Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Να σκέφτεσαι τους άλλους

Καθώς ετοιμάζεις το πρωινό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς να ταΐζεις τα περιστέρια.
Οταν πολέμους ξεκινάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους λαχταρούν την ειρήνη.
Οταν πληρώνεις το νερό, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που μόνο τα σύννεφα έχουν να τους θηλάσουν.
Οταν γυρνάς στο σπιτικό σου, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Μην ξεχνάς όσους ζουν σε αντίσκηνα.
Οταν τα αστέρια μετράς πριν κοιμηθείς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν έχουνε πού να πλαγιάσουν.
Οταν ελεύθερα μιλάς, να σκέφτεσαι τους άλλους.
Εκείνους που δεν τους αφήνουν να μιλήσουν.
Και καθώς σκέφτεσαι εκείνους τους άλλους,στον εαυτό σου γύρισε και πες:
«Αχ και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι».

έμπνευση


Από τις κορυφές των δέντρων κατεβαίνει
ολόφωτη, λουσμένη ηλιαχτίδες
κι έρχεται σε όποιον διαβάτη φτάνει εδώ
στο ξέφωτο της γνώσης…
Χρώμα απ’ το χρώμα των ματιών της αντλεί η φύση
κι ολογάργαρο νερό αναβλύζει
από πηγή αμόλυντη, καθώς γελά
πίσω απ’ τα νούφαρα του βάλτου…

Για μια πολιτική και πολιτιστική άνοιξη που θα αργήσει να έρθει

Μερικές φορές δεν χρειάζεται να γράψει και να πει κανείς πολλά για την κρίση που έχει πέσει πάνω στα κεφάλια μας. Γιατί τελικά "η κρίση, όπως ορθά είπε ο Γκράμσι, υπάρχει όταν το παλιό δεν λέει να πεθάνει και το καινούργιο δεν έχει ακόμη γεννηθεί". Γιατί αυτό που βιώνουμε σήμερα στο πετσί μας ως λιτότητα και σφοδρά μέτρα που θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της οικογένειάς μας και του ίδιου μας του εαυτού, δεν είναι παρά μόνο η οικονομική παράμετρος μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης που πλήττει όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά και τον εφησυχασμένο εδώ και δεκαετίες δυτικό κόσμο.


Για χρόνια δεν παράγεται πολιτική σκέψη στη χώρα μας, δεν υπάρχει μια νέα πρόταση για ένα κοίταγμα της φθαρμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία τίθεται πλέον σε άμεση αμφισβήτηση από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως πολιτική πρόταση του κάθε κόμματος, έχει αυστηρά και μόνο οικονομικά κριτήρια και καθόλου πλέον κοινωνικά ή ηθικά. Οι περίφημες "αλλαγές" είχαν τραγικές συνέπειες για τη χώρα και ελάχιστα μακροπρόθεσμα οφέλη. Με τα ίδια μπαγιάτικα υλικά πάνε χρόνια τώρα να κάνουν οι κυβερνήσεις τις "κοινωνικές επαναστάσεις τους". Παλαιοκομματικά στελέχη, φυντάνια των κομματικών νεολαιών, τυχάρπαστοι που θέλησαν να πλουτίσουν μέσα σε μια τετραετία, εδώ και χρόνια ρημάζουν στα μεσαία και ανώτερα επίπεδα το κράτος και καθορίζουν τις τύχες μας, οδηγώντας τις ζωές μας ώς εδώ.


Η περίφημη διαφάνεια και το e-goverment του Παπανδρέου χάθηκαν μέσα στις διαπλοκές και τις συναλλαγές της καρδιάς του κτήνους που για χρόνια έχει ριζώσει στο θνησιγενή οργανισμό της δημόσιας διοίκησης. Η αντιπολίτευση με μια μνήμη χρυσόψαρου ευαγγελίζεται μαγικές συνταγές που μέσα από το καπέλο θα βγάλουν το νέο, βελτιωμένο και παρθενικά λευκό λαγό της σωτηρίας του έθνους. Η αριστερά πανυγηρίζει για την άνοδο των αναιμικών ποσοστών της επί του απόντος εκλογικού σώματος, λες και αυτό είναι το (της μοδός) διακύβευμα.


Ακόμη και στις δημοτικές εκλογές που νομίσαμε ότι κάτι διαφορετικό θα γίνει, ειδικά για την πολύπαθη Θεσσαλονίκη, με την εκλογή Μπουτάρη, για λίγο κράτησε η χαρά. Στις πρώτες δηλώσεις του μετά την εκλογή του, μέσα στο τηλεοπτικό πλάνο φιγουράριζε γνωστή φυσιογνωμία παλαιοσυνδικαλιστή που χρόνια τώρα συντρώγει με την εκάστοτε εξουσία, με προσωπικά οφέλη για τον ίδιο και την οικογένειά του. Είναι ο ίδιος αυτός κύριος που ως παρακοιμώμενος μακαρίτη υπουργού ενός από τα δύο κόμματα εξουσίας, βρήκε εύσχημο τρόπο να εντάξει μέσα στο στενό δημόσιο τομέα ανθρώπους της αρεσκείας του. Είναι ο ίδιος που πάλεψε λυσσαλέα να λαμβάνουν μισθό της κατηγορίας ΠΕ απόφοιτοι λυκείου εφόσον έχουν ευδόκιμη υπηρεσία 14 ετών. Απογοήτευση κύριε Μπουτάρη, μεγάλη απογοήτευση...


Αλλά και σε πολιτιστικό επίπεδο, η χώρα βρίσκεται στο ίδιο τέλμα, κρατώντας τα προσχήματα με δημιουργούς που χαϊδεύουν τα αφτιά της εκάστοτε εξουσίας. Σωστά τα έγραψε ο κύριος Θεοδωρόπουλος (τον οποίο θεωρώ συστημικό και καθόλου ριζοσπαστικό ως προς τη λογοτεχνία του) για τη γραφικότητα και την ανεμελιά της σημερινής πνευματικής ζωής που οδηγεί ανθρώπους όπως η Δημουλά (μια ποιήτρια με καλές στιγμές, η οποία όμως φοβούμαι ότι στις μελλοντικές ιστορίες της λογοτεχνίας θα ενταχθεί μέσα στο αρρωστημένο κλίμα της ιδιώτευσης που πλήττει χρόνια τώρα ηθικά και πολιτικά την Ελλάδα) να στηρίζει την υποψηφιότητα Ψινάκη. Το lifestyle τώρα στις τέχνες και στα γράμματα. Γίναμε, κύριοι, Αλεξανδρινοί και απολαμβάνουμε την τύρβη και την ανεμελιά της δημοσιότητας, των αξιωμάτων. Κάτω από τον τίτλο "ελληνική λογοτεχνία" σε έγκριτες εφημερίδες, στοιβάζονται τα ευπώλητα των εμπόρων της εκδοτικής πιάτσας, επικυρώνοντας ως λογοτεχνία όλα τα σκουπίδια της παραλογοτεχνίας που πάνω από μια δεκαετία έχουν διαμορφώσει τον ελληνικό αναγνωστικό ορίζοντα, οδηγώντας ακόμη και σοβαρούς πεζογράφους σε εκπτώσεις προκειμένου να συνεχίσουν να εκδίδουν ή να παραμένουν στην επιφάνεια.


Ξεκινώντας την περιπέτεια της συγγραφής, πίστευα ότι ο δημιουργός πρέπει να είναι ριζοσπαστικός, να στέκεται κριτικά απέναντι στην περιρρέουσα πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα, ώστε το βλέμμα του να μην θολώνεται από τα γιορντάνια της οποιασδήποτε εφήμερης δόξας. Ελάχιστοι, επιμένουν σιωπηλά να διακονούν αυτή την επαναστατική τέχνη. Οι περισσότεροι έχουν εκχωρήσει τον πιο δικό τους εαυτό. Σήμερα πιο πολύ από ποτέ έχουμε ανάγκη τους πρώτους. Οι δεύτεροι δεν μας αφορούν πλέον.

Λέξεις

Λέξεις! Χωρίς ή με σημασία,
λέξεις που περιγράφουν ή όχι, Την ουσία,
λέξεις που έρχονται, όμως και φεύγουν,
λέξεις, που πόνους δεν τους γιατρεύουν।

Λέξεις πιασάρικες με υποσχέσεις,
λέξεις, που όταν ακούς θέλεις να πέσεις,
λέξεις! Που πίεση σου ανεβάζουν,
λέξεις, που πράγματα δεν τα αλλάζουν।

Και όταν πια κάποτε βρεθείς μονάχος,
λέξεις που ειπώθηκαν σκληρές σαν βράχος,
πέφτουνε πάνω σου και σε τσακίζουν,
κάθε προσπάθεια σου, την χαραμίζουν।

Τότε μονάχος σου τραβάς τον δρόμο
και είναι οι σκέψεις σου βάρος στον ώμο,
δίχως βοήθεια, δίχως ελπίδα,
ψάχνεις για να ‘βρεις, μια ηλιαχτίδα।

Κι όμως οι λέξεις αυτές δεν σ’ αφήνουν,
γυρίζουν σε ‘σενα, συνέχεια σε φτύνουν,
μοιάζει το όνειρο να ‘ναι εφιάλτης
κι αυτός που στα χώνει μοιάζει με ψάλτης।

Πονάς τότε μόνος σου το τέλος προσμένεις,
ν’ αλλάξει η τύχη σου δεν περιμένεις
κι αν λένε η ελπίδα πεθαίνει στο τέλος,
αγάπη ονομάζουν δηλητήριο στο βέλος।

Αυτό που σε κάρφωσε βαθιά στην καρδιά σου,
Αυτό! Που ευθύνεται για τα μυαλά σου
που απώλεσες, σαν ένοιωσες αγάπης τον πόνο,
τα πάντα διαλύθηκαν και όχι μόνο.

Arthur Rimbaud

<<Τόσο βαθύτερα ριζώνει ο άνθρωπος στην απελπισία, όσο μεγαλύτερο πίστεψε τον εαυτό του ανάμεσα στους ανθρώπους και η ζωή, δεν του το επιβεβαιώνει. Τότε, συνήθως, ευκολότερα παραδίδεται σε κάθε είδους πράξη πιστεύοντας την λυτρωτική. Ή ορθότερα, ελπίζοντας την τέτοια. Θεωρεί σχεδόν, πως κάπου πρέπει να γίνει «χειρότερος» για να βρει κάτι που ίσως, θα μοιάξει με λύτρωση. «[...] Όσο παραδεχόμουν το Καλό, όσο αποδεχόμουνα το σε τι συνίσταται το «Υψηλό και το Ωραίο», τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στη χυδαιότητα και γινόμουν πρόθυμος να κάνω τις πιο κοινές πράξεις.». Λίγες αράδες από το «Υπόγειο», ένα από τα λακωνικότερα έργα του Ντοστογέφσκυ. Ας συλλογιστεί καθένας γιατί τις μετέγραψα εδώ.
Ο Ρεμπώ, πιστεύει σχεδόν ότι θα επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση του φωτός, ότι οφείλει κάτι τέτοιο, οτι είναι ο μόνος που το μπορεί,μα δυστυχώς, για να το επιτύχει, χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα τα οποία ρίξανε τον κόσμο από το φως. Ο Εντμόντ Μανύ, όταν γράφει για τον Ρεμπώ, αναφέρει πως στο Ταλμούδ, ο Σατανάς πολλάκις αποκαλείται Έφηβος και σημειώνει επίσης, πως η θεμελιακή αμαρτία του Ρεμπώ, είναι η αδημονία. Μα αυτό, είναι γνώρισμα της νεότητας. Κατ' εμέ, το λάθος στον Ρεμπώ(συνεπώς το αμάρτημα ) είναι πως καλεί τον εαυτό του να αναλάβει χρέη Μεσσία, συνεπώς, το ΄΄λάθος'', δεν είναι δικό του. Απλούστατα, ο Ρεμπώ, προσπαθεί πιστά να αισθανθεί απο άκρη σε άκρη, τις φαντασιακές διαστάσεις που η εποχή του έδινε στον άνθρωπο, όντας βέβαια ο μόνος που, πάνω απο όλα λόγω της ηλικίας του(απόδειξη πως λίγο καιρό αργότερα εγκαταλείπει κάθε τέτοια προσδοκία), τις λαχτάρησε με τόσην ένταση.
«Εδώ και μερικούς αιώνες, γράφει ο Έλιοτ (δοκίμιο: θρησκεία και λογοτεχνία) , δεχόμαστε σιωπηρά πως δεν υπάρχει σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και θεολογίας...». Μεταφέρω αυτές τις οξυδερκείς γραμμές του Βρετανού, γιατί γνωρίζω καλά, πως τα θρησκευτικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα, και μέχρι τέλους θα είναι οι επιβεβλημένοι άξονες μας, θα απέχουν πολύ απο τη φιλοκαλία, το γούστο και την αισθητική του νεοέλληνα αναγνώστη ο οποίος, επί το πλείστον, αποτελεί αντιδάνειο του εαυτού του και ανάκλαση της ιστορίας του. Εδώ λοιπόν, χρειάζεται μια διευκρίνιση ούτως ώστε, μια και καλή να πετάξουμε από επάνω μας το μυριάσθενο μασκάρεμα που υπέστη ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός, δεν είναι η θρησκεία των Επέκεινα, μα του Αιέν. Δεν είναι η πολιτεία του έκπτωτου ανθρώπου, μα εκείνου της μετάνοιας. Δεν είναι εθελοτυφλία ως προς την ύλη, μα ο καταιγισμός της ύλης με πνεύμα. Η μεν πτώση, σχεδόν προϋπάρχουσα του ανθρώπου, η δε λύτρωση δικαίωμα του ανθρώπου. Ελευθερία του ανθρώπου. Η μεν πτώση, παρελθόν του ανθρώπου, ο δε άνθρωπος, μέλλον της ίδιας του της λύτρωσης. Στο σφάλμα του, τίποτα παραπάνω δεν είναι το αμάρτημα, ο άνθρωπος πρέπει να συγχωρέσει τον εαυτό του, αν κάποιος δεν χρειαστεί να συγχωρέσει τον εαυτό του, δεν θα μπορέσει τίποτε και ποτέ να συγχωρέσει στον άλλον μα , άτηνα, υπάρχει μιαν άλλη οδός ‘ ‘ευκολότερη''. Το λάθος, αποκαλείται άλλη έκβαση της ορθότητας, άλλη μορφή της αλήθειας. Και όλα αυτά, για έναν και μόνο λόγο. Γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και δεσμώτης, δεν υποτάσσεται στο να παραδεχτεί πως έχει ανάγκη από λυτρωτή... « έδειτο γαρ του ιατρεύοντος, η φύσις ημών ασθενήσασα, έδειτο του ανορθούντος, ο εν το πτώματι άνθρωπος[...] εζήτει συναγωνιστή ο δεσμώτης...»(Γρηγόριος Νύσσης, «λόγος κατηχητικός ο μέγας» ).
>>

Χαμένη μάχη

Και κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με τα μάτια σου,
εισρέω σε μία εκ των προτέρων χαμένη μάχη.

Και τότε ίσως να ‘ναι για μένα ήδη αργά.

Αδυνατώ να κάνω ένα βήμα πίσω, ελκυόμενος στη δίνη τους.
Αδυνατώ να μην κοιτάξω πέρα από τα φαινόμενα των μορφών τους.
Αδυνατώ να μην χαθώ μες το ταξίδι της γκρίζας θλίψης τους.

Και ίσως τελικά κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με τα μάτια σου,
αποταυτοποιούμαι. Γίνομαι περισσότερο εσύ, παρά εγώ.

Συγκέρασμα

Ακούω την βροχή να με ποτίζει
Δεν μ’ αρέσει κι αντιστέκομαι
Συνήθισα τη σκληρότητα μου
Κι δυσανασχετώ

Κι’ όμως αυτή επιμένει,
σταγόνα με κεντά,
σταγόνα με μαλακώνει
Να συνηθίζω τα χνώτα της
Να με γονιμοποιεί

Δεν είμαι πια ίδιος
Δεν είναι πια ίδια
Είμαστε μία ένωση νερού και χώματος
Μία στιγμιαία αφή ουρανού και γης

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Φρειδερίκος Νίτσε

Ο Φρειδερίκος Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (15 Οκτωβρίου 1844 - 25 Αυγούστου 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος και φιλόλογος. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία. Καταγόταν από βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της Θεολογίας, ωστόσο η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με αποτέλεσμα να στραφεί στο χώρο της φιλοσοφίας. Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.
Βιογραφία

 

 Νεανικά χρόνια (1844-1864)

Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ραίκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία και στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξονίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρειδερίκου Βίλχελμ Δ', προς τιμή του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ[1]). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ. Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849 αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.

Ο Νίτσε σε ηλικία δεκαέξι ετών




Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιλάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια, έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματα του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου του 1858 εισήχθη στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών, αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε το σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί το χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.

 

Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)

Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη, ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia» που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»[2]
Σημαντική επιρροή στο Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για το γερμανικό λαό[3].

Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868




Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρήντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865, ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θέογνη. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε το βαθμό του λοχαγού αν δεν είχε υποστεί ένα σοβαρό τραυματισμό που τον κατέστησε «προσωρινά ανίκανο υπηρεσίας», θέτοντας τέλος στην στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του καθηγητή Μπήντερμαν και εκδότη της εφημερίδας Deutsche Allgemeine στην οποία εργάστηκε και ο Νίτσε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε επίσης για πρώτη φορά με το Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για εκείνον.

 

Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)

Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε για να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής παρέδιδε αρχικά διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρες του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του, ήρθε σε επαφή με την σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του απέναντι στο έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν το βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με το γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους:Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή[4], σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.

 

Τελευταία χρόνια (1879-1900)

Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με την Μαλβίντα φον Μέυζενμπουγκ, γνώριμη του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαίν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις της Γένοβας, του Τορίνο, του Ράπαλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερη παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειας και τα διαστήματα βαριάς κατάθλιψης στα οποία υπέκυπτε. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η Γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το Λυκόφως των Ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).

Ο Νίτσε λίγο πριν το θάνατό του (Μάιος 1899)


Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά[5][6]. Τις επόμενες ημέρες, απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ', συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές. Στις 24 Μαρτίου του 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα αναχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.
Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφά και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Το Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.
Μετά το θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματα του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

 

Έργο

Ο Αδόλφος Χίτλερ πάτησε πάνω στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει την θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρας είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Nietzsche προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους, τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδηση του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';"
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».

Σημειώσεις

  1. Kaufmann, Walter, Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist, p. 22.
  2. Hayman, σελ. 125. Επιστολή στην αδελφή του, 11 Ιουνίου 1865
  3. Schaberg, William, The Nietzsche Canon, University of Chicago Press, 1996, σ. 32. Βλ. και Hayman, σελ. 120.
  4. Αρκετά σημεία στο βιβλίο περιέχουν νύξεις κατά του Βάγκνερ. Στο τελικό σχεδίασμα, ο Νίτσε δεν αναφερόταν ονομαστικά σε αυτόν, όπως έκανε στα προσχέδια, ωστόσο οι αρχικές αναφορές στον Βάγκνερ διατηρήθηκαν αντικαθιστώντας τελικά το όνομα του με τη λέξη καλλιτέχνης.
  5. Hayman, σελ 566
  6. Ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει μία ανάλογη σκηνή στο Έγκλημα και τιμωρία, όταν ο ήρωας του (Ρασκόλνικοφ) παρατηρεί το μαστίγωμα ενός αλόγου. Λίγους μήνες πριν την κατάρρευσή του, ο Νίτσε είχε ανακαλύψει καθυστερημένα το έργο του Ντοστογιέφκι, το οποίο υποδέχτηκε με ενθουσιασμό.

Βιβλιογραφία

  • Ronald Hayman, Nietszche: Η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυίας, Νεφέλη, Αθήνα 2005
  • Wicks, Robert, "Friedrich Nietzsche", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (2004), Edward N. Zalta (ed.)
  • Bernd Magnus and Kathleen M. Higgins (ed.), The Cambridge Companion to Nietzsche, Cambridge University Press, 1996
  • Walter Kaufmann, Nietzsche: Philosopher, Psychologist, Antichrist, Princeton University Press, 1950.
  • Ζωρζ Μπατάιγ, Για τον Νίτσε: Θέληση για τύχη, εκδ. Ψυχογιός, 2002
  • Ζιλ Ντελέζ, Ο Νίτσε και η φιλοσοφία, Πλέθρον, 2002

Αριστοτέλης

Αποφθέγματα

  • «Μόνο ασκούμενοι στις δίκαιες πράξεις γινόμαστε δίκαιοι. Ασκούμενοι σε πράξεις μετριοπαθείς γινόμαστε μετριοπαθείς και ασκούμενοι σε πράξεις θαρραλέες γινόμαστε θαρραλέοι.»
  • «Οι συμφορές ενώνουν τους ανθρώπους.»
  • «Η ιδιαίτερη υπεροχή του ανθρώπου είναι αυτό που τον διακρίνει από τα ζώα, δηλαδή η λογική.»
  • «Ο άνθρωπος, όταν τελειοποιείται, είναι το καλύτερο των ζώων. Όταν, όμως, αποχωρίζεται από το νόμο και τη δικαιοσύνη, είναι το χειρότερο όλων.»
  • «Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ανθρώπων σε σχέση με τα άλλα ζώα είναι πως μόνο αυτοί έχουν την αίσθηση του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου και των άλλων αξιών. Η δε κοινή γνώση συντελεί στη δημιουργία της οικογένειας και της πόλης.»
  • «Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό περισσότερο και από κάθε μέλισσα κι από κάθε ζώο που ζει κατά ομάδες.»
  • «Ο λαός δεν αλλάζει εύκολα, γιατί αγαπάει τις παλιές του συνήθειες. Ώστε οι παλιοί νόμοι παραμένουν σε ισχύ, ενώ η εξουσία ασκείται από εκείνους που μετέβαλαν την πολιτεία.»
  • «Τα πάθη της ψυχής διαφθείρουν κι αυτούς τους άριστους άντρες, όταν γίνουν κυβερνήτες.»
  • «Τρία προσόντα πρέπει να έχουν όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διακυβέρνηση ενός κράτους. Πρώτον, φιλία προς το υπάρχον καθεστώς. Δεύτερον, την απαραίτητη ικανότητα. Και τρίτον, την αρετή εκείνη και την αγάπη προς τη δικαιοσύνη που ταιριάζουν στο κράτος στο οποίο ζει.»
  • «Ο κατασκευαστής δεν μπορεί να είναι ούτε ο μόνος, ούτε ο καλύτερος κριτής του έργου του.»
  • «Η ανώτερη εξουσία βρίσκεται αναγκαστικά στα χέρια ενός ή μερικών ή και πολλών. Όταν όλοι αυτοί κατευθύνουν όλες τους τις προσπάθειες προς το γενικό καλό, τούτο το κράτος διοικείται καλά, αλλά όταν ο ένας, οι λίγοι ή οι πολλοί αποβλέπουν μόνο προς το δικό τους συμφέρον, πρέπει να περιμένουμε μια εξέλιξη προς το χειρότερο.»
  • «Ο έγκριτος πολίτης τιμά, αλλά δεν κολακεύει.»
  • «Οι τύραννοι είναι φίλοι των ύπουλων και διεφθαρμένων ανθρώπων, διότι τους αρέσει να τους κολακεύουν. Κανένας άνθρωπος με ανώτερη μόρφωση και τιμιότητα δεν κυριεύεται απ’ αυτό το ελάττωμα, γιατί οι καλοί μπορεί να αισθάνονται στοργή για τους φίλους αλλά δεν τους κολακεύουν. Αντίθετα, οι κακοί επαινούν και συμμετέχουν στις κακές τους πράξεις.»
  • «Το κάλλος είναι η καλύτερη συστατική επιστολή.»
  • «Επειδή οι άνθρωποι ως επί το πλείστον είναι φιλόδοξοι, αναγκαστικά τους αρέσει να κακολογούν τον πλησίον τους.»
  • «Για να γίνει κανείς ικανός σ’ οποιοδήποτε επάγγελμα τρία πράγματα χρειάζονται: φύση, μελέτη και πρακτική εξάσκηση.»
  • «Δεν θυμώνουμε με τους πεθαμένους, γιατί αυτοί έπαθαν το μεγαλύτερο κακό.»
  • «Ο θυμός περνάει απέναντι σ’ εκείνους που δείχνουν ταπείνωση. Τούτο αποδείχνεται κι από τα σκυλιά, που δεν δαγκώνουν όσους πέφτουν χάμω.»
  • «Ο χρόνος καταπαύει το θυμό.»
  • «Όταν θυμώνουμε, ο λογισμός μας αποδημεί, αποφεύγοντας το θυμό σαν πικρό τύραννο.»
    • «Ο καθένας μπορεί εύκολα να θυμώσει. Μα να θυμώσει κανείς τότε που πρέπει, στο βαθμό που είναι σωστό, στον κατάλληλο χρόνο, για ένα δίκαιο ζήτημα, και με το σωστό τρόπο, δεν είναι στο χέρι του καθενός κι ούτε είναι εύκολο πράγμα.»
    • «Χρέος έχουμε να θεωρούμε τον Θεό σαν πνεύμα πανίσχυρο, αθάνατο και τέλειο. Γιατί, αν και είναι αόρατος για τα μάτια των ανθρώπων, φανερώνεται με τα έργα του.»
    • «Είναι μια αρχαία παράδοση, που παντού έχει μεταφερθεί απ’ τους πατέρες στα παιδιά, ότι όλα πηγάζουν απ’ τον Θεό και ότι όλα έγιναν απ’ αυτόν για μας.»
    • «Ο θάνατος είναι το πιο φοβερό απ’ όλα τα πράγματα, γιατί αποτελεί το τέρμα, πέρα από το οποίο πιστεύεται πως δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό, γι’ αυτόν που πέθανε.»
    • «Στη ζωή υπάρχει ευχαρίστηση και φυσική γλυκύτητα.»
    • «Την ευτυχία την απολαμβάνουν εκείνοι που έχουν χαρακτήρα και πνεύμα καλό, και σε μέτριο βαθμό τα υλικά αγαθά.»
    • «Όπως ένα χελιδόνι ή μια ωραία ημέρα δεν φέρνουν την άνοιξη, έτσι και μια ημέρα ή λίγος χρόνος δεν φέρνουν την ευτυχία σε κανέναν.»
    • «Ο λεπτός κι ευγενικός άνθρωπος φέρνεται σαν να ‘χε μέσα του το νόμο. Έτσι κυριαρχεί στην παρέα, με τους καλούς του τρόπους και την ευγενική του συμπεριφορά.»
    • «Η τάξη που διακρίνεται για την αρετή της, δεν επιχειρεί παρά σπάνια μια επανάσταση. Αυτό, γιατί βρίσκεται πάντοτε σε μειοψηφία.»
    • «Σκοπός των επαναστάσεων είναι η απόκτηση πλούτου και πολιτικών τιμών, ή η αποφυγή της δυστυχίας και της ατίμωσης.»
    • «Οι κατώτεροι επαναστατούν για να γίνουν ίσοι με όλους, και οι ίσοι για να γίνουν ανώτεροι. Αυτή είναι η νοοτροπία που δημιουργεί τις επαναστάσεις.»
    • «Η δυστυχία δημιουργεί στάσεις και επαναστάσεις. Ακόμα οι πολίτες επαναστατούν όχι μόνο για την ανισότητα του πλούτου, αλλά και για την ανισότητα των τιμών.»
    • «Ο καλός πολίτης πρέπει να ξέρει και να κυβερνιέται και να κυβερνάει.»
    • «Ο καλός ο νομοθέτης, καθώς κι ο αληθινός πολιτικός, δεν πρέπει να ξεχνούν πως όχι το απόλυτα άριστο, αλλά εκείνο που από τα πράγματα αποδείχνεται σχετικά καλύτερο, πρέπει να προτιμείται σε κάθε δοσμένη περίπτωση.»
    • «Εκείνος που διατάσσει η σύνεση να είναι η υπέρτατη εξουσία, νομίζει πως κυβερνούν ο Θεός και οι νόμοι. Εκείνος όμως που δίνει την εξουσία στον άνθρωπο την παραδίνει σε θηρίο. Γιατί η εμπάθεια αυτών που ανεβαίνουν στην εξουσία φέρνει την καταστροφή και στην περίπτωση ακόμα που είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Γι’ αυτό, ο νόμος είναι λογική χωρίς εμπάθεια.»
    • «Όλα πάντοτε βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση.»
    • «Οι περισσότερες επιθυμίες συνοδεύονται από κάποια ηδονή. Γιατί οι άνθρωποι, είτε γιατί θυμούνται εκείνα που απόκτησαν, είτε γιατί ελπίζουν πως θα τ’ αποκτήσουν, νοιώθουν κάποια ηδονή.»
    • «Η δουλεία είναι αντίθετη προς τη φύση, γιατί μονάχα ανθρώπινοι νόμοι κάνουν άλλους δούλους κι άλλους ελεύθερους. Στη φύση δεν υπάρχει καμία τέτοια διαφορά, που είναι άδικη και αποτέλεσμα βίας.»
    • «Πρέπει να εκπαιδεύεται κανείς από την παιδική του ηλικία, γιατί -καθώς λέει ο Πλάτων- η σωστή παιδεία συνίσταται στο να αισθάνεσαι όσο πρέπει και τη χαρά και τη λύπη.»
    • «Πολύ σημαντικό εφόδιο για τα γηρατειά είναι η εκπαίδευση.»
      • «Αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων, πρέπει να έχουν πεισθεί ότι πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων.»
      • «Τρία πράγματα χρειάζονται για την εκπαίδευση: η φύση, η μάθηση και η άσκηση.»
      • «Αυτοί που δίνουν καλή εκπαίδευση στα παιδιά, πρέπει να τιμώνται περισσότερο από εκείνους που τα γέννησαν, γιατί οι γονείς τους έδωσαν μόνο τη ζωή, οι παιδαγωγοί όμως την ικανότητα να ζουν καλά.»
      • «Της παιδείας οι ρίζες είναι πικρές, μα οι καρποί γλυκοί.»
      • «Όσοι είναι οργισμένοι ασχολούνται ενδόμυχα με τα ζητήματα της εκδικήσεως. Έτσι, λοιπόν, η φαντασία τους που διεγείρεται, προκαλεί ευχαρίστηση σαν εκείνη που παρουσιάζεται στα όνειρα.»
      • «Προτιμότερο είναι να τιμωρεί κανείς τους εχθρούς του από το να συμβιβάζεται μαζί τους. Γιατί το ν’ ανταποδίδεις όσα έπαθες είναι δίκαιο και η αποκατάσταση του δικαίου αξιέπαινη.»
      • «Φίλος μεν ο Πλάτων, αλλά φιλτέρα η αλήθεια.»
      • «Δεν είναι αυταπάτη η αγάπη του εαυτού μας: αυτό το αίσθημα είναι ολότελα φυσικό. Ο εγωισμός, να το είδος της αγάπης που δίκαια δυσφημίστηκε, γιατί δεν είναι η αγάπη προς τον εαυτό μας, μα ένα πάθος αχαλίνωτο απ’ τον εαυτό μας, πάθος ολέθριο που παρασέρνει τον φιλάργυρο προς το χρήμα του, κι όλους τους ανθρώπους προς το αντικείμενο των επιθυμιών τους.»
      • «Αναγκαστικά όλοι είναι φίλαυτοι, περισσότερο ή λιγότερο.»
      • «Δεν είναι κακό να νομίζει ο άνθρωπος ότι έχει κατιτί δικό του. Είναι φυσικό να αγαπάει κανείς τον εαυτό του, μόνο δε ο εγωισμός πρέπει να κατακρίνεται. Δηλαδή όχι το να αγαπάς απλώς τον εαυτό σου, αλλά το να τον αγαπάς περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει.»
      • «Ο άντρας είναι από τη φύση καλύτερος από τη γυναίκα. Ο άντρας διευθύνει και η γυναίκα υπακούει σ’ αυτόν.»
      • «Η ομορφιά είναι η πιο καλή συστατική επιστολή.»
      • «Δεν ταιριάζει στη γυναίκα να είναι πολύ γενναία ή πολύ εύγλωττη.»
      • «Η αποστολή του άντρα είναι να κερδίζει και της γυναίκας να αποταμιεύει.»
      • «Η γενναιότητα είναι προτιμότερη απ’ τη σύνεση.»
      • «Η αρετή είναι ανώτερη απ’ τον πλούτο και χρησιμότερη απ’ την υψηλή καταγωγή, γιατί όσα είναι αδύνατα για τους άλλους αυτή τα καθιστά δυνατά, κι όσα προκαλούν φόβο στους πολλούς τα υπομένει με θάρρος, και γιατί νομίζει ότι ο μεν δισταγμός είναι μομφή και κατάκριση, η δε εργατικότητα έπαινος.»
      • «Η αρετή σε όσων ανθρώπων τις ψυχές παραμένει ανόθευτη και καθαρή, δεν τους εγκαταλείπει ούτε στα γηρατειά τους.»
      • «Ο δίχως αρετή άνθρωπος είναι το πιο ανόσιο και το πιο βάρβαρο πλάσμα.»
      • «Τρία είναι τα στοιχεία που κάνουν τους ανθρώπους καλούς και έντιμους: η φύση, η συνήθεια και η λογική.»
      • «Ο ρόλος του άνδρα είναι διαφορετικός απ’ το ρόλο της γυναίκας, γιατί ο μεν πρώτος φροντίζει να κερδίζει τα απαραίτητα στη ζωή, η δε γυναίκα να τα φυλάξει.»
        • «Όπου υπάρχει άμιλλα, υπάρχει και νίκη.»
        • «Άμιλλα είναι η τάση να φτάσει κανένας τον άλλον που τον θαυμάζει ή και να τον ξεπεράσει, χωρίς να αισθάνεται φθόνο αν ο άλλος τον ξεπερνάει.»
        • «Οι άνθρωποι έχουν το φυσικό χάρισμα να κρίνουν την αλήθεια και συνήθως την αποκαλύπτουν. Και γι’ αυτό, όσοι μπορούν εύστοχα να την αντιληφθούν, είναι επίσης ικανοί ν’ αντιληφθούν και τις πιθανότητες που υπάρχουν.»
        • «Το αληθινό και το δίκαιο έχουν απ’ τη φύση μεγαλύτερη δύναμη απ’ το ψέμα και το άδικο.»
        • «Κανένας δεν αγαπάει πραγματικά εκείνον που φοβάται.»

Αποφθέγματα του Φρ. Νίτσε

Πώς; Είναι ο άνθρωπος απλώς ένα λάθος του Θεού; Ή μήπως ο Θεός είναι ένα λάθος του ανθρώπου;

Ό,τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό.

Βοήθησε ο ίδιος τον εαυτό σου: τότε θα σε βοηθήσουν όλοι.
Αρχή της αγάπης προς τον πλησίον.

Υπάρχει ένας δρόμος που μπορεί να τον βαδίσει μονάχα ένας. Ποιος; Εσύ! Πού πηγαίνει; Μη ρωτάς Βάδισέ τον!

Σπάνια κάνει κανείς μόνο ένα σφάλμα. Στο πρώτο σφάλμα κάνει κανείς πάρα πολλά. Γι’ αυτό κάνει συνήθως κι ένα δεύτερο - κάνοντας αυτή τη φορά πολύ λίγα...

Το σκουλήκι μαζεύεται όταν το πατούν. Αυό είναι έξυπνο. Με τούτο τον τρόπο μειώνει τις πιθανότητες να το πατήσουν πάλι. Στη γλώσσα της ηθικής αυτό λέγεται ταπεινοφροσύνη.


Τρέχεις μπροστά; Το κάνεις σα βοσκός; Ή σαν εξαίρεση; Μια τρίτη περίπτωση θά 'ταν ο φυγάς... Πρώτο ζήτημα συνείδησης.


Τί; Ψάχνεις; Θέλεις να πολλαπλασιαστείς επί δέκα, επί εκατό; Ψάχνεις για οπαδούς; - Ψάξε για μηδενικά!

Όταν η γυναίκα έχει αντρικές αρετές θέλει κανείς να το βάλει στα πόδια. Κι όταν δεν έχει αντρικές αρετές τότε το βάζει αυτή στα πόδια.


Ο πιο σίγουρος τρόπος για να καταστρέψεις έναν νέο είναι να του διδάξεις να εκτιμάει περισσότερο εκείνους που σκέφτονται σαν αυτόν από εκείνους που σκέφτονται διαφορετικά απ' αυτόν.


Φαινομενικός ηρωισμός: Το να ριχτείς στην καρδιά της μάχης μπορεί νά ναι σημάδι δειλίας.


Καλύτερα μια ολόψυχη έχθρα παρά μια φιλία κολλημένη με κόλλα.

Και ο χρόνος μετριέται από την καταραμένη μέρα από την οποία άρχισε αυτή η συμφορά - από την πρώτη μέρα του χριστιανισμού! Γιατί να μην τον μετρούμε από την τελευταία μέρα του χριστιανισμού; Γιατί όχι από σήμερα; Επαναξιολόγηση όλων των αξιών!

Σε καιρούς ειρήνης, ο πολεμόχαρος άνθρωπος τα βάζει με τον εαυτό του.

Η γυναίκα μαθαίνει να μισεί όσο ξεμαθαίνει να γοητεύει.

Την περισσότερη ανεντιμότητα τη δείχνουμε απέναντι στο Θεό: δεν του επιτρέπουμε να αμαρτήσει!

Η αγάπη για έναν άνθρωπο είναι βαρβαρότητα, επειδή ασκείται σε βάρος όλων των άλλων. Παρόμοια και η αγάπη για τον Θεό.

Ο κίνδυνος από την ομορφιά
Αυτή η γυναίκα είναι όμορφη και έξυπνη: αχ, πόσο εξυπνότερη θα είχε γίνει, αν δεν ήταν όμορφη!

Κάθε είδος περιφρόνησης του σεξ, κάθε βρώμισμά του μέσω της έννοιας «ακάθαρτο», είναι το κατ' εξοχήν έγκλημα εναντίον της ζωής...

Θεωρώ απαραίτητο να πλύνω τα χέρια μου πριν έρθω σε επαφή με θρήσκους ανθρώπους.

Να μη ξεχνάμε!
Οσο πιο ψηλά πετάμε, τόσο πιο μικροί φαντάζουμε σ' εκείνους που δεν μπορούν να πετάξουν.

Θέλω, μια για πάντα, να μη γνωρίζω πολλά πράγματα. Η σύνεση βάζει όρια ακόμα και στη γνώση.

Μη δείχνετε δειλία απέναντι στις πράξεις σας! Μην τις αφήνετε να παραπαίουν μετά! Οι τύψεις της συνείδησης είναι ανάρμοστες.

Δεν είναι η αγάπη τους για την ανθρωπότητα, είναι η ανικανότητα της αγάπης τους αυτή που εμποδίζει τους σημερινούς χριστιανούς - να μας κάψουν.

Δεν υπάρχουν ηθικά φαινόμενα, υπάρχει μόνο ηθική ερμηνεία των φαινομένων.

Θέλεις να κάνεις κάποιον να ενδιαφερθεί για σένα; Έχε ύφος αμηχανίας όταν βρίσκεσαι μπροστά του.

Είσαι γνήσιος; Η μόνο ένας ηθοποιός; Ένας αντιπρόσωπος; Ή μήπως είσαι αυτό που αντιπροσωπεύεται; - Τελικά ίσως νά ' σαι απλώς ένα αντίγραφο ενός ηθοποιού... Δεύτερο ζήτημα συνείδησης.

Είσαι κάποιος που κοιτάει δίχως να συμμετέχει; Η κάποιος που δίνει χείρα βοηθείας, Η μήπως κάποιος που αποστρέφει το βλέμα του και προσπερνάει; Τρίτο ζήτημα συνείδησης!

Θέλεις να προχωράς μαζί μ' άλλους; Ή να προχωράς μπροστά; Η να προχωράς μόνος σου; ... Πρέπει να ξέρει κανείς τι θέλει και ότι το θέλει. Τέταρτο ζήτημα συνείδησης.

Ό,τι θεωρεί κακό μια εποχή είναι συνήθως ένα ανεπίκαιρο κατάλοιπο αυτού που άλλοτε θεωρούνταν καλό - ο αταβισμός ενός παλιότερου ιδανικού.

Γύρω από έναν ήρωα όλα γίνοναι τραγωδία, γύρω από έναν ημίθεο όλα γίνονται σατιρικό δράμα και γύρω από τον Θεό όλα γίνονται - τι λοιπόν; Μήπως «κόσμος»;

Ο τσομπάνος πάντα χρειάζεται ένα κριάρι -ή πρέπει να γίνει ο ίδιος το κριάρι.

Το να μιλάμε πολύ για τον εαυτό μας μπορεί νά ναι κι ένα μέσο για να τον κρύβουμε.

Εκείνο που κάνει τους ανώτερους ανθρώπους δεν είναι η δύναμη των υψηλών αισθημάτων τους αλλά η διάρκεια των αισθημάτων αυτών.

Ο μεγαλοφυής άνθρωπος είναι ανυπόφορος όταν δεν έχει, εκτός από τη μεγαλοφυία, δυο τουλάχιστον άλλα πράγματα: ευγνωμοσύνη και καθαρότητα.

Ο βαθμός και η φύση της σεξουαλικότητας στον άνδρα ανεβαίνουν ως την ψηλότερη κορυφή του πνεύματος του.

Μια επικίνδυνη απόφαση: Η χριστανική απόφαση να βρίσκει άσχημο και κακό τον κόσμο τον έκανε άσχημο και κακό.

Τι θεωρείς πιο ανθρώπινο;
Να απαλλάσσεις κάποιον απ' τη ντροπή.
Ποιά είναι η σφραγίδα της απελευθέρωσης; Να μη ντρέπεσαι πια ενώπιον του εαυτού
σου.

Ωριμότητα του ανθρώπου: είναι να ξαναβρίσκει τη σοβαρότητα που είχε παιδί, όταν έπαιζε.

Πρέπει να φεύγουμε από τη ζωή όπως έφυγε ο Οδυσσέας από τη Ναυσικά, ευλογώντας την παρά ερωτευμένος μαζί της.

Τί; Ένας μεγάλος άνθρωπος; Εγώ βλέπω πάντα μόνο τον ηθοποιό του ίδιου του του ιδανικού.

Το κράτος είναι το πιο ψυχρό απ' όλα τα ψυχρά τέρατα: ψεύδεται ψυχρά και να το ψέμα που βγαίνει απ' το στόμα του: «Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός».

«Πώς θα μπορέσω ν' ανέβω στην κορφή του βουνού;» - «Ανέβα λοιπόν τώρα και μην το σκέφτεσαι πολύ».

Ο Στάινμπεκ για την κρίση του '29

Το ακόλουθο κείμενο του Τζον Στάινμπεκ (1902-1968) αναφέρεται στη μεγάλη κρίση του 1929 και περιέχεται στο βιβλίο του «L' America e gli americani» (ιταλική έκδοση «Alet», 2008), που συγκεντρώνει τριάντα πέντε μικρά κείμενα του μεγάλου αμερικανού νομπελίστα συγγραφέα.
Μα βέβαια θυμάμαι τα χρόνια της δεκαετίας του 1930, τα τρομερά, ταραγμένα, θριαμβευτικά, ορμητικά χρόνια της δεκαετίας του 1930. Δεν γνωρίζω άλλη δεκαετία στην οποία να συνέβηκαν τόσο πολλά και τόσο πολυσήμαντα γεγονότα. Έγιναν ριζικές αλλαγές. Αναπλάστηκε η χώρα, αναμορφώθηκε η ζωή, ανοικοδομήθηκε το κράτος, το οποίο τώρα υποχρεώθηκε να αναλάβει λειτουργίες, καθήκοντα και ευθύνες που ποτέ πριν δεν είχε και ποτέ δεν θα μπορέσει να εκχωρήσει. Ούτε και ο πιο λυσσασμένος και υστερικός συκοφάντης του Ρούζβελτ δεν θα τολμούσε να προτείνει να καταργηθούν εκείνοι οι ανανεωτικοί νόμοι, εκείνες οι προστασίες και εκείνη η νέα αρχή σύμφωνα με την οποία το κράτος είναι υπεύθυνο για όλους τους πολίτες. Με μιαν αναδρομική ματιά, η δεκαετία φαίνεται συγκροτημένη με επιμέλεια, σαν ένα θεατρικό έργο. Έχει μιαν αρχή, ένα κεντρικό μέρος και ένα τέλος, ακόμα και έναν πρόλογο. Το 1929 σηματοδότησε μια στροφή και προσέδωσε μια τραγική διάσταση στα δέκα μεταγενέστερα χρόνια.
Θυμάμαι πολύ καλά το 1929. Είχαμε πιάσει την καλή (εγώ όχι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι ναι). Θυμάμαι τα ζαλισμένα και ευτυχισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που έφτιαχναν χάρτινες περιουσίες με τις μετοχές του χρηματιστηρίου. «Σήμερα κέρδισα δέκα χιλιάδες δολάρια μέσα σε δέκα λεπτά. Συνολικά, αυτή τη βδομάδα κέρδισα ογδόντα χιλιάδες». Στη μικρή μας πόλη οι διευθυντές τραπεζών και οι εργάτες οδοποιίας έτρεχαν στους τηλεφωνικούς θαλάμους για να καλέσουν τους παίκτες. Όλοι έπαιζαν στο χρηματιστήριο, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Στη διακοπή για γεύμα, υπάλληλοι και γραμματείς μελετούσαν το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου μασώντας σάντουιτς και λογάριαζαν τις περιουσίες που συσσωρεύονταν. Τα μάτια τους είχαν την ίδια έκφραση που βλέπουμε στο τραπέζι της ρουλέτας. Εγώ είχα μια διαυγή αντίληψη, γιατί βρισκόμουν έξω από όλα αυτά, γράφοντας βιβλία που κανείς δεν αγόραζε. Δεν είχα ούτε τα ελάχιστα που ήταν αναγκαία, για να αρχίσω να φτιάχνω μια δική μου περιουσία. Από τις βιτρίνες έβλεπα τα τρελά ψώνια, το χαβιάρι και τη σαμπάνια, μύριζα το μεθυστικό άρωμα των ντυμένων με γούνες κυριών, που έβγαιναν λάμποντας από το θέατρο.
Έπειτα οι άνθρωποι έπαψαν να επενδύουν και αυτό το είδα με διαύγεια, επειδή είχα ασκηθεί από καιρό στην οικονομική ύφεση. Δεν συμπαρασύρθηκα στην πτώση. Θυμάμαι ότι έδιναν συνεντεύξεις και ξανά συνεντεύξεις οι Big Boys, εκείνοι που γνώριζαν. Ορισμένοι αγόραζαν διαφημιστικό χώρο για να καθησυχάσουν τους εκατομμυριούχους που καταστρέφονταν: «Είναι μόνο μια φυσιολογική υποτίμηση», «Μη φοβάστε, αγοράστε, συνεχίστε να αγοράζετε». Ωστόσο, οι Big Boys πουλούσαν και η αγορά έκανε το μπαμ.
Έπειτα ήρθε ο πανικός και ο πανικός μετατράπηκε σε απαθές σοκ. Όταν το χρηματιστήριο κατέρρευσε, έκλεισαν τα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα χαλυβουργεία και τότε κανείς δεν μπορούσε πλέον να αγοράσει τίποτα, ούτε καν για να φάει. Οι άνθρωποι γυρνούσαν από δω κι από κει σαν δαρμένοι. Οι εφημερίδες έγραφαν για κατεστραμμένους ανθρώπους που έπεφταν από τα παράθυρα.
Από τη στιγμή που θα κατέληγαν στο πεζοδρόμιο είχαν καταστραφεί σοβαρά. Ενας φίλος είχε έναν θείο, πλουσιότατο εκατομμυριούχο. Μέσα σε λίγες βδομάδες πέρασε από τα εφτά εκατομμύρια στα δύο εκατομμύρια, αλλά δύο εκατομμύρια σε μετρητά. Έλεγε ότι δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να τρώει και για κολατσιό έτρωγε μόνον ένα αυγό. Βαθούλωσαν τα μάγουλά του και τα μάτια του γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό. Κατέληξε να αυτοκτονήσει. Με δυο εκατομμύρια δολάρια νόμιζε ότι θα πεθάνει από πείνα. Αυτές ήταν οι αξίες.
Έπειτα οι άνθρωποι θυμήθηκαν τον μικρό λογαριασμό που είχαν στην τράπεζα, μοναδική βεβαιότητα σε έναν ανασφαλή κόσμο. Έκαναν αγώνες δρόμου για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Υπήρξαν αγώνες και εξεγέρσεις και πλήθη αστυνομικών. Ορισμένες τράπεζες χρεοκόπησαν. Οι ειδήσεις άρχισαν να κυκλοφορούν. Έπειτα , τρομαγμένοι και οργισμένοι, οι άνθρωποι κατέληξαν να επιτίθενται στις τράπεζες και οι πόρτες τους έκλεισαν για πάντα.
Ο Χούβερ στον Λευκό Οίκο μου προκαλούσε τον οίκτο. Στηρίχθηκε στο εγκυκλοπαιδικό του οπλοστάσιο των πεπαλαιωμένων διακηρύξεων. Η έμφυτη ανικανότητά του στον λόγο άγγιξε το μάξιμουμ του ταλέντου του. Η συμβουλή του προς τους ανέργους να πουλάνε μέλι έγινε το «ας φάνε παντεσπάνι» της δεκαετίας του '30. Τα συνθήματα της προεκλογικής του εκστρατείας -«Η ευημερία έρχεται σύντομα· ένα κοτόπουλο σε κάθε τσουκάλι»- ηχούσαν σαρκαστικά στους ανήσυχους αρχάριους που περίμεναν στις ουρές για να πάρουν λίγο ψωμί. Ομάδες μικρομετόχων έκαναν πορεία και ξεχύθηκαν στην Ουάσιγκτον. Το Κογκρέσο είχε εγκρίνει την πληρωμή των αποζημιώσεων, αλλά μόνο σε έναν μεταγενέστερο χρόνο.
Υπήρχαν κάποιοι αγκιτάτορες ακόμη και κάποιοι κομμουνιστές, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν πρώην στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει την πατρίδα, άνθρωποι φοβισμένοι με οικογένειες πεινασμένες. Τα διαλυμένα πλήθη μπλοκάρισαν την κυκλοφορία και κόλλησαν σαν ένα μελίσσι στα σκαλοπάτια της πρωτεύουσας. Τα χρήματα χρησίμευαν αμέσως. Έφτιαξαν μια παραγκούπολη στην περιφέρεια της Ουάσιγκτον. Πολλοί είχαν μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους.
Οι αφηγήσεις εκείνης της εποχής αναφέρονται στην τάξη και την πειθαρχία εκείνων των κακότυχων στρατιωτών. Τι συνέβαινε στα ανώτερα επίπεδα; Ένας ωραίος φόβος φαινόταν τότε -και φαίνεται μέχρι τώρα- ότι τους είχε καταλάβει. Οι κορδέλες που είχαν τοποθετηθεί γύρω από τον Λευκό Οίκο και οι στρατιώτες που τον περιφρουρούσαν ήταν ένδειξη ότι ο πρόεδρος φοβόταν τους συμπολίτες του (...).