Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Εκλεπτυσμένες σιωπές
μιας ασέληνης νύχτας,
φιλολογώντας τον έρωτα
εξερευνώντας την ηδονή,
τα χείλη
τα μοναδικά αρχέγονα αισθητήρια
που ανέλαβαν
να ιχνηλατήσουν το πάθος
να απελευθερώσουν τον πόθο,
δυο κορμιά αγρίμια
που προσφέρθηκαν
εκούσια να θυσιαστούν
ανακαλύπτοντας και γκρεμίζοντας
τις Πύλες του Απόλυτου,
σε μια νύχτα,
το ξημέρωμα πάλι ξένοι...P.H.




Αγάπησες την εικόνα
την αντανάκλαση
αυτού που ενδόμυχα πίστευες
πως ήταν για σένα,
φυλακίστηκες στα μάτια
και στα χείλη ενός ονείρου
αδιαφορώντας για το αν
η υποκειμενικότητα της καρδιάς
φλέρταρε επικίνδυνα
με την αντικειμενικότητα του μυαλού σου,
έζησες το απίστευτο
με ρυθμούς αχαλίνωτους
απάνθρωπους,
θυσιάστηκες άπειρες φορές
για τη στιγμή,
πόνεσες όταν χάθηκε ο ήλιος,
έκλαψες με τα σύννεφα,
νοστάλγησες
αυτά που νοσταλγούμε όλοι,
αυτά που πέθαναν
αλλά αρνούμαστε
να πάρουμε τη σκέψη μας
από την ιδέα τους...P.H.




Σταγόνες ευτυχίας
από τις αταξίδευτες θάλασσες
που τόσο είχες ποθήσει,
στερημένες αγκαλιές
μοιρασμένες σε ημέρες έλλειψης
ακροβατώντας
στις λεπτές γραμμές του ανικανοποίητου,
φιλιά διψασμένα
από χείλη που τα περίμεναν
τρεμάμενα από ηδονή,
κορμιά απόντα
από όλα τα ραντεβού
με τις σπάνιες ρωγμές
του δικού τους ερωτικού χωρόχρονου,
εποχές που παρέλαυναν
σαν ασπρόμαυρο φιλμ
μιας noir μελαγχολικής αναπόλησης,
κυρίως φθινοπώρων,
στέρεψαν τα πρώτα δάκρυα
αγκάλιασε η μοναξιά τη συνήθεια
κι έμαθαν να επιβιώνουν
στα ατέλειωτα βράδια
που το αλκοόλ σκέπαζε
κάθε ανάγκη για βασανιστική σκέψη,
περνούν και φεύγουν οι άνθρωποι
νυχτοπατώντας συχνά
στα σοκάκια των αναμνήσεων,
αυτοθυματοποιούνται
για να νιώσουν
επίπλαστα ευτυχισμένοι
άλλο ένα βράδυ
μέσα στη δυστυχία τους...P.H.




Αντωνυμίες τρυφερότητας
σε μια ασέληνη νύχτα,
αδύναμη φλόγα ενός κεριού
έφυγες
έσβησε...P.H.




Στίχοι που ονειρεύονται
στις θάλασσες των φιλιών,
ηδονικές στιγμές
που σώπασαν
πιότερο κι από την σιωπή,
αγάπη που ανέβηκε
σαν καπνός
και έσμιξε με τα αστέρια,
ξημέρωσε
μα γλίστρησε η μέρα
μέσα από τα χέρια μας
καθώς ψάχναμε τη ζωή μας,
στάσου λιγάκι κοντά μου
κι ας λείπω...P.H.




Παίζαμε κρυφτό
μέσα στο φως
και φιλιόμασταν
ξαφνικά σε έχασα,
λες και ντρέπεσαι ή φοβάσαι
περιμένεις τη νύχτα να σε σώσει
εκεί στα σκοτεινά
ψηλαφώντας να βρεις τη ψυχή σου...P.H.




Απεριποίητες λέξεις
φλέρταραν με τις όχθες
μιας λίμνης
διάσπαρτης
με τεκμήρια του έρωτα,
ένοχη για έρωτα
η αλλοπαρμένη μου σκέψη
ζωγράφισε ηδονικά
στα νούφαρα τη σιλουέτα σου,
η μελωδία ενός μαγεμένου αυλού
άρχισε να γυρίζει την ανέμη
που ξετυλίγει τα όνειρα...P.H.




Αργοσερνόταν η νύχτα
σαν μεταξωτό σεντόνι
που ξεσκεπάζει το όνειρο,
σιωπηλή σαν ερωτικό απωθημένο,
λάγνα επιθυμία που ξεπήδησε
από δυο κορμιά που λαμπύριζαν
αγκαλιασμένα στο φως του φεγγαριού,
όρη και κοιλάδες
βυθισμένα σε μια αχνή ομίχλη
αρωματισμένα από τον πόθο
μιας πρώιμης άνοιξης,
με τα φιλιά άνθη αμυγδαλιάς
που χάιδευαν ερωτικά
την επιδερμίδα του ασύλληπτου,
ένα κρεβάτι που ξέκοψε
και απομακρύνθηκε από το "τώρα"
ακολουθώντας ένα αέρινο μονοπάτι
και βυθίστηκε σε μια ζεστή λίμνη,
με τη μαλακή άμμο των αισθήσεων
να αντανακλά αγάπη,
σώματα από υγρό πηλό
ζυμώθηκαν φιλήδονα
ρέοντας το ένα επάνω στο άλλο,
με τα όρη να ντύνονται
με την ζεστασιά των κοιλάδων,
τα χείλη ζεστά και υγρά
να προσφέρουν ευδαιμονικά
τις δικές τους σταγόνες
στο πέλαγος ενός αρχέγονου έρωτα,
κύματα αρωματισμένα
με την κοφτή τους ανάσα
χάιδευαν πότε αργά και πότε γρήγορα
την ακρογιαλιά δυο σωμάτων
που ισορροπούσαν
ανάμεσα στον παράδεισο
και την κόλαση
των πιο απόκρυφων επιθυμιών τους,
η λύτρωση ήταν τόσο κοντά
που ξεχύθηκε αστραπιαία
σαν καυτό λιωμένο μέταλλο
στις φόρμες που σμίλεψαν
τα δυο πήλινα κορμιά,
την κράτησαν μέσα τους
περισσότερο από ποτέ,
λικνίστηκαν σπασμωδικά κάμποσες φορές
κι ύστερα έγιναν πάλι χώμα
επάνω στα μεταξωτά σεντόνια,
λες και πλάστηκαν
για αυτή τη μια και μοναδική συνεύρεση
κι ύστερα σκορπίστηκαν
σαν τη σκόνη της λήθης
επάνω από κιτρινισμένες αναμνήσεις...P.H.




Κάπου μακριά
από τα μάτια του κόσμου
έκλεισα σε ενα συρτάρι
ένα χαμόγελο σου,
για να το ανοίγω
κάθε άνοιξη
και να σου ψιθυρίζω
"σ'αγαπώ"...P.H.




Ξέχειλες οι φαντασιώσεις
απλώθηκαν στα κορμιά μας
κάνοντας τα ερωτικά απαρέμφατα
να σιγήσουν ηδονικά,
ανοιξιάτικες αλληγορικές οπτασίες
πνιγμένες στα αγριολούλουδα
πάσχιζαν να υγράνουν
τα στεγνά χείλη της έλλειψης,
αγκαλιάστηκαν τα βλέμματά μας
μηδενίζοντας ακόμη
κι αυτά τα λίγα μέτρα
που μας χώριζαν,
σε φίλησα κι ήταν Άνοιξη...P.H.