξε κι έδειξε τα δόντια. Σφύριξε σα φίδι

και η Χουάνα τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα δίχως φόβο,

σαν πρόβατο μπροστά στο χασάπη. Ήξερε ότι υπήρχε

φόνος μέσα στην ψυχή του, και δεν πείραζε· το είχε δεχτεί

και δε θα αντιστεκόταν, ούτε καν θα διαμαρτυρόταν. Κι

έπειτα η οργή τον άφησε και μια αρρωστημένη αηδία την

αντικατέστησε. Έκανε μεταβολή και προχώρησε στην παραλία

και πέρα από τους θάμνους. Οι αισθήσεις του είχανε

στομώσει από τη συγκίνηση του.

Άκουσε το θρόισμα, έβγαλε το μαχαίρι του και όρμησε

σε μια σκοτεινή μορφή κι ένιωσε το μαχαίρι να βρίσκει το

στόχο του κι έπειτα έπεσε στα γόνατα κι έπειτα πάλι στο

χώμα. Άπληστα δάχτυλα έψαξαν τα ρούχα του, ξέφρενα

δάχτυλα τον έψαξαν, και το μαργαριτάρι, που του το είχαν

πετάξει από το χέρι, στραφτάλιζε δίπλα σ' ένα πετραδάκι

στο μονοπάτι. Γυάλιζε στο γλυκό φως του φεγγαριού.

Η Χουάνα σύρθηκε από τα βράχια στην άκρη του νερού.

Το πρόσωπο της ήταν ένας μουντός πόνος και το πλευρό

της πονούσε. Έμεινε γονατιστή για ένα διάστημα και η

υγρή φούστα της κολλούσε πάνω της. Δεν υπήρχε θυμός μέσα

της ενάντια στον Κίνο. Είχε πει, «Είμαι άντρας» κι αυτό

σήμαινε ορισμένα πράγματα για τη Χουάνα. Σήμαινε ότι

ήταν μισότρελος-μισόθεος. Σήμαινε ότι ο Κίνο θα έβαζε τη

δύναμη του ν' αντιμετωπίσει ένα βουνό και θα την έβαζε ν'

αντιμετωπίσει τη θάλασσα. Η Χουάνα, με τη γυναικεία ψυχή

της, ήξερε ότι το βουνό θ' άντεχε ενώ ο άντρας θα γινόταν

κομμάτια· ότι η θάλασσα θα φούσκωνε ενώ ο άντρας θα

πνιγόταν μέσα της. Κι ωστόσο αυτό ήταν που τον έκανε άντρα

μισ,ότρελο-μισόθεο, κι η Χουάνα είχε ανάγκη από έναν

άντρα· δε μπορούσε να ζήσει δίχως άντρα. Μόλο που ίσως

-65-

5.
Το μαργαριτάρι

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

να τη μπέρδευαν οι διαφορές αυτές ανάμεσα στον άντρα

και τη γυναίκα, τις ήξερε και τις δεχόταν και τις χρειαζόταν.

Φυσικά θα τον ακολουθούσε, δεν υπήρχε θέμα πάνω σ'

αυτό. Καμιά φορά η ποιότητα της γυναίκας, η λογική, η

επιφύλαξη, η αίσθηση της συντήρησης μπορούσαν να διαπεράσουν

τον ανδρισμό του Κίνο και να τους σώσουν

όλους. Σηκώθηκε με κόπο και βούτηξε τις παλάμες της στα

κυματάκια και ξέπλυνε το μωλωπισμένο της πρόσωπο με το

καυτερό αλμυρό νερό κι έπειτα βάλθηκε να σέρνεται στην

αμμουδιά για να βρει τον Κίνο.

Ένα κοπάδι σύννεφα είχαν έρθει στον ουρανό από το νότο.

Το χλομό φεγγάρι έκανε βουτιές ανάμεσα τους κι αναδυόταν

πάλι έτσι που η Χουάνα περπατούσε στο σκοτάδι

για μια στιγμή και στο φως την άλλη. Η ράχη της είχε λυγίσει

από τον πόνο και το κεφάλι της ήταν σκυμμένο. Πέρασε

μέσα από τους θάμνους όταν το φεγγάρι είχε κρυφτεί, κι

όταν ξαναβγήκε είδε το μεγάλο μαργαριτάρι να λαμπυρίζει

στο μονοπάτι πίσω από το βράχο. Έπεσε στα γόνατα και το

σήκωσε και το φεγγάρι μπήκε πάλι στο σκοτάδι των σύννεφων.

Η Χουάνα έμεινε γονατιστή ενώ ζύγιαζε μέσα της αν

έπρεπε να γυρίσει στη θάλασσα και να αποτελειώσει αυτό

που είχε αρχίσει και καθώς σκεφτόταν, το φως ήρθε πάλι κι

είδε δυο σκοτεινές μορφές ξαπλωμένες στο μονοπάτι μπροστά

της. Πήδηξε μπροστά και είδε ότι η μια ήταν ο Κίνο και

η άλλη ένας ξένος μ' ένα σκούρο γυαλιστερόυγρό να κυλάει

απ' το λαρύγγι του.

Ο Κίνο κουνήθηκε νωθρά, τα χέρια του και τα πόδια του

σάλεψαν σαν τα μέλη πατημένου εντόμου, κι ένα πηχτό

μουρμουρητό βγήκε από το στόμα του. Τώρα, μέσα σε μια

στιγμή, η Χουάνα κατάλαβε ότι η παλιά ζωή είχε χαθεί για

πάντα. Ο νεκρός άντρας στο μονοπάτι και το μαχαίρι του

Κίνο, με τη σκούρα λεπίδα δίπλα του, την έπεισαν. Όλη

την ώρα η Χουάνα προσπαθούσε να διασώσει κάτι από την

-66-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

παλιά γαλήνη, από τον καιρό πριν από το μαργαριτάρι.

Τώρα όμως είχε χαθεί και δεν υπήρχε τρόπος να ξαναβρεθεί.

Κι επειδή το ήξερε, εγκατέλειψε το παρελθόν αμέσως.

Δεν υπήρχε τίποτα να κάνουν πέρα από το να σωθούν οι

ίδιοι.

Ο πόνος, η βραδύτητα είχαν φύγει τώρα. Γρήγορα έσυρε

το νεκρό από το μονοπάτι στο καταφύγιο των θάμνων. Πήγε

στον Κίνο και έπλυνε το πρόσωπο του με τη μουσκεμένη

φούστα της. Είχε αρχίσει να συνέρχεται και βόγκηξε.

«Πήραν το μαργαριτάρι. Το έχασα. Τώρα όλα τέλειωσαν»

είπε. «Το μαργαριτάρι χάθηκε».

Η Χουάνα τον ησύχασε όπως θα ησύχαζε ένα άρρωστο

παιδί. «Σώπα» είπε. «Να το μαργαριτάρι σου. Το βρήκα

στο μονοπάτι. Μ' ακούς; Να το μαργαριτάρι σου. Καταλαβαίνεις;

Σκότωσες έναν άνθρωπο. Πρέπει να φύγουμε. Θα

έρθουν να μας πιάσουν, καταλαβαίνεις; Πρέπει να φύγουμε

πριν ξημερώσει».

«Μου επιτέθηκε» είπε αμήχανα ο Κίνο. «Χτύπησα για να

σώσω τη ζωή μου».

«Θυμάσαι χτες;» ρώτησε η Χουάνα. «Νομίζεις ότι αυτό

θα έχει σημασία; Θυμάσαι τους άντρες της πόλης; Νομίζεις

ότι η εξήγηση σου θα βοηθήσει;»

Ο Κίνο πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε να διώξει την

αδυναμία του. «Όχι» είπε. «Έχεις δίκιο». Και η θέληση

του σκλήρυνε και έγινε πάλι άντρας.

«Πήγαινε στο σπίτι μας και φέρε τον Κογιοτίτο» είπε,

«και φέρε όλο μας το καλαμπόκι. Θα ρίξω το κανό στο νερό

και θα φύγουμε».

Πήρε το μαχαίρι του και την άφησε. Προχώρησε σκοντάφτοντας

προς την αμμουδιά κι έφτασε στο κανό του. Κι

όταν το φως του φεγγαριού πέρασε πάλι από τα σύννεφα,

είδε ότι μια μεγάλη τρύπα είχε ανοιχτεί στον πάτο. Και μια

καυτή αγανάκτηση τον πλημμύρισε και του έδωσε δύναμη.

-67-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

Τώρα το σκοτάδι είχε αρχίσει να τυλίγει την οικογένεια

του- τώρα η κακιά μουσική γέμισε τη νύχτα, κρεμάστηκε

πάνω από τα μαγγρόβια, στρίγκλισε στο ρυθμό των κυμάτων.

Το κανό του παππού του, το χιλιοκαλαφατισμένο, το

είχαν τρυπήσει. Αυτό ήταν ένα κακό που ξεπερνούσε τη

σκέψη. Ο σκοτωμός ενός ανθρώπου δεν ήταν τέτοια αμαρτία

όσο ο σκοτωμός ενός σκάφους. Γιατί το σκάφος δεν έχει

γιους, και το σκάφος δε μπορεί να αμυνθείκαι το λαβωμένο

σκάφος δε μπορεί να γειάνει. Υπήρχε θλίψη στην οργή τού

Κίνο, αλλά το τελευταίο αυτό χτύπημα τον είχε τόσο σκληρύνει

που κανείς δε μπορούσε πια να τον σπάσει. Ήταν ένα

ζώο τώρα, για να κρυφτεί, για να επιτεθεί, και ζούσε μόνο

για να επιζήσει αυτός και η οικογένεια του. Δεν καταλάβαινε

τον πόνο στο κεφάλι του. Έφυγε από την ακτή και

πήγε προς το σπίτι του και δε σκέφτηκε να πάρει ένα από

τα κανό των γειτόνων του. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε η

ιδέα από το μυαλό του, όπως και δε θα σκεφτόταν ποτέ να

καταστρέψει ένα κανό.

Τα κοκόρια λαλούσαν και η αυγή δεν αργούσε πια. Καπνός

από τις πρώτες φωτιές πέρασε από τους τοίχους των

καλυβιών, και οι πρώτες μυρωδιές από τις καλαμποκόπιτες

που ψήνονταν γέμισαν τον αέρα. Ήδη τα πουλιά της αυγής

χοροπηδούσαν στους θάμνους. Το αδύναμο φεγγάρι έχανε

το φως του και τα σύννεφα πύκνωσαν κι έπειτα διαλύθηκαν

προς τα νότια. Ο άνεμος φύσηξε στον Κόλπο, ένας νευρικός,

ανήσυχος άνεμος με τη μυρωδιά της καταιγίδας στην

ανάσα του, κι υπήρχε αλλαγή κι αναστάτωση στην ατμόσφαιρα.

Ο Κίνο, προχωρώντας βιαστικά προς το σπίτι του, ένιωσε

να τον πλημμυρίζει μια αγαλλίαση. Τώρα δεν υπήρχε

σύγχυση στο νου του, γιατί μόνο ένα πράγμα μπορούσε να

κάνει, και το χέρι του Κίνο πήγε πρώτα στο μεγάλο μαργαριτάρι

στο πουκάμισο του και έπειτα στο μαχαίρι του που

-68-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

κρεμόταν κάτω από το πουκάμισο του.

Είδε μια μικρή λάμψη μπροστά του, κι έπειτα δίχως διακοπή

μια ψηλή φλόγα πήδησε στο σκοτάδι μ' ένα τρίξιμο κι

ένα βρυχηθμό, κι ένας ψηλός πύργος από φλόγες φώτισε το

μονοπάτι. Ο Κίνο άρχισε να τρέχει· ήταν η καλύβα του, το

ήξερε. Και ήξερε ότι τα σπίτια αυτά μπορούσαν να γίνουν

στάχτη μέσα σε πολύ λίγες στιγμές. Και καθώς έτρεχε, μια

άλλη μορφή έτρεξε προς το μέρος του -η Χουάνα, με τον

Κογιοτίτο στην αγκαλιά και την κουβέρτα του Κίνο σφιγμένη

στο χέρι της. Το μωρό βογκούσε από το φόβο και τα μάτια

της Χουάνα ήταν ορθάνοιχτα και τρομοκρατημένα. Ο

Κίνο έβλεπε ότι το σπίτι δεν υπήρχε πια και δεν έκανε καμιά

ερώτηση στη Χουάνα. Ήξερε, αλλά εκείνη του είπε,

«Τα 'χαν γκρεμίσει όλα κι είχαν σκάψει το πάτωμα κι ακόμα

και το κουτί του μωρού είχαν αναποδογυρίσει, και καθώς

κοίταζα, έβαλαν φωτιά απέξω».

Το άγριο φως του σπιτιού που καιγόταν φώτισε δυνατά

το πρόσωπο του Κίνο. «Ποιοι;» ζήτησε να μάθει.

«Δεν ξέρω» είπε. «Οι σκοτεινοί».

Οι γείτονες ξεχύνονταν βιαστικά από τα σπίτια τους τώρα,

και κοίταζαν τις σπίθες και τις ποδοπατούσαν για να

σώσουν τα δικά τους σπίτια. Ξαφνικά ο Κίνο φοβήθηκε. Το

φως τον έκανε να φοβάται. Θυμήθηκε τον άντρα που κείτονταν

νεκρός στους θάμνους δίπλα στο μονοπάτι και πήρε

τη Χουάνα από το μπράτσο και την τράβηξε στη σκιά ενός

σπιτιού μακριά από το φως, γιατί το φως ήταν κίνδυνος γι'

αυτόν. Για μια στιγμή έμεινε συλλογισμένος κι έπειτα πέρασε

από τις σκιές μέχρι που έφτασε στο σπίτι του Χουάν Τομάς,

του αδερφού του, και γλίστρησε στο κατώφλι και τράβηξε

τη Χουάνα μαζί του. Έξω, άκουγε τα σκληρίσματα

των παιδιών και τις κραυγές των γειτόνων, γιατί οι φίλοι

του νόμιζαν ότι ίσως να ήταν ακόμα μέσα στο σπίτι που

καιγόταν.

-69-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

Το σπίτι του Χουάν Τομάς ήταν σχεδόν ακριβώς πανομοιότυπο

με το σπίτι του Κίνο· σχεδόν όλα τα καλύβια ήταν

ίδια, κι όλα έσταζαν φως και αέρα, έτσι που η Χουάνα κι ο

Κίνο, καθισμένοι τη γωνιά του σπιτιού του αδερφού, έβλεπαν

μέσα από τον τοίχο τις φωτιές που πηδούσαν. Είδαν

τις φλόγες, ψηλές και μανιασμένες, είδαν τη στέγη να πέφτει

και είδαν τη φωτιά να σβήνει τόσο γρήγορα όσο μια

φωτιά από ξερόκλαδα. Άκουσαν τις προειδοποιήσεις των

φίλων τους, και τη στριγκιά, άγρια κραυγή της Απολόνια,

της γυναίκας του Χουάν Τομάς. Εκείνη, μια και ήταν η πιο

κοντινή συγγενισσα, ξεκίνησε το επίσημο μοιρολόι για τους

νεκρούς της οικογένειας. Η Απολόνια αντιλήφθηκε ότι φορούσε

το δεύτερο καλύτερο σάλι της και όρμησε στο σπίτι

για να πάρει το καινούργιο της. Καθώς έψαχνε σε μια κασέλα

κοντά στον τοίχο, η φωνή του Κίνο είπε σιγανά,

«Απολόνια, μη φωνάξεις. Δεν πάθαμε τίποτα».

«Πώς ήρθατε εδώ;» ζήτησε να μάθει εκείνη.

«Μη ρωτάς» είπε. «Πήγαινε τώρα στον Χουάν Τομάς και

φερ' τον εδώ και μην το πεις σε κανέναν άλλο. Έχει σημασία

για μας, Απολόνια».

Σταμάτησε, με τα χέρια κρεμασμένα μπροστά της, κι

έπειτα, «Ναι, κουνιάδε μου» είπε.

Σε μερικά λεπτά ο Χουάν Τομάς γύρισε πίσω μαζί της.

Άναψε ένα κερί και τους πλησίασε εκεί που ήταν κουρνιασμένοι

σε μια γωνιά και είπε, «Απολόνια, πήγαινε στην

πόρτα και μην αφήσεις να μπει κανένας». Ήταν πιο μεγάλος,

ο Χουάν Τομάς, και πήρε την πρωτοβουλία. «Λοιπόν,

αδερφέ μου» είπε.

«Μου επιτέθηκαν στο σκοτάδι» είπε ο Κίνο. «Και στην

πάλη πάνω σκότωσα έναν άνθρωπο».

«Ποιον;» ρώτησε γρήγορα ο Χουάν Τομάς.

«Δεν ξέρω. Είναι όλα σκοτάδι -όλα σκοτάδι και σχήμα

σκοταδιού».

-70-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

«Είναι το μαργαριτάρι» είπε ο Χουάν Τομάς. «Υπάρχει

ένας διάβολος σ' αυτό το μαργαριτάρι. Θα έπρεπε να το είχες

πουλήσει και να είχες δώσει αλλού το διάβολο. Ίσως να

μπορείς ακόμα να το πουλήσεις και ν' αγοράσεις γαλήνη

για σένα».

Κι ο Κίνο είπε, «Ω αδερφέ μου, μου έγινε μια προσβολή

που είναι πιο βαθιά από τη ζωή μου. Γιατί στην αμμουδιά

το κανό μου είναι σπασμένο, το σπίτι μου κάηκε και στους

θάμνους είναι ξαπλωμένος ένας άντρας νεκρός. Μας έχουν

αποκόψει κάθε δρόμο διαφυγής. Πρέπει να μας κρύψεις,

αδερφέ μου».

Κι ο Κίνο, που κοίταζε προσεχτικά, είδε βαθιά στεναχώρια

να έρχεται στα μάτια του αδερφού του και πρόλαβε την

πιθανή του άρνηση. «Όχι για πολύ» είπε γρήγορα. «Μόνο

μέχρι να περάσει μια μέρα και να έρθει η καινούργια νύχτα.

Τότε θα φύγουμε».

«Θα σας κρύψω» είπε ο Χουάν Τομάς.

«Δε θέλω να σου φέρω κίνδυνο» είπε ο Κίνο, «Ξέρω ότι

είμαι σαν τη λέπρα. Θα φύγω απόψε και τότε θα είσαι

ασφαλής».

«Θα σε προστατέψω» είπε ο Χουάν Τομάς και φώναξε,

«Απολόνια, κλείσε καλά την πόρτα. Και ούτε καν να ψιθυρίσεις

πως είναι εδώ ο Κίνο».

Κάθισαν σιωπηλά όλοι μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού κι

άκουγαν τους γείτονες να μιλάνε γι' αυτούς. Μέσα από τους

τοίχους του σπιτιού έβλεπαν τους γείτονες να σκαλίζουν τις

στάχτες για να βρουν τα κόκαλα. Κουρνιασμένοι στο σπίτι

του Χουάν Τομάς άκουσαν την ταραχή και την έκπληξη να

πλημμυρίζουν τους γείτονες με τα νέα του σπασμένου σκάφους.

Ο Χουάν Τομάς βγήκε μαζί με τους γείτονες για να

μην τον υποψιαστούν, και τους είπε θεωρίες και σκέψεις

για το τι είχε συμβεί στον Κίνο και τη Χουάνα και το μωρό.

Σε άλλους έλεγε, «Νομίζω ότι τράβηξαν νότια από την πα-

-71-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

ραλία για να ξεφύγουν από το κακό που τους κυνηγούσε».

Και σε άλλους, «Ο Κίνο δε θα άφηνε ποτέ τη θάλασσα.

Ίσως βρήκε άλλο κανό». Και έλεγε, «Η Απολόνια αρρώστησε

από τη στεναχώρια».

Κι εκείνη τη μέρα ο άνεμος σηκώθηκε να χτυπήσει τον

Κόλπο και ξερίζωσε τα αγριόχορτα και τα φύκια στην αμμουδιά

κι ο άνεμος πέρασε μέσα από τα καλύβια και κανένα

σκάφος δεν ήταν ασφαλές στο νερό. Τότε ο Χουάν Τομάς

είπε στους γείτονες. «Ο Κίνο έχει φύγει. Αν πήγε από

τη θάλασσα θα έχει πνιγεί τώρα». Και μετά από κάθε διαδρομή

ανάμεσα στους γείτονες, ο Χουάν Τόμας γύριζε με

κάτι δανεικό. Έφερε μια μικρή ψάθινη πλεχτή σακούλα με

κόκκινα φασόλια κι ένα σακί γεμάτο ρύζι. Δανείστηκε ένα

φλιτζάνι ξερές πιπεριές κι έναν κύβο αλάτι, κι έφερε ένα

μαχαίρι δεκαοχτώ ίντσες μακρύ και βαρύ σα μικρή αξίνα,

εργαλείο και όπλο μαζί. Κι όταν ο Κίνο είδε το μαχαίρι αυτό

τα μάτια του φωτίστηκαν, και χάιδεψε τη λεπίδα και το

δάχτυλο του δοκίμασε την κόψη.

Ο άνεμος ούρλιαζε πάνω από τον Κόλπο κι άσπριζε το

νερό, και τα μαγγρόβια λύγιζαν σα φοβισμένο κοπάδι, και

μια λεπτή σκόνη σηκώθηκε από την ξηρά και έμεινε κρεμασμένη

σ' ένα αποπνιχτικό σύννεφο πάνω από τη θάλασσα.

Ο άνεμος έδιωξε τα σύννεφα και καθάρισε τον ουρανό και

παρέσυρε την άμμο σα χιόνι.

Τότε ο Χουάν Τομάς, όταν πλησίασε το βράδυ, μίλησε

πολύ με τον αδερφό του. «Πού θα πάτε;»

«Στα βόρεια» είπε ο Κίνο. «Έχω ακούσει ότι υπάρχουν

πόλεις στο βορρά».

«Ν' αποφεύγεις την ακτή» είπε ο Χουάν Τομάς. «Ετοιμάζουν

μια ομάδα να ψάξει την ακτή. Οι άντρες της πόλης θα

ψάξουν να σε βρουν. Έχεις ακόμα το μαργαριτάρι;»

«Το έχω» είπε ο Κίνο. «Και θα το κρατήσω. Θα μπορούσα

να το είχα χαρίσει σα δώρο, αλλά τώρα είναι η κακοτυ-

-72-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

χία μου και η ζωή μου και θα το κρατήσω». Τα μάτια του

ήταν σκληρά και πικραμένα.

Ο Κογιοτίτο κλαψούρισε και" η Χουάνα μουρμούρισε

ξόρκια από πάνω του για να τον ησυχάσει.

«Ο άνεμος είναι καλός» είπε ο Χουάν Τομάς. «Θα σβήσει

τα ίχνη».

Έφυγαν αθόρυβα στο σκοτάδι πριν βγει το φεγγάρι. Η

οικογένεια στάθηκε επίσημα στο σπίτι του Χουάν Τομάς. Η

Χουάνα κουβαλούσε τον Κογιοτίτο στη ράχη της, σκεπασμένο

και πιασμένο με το σάλι της, και το μωρό κοιμόταν

με το μάγουλο γυρισμένο στο πλάι πάνω στον ώμο της. Το

σάλι σκέπαζε το μωρό και μια άκρη περνούσε πάνω από τη

μύτη της Χουάνα για να την προστατεύει από τον κακό αέρα

της νύχτας. Ο Χουάν Τομάς αγκάλιασε τον αδερφό του

με το διπλό αγκάλιασμα και τον φίλησε και στα δυο μάγουλα.

«Ο Θεός μαζί σου» είπε, κι ήταν σα θάνατος. «Δε θα

εγκαταλείψεις το μαργαριτάρι;»

«Το μαργαριτάρι τούτο έγινε η ψυχή μου» είπε ο Κίνο.

«Αν το εγκαταλείψω, θα χάσω την ψυχή μου. Ο Θεός μαζί

σου επίσης».

-73-

6

Ο άνεμος φύσαγε άγριος και δυνατός, και τους πετροβολούσε

με κλαδάκια, άμμο και χαλίκια. Η Χουάνα κι ο Κίνο

τυλίχτηκαν πιο σφιχτά στα ρούχα τους και σκέπασαν τις

μύτες τους και βγήκαν στον κόσμο. Ο άνεμος είχε καθαρίσει

τον ουρανό και τα αστέρια έλαμπαν ψυχρά στο μαύρο

στερέωμα. Οι δυο περπατούσαν προσεχτικά και απέφυγαν

το κέντρο της πόλης όπου κάποιος από κείνους που συνηθίζουν

να κοιμούνται στα κατώφλια θα μπορούσε να τους δει

να περνούν. Γιατί η πόλη κλεινόταν στον εαυτό της για να

προστατευτεί από τη νύχτα, κι όποιος περπατούσε στο σκοτάδι

θα γινόταν αμέσως αντιληπτός. Ο Κίνο έκανε το γύρο

της πόλης κι έστριψε προς το βορρά, με οδηγό τ' αστέρια,

και βρήκε τον τραχύ χωματόδρομο που οδηγούσε μέσα από

το λόγγο προς το Λορέτο, όπου η θαυματουργή Παναγία

έχει την εκκλησία της.

Ο Κίνο ένιωθε τον άνεμο να φυσάει την άμμο γύρω από

τους αστραγάλους του και χαιρόταν γιατί ήξερε ότι δε θα

έμεναν ίχνη. Η αχνή αστροφεγγιά τού έδειχνε το στενό δρόμο

μέσα από τους θάμνους. Κι ο Κίνο άκουγε τα βήματα

της Χουάνα πίσω του. Εκείνος προχωρούσε γρήγορα και

σιωπηλά κι η Χουάνα σιγότρεχε πίσω του για να τον προλαβαίνει.

Κάτι το αρχέγονο σάλεψε μέσα στην ψυχή του Κίνο. Μέσα

από το φόβο του για το σκοτάδι και τους διαβόλους που

στοιχειώνουν τη νύχτα, ήρθε ορμητικά μια αγαλλίαση· κάτι

-74-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

το κτηνώδες αναδευόταν μέσα του κι έτσι ήταν επιφυλακτικός

και προσεχτικός κι επικίνδυνος· κάποιο πράγμα αρχέγονο

από το παρελθόν του λαού του είχε ζωντανέψει μέσα

στην ψυχή του. Ο άνεμος ήταν πίσω του και τ' αστέρια τον

οδηγούσαν. Ο άνεμος φώναζε και φυσούσε στους θάμνους

κι η οικογένεια προχωρούσε μονότονα, ώρα την ώρα. Δεν

προσπέρασαν κανέναν και δεν είδαν κανέναν. Επιτέλους,

δεξιά τους, το αδύναμο φεγγάρι ανέτειλε κι όταν σηκώθηκε

ψηλά, ο άνεμος έπεσε κι όλα καταλάγιασαν.

Τώρα έβλεπαν το δρομάκο μπροστά τους, σκαμμένο βαθιά

από ίχνη τροχών. Όταν έπεφτε ο άνεμος θα έμεναν οι

πατημασιές τους, αλλά βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση

από την πόλη κι ίσως να μην πρόσεχαν τα ίχνη τους. Ο Κίνο

προχωρούσε προσεχτικά στο αυλάκι που είχε σκάψει ο τροχός

κι η Χουάνα ακολουθούσε πατώντας πάνω στα δικά

του ίχνη. Ένα μεγάλο κάρο, που θα πήγαινε στην πόλη το

πρωί, θα έσβηνε κάθε ίχνος από το πέρασμα τους.

Όλη νύχτα περπατούσαν με σταθερό βήμα. Μια φορά ο

Κογιοτίτο ξύπνησε, και η Χουάνα τον έφερε μπροστά της

και τον νανούριζε μέχρι που αποκοιμήθηκε ξανά. Και τα

κακά της νύχτας βρίσκονταν γύρω τους. Τα·κογιότ φώναζαν

και γέλαγαν στους θάμνους και οι κουκουβάγιες τσίριζαν

και σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους. Και μια φορά

κάποιο μεγάλο ζώο απομακρύνθηκε με βαριά βήματα,

κάνοντας τα χαμόκλαδα να τρίζουν. Κι ο Κίνο έσφιξε τη

λαβή του μεγάλου μαχαιριού κι αυτό του έδωσε μια αίσθηση

προστασίας.

Η μουσική του μαργαριταριού αντηχούσε θριαμβευτικά

στο κεφάλι του Κίνο και από κάτω της η ήσυχη μελωδία της

οικογένειας και οι δυο μαζί γίνονταν ένα με το μαλακό θόρυβο

των ποδιών τους στο μισοσκόταδο. Όλη νύχτα περπατούσαν,

και μόλις χάραξε ο Κίνο έψαξε το πλάι του δρόμου

για κάποιο καταφύγιο για να μείνουν τη μέρα. Βρήκε

-75-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

το μέρος αυτό κοντά στο δρόμο, ένα μικρό ξέφωτο όπου

ίσως να είχαν ξαπλώσει ελάφια και τα πυκνά ξερά δέντρα

που πλαισίωναν το δρόμο το έκρυβαν από τη θέα. Κι όταν

η Χουάνα κάθισε και βολεύτηκε για να θηλάσει το μωρό, ο

Κίνο γύρισε στο δρόμο. Έσπασε ένα κλαδί και προσεχτικά

σάρωσε τις πατημασιές στο σημείο όπου είχαν αφήσει τη

δημοσιά. Κι έπειτα, με το πρώτο φως, άκουσε το τρίξιμο

ενός κάρου και κούρνιασε δίπλα στο δρόμο και είδε να περνάει

ένα βαρύ δίτροχο κάρο που το τράβαγαν δυο αργοκίνητα

βόδια. Κι όταν το κάρο χάθηκε, ξαναγύρισε στο δρόμο

και κοίταξε το αυλάκι και είδε ότι τα ίχνη είχαν εξαφανιστεί.

Και σάρωσε πάλι τις πατημασιές του και ξαναγύρισε

στη Χουάνα.

Του έδωσε τις μαλακές καλαμποκόπιτες που τους είχε

ετοιμάσει η Απολόνια και μετά κοιμήθηκε λίγο. Αλλά ο Κίνο

καθόταν στο έδαφος και κοίταζε το χώμα μπροστά του.

Παρακολουθούσε τα μυρμήγκια να πηγαινόρχονται, μια μικρή

φάλαγγα από δαύτα κοντά στο πόδι του, κι έβαλε το

πόδι του στο μονοπάτι τους. Τότε η φάλαγγα σκαρφάλωσε

πάνω από το πόδι του και συνέχισε το δρόμο της κι ο Κίνο

άφησε το πόδι του εκεί και' τα κοίταξε να το σκαρφαλώνουν

και να το προσπερνάνε.

Ο ήλιος σηκώθηκε ζεστός. Δεν ήταν κοντά στον Κόλπο,

τώρα, κι ο αέρας ήταν στεγνός και ζεστός και οι θάμνοι

έτριξαν από τη ζέστη κι ανέδιναν μια όμορφη μυρωδιά ρετσίνας.

Κι όταν η Χουάνα ξύπνησε, όταν ο ήλιος ήταν ψηλά,

ο Κίνο της είπε πράγματα που ήξερε κιόλας.

«Να προσέχεις εκείνο εκεί το δέντρο» είπε δείχνοντας.

«Μην το αγγίξεις, γιατί αν το αγγίξεις, κι έπειτα αγγίξεις

τα μάτια σου, θα σε τυφλώσει. Και να προσέχεις το δέντρο

που ματώνει. Βλέπεις, αυτό εκεί. Γιατί αν το σπάσεις, το

κόκκινο αίμα θα κυλήσει από μέσα κι είναι γρουσουζιά».

Κι εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και του χαμογέ-

-76-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

λασε γιατί τα ήξερε αυτά τα πράγματα.

«Θα μας ακολουθήσουν;» ρώτησε. «Λες να προσπαθήσουν

να μας βρουν;»

«Θα προσπαθήσουν» είπε ο Κίνο. «Όποιος μας βρει θα

πάρει το μαργαριτάρι. Ω, θα προσπαθήσουν».

Κι η Χουάνα είπε, «Ίσως οι έμποροι να είχαν δίκιο και

το μαργαριτάρι να μην έχει αξία. Ίσως όλα αυτά να ήταν

ψευδαίσθηση».

Ο Κίνο έβαλε το χέρι του στα ρούχα του κι έβγαλε το

μαργαριτάρι. Άφησε τον ήλιο να παιχνιδίσει πάνω του μέχρι

που του 'καψε τα μάτια. «Όχι» είπε «δε θα είχαν προσπαθήσει

να το κλέψουν αν δεν είχε αξία».

«Ξέρεις ποιος σου επιτέθηκε; Ήταν οι έμποροι;»

«Δεν ξέρω» είπε. «Δεν τους είδα».

Κοίταξε το μαργαριτάρι για να βρει το όραμα του.

«Όταν επιτέλους το πουλήσουμε, θα πάρω τουφέκι» είπε,

και κοίταξε την αστραφτερή επιφάνεια για το τουφέκι του,

αλλά είδε μόνο ένα σκοτεινό κορμί κουλουριασμένο στο χώμα

με γυαλιστερό αίμα να στάζει από το λαρύγγι του. Και

είπε βιαστικά, «Θα παντρευτούμε σε μια μεγάλη εκκλησία».

Και στο μαργαριτάρι είδε τη Χουάνα με μελανιασμένο πρόσωπο

να σέρνεται προς το σπίτι τους μέσα στη νύχτα. «Ο

γιος μας πρέπει να μάθει να διαβάζει» είπε έξαλλος, κι εκεί

στο μαργαριτάρι, το πρόσωπο του Κογιοτίτο ήταν πρησμένο

και πυρετώδικο από το γιατρικό.

Κι ο Κίνο ξανάριξε το μαργαριτάρι μέσα στα ρούχα του,

και η μουσική του μαργαριταριού αντηχούσε εφιαλτική στ'

αυτιά του και ήταν ανάκατη με τη μουσική του κακού.

Ο ζεστός ήλιος χτύπαγε τη γη κι έτσι ο Κίνο κι η Χουάνα

μετακινήθηκαν στη δαντελωτή σκιά των θάμνων και μικρά

γκρίζα πουλιά χοροπηδούσαν στο χώμα στη σκιά. Μέσα

στη ζέστη της μέρας ο Κίνο χαλάρωσε και σκέπασε τα μάτια

του με το καπέλο του και τύλιξε την κουβέρτα του γύρω

-77-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

από το πρόσωπο του για να προφυλαχτεί από τις μύγες και

κοιμήθηκε.

Η Χουάνα όμως δεν κοιμήθηκε. Καθόταν ασάλευτη σαν

πέτρα και το πρόσωπο της ήταν ήρεμο. Το στόμα της ήταν

ακόμα πρησμένο εκεί που την είχε χτυπήσει ο Κίνο και μεγάλες

μύγες βούιζαν γύρω από το κόψιμο στο σαγόνι της.

Αλλά καθόταν ακίνητη σα φρουρός κι όταν ο Κογιοτίτο ξύπνησε,

τον έβαλε στο χώμα μπροστά της και τον κοίταζε να

ανεμίζει τα χέρια του και να κλοτσάει τα πόδια του και της

χαμογελούσε και γουργούριζε μέχρι που του χαμογέλασε κι

εκείνη. Πήρε ένα κλαδάκι από το χώμα και τον γαργάλησε

και του έδωσε νερό από το φλασκί που κουβαλούσε στο

μπογαλάκι της.

Ο Κίνο σάλεψε μέσα στ' όνειρο του και έβγαλε μια βαθιά

κραυγή και το χέρι του κουνήθηκε σα να πάλευε. Κι έπειτα

μούγκρισε και ανασηκώθηκε ξαφνικά, με μάτια ορθάνοιχτα

και ρουθούνια που έτρεμαν. Αφουγκράστηκε κι άκουσε μόνον

τη ζέστη που έτριζε και το σφύριγμα της απόστασης.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Χουάνα.

«Σώπα» είπε.

«Ονειρευόσουν».

«Ίσως». Αλλά ήταν ανήσυχος, κι όταν του έδωσε μια κα-

λαμποκόπιτα, σταματούσε το μάσημα για ν' αφουγκραστεί.

Ήταν ταραγμένος και νευρικός· κοίταζε πάνω απ' τον ώμο

του- σήκωσε το μακρύ μαχαίρι και δοκίμασε την κόψη του.

Όταν ο Κογιοτίτο γουργούρισε στο χώμα, ο Κίνο είπε,

«Ησύχασε τον».

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Χουάνα.

«Δεν ξέρω».

Αφουγκράστηκε πάλι και τα μάτια του έλαμπαν σαν του

ζώου. Σηκώθηκε έπειτα, σιωπηλά· και σκυφτός, πέρασε μέσα

από τους θάμνους προς τη δημοσιά. Αλλά δε βγήκε στο

δρόμο· σύρθηκε κάτω από ένα αγκαθωτό δέντρο για να φυ-

-78-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

λαχτεί και κοίταξε προς τη μεριά απ' όπου είχε έρθει.

Καιτότε τους είδε να προχωρούν. Το κορμί του ολόκληρο

τεντώθηκε και έχωσε το κεφάλι στους ώμους και κρυφοκοίταξε

κάτω από ένα πεσμένο κλαδί. Πέρα μακριά έβλεπε

τρεις σιλουέτες, δυο πεζούς κι έναν καβαλάρη. Αλλά ήξερε

τι ήταν, και ένα ψυχρό κύμα φόβου τον διαπέρασε. Ακόμα

κι από μακριά έβλεπε τους δυο πεζούς να προχωρούν αργά

σκυμμένοι χαμηλά στο χώμα. Να, ο ένας σταματούσε και

κοίταζε το χώμα ενώ ο άλλος ερχόταν κοντά του. Ήταν οι

ανιχνευτές, μπορούσαν ν' ακολουθήσουν τα ίχνη ενός κρια-

ριού στα βράχια των βουνών. Ήταν ευαίσθητοι σα λαγωνικά.

Ίσως σ' αυτό το σημείο, εκείνος κι η Χουάνα να είχαν

βγει από το αυλάκι του τροχού κι αυτοί οι άνθρωποι από

τα μεσόγεια, αυτοί οι κυνηγοί, μπορούσαν ν' ακολουθήσουν,

μπορούσαν να διαβάσουν ένα σπασμένο άχυρο ή ένα

κομματιασμένο σβόλο χώμα. Πίσω τους, καβάλα, ήταν ένας

μελαχρινός άντρας, με τη μύτη σκεπασμένη με κουβέρτα,

και πάνω στη σέλα του ένα τουφέκι άστραφτε στον ήλιο.

Ο Κίνο έμεινε ακίνητος, σαν κλαδί. Μόλις που ανάσαινε,

και τα μάτια του πήγαν στο σημείο όπου είχε σαρώσει τα

ίχνη του. Ακόμα κι αυτό θα μπορούσε να ήταν μήνυμα για

τους ανιχνευτές. Τους ήξερε αυτούς τους κυνηγούς από τα

μεσόγεια. Σε μια χώρα όπου το κυνήγι ήταν λιγοστό κατάφερναν

να ζουν χάρη στην ικανότητα τους να κυνηγούν,

και τώρα το θήραμα ήταν αυτός. Χοροπηδούσαν ανάλαφρα

στο χώμα σα ζώα κι έβρισκαν ένα σημάδι κι έσκυβαν από

πάνω του ενώ ο καβαλάρης περίμενε.

Οι ανιχνευτές έβγαλαν πνιχτές κραυγούλες σαν ερεθισμένοι

σκύλοι στο κυνήγι. Ο Κίνο τράβηξε αργά το μεγάλο μαχαίρι

του στο χέρι και το ετοίμασε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Αν οι ανιχνευτές έβρισκαν το μέρος που είχε σαρώσει

έπρεπε να ορμήσει στον καβαλάρη, να τον σκοτώσει γρήγορα

και να πάρει το τουφέκι. Αυτό ήταν η μοναδική του ελ-

-79-

ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ

πίδα στον κόσμο. Και καθώς οι τρεις πλησίασαν στο δρόμο,

ο Κίνο έσκαψε μικρούς λάκκους με τα δάχτυλα των ποδιών

του για να μπορέσει να πηδήξει χωρίς προειδοποίηση για

να μη γλιστρήσουν τα πόδια του. Το οπτικό του πεδίο ήταν

πολύ περιορισμένο κάτω από το πεσμένο κλαδί.

Η Χουάνα, πίσω στο δικό της κρυψώνα, άκουσε το ποδο-

βολητό του αλόγου και ο Κογιοτίτο ρουθούνισε. Τον σήκωσε

γρήγορα και τον έβαλε κάτω από το σάλι της και του

έδωσε το στήθος της κι εκείνος σώπασε.

Όταν οι ανιχνευτές ζύγωσαν, ο Κίνο έβλεπε μόνο τα πόδια

τους και μόνο τα πόδια του αλόγου από κάτω από το

πεσμένο κλαδί. Είδε τα σκούρα ροζιασμένα πόδια των αντρών

και τα κουρελιασμένα άσπρα ρούχα τους κι άκουσε το

τρίξιμο της δερμάτινης σέλας και το κουδούνισμα των σπιρουνιών.

Οι ανιχνευτές σταμάτησαν στο μέρος που είχε σαρώσει

και το μελέτησαν κι ο καβαλάρης σταμάτησε. Το άλογο

τίναξε το κεφάλι του και τράβηξε το χαλινάρι και το σίδερο

απ' το καπίστρι έτριξε κάτω από τη γλώσσα του και το

άλογο χλιμίντρισε. Τότε οι μελαψοί ανιχνευτές έκαναν μεταβολή

και μελέτησαν το άλογο και παρακολούθησαν τ' αυτιά

του.

Ο Κίνο δεν ανάσαινε, αλλά η ράχη του τεντώθηκε λίγο

και οι μύες στα μπράτσα του και τα πόδια του πετάχτηκαν

από την υπερένταση και μια γραμμή από ιδρώτα σχηματίστηκε

στο πάνω χείλι του. Για μια ατέλειωτη στιγμή οι ανιχνευτές

έμειναν σκυμμένοι πάνω από το δρόμο κι έπειτα

προχώρησαν αργά, μελετώντας το χώμα μπροστά τους, ενώ

ο καβαλάρης προχωρούσε πίσω τους. Οι ανιχνευτές συνέχισαν,

σταματώντας, κοιτάζοντας, και φεύγοντας πάλι βιαστικά.

Θα ξαναγύριζαν, ο Κίνο το ήξερε. Θα έκαναν κύκλο

και θα έψαχναν, κοιτάζοντας, σκύβοντας και θα ξανάρχον-

ταν πάλι αργά ή γρήγορα στα σκεπασμένα ίχνη του.

Γλίστρησε προς τα πίσω δίχως να κάνει τον κόπο να σκε-

-80-

ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ

πάσει τα ίχνη του. Δε μπορούσε· ήταν πολλά τα σημαδάκια,

πολλά τα σπασμένα κλαδάκια και τα σκαμμένα σημεία κι οι

πέτρες που είχαν κλοτσήσει. Κι ο Κίνο ένιωθε πανικό τώρα,

τον πανικό της φυγής. Οι ανιχνευτές θα έβρισκαν τα ίχνη

του, το ήξερε. Δεν υπήρχε άλλη σωτηρία από τη φυγή.

Απομακρύνθηκε από το δρόμο και πήγε αργά και σιωπηλά

στο κρυφό μέρος όπου ήταν η Χουάνα. Σήκωσε τα μάτια

και τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Ανιχνευτές» είπε. «Έλα!»

Κι έπειτα τον πλημμύρισε μια αίσθηση ανισχυρότητας και

απελπισίας και το πρόσωπο του μαύρισε και τα μάτια ήταν

λυπημένα. «Ίσως θα έπρεπε να τους αφήσω να με πιάσουν

».

Αμέσως η Χουάνα πετάχτηκε πάνω και το χέρι της

ακούμπησε στο μπράτσο του. «Έχεις το μαργαριτάρι» φώναξε

βραχνά. «Νομίζεις ότι θα σε πήγαιναν πίσω ζωντανό

για να λες ότι το έκλεψαν;»

Το χέρι του πήγε χαλαρά στο σημείο όπου ήταν κρυμμένο

το μαργαριτάρι κάτω από τα ρούχα του. «Θα το βρουν» είπε

αδύναμα.

«Έλα» του είπε εκείνη. «Έλα!»

Κι όταν δεν αντέδρασε, «Νομίζεις ότι θα μ' άφηναν να

ζήσω; Νομίζεις ότι θ' άφηναν το μικρό να ζήσει;»

Το τσίγκλισμά της του ταρακούνησε το μυαλό· τα χείλια

του γρύλισαν και τα μάτια του έγιναν και πάλι άγρια.

«Έλα» είπε. «Θα πάμε στα βουνά. Ίσως μπορέσουμε να

τους ξεφύγουμε στα βουνά».

Βιαστικά μάζεψε τα φλασκιά και τα σακούλια που ήταν

τα υπάρχοντα τους. Ο Κίνο κουβαλούσε έναμπόγο στο αριστερό

του χέρι, αλλά το μακρύ μαχαίρι αιωρούνταν ελεύθερο

στο δεξί του χέρι. Άνοιξε δρόμο στους θάμνους για τη

Χουάνα και προχώρησαν βιαστικά κατά τη δύση, προς τα

ψηλά βραχώδη βουνά. Προχωρούσαν γρήγορα μέσα από τα