Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Να σκέφτεσαι τους άλλους

Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια.
Οταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη.
Οταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν.
Οταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα.
Οταν τα αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν.
Οταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.
Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους τους άλλους,στον εαυτό σου γύρισε και πες:
«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».

έμπνευση


Από τις κορυφές των δέντρων κατεβαίνει
ολόφωτη, λουσμένη ηλιαχτίδες
κι έρχεται σε όποιον διαβάτη φτάνει εδώ
στο ξέφωτο της γνώσης…
Χρώμα απ’ το χρώμα των ματιών της αντλεί η φύση
κι ολογάργαρο νερό αναβλύζει
από πηγή αμόλυντη, καθώς γελά
πίσω απ’ τα νούφαρα του βάλτου…

Για μια πολιτική και πολιτιστική άνοιξη που θα αργήσει να έρθει

Μερικές φορές δεν χρειάζεται να γράψει και να πει κανείς πολλά για την κρίση που έχει πέσει πάνω στα κεφάλια μας. Γιατί τελικά "η κρίση, όπως ορθά είπε ο Γκράμσι, υπάρχει όταν το παλιό δεν λέει να πεθάνει και το καινούργιο δεν έχει ακόμη γεννηθεί". Γιατί αυτό που βιώνουμε σήμερα στο πετσί μας ως λιτότητα και σφοδρά μέτρα που θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της οικογένειάς μας και του ίδιου μας του εαυτού, δεν είναι παρά μόνο η οικονομική παράμετρος μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης που πλήττει όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά και τον εφησυχασμένο εδώ και δεκαετίες δυτικό κόσμο.


Για χρόνια δεν παράγεται πολιτική σκέψη στη χώρα μας, δεν υπάρχει μια νέα πρόταση για ένα κοίταγμα της φθαρμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία τίθεται πλέον σε άμεση αμφισβήτηση από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως πολιτική πρόταση του κάθε κόμματος, έχει αυστηρά και μόνο οικονομικά κριτήρια και καθόλου πλέον κοινωνικά ή ηθικά. Οι περίφημες "αλλαγές" είχαν τραγικές συνέπειες για τη χώρα και ελάχιστα μακροπρόθεσμα οφέλη. Με τα ίδια μπαγιάτικα υλικά πάνε χρόνια τώρα να κάνουν οι κυβερνήσεις τις "κοινωνικές επαναστάσεις τους". Παλαιοκομματικά στελέχη, φυντάνια των κομματικών νεολαιών, τυχάρπαστοι που θέλησαν να πλουτίσουν μέσα σε μια τετραετία, εδώ και χρόνια ρημάζουν στα μεσαία και ανώτερα επίπεδα το κράτος και καθορίζουν τις τύχες μας, οδηγώντας τις ζωές μας ώς εδώ.


Η περίφημη διαφάνεια και το e-goverment του Παπανδρέου χάθηκαν μέσα στις διαπλοκές και τις συναλλαγές της καρδιάς του κτήνους που για χρόνια έχει ριζώσει στο θνησιγενή οργανισμό της δημόσιας διοίκησης. Η αντιπολίτευση με μια μνήμη χρυσόψαρου ευαγγελίζεται μαγικές συνταγές που μέσα από το καπέλο θα βγάλουν το νέο, βελτιωμένο και παρθενικά λευκό λαγό της σωτηρίας του έθνους. Η αριστερά πανυγηρίζει για την άνοδο των αναιμικών ποσοστών της επί του απόντος εκλογικού σώματος, λες και αυτό είναι το (της μοδός) διακύβευμα.


Ακόμη και στις δημοτικές εκλογές που νομίσαμε ότι κάτι διαφορετικό θα γίνει, ειδικά για την πολύπαθη Θεσσαλονίκη, με την εκλογή Μπουτάρη, για λίγο κράτησε η χαρά. Στις πρώτες δηλώσεις του μετά την εκλογή του, μέσα στο τηλεοπτικό πλάνο φιγουράριζε γνωστή φυσιογνωμία παλαιοσυνδικαλιστή που χρόνια τώρα συντρώγει με την εκάστοτε εξουσία, με προσωπικά οφέλη για τον ίδιο και την οικογένειά του. Είναι ο ίδιος αυτός κύριος που ως παρακοιμώμενος μακαρίτη υπουργού ενός από τα δύο κόμματα εξουσίας, βρήκε εύσχημο τρόπο να εντάξει μέσα στο στενό δημόσιο τομέα ανθρώπους της αρεσκείας του. Είναι ο ίδιος που πάλεψε λυσσαλέα να λαμβάνουν μισθό της κατηγορίας ΠΕ απόφοιτοι λυκείου εφόσον έχουν ευδόκιμη υπηρεσία 14 ετών. Απογοήτευση κύριε Μπουτάρη, μεγάλη απογοήτευση...


Αλλά και σε πολιτιστικό επίπεδο, η χώρα βρίσκεται στο ίδιο τέλμα, κρατώντας τα προσχήματα με δημιουργούς που χαϊδεύουν τα αφτιά της εκάστοτε εξουσίας. Σωστά τα έγραψε ο κύριος Θεοδωρόπουλος (τον οποίο θεωρώ συστημικό και καθόλου ριζοσπαστικό ως προς τη λογοτεχνία του) για τη γραφικότητα και την ανεμελιά της σημερινής πνευματικής ζωής που οδηγεί ανθρώπους όπως η Δημουλά (μια ποιήτρια με καλές στιγμές, η οποία όμως φοβούμαι ότι στις μελλοντικές ιστορίες της λογοτεχνίας θα ενταχθεί μέσα στο αρρωστημένο κλίμα της ιδιώτευσης που πλήττει χρόνια τώρα ηθικά και πολιτικά την Ελλάδα) να στηρίζει την υποψηφιότητα Ψινάκη. Το lifestyle τώρα στις τέχνες και στα γράμματα. Γίναμε, κύριοι, Αλεξανδρινοί και απολαμβάνουμε την τύρβη και την ανεμελιά της δημοσιότητας, των αξιωμάτων. Κάτω από τον τίτλο "ελληνική λογοτεχνία" σε έγκριτες εφημερίδες, στοιβάζονται τα ευπώλητα των εμπόρων της εκδοτικής πιάτσας, επικυρώνοντας ως λογοτεχνία όλα τα σκουπίδια της παραλογοτεχνίας που πάνω από μια δεκαετία έχουν διαμορφώσει τον ελληνικό αναγνωστικό ορίζοντα, οδηγώντας ακόμη και σοβαρούς πεζογράφους σε εκπτώσεις προκειμένου να συνεχίσουν να εκδίδουν ή να παραμένουν στην επιφάνεια.


Ξεκινώντας την περιπέτεια της συγγραφής, πίστευα ότι ο δημιουργός πρέπει να είναι ριζοσπαστικός, να στέκεται κριτικά απέναντι στην περιρρέουσα πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα, ώστε το βλέμμα του να μην θολώνεται από τα γιορντάνια της οποιασδήποτε εφήμερης δόξας. Ελάχιστοι, επιμένουν σιωπηλά να διακονούν αυτή την επαναστατική τέχνη. Οι περισσότεροι έχουν εκχωρήσει τον πιο δικό τους εαυτό. Σήμερα πιο πολύ από ποτέ έχουμε ανάγκη τους πρώτους. Οι δεύτεροι δεν μας αφορούν πλέον.

Λέξεις

Λέξεις! Χωρίς ή με σημασία,
λέξεις που περιγράφουν ή όχι, Την ουσία,
λέξεις που έρχονται, όμως και φεύγουν,
λέξεις, που πόνους δεν τους γιατρεύουν।

Λέξεις πιασάρικες με υποσχέσεις,
λέξεις, που όταν ακούς θέλεις να πέσεις,
λέξεις! Που πίεση σου ανεβάζουν,
λέξεις, που πράγματα δεν τα αλλάζουν।

Και όταν πια κάποτε βρεθείς μονάχος,
λέξεις που ειπώθηκαν σκληρές σαν βράχος,
πέφτουνε πάνω σου και σε τσακίζουν,
κάθε προσπάθεια σου, την χαραμίζουν।

Τότε μονάχος σου τραβάς τον δρόμο
και είναι οι σκέψεις σου βάρος στον ώμο,
δίχως βοήθεια, δίχως ελπίδα,
ψάχνεις για να ‘βρεις, μια ηλιαχτίδα।

Κι όμως οι λέξεις αυτές δεν σ’ αφήνουν,
γυρίζουν σε ‘σενα, συνέχεια σε φτύνουν,
μοιάζει το όνειρο να ‘ναι εφιάλτης
κι αυτός που στα χώνει μοιάζει με ψάλτης।

Πονάς τότε μόνος σου το τέλος προσμένεις,
ν’ αλλάξει η τύχη σου δεν περιμένεις
κι αν λένε η ελπίδα πεθαίνει στο τέλος,
αγάπη ονομάζουν δηλητήριο στο βέλος।

Αυτό που σε κάρφωσε βαθιά στην καρδιά σου,
Αυτό! Που ευθύνεται για τα μυαλά σου
που απώλεσες, σαν ένοιωσες αγάπης τον πόνο,
τα πάντα διαλύθηκαν και όχι μόνο.

Arthur Rimbaud

<<Τόσο βαθύτερα ριζώνει ο άνθρωπος στην απελπισία, όσο μεγαλύτερο πίστεψε τον εαυτό του ανάμεσα στους ανθρώπους και η ζωή, δεν του το επιβεβαιώνει. Τότε, συνήθως, ευκολότερα παραδίδεται σε κάθε είδους πράξη πιστεύοντας την λυτρωτική. Ή ορθότερα, ελπίζοντας την τέτοια. Θεωρεί σχεδόν, πως κάπου πρέπει να γίνει «χειρότερος» για να βρει κάτι που ίσως, θα μοιάξει με λύτρωση. «[...] Όσο παραδεχόμουν το Καλό, όσο αποδεχόμουνα το σε τι συνίσταται το «Υψηλό και το Ωραίο», τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στη χυδαιότητα και γινόμουν πρόθυμος να κάνω τις πιο κοινές πράξεις.». Λίγες αράδες από το «Υπόγειο», ένα από τα λακωνικότερα έργα του Ντοστογέφσκυ. Ας συλλογιστεί καθένας γιατί τις μετέγραψα εδώ.
Ο Ρεμπώ, πιστεύει σχεδόν ότι θα επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση του φωτός, ότι οφείλει κάτι τέτοιο, οτι είναι ο μόνος που το μπορεί,μα δυστυχώς, για να το επιτύχει, χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα τα οποία ρίξανε τον κόσμο από το φως. Ο Εντμόντ Μανύ, όταν γράφει για τον Ρεμπώ, αναφέρει πως στο Ταλμούδ, ο Σατανάς πολλάκις αποκαλείται Έφηβος και σημειώνει επίσης, πως η θεμελιακή αμαρτία του Ρεμπώ, είναι η αδημονία. Μα αυτό, είναι γνώρισμα της νεότητας. Κατ' εμέ, το λάθος στον Ρεμπώ(συνεπώς το αμάρτημα ) είναι πως καλεί τον εαυτό του να αναλάβει χρέη Μεσσία, συνεπώς, το ΄΄λάθος'', δεν είναι δικό του. Απλούστατα, ο Ρεμπώ, προσπαθεί πιστά να αισθανθεί απο άκρη σε άκρη, τις φαντασιακές διαστάσεις που η εποχή του έδινε στον άνθρωπο, όντας βέβαια ο μόνος που, πάνω απο όλα λόγω της ηλικίας του(απόδειξη πως λίγο καιρό αργότερα εγκαταλείπει κάθε τέτοια προσδοκία), τις λαχτάρησε με τόσην ένταση.
«Εδώ και μερικούς αιώνες, γράφει ο Έλιοτ (δοκίμιο: θρησκεία και λογοτεχνία) , δεχόμαστε σιωπηρά πως δεν υπάρχει σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και θεολογίας...». Μεταφέρω αυτές τις οξυδερκείς γραμμές του Βρετανού, γιατί γνωρίζω καλά, πως τα θρησκευτικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα, και μέχρι τέλους θα είναι οι επιβεβλημένοι άξονες μας, θα απέχουν πολύ απο τη φιλοκαλία, το γούστο και την αισθητική του νεοέλληνα αναγνώστη ο οποίος, επί το πλείστον, αποτελεί αντιδάνειο του εαυτού του και ανάκλαση της ιστορίας του. Εδώ λοιπόν, χρειάζεται μια διευκρίνιση ούτως ώστε, μια και καλή να πετάξουμε από επάνω μας το μυριάσθενο μασκάρεμα που υπέστη ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός, δεν είναι η θρησκεία των Επέκεινα, μα του Αιέν. Δεν είναι η πολιτεία του έκπτωτου ανθρώπου, μα εκείνου της μετάνοιας. Δεν είναι εθελοτυφλία ως προς την ύλη, μα ο καταιγισμός της ύλης με πνεύμα. Η μεν πτώση, σχεδόν προϋπάρχουσα του ανθρώπου, η δε λύτρωση δικαίωμα του ανθρώπου. Ελευθερία του ανθρώπου. Η μεν πτώση, παρελθόν του ανθρώπου, ο δε άνθρωπος, μέλλον της ίδιας του της λύτρωσης. Στο σφάλμα του, τίποτα παραπάνω δεν είναι το αμάρτημα, ο άνθρωπος πρέπει να συγχωρέσει τον εαυτό του, αν κάποιος δεν χρειαστεί να συγχωρέσει τον εαυτό του, δεν θα μπορέσει τίποτε και ποτέ να συγχωρέσει στον άλλον μα , άτηνα, υπάρχει μιαν άλλη οδός ‘ ‘ευκολότερη''. Το λάθος, αποκαλείται άλλη έκβαση της ορθότητας, άλλη μορφή της αλήθειας. Και όλα αυτά, για έναν και μόνο λόγο. Γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και δεσμώτης, δεν υποτάσσεται στο να παραδεχτεί πως έχει ανάγκη από λυτρωτή... « έδειτο γαρ του ιατρεύοντος, η φύσις ημών ασθενήσασα, έδειτο του ανορθούντος, ο εν το πτώματι άνθρωπος[...] εζήτει συναγωνιστή ο δεσμώτης...»(Γρηγόριος Νύσσης, «λόγος κατηχητικός ο μέγας» ).
>>

Χαμένη μάχη

Και κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με τα μάτια σου,
εισρέω σε μία εκ των προτέρων χαμένη μάχη.

Και τότε ίσως να ‘ναι για μένα ήδη αργά.

Αδυνατώ να κάνω ένα βήμα πίσω, ελκυόμενος στη δίνη τους.
Αδυνατώ να μην κοιτάξω πέρα από τα φαινόμενα των μορφών τους.
Αδυνατώ να μην χαθώ μες το ταξίδι της γκρίζας θλίψης τους.

Και ίσως τελικά κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με τα μάτια σου,
αποταυτοποιούμαι. Γίνομαι περισσότερο εσύ, παρά εγώ.

Συγκέρασμα

Ακούω την βροχή να με ποτίζει
Δεν μ’ αρέσει κι αντιστέκομαι
Συνήθισα τη σκληρότητα μου
Κι δυσανασχετώ

Κι’ όμως αυτή επιμένει,
σταγόνα με κεντά,
σταγόνα με μαλακώνει
Να συνηθίζω τα χνώτα της
Να με γονιμοποιεί

Δεν είμαι πια ίδιος
Δεν είναι πια ίδια
Είμαστε μία ένωση νερού και χώματος
Μία στιγμιαία αφή ουρανού και γης