Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Κοίτα μόνο να ‘χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου… 
Τότε σώζεσαι…

Άπλωσες το χέρι σου κι έπιασες το δικό μου …
Έλα μαζί μου μου είπες σιγά …
Σε ρώτησα πού πάμε?
Μια βόλτα στα σύννεφα …

Μπορείς να με γραπώσεις από της λήθης το τσουλούφι, να μ' αγκαλιάσεις στο αδειανό πουκάμισο τη νύχτα μου, να μου φιλήσεις την ηχώ...

Ανάμεσα σε αποσιωπητικά
θα τοποθετήσω τις σχέσεις
και τις πράξεις μου,
να πάρουν από την ενέργεια της σιωπής
και να αποθορυβήσουν το μαζί
των χρόνων που μας κόστισα.


Απόψε έλαμπαν σαν αστραπές οι σιωπές της απουσίας σου....

Είναι πάλι κι εκείνη η πανάρχαια τριβή του άγνωστου, δες
πόσο εύκολα πεθαίνει η μέρα και
πόσο εύκολα ανασταίνεται
ανέμελα σχεδόν ανεύθυνα
θα’λεγες σχεδόν κοροϊδευτικά…

Ποιος ουρανός μας νιώθει, με τη γη να ενωθεί...

Φθορές και ρωγμές σε παρακμάζουσες αναληθείς εικόνες μα, τα βλέφαρα του νου κλειστά...

Πέρα από το θάμπος του ονείρου
εύρισκες πάντα την αιωνιότητα της σιγής
να σου χαμογελά
στο μονοπάτι της νυχτιάς...

Ανυπόδητες στιγμές
σεβασθείτε τα αισθητά της νύχτας
μαρμαρώνοντας μ’εγκαρτέρηση τα βήματά σας
στις ατραπούς της σιωπής....

Ολισθηρός ο χρόνος του λογισμού, σαν μια σταγόνα,
μια στιγμή ντυμένη στο κόκκινο, σαν πόρνη,
ένα κομμάτι πάγου που λιώνει σ’ένα ποτήρι φωτιά...

Δώσε μου τη στιγμή της ανατολής
που μόλις ξύπνησε στο στήθος σου,
να θυμηθώ το φως,
να θυμηθώ την όψη του κόσμου
κοίταξέ με,
να αισθανθώ πως υπάρχω....


Μα, πιο πολύ, πιο πολύ
εσύ μπορείς
στην αίσθηση των πραγμάτων μου
να κυριαρχείς
Και στην ανατολή,
και στη νύχτα,
και στη σιωπή
Εσύ!


Στο άφρισμα της θάλασσας
που αγγίζουν τα δάχτυλα των ίσκιων
οδοιπορώντας πάνω στα πλήκτρα των ωρών
ή σε μια πιο σκούρα απόχρωση
που παίρνει ο ουρανός τη νύχτα
καθώς βαθαίνει στον ορίζοντα...


Αλλά σ’εκείνη την εικόνα
που χάιδεψαν τα μάτια μου,
σ’εκείνη τη στιγμή
που μένει ακίνητη στα χείλη μου,
η φαντασία τίποτα δεν έχει να προσθέσει...

Κι αν φοβηθείς στην αρχή,
ο κόσμος που θα συνεπάγεσαι, 
θ' ανταμείβει την επιλογή μας...

Γόνιμο χώμα.
Φύτεψε υπομονή.
Ανθίζει πάντα...

Πώς σπάει στα δυο η ψυχή της μοναξιάς;
Ο τοίχος βάρβαρος μπροστά στο κλείστρο,
έτοιμη να παραδοθεί η νύχτα σε ένα κλάσμα φυγής από το κάδρο....

Μνήμη του καραβιού
δική μου μνήμη...

Μόνο το ένα το κλαδί
δεν φτάνει μέχρι τις πόρτες του ουρανού.
Δεν φτάνει να γκαζώσει
τη σιωπή...

Μοίρασες τη ζωή σου
ανάμεσα στο ποτέ και στο πάντα
σ’ εκείνο που αγνοούσες ή σ’ εκείνο
που πάντοτε χανόταν...

Όμως το ίδιο βλέμμα σου καρφωμένο εκεί.
Να κοιτά εμένα.
Μια άβυσσος από σελοφάν χτισμένη στο χθες της μνήμης...

Έτσι ακέφαλη να είναι άραγε και η μοναξιά;

Έτσι γίνεται το Σώμα ανοίγοντας στην ουτοπία
Τα χέρια ενός Εσταυρωμένου χρόνου, ακίνητου.
Λέξεων υγρών, ύλης χαμένης Σώμα.
Λέξεις πίσω από τη γραφή του φωτός...

Με εκείνα και με τα άλλα...έφτασε καλοκαίρι...

Όμως
ποια να 'σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
—με τόση λάμψη τόση μουσική—
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;

«Ποιος ξέρει αν πίσω απ’ αυτή τη βιτρίνα εγωισμού και σκληρότητας, το σύμπαν δεν είναι τελικά μια μεγάλη ευσπλαχνική θάλασσα, μια απέραντη γλύκα; Και ποιος ξέρει αν δεν είναι η μοναξιά της τωρινής μοναδικότητας του αγέννητου στοιχείου της μελλοντικής ουσίας του καθενός που αρνείται τη μοναδική, αγνή αιωνιότητα, αυτό το μεγάλο απόλυτο δυναμικό που μπορεί να ακτινοβολήσει τα πάντα, αυτή τη λαμπρή ευτυχία, το Ματιβαζρικαρούνα, ο Υπερβατικός Αδαμάντινος Οίκτος! Όχι, εγώ θέλω να μιλάω ΓΙΑ τα πράγματα, για το σταυρό, για το αστέρι του Ισραήλ, για τον πιο υπέροχο άνθρωπο που έζησε ποτέ και που ήταν Γερμανός (ο Μπαχ), για τον γλυκό Μωάμεθ, για τον Βούδα, για τον Λάο-Τσε, τον Τσουάνγκ-Τσε, τον Σουζούκι... γιατί θα έπρεπε να επιτεθώ σ’ αυτά που αγαπώ, έστω κι αν είναι έξω από μένα; Αυτό θα πει Μπητ. Ζήστε τη ζωή σας; Όχι, αγαπήστε τη ζωή σας. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, δεν θα ‘χεις τουλάχιστον γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου»
(Τζακ Κέρουακ, Οι Καταβολές της Μπητ Γενιάς).

Μισοκρυμμένη παιδιαρίζεις....μέλλουσα χαρά....



Κόκκινο τριαντάφυλλο
ανάμεσα σε μένα και σε σένα
ανάμεσα
σε δυο κεριά αναμμένα
ερωτικό προμήνυμα
ενός φιλιού αθώου....

Να παίζω με τα σύμφωνα.....να παίζω με τα φωνήεντα...να αλλάζω τις λέξεις...σαγαπώ....σε θέλω...μου λείπεις...κι είναι όλες τόσο εσύ...

Και όπως κοίταξα τον ουρανό,
Θεέ μου! Τι απεραντοσύνη!
Πόσα άστρα!
Από τότε ξέρω πως δεν θα προφτάσω....

Η κάθε μου λέξη,
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο...

Έτρεχες το βλέμμα
κι εγώ το κυνηγούσα
μέχρι να λαχανιάσει η αμηχανία
μέχρι να κοκκινίσει ο έρωτας...

Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν ειμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.
Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα

Χορεύω με μάτια κλειστά,
με τα χέρια απλωμένα!
Σε χίλιους κύκλους το κορμί μου
χαράζει τον αέρα με λέξεις,
γράφοντας και πάλι μια σύγχρονη τραγωδία:
Η Εκάβη, η Μήδεια εγώ,
η Ηλέκτρα, η Κασσάνδρα εγώ,
Πηνελόπη και Ελένη εγώ!
Χορεύω, με τα μάτια κλειστά ·
είμαι μάνα, πριν, τώρα, πάντα,
είμαι αδελφή, πριν, τώρα, πάντα,
είμαι ερωμένη, πριν, τώρα, πάντα,
είμαι γυναίκα! Πάντα!
Χορεύω με τα χέρια απλωμένα,
βουβά, τραγικά, απελπισμένα!


Άραγε τί ώρα νάναι δίχως εσένα;
Γιατί κι ο χρόνος φεύγει παράξενα δίχως εσένα.
Κι ο ήλιος φωτίζει παράξενα. Σε ποιον να τον δώσω;
Περίσσεψε ο ήλιος, αγάπη μου, δίχως εσένα…
Κουβεντιάζουμε οι δυο μας μέσα στο άπειρο, αγάπη μου,
φως με φως…


Σε περίμενα πάντα
όπως η ξεραμένη γη τη βροχή.
Σ’ ένιωθα μέσα μου
σα ρίζα εκατόχρονου δέντρου.
Σ’ αισθανόμουνα γύρω μου
σα φωτιά καλοκαιριού...


Δε μένει τίποτ’ άλλο.
Τύλιξέ με....

Θέλω να κοιμηθώ, αλλά εσύ δεν μ’ αφήνεις.
Έχεις ρίξει το χέρι σου στο μάγουλό μου και τρέχει
στο μαξιλάρι μου φως∙ διακλαδίζεται, ρέει
στο στήθος μου, φτάνει στα πόδια…

Όχι λοιπόν, δε θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος
μήτε η νύχτα
κανείς δε θα σε πάρει....

Φυσάει απόψε περασμένους έρωτες...

Οι υποσχέσεις του έρωτα είναι γραμμένες πάνω στην άμμο...

Τα πράγματα είναι απλά… έρωτας είναι ο άντρας και η αγάπη είναι η γυναίκα...

Έρωτας είναι να αγαπάς τις ομοιότητες....αγάπη είναι να ερωτεύεσαι τις διαφορές...

Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια
αν ολάκερη έχεις δοθεί…

Κατεβαίνω στον βυθό της μεγάλης θάλασσας και κλείνομαι μαζί σου,
σε φιλντισένιο όστρακο...

Σε προσέχω σαν δάκρυ....
Μη κλάψω και σε χάσω...
Σε έχασα....